Eξοπλισμός του σπιτιού
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τον εξοπλισμό των σπιτιών προέρχονται από τις μνείες και τις μαρτυρίες των γραπτών πηγών, κυρίως των ιδιωτικών εγγράφων, από την εικονογράφηση χειρόγραφων βιβλίων και τοιχογραφημένων εκκλησιών, αλλά και από τα ίδια τα σκεύη που διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας. Η μορφή και η ποιότητα της οικοσκευής του βυζαντινού σπιτιού εξαρτιόταν, όπως και σήμερα, από την κοινωνική και οικονομική θέση του ιδιοκτήτη. Τα συνηθέστερα υλικά κατασκευής της οικοσκευής είναι το ξύλο, ο πηλός και το γυαλί για τους πιο φτωχούς, ο πηλός και το μέταλλο για τους ευπορότερους, ενώ τα πολύτιμα μέταλλα (χρυσός, ασήμι), το ελεφαντόδοντο ή ακόμα και οι πολύτιμοι λίθοι για τους βασιλείς και τους υψηλούς αξιωματούχους.
Βασικά έπιπλα του σπιτιού ήταν το κρεββάτι (κλινάριον ή κρεββάτιον) και το τραπέζι. Η χρήση ξύλινων κλινών δεν ήταν συνηθισμένη, καθώς οι περισσότεροι ξάπλωναν πάνω σε στρώματα γεμάτα άχυρα, βαμβάκι, κουρέλια ή πούπουλα, τα οποία απλώνονταν απευθείας στο πάτωμα ή πάνω σε κτιστούς πάγκους κατά μήκος των τοίχων του τρικλίνου . Το κρεββάτι αποτελούνταν από σανίδες μέσα σε πλαίσιο που στηριζόταν σε δύο τρίποδα ή σε τέσσερα πόδια, ενίοτε επαργυρωμένα ή επιχρυσωμένα. Πάνω τους στρώνονταν τα κρεββατοστρώσια ή κρεββατοστρώμνια, τα προσκεφάλαια ή μαξιλλάρια και τα σεντόνια, που ήταν φτιαγμένα από λινό ύφασμα ή μαλλί, ή ακόμη και από μετάξι, βαμμένα, κεντημένα ή υφασμένα με χρυσοκλωστές στην παρυφή. Τα τραπέζια ήταν κατασκευασμένα κυρίως από ξύλο, αλλά και από ασήμι, χρυσό ή έφεραν επένδυση από πλακίδια ελεφαντόδοντου. Τα χαμηλά τραπέζια (τάβλες) δεν χρησίμευαν μόνο για το σερβίρισμα του φαγητού, αλλά και ως πάγκοι εργασίας ή γραφεία. Ως καθίσματα αναφέρονται οι καρέκλες (θρονία) και τα σκαμνιά (σκάμνοι ή σελλία), χαμηλά καθίσματα με δύο ή τέσσερα πόδια. Τα μακροσκάμνια ήταν μάλλον πάγκοι μικρού ή μεγάλου μεγέθους, όπου μπορούσαν να καθίσουν περισσότερα άτομα. Ο θρόνος ήταν το επίσημο κάθισμα του αυτοκράτορα, του πατριάρχη, των επισκόπων και των ηγουμένων των μονών, και συνήθως συνοδεύονταν με υποπόδιο . Για να μην φθείρονται, τα έπιπλα επενδύονταν με υφάσματα (σκαμνάλια).
Στα έπιπλα συγκαταλέγονται και τα σινδούκια ή σεντούκια, που είχαν χρήσεις συμπληρωματικές με τα εντοιχισμένα ντουλάπια (ερμάρια) των δωματίων. Τα κιβώτια αυτά, που διέθεταν και κλειδαριές, ήταν ποικίλων διαστάσεων ανάλογα με τη χρήση τους: άλλα ήταν τα κιβώτια όπου φύλασσαν ψωμί και διάφορα εδέσματα ή άλευρα, σε άλλα αποθήκευαν πανιά, υφάσματα και ενδύματα, ενώ σε άλλα τοποθετούσαν τα χρήματα, τα χρυσά και αργυρά σκεύη, τα κοσμήματά τους, ίσως ακόμα και βιβλία. Τα ρούχα στρώνονταν πάνω από τα σεντούκια ή φυλάσσονταν σε υφασμάτινους ή δερμάτινους σάκκους, τους τσαμαντάδες. Τα ειδικά κιβώτια για τη φύλαξη διάφορων φαρμάκων και ιατρικών ειδών ονομάζονταν πανδέκτες.
Τα δάπεδα συχνά καλύπτονταν από τάπητες (επεύχια ή υπεύχια) ποικίλου μεγέθους και πάχους. Επίσης, βαριά παραπετάσματα (βήλα) ήταν κρεμασμένα από την οροφή, ώστε να διαχωρίζονται μεταξύ τους οι χώροι του σπιτιού. Από λινό ή από μετάξι, τα βήλα ήταν μονόχρωμα ή πολύχρωμα και έφεραν παραστάσεις κεντημένες ή υφασμένες, ενώ στα ανάκτορα υπήρχαν και χρυσοΰφαντα βήλα. Στους τοίχους συχνά ήταν κρεμασμένες εικόνες, ενώ από τα αρχοντικά δεν απουσίαζαν τα τόξα, τα σπαθιά και διάφορα άλλα όπλα, καθώς και οι καθρέπτες.
Ο φωτισμός των σπιτιών γινόταν συνήθως με κεριά και λυχνάρια. Τα κεριά φτιάχνονταν αποκλειστικά από μελισσοκέρι, ενώ τα λυχνάρια ήταν πήλινα ή μεταλλικά, γέμιζαν με λάδι ή λίπος και στην άκρη τους έκαιγε φυτίλι. Κατά κανόνα ήταν φορητά ή στηρίζονταν σε μόνιμους λυχνοστάτες. Σε μεγάλους χώρους, όπως των ανακτόρων και των εκκλησιών, κρέμονταν με αλυσίδες από την οροφή μεταλλικά κυκλικά πολυκάνδηλα που έφεραν πολλές γυάλινες κανδήλες. Για τον φωτισμό το βράδυ εκτός σπιτιού χρησιμοποιούσαν επίσης φανάρια (φανούς).
Τα επιτραπέζια σκεύη ανήκαν επίσης στον εξοπλισμό του σπιτιού. Κατά κανόνα τα πιάτα (σκουτέλια ή πινάκια), οι δίσκοι, οι γαβάθες, τα ποτήρια, τα κύπελλα (καύκοι ή σκυφία), οι κανάτες (οινοχόοι) και οι αλατιέρες (αλατοδοχεία) ήταν πήλινα ή ξύλινα και σπανιότερα μεταλλικά. Ωστόσο, στα πλουσιότερα τραπέζια οι πηγές αναφέρουν χάλκινα σκεύη, ακόμη και αργυρά ή επίχρυσα, κοσμημένα με πολύτιμους λίθους (διάλιθα) ή φιλοτεχνημένα από αχάτη, σαρδόνυχα, αλάβαστρο ή ορεία κρύσταλλο: ορισμένα τέτοια σκεύη βρίσκονται στα θησαυροφυλάκια ναών της Δύσης, όπου κατέληξαν μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204.
Τα σκεύη της κουζίνας ήταν τόσο πολλά, όσο και τα σημερινά. Σ’ αυτά ανήκαν κατ’ αρχάς οι πυροστάτες, οι σιδερένιοι τρίποδες που πάνω τους τοποθετούνταν οι πήλινες χύτρες και τα τσουκάλια για το μαγείρεμα των καθημερινών γευμάτων. Οι μεταλλικές, κυρίως χάλκινες, κατσαρόλες για το ζέσταμα του νερού, το πλύσιμο των χεριών και για άλλες χρήσεις ονομάζονταν κούκουμοι ή κουκούμια. Η σχάρα ήταν μόνιμα πάνω στην εστία. Μικρά και μεγάλα τηγάνια χρησίμευαν για το σωτάρισμα και το μαγείρεμα, ενώ το φαγητό ανακάτευαν με μικρές και μεγάλες κουτάλες, που φυλάσσονταν σε ειδικό μικρό κιβώτιο, την κουταλίστρα (κουταλοθήκη). Λίθινα γουδιά (ιγδία) χρησίμευαν στο άλεσμα των καρυκευμάτων, σιτηρών ή οσπρίων, ενώ δεν έλειπαν και οι πιπεροτρίφτες για το τρίψιμο του πιπεριού. Τέλος, πήλινες λεκάνες ή λεκανίδες προορίζονταν για το πλύσιμο των επιτραπέζιων σκευών ή για το πλύσιμο των χεριών.
Στο κελάρι του σπιτιού υπήρχαν τα πήλινα αγγεία για την αποθήκευση του λαδιού, του κρασιού, των σιτηρών και των οσπρίων. Συνήθως ήταν πιθάρια, μικρά ή μεγάλα, ορισμένα από τα οποία ήταν σφηνωμένα μέσα στο έδαφος και μονωμένα τριγύρω για τη διατήρηση σταθερής της θερμοκρασίας αποθήκευσης. Μικρά πιθάρια χρησίμευαν για την αποθήκευση του βούτυρου, του τυριού και των αλίπαστων (βυτίνια ή βυτινάρια). Στα σκεύη για τη μεταφορά και την αποθήκευση του νερού συγκαταλέγονται τα σταμνία ή κεράμια. Τα λαγήνια χρησίμευαν στην επιτραπέζια χρήση νερού, κρασιού ή λαδιού. Τέλος, ειδικά κρυαντήρια, κατασκευασμένα από κράματα μολύβδου, κρατούσαν το νερό δροσερό.
Βιβλιογραφία (3)▼
Σχόλια (0)▼
Νέο Σχόλιο▼