> Γλωσσάρι


  O   Πίσω στο Ευρετήριο

opus sectile: tεχνική διακόσμησης δαπέδου και τοίχου που χρησιμοποιεί πλάκες από
χρωματιστά μάρμαρα, γυαλί, ή φίλντισι, κομμένα σύμφωνα με ένα σχέδιο ή εικόνα.


  S   Πίσω στο Ευρετήριο

spolia: aρχιτεκτονικά μέλη από παλαιότερα μνημεία, τα οποία επαναχρησιμοποιούνται ως
οικοδομικό υλικό σε μεταγενέστερη εποχή.


  Α   Πίσω στο Ευρετήριο

άβακας: ορθογώνια παραλληλεπίπεδη πλάκα με κοίλες πλευρές και λοξότμητες γωνίες. Αποτελεί το ανώτερο τμήμα του κιονοκράνου (πάνω από τον εχίνο).

αέτωμα: αέτωμα ονομάζεται η άνω τριγωνική αρχιτεκτονική κατασκευή στις ακραίες πλευρές των αρχαίων ελληνικών ναών. Η χρήση του επεκτάθηκε αργότερα και στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, όπου χρησιμοποιήθηκε στην πρόσοψη των ναών. Στα αετώματα συχνά ανοίγονται τοξωτά παράθυρα. Αετώματα επίσης συναντάμε σε κιβώρια, κρήνες, προπύλαια και προστώα.

αίθριο: τετράπλευρη αυλή που αναπτυσσόταν μπροστά από τη δυτική πλευρά (κύρια είσοδος) των χριστιανικών βασιλικών και περικλειόταν από στοές. Οι στοές εξυπηρετούσαν λειτουργικούς λόγους, όπως την παραμονή εκεί των πιστών πριν την είσοδο στον ναό για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας αλλά και πρακτικούς σκοπούς, όπως προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Γενικά το αίθριο χάριζε μεγαλοπρέπεια στον ναό και τον απομόνωνε από τον γύρω χώρο. Στο εσωτερικό του υπήρχαν κρήνες για το συμβολικό καθαρμό των χεριών και των ποδιών των πιστών, καθώς και για την τέλεση της ακολουθίας του Αγιασμού.

άκανθος: φυτό με πλατιά, οδοντωτά φύλλα, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό μοτίβο σε κιονόκρανα, αλλά και σε ανάγλυφα. Στη βυζαντινή αρχιτεκτονική συναντάται κυρίως στα κιονόκρανα κορινθιακού τύπου.

άμβωνας : πρόκειται για είδος εξέδρας από την οποία οι κληρικοί αναγιγνώσκουν τις γραφές και εκφωνούν τα κηρύγματα. Βρίσκεται στο κεντρικό κλίτος των ναών. Αρχικά καταλάμβανε το κέντρο του ναού, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις βρισκόταν σε επαφή με τη βόρεια ή τη νότια κιονοστοιχία. Ονομάστηκε «άμβων» επειδή «ανέβαιναν» (από το αρχαίο ρήμα βαίνω) σε αυτόν με μία ή δύο κλίμακες. Οι άμβωνες άλλοτε ήταν ξύλινοι, συνηθέστερα ήταν κτιστοί με μαρμάρινη επένδυση, και άλλοτε ήταν εξολοκλήρου κατασκευασμένοι από μεγάλα κομμάτια μαρμάρου. Σε σπάνιες περιπτώσεις (π.χ. η Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολη), διακοσμούνταν με πολύτιμα υλικά.

αμφικιονίσκος: αρχιτεκτονικό στοιχείο που χρησιμοποιείται συνήθως για το διαχωρισμό των δίλοβων ή τρίλοβων παραθύρων των ναών. Πρόκειται για δύο ημικίονες προσκολλημένους στις πλευρές ενός ορθογώνιου πεσσού που προβάλλουν προς το εσωτερικό και προς το εξωτερικό του ναού. Αποτελούνται από: βάση, αράβδωτο κορμό, κιονόκρανο απλοποιημένης μορφής και επίθημα.

αναθηματικές παραστάσεις: ζωγραφικές ή ψηφιδωτές παραστάσεις στον κυρίως χώρο του ναού, που απεικονίζουν σημαίνοντα πρόσωπα, μόνα τους ή με συνοδεία. Πρόκειται συνήθως για χορηγούς, αυτοκράτορες, αξιωματούχους, ή και μέλη του κλήρου. Στις παραστάσεις αυτές ενίοτε θεωρείται ότι αποδίδονται και τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των απεικονιζομένων προσώπων.

ανάκλιντρο: μακρύ και πλατύ αναπαυτικό κάθισμα με ράχη και βραχίονα στη μία ή και τις δύο του πλευρές, όπου μπορεί κανείς να καθίσει ή και να ξαπλώσει.

ανεικονικός διάκοσμος: διακόσμηση που βασίζεται σε φυτικά η γεωμετρικά μοτίβα, χωρίς απεικονίσεις προσώπων ή παραστάσεις. Τέτοιου τύπου διάκοσμος συναντάται συνήθως σε δάπεδα, ψηφιδωτά, και τοιχογραφίες τάφων κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο, συνεχίζεται στα πρώτα βυζαντινά χρόνια σε διάφορα μνημεία, και αναβιώνει στο ζωγραφικό πρόγραμμα μνημείων της εποχής της Εικονομαχίας.

αντηρίδα: κτιστό δομικό στοιχείο τοποθετημένο λοξά στην εξωτερική επιφάνεια τοίχων που χρησιμεύει ως αντέρεισμα για τη στήριξή του.

απότμηση: η απόσπαση τμήματος από το σύνολο στο οποίο ανήκει με τη διαδικασία της τομής, η αποκοπή.

αρματοδρομία: αγώνας δρόμου μεταξύ αρμάτων.

αστράγαλος: είδος απλού διακοσμητικού αναγλύφου που περιέζωνε συνήθως τα κιονόκρανα ιωνικού ρυθμού.

αυτομόληση: η ηθελημένη αλλαγή στρατοπέδου, η προσχώρηση σε εχθρική παράταξη.

αψίδα: η ημικυκλική απόληξη της ανατολικής πλευράς των βασιλικών. Εσωτερικά καλύπτεται με θόλο και είναι ημικυκλική, ενώ εξωτερικά καλύπτεται με κλιμακωτή στέγη και μπορεί να είναι πεταλόσχημη, ορθογώνια ή και πολυγωνική. 


  Β   Πίσω στο Ευρετήριο

βαπτιστήριο: πρόκειται για ένα χώρο στο εσωτερικό του οποίου τελούταν το μυστήριο του Βαπτίσματος, μέχρι την καθιέρωση του νηπιοβαπτισμού τον 6ο αι. Αποτελούσε τμήμα του ναού, αλλά μπορούσε να είναι και ξεχωριστό κτίριο, κατά κανόνα περίκεντρο, που διέθετε κτιστή, σταυρόσχημη κολυμβήθρα και τρούλο, στο θόλο του οποίου συχνά απεικονιζόταν η σκηνή της βάπτισης.

βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.

βασιλική με εγκάρσιο κλίτος: παραλλαγή του τύπου της βασιλικής, στην οποία ένα εγκάρσιο κλίτος παρεμβάλλεται ανάμεσα στην ανατολική απόληξη των κλιτών και στην αψίδα του ιερού. Το εγκάρσιο κλίτος μπορεί να είναι αδιαίρετο εσωτερικά ή να χωρίζεται σε μεσαίο και πλάγια κλίτη, ακολουθώντας έτσι τη διαίρεση του κυρίως σώματος της εκκλησίας.

βασιλική μετά τρούλου: πρόκειται για θολοσκεπή βασιλική που καλύπτεται με τρούλο στο κεντρικό τμήμα. 

βασιλική σταυρική: τύπος βασιλικής που στην κάτοψή της σχηματίζει το σχήμα του σταυρού.

βεστιάριο: ο χώρος θεάτρου ή άλλης αίθουσας όπου φυλάσσονται καπέλα και ενδύματα.

βήλο: πρόκειται για παραπέτασμα, το οποίο στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές τοποθετούνταν ανάμεσα στους κίονες της τριπλής εισόδου που οδηγούσε από τον νάρθηκα στον κυρίως ναό. Επίσης, με βήλα έκλειναν τις τέσσερις πλευρές του κιβωρίου της Αγίας Τράπεζας.

βήμα (ιερό βήμα): πρόκειται για το ανατολικό τμήμα του ναού που καταλήγει σε αψίδα. Είναι συνήθως υπερυψωμένο σε σχέση με το δάπεδο του κυρίως ναού κατά ένα έως τρία σκαλοπάτια. Ο όρος προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «βαίνω», και λόγω της ιερότητας και ιδιαιτερότητάς του ο χώρος ονομάστηκε ιερό βήμα.


  Γ   Πίσω στο Ευρετήριο

Γενέσιο της Παναγίας: θεομητορική εορτή, επίσης γνωστή ως Γενέθλιον ή Γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Τιμάται από την Εκκλησία μας στις 8 Σεπτεμβρίου.

γραμματεία: το σύνολο των γραπτών μνημείων που αποτελούν εκδηλώσεις ανώτερης πνευματικής δημιουργίας.


  Δ   Πίσω στο Ευρετήριο

Δέηση: η ζωγραφική παράσταση του Χριστού ανάμεσα στη Θεοτόκο και τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Όταν τα κύρια πρόσωπα συμπληρώνουν Αρχάγγελοι, Απόστολοι και Άγιοι, τότε ονομάζεται Μεγάλη Δέηση.

διακονικό: το διακονικό ήταν ένα δωμάτιο με κόγχη, προσκολλημένο συνήθως στη νότια πλευρά της εκκλησίας, όπου κατατίθεντο οι προσφορές των πιστών. Σ΄ αυτό φυλασσόταν επίσης τα ιερά σκεύη και τα άμφια. Αργότερα, στον προχωρημένο 6ο αι., μεταφέρθηκε ως χώρος στο ανατολικό μέρος του νότιου κλίτους, δίπλα στο ιερό βήμα(ιερό βήμα), ενώ κατασκευάστηκε ένα αντίστοιχο διαμέρισμα στην ανατολική πλευρά του βορείου κλίτους: η Πρόθεση. Με την προσθήκη των διαμερισμάτων αυτών προκύπτει η σημερινή μορφή του iερού βήματος.

δίλοβο παράθυρο: παράθυρο με δύο ανοίγματα που απολήγουν στην κορυφή σε τόξο. Τα ανοίγματα συνήθως χωρίζονται μεταξύ τους με αμφικιονίσκους.

δίπυρος (άρτος): άρτος που ψήθηκε δύο φορές.

δίφρος: κάθισμα χωρίς ράχη και βραχίονες.

δόγμα: η αυθεντική περί πίστεως διδασκαλία, όπως διατυπώνεται από Οικουμενική Σύνοδο, η αλήθεια της οποίας θεωρείται ότι έχει απόλυτο κύρος και γίνεται προσιτή μόνο με την πίστη· το σύνολο των βασικών πεποιθήσεων μιας θρησκείας.

δόξα: το κυκλικό ή ωοειδές φωτεινό σχήμα που περιβάλλει σε ορισμένες απεικονίσεις τον Χριστό, ως σύμβολο της Θείας φύσης του. Η δόξα μπορεί επίσης να μοιάζει με άστρο ή να αποτελείται από διπλούς ρόμβους. Στις περιπτώσεις που ο Χριστός περιβάλλεται από διπλή δόξα (μία ωοειδή και μία ρομβοειδή) υποδηλώνεται η παρουσία της Αγίας Τριάδας.

δρουγγάριος: άξίωμα του βυζαντινού στρατού και του στόλου, με βαθμό αντίστοιχο προς τον χιλίαρχο. Από τον 12ο αι. οι δρουγγάριοι αναλαμβάνουν και δικαστικά καθήκοντα, και εκδικάζουν αστικές υποθέσεις.

δυστοκία: δυσκολία κατά την πορεία του τοκετού. 

Δωδεκάορτο: πρόκειται για τις δώδεκα μεγάλες εορτές της Ορθοδοξίας που σχετίζονται με τον βίο του Χριστού και της Παναγίας και ιστορούνται σε ισάριθμες σκηνές, αποτελώντας τον πυρήνα του εικονογραφικού προγράμματος ενός ναού. Πρόκειται συνήθως για: τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, τη Γέννηση του Χριστού, την Υπαπαντή, τη Βάπτιση, τη Μεταμόρφωση, την Ανάσταση του Λαζάρου, τη Βαϊοφόρο, τον Μυστικό Δείπνο, τη Σταύρωση, την Εις Άδου Κάθοδο, την Ψηλάφηση του Θωμά, την Ανάληψη και την Πεντηκοστή ή την Κοίμηση της Θεοτόκου.


  Ε   Πίσω στο Ευρετήριο

εγκάρσιο κλίτος: πρόκειται για ένα κλίτος εγκάρσια διαμορφωμένο ως προς τον κατά μήκος άξονα του ναού. Το εγκάρσιο κλίτος εμφανίζεται σε πολλές περιπτώσεις βασιλικών, όπου διαμορφώνεται ανάμεσα στα κλίτη και τον ανατολικό τοίχο του ναού, μπροστά από την αψίδα, ένας επιμήκης εγκάρσιος χώρος.

εγχειρίδιο: μικρό σε μέγεθος βιβλίο, που περιλαμβάνει περιληπτικά τις κυριότερες γνώσεις και έννοιες επιστήμης ή τέχνης. Ο όρος εγχειρίδιο μπορεί επίσης να σημαίνει το μικρό μαχαίρι. 

ειλητάριο: μακρόστενη μεμβράνη περγαμηνής σε κύλινδρο, όπου γράφονταν λειτουργικά κείμενα. Συχνά αξιοποιούνταν και οι δύο πλευρές του ειληταρίου.

Εισόδια της Θεοτόκου: από τις σημαντικότερες γιορτές του Θεομητορικού κύκλου. Αναφέρεται στην είσοδο της Παναγίας στο Ναό σε ηλικία τριών ετών, όπου και αφιερώθηκε.

εκτάριο: μονάδα μέτρησης επιφανείας: ένα εκτάριο ισούται με 10 στρέμματα.

εμβολισμός: η επίθεση εναντίον εχθρικού σκάφους και η διάτρησή του με έμβολο.

εμβρυοτομία: ιατρική πράξη που συνίσταται στον τεχνητό διαμελισμό του εμβρύου μέσα στη μήτρα με τη χρήση κατάλληλων εργαλείων.

εξωνάρθηκας: η εξωτερική στοά στο δυτικό τμήμα του ναού ανάμεσα στο νάρθηκα και το αίθριο.

έπαλξη: το ανώτερο μέρος των τειχών φρουρίου ή πύργου με οδοντωτά ανοίγματα, μέσα από τα οποία πολεμούσαν οι αμυνόμενοι.

επενδύτης: το πανωφόρι.

επίκρανο: το τμήμα της κιονοστοιχίας που συνδέει τον κίονα με τον θριγκό. Διακοσμούνταν με δυτικά μοτίβα, σταυρούς ή μονογράμματα.

επιστύλιο: αρχιτεκτονικό μέλος που τοποθετείται επάνω από τα κιονόκρανα των τοξοστοιχιών. Το επιστύλιο μπορεί να είναι ευθύγραμμο (με τη μορφή θριγκού που στηρίζεται στα κιονόκρανα και συνδέει κίονες και πεσσούς) ή να είναι τοξωτό. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται, επίσης, για να ορίσει την επιμήκη δοκό στο ανώτερο τμήμα του βυζαντινού τέμπλου.

επίτοκος: η γυναίκα που βρίσκεται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη ή στο τελευταίο της στάδιο. 

ερμάριο: ντουλάπι ή θήκη για τη φύλαξη ρουχισμού, οικιακού εξοπλισμού και τροφίμων.

εσωρράχιο: το καμπύλο εσωτερικό μέρος των τόξων του ναού, το οποίο συνήθως κοσμούνταν με ψηφιδωτά, τοιχογραφίες ή πλακίδια μαρμάρων.

Ευαγγελισμός της Θεοτόκου: μια από τις σημαντικότερες Θεομητορικές εορτές. Τιμάται στις 25 Μαρτίου και αναφέρεται στην είδηση που έφερε ο αρχάγγελος Γαβριήλ στην Παναγία, ότι μέσω αυτής θα ενσαρκωθεί ο Υιός του Θεού.

ευτελής: αυτός που έχει χαμηλή τιμή. Μεταφορικά αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας.

εφυάλωση κεραμικών: τεχνική της κεραμεικής με την οποία το αγγείο καλύπτεται από ένα υλικό που του προσδίδει λεία και γυαλιστερή επιφάνεια. Επιτυγχάνεται χάρη στα οξείδια του μολύβδου που περιέχει το βερνίκι, με το οποίο αλείφονταν τα αγγεία κατά την τελική όπτηση, σε εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες. Το παραδοσιακό γυάλωμα έμπαινε πάνω από την εγχάρακτη ή ζωγραφική διακόσμηση.

εχίνος: στοιχείο του δωρικού και του ιωνικού κιονοκράνου, μεταξύ του άβακα και του κορμού του κίονα.


  Ζ   Πίσω στο Ευρετήριο

ζωφόρος: ο όρος χρησιμοποιείται στην Αρχιτεκτονική για να περιγράψει τη ζώνη του ναού πάνω από το επιστύλιο. Στις ζωφόρους των αρχαίων ναών υπήρχαν ανάγλυφες παραστάσεις ανθρώπων, ζώων, ή ολόκληρες εικόνες από μύθους.


  Η   Πίσω στο Ευρετήριο

Ηλακάτη: υφαντουργικό εργαλείο σε σχήμα λεπτής ξύλινης ράβδου, στην άκρη της οποίας τύλιγαν το νήμα μαλλιού ή βαμβακιού που προόριζαν για γνέσιμο οι γυναίκες. 

ημικίονας: αρχιτεκτονικό μέλος που αντιστοιχεί στο κατακόρυφο μισό ενός κίονα, με διατομή ημικυκλική. Οι ημικίονες αυτοί συνήθως ενσωματώνονται σε τοίχο ή άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα στις δύο πλευρές ενός πεσσού, σχηματίζοντας αμφικιονίσκους.

ημισύνθετος σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο: πρόκειται για μια από τις τέσσερις παραλλαγές του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού. Στον τύπο αυτόν, τμήμα του ορθογώνιου χώρου του ιερού βήματος εισχωρεί και εγγράφεται στο κεντρικό τετράγωνο, χάνοντας έτσι την αρχιτεκτονική του αυτοτέλεια, καθώς οι δύο χώροι δεν διαχωρίζονται με σαφήνεια.

ημιχώνιο: μικρό τόξο ή τεταρτοσφαιρική κόγχη που εισάγεται στη βυζαντινή αρχιτεκτονική κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο και γεφυρώνει τις γωνίες ενός τετραγώνου διαμερίσματος μετασχηματίζοντάς το σε οκτάγωνο κατάλληλο για την υποδοχή τρούλου μεγάλης διάστασης.

ηνίοχος: ο οδηγός ιππήλατου άρματος.


  Θ   Πίσω στο Ευρετήριο

Θεομητορικές παραστάσεις: παραστάσεις που αντλούν τα θέματά τους από τον βίο της Παναγίας.

θέρμες: δημόσια ή ιδιωτικά λουτρά. Εμφανίζονται κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο και η χρήση τους υιοθετείται και από τους Βυζαντινούς.

θριγκός: το οριζόντιο τμήμα του ναού πάνω από την κιονοστοιχία. Συνήθως χωρίζεται σε επιστύλιο, ζωφόρο και γείσο.

θρούμπι: αρωματικό φυτό, τα φύλλα και ο βλαστός του οποίου χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα.

θωράκια: πλάκες, συνήθως μαρμάρινες, συχνά διακοσμημένες με ανάγλυφες παραστάσεις. Χρησιμοποιούνταν ως διαχωριστικά του κυρίως ναού από το ιερό, καθώς τοποθετούνταν μεταξύ των πεσσίσκων του φράγματος του πρεσβυτερίου. Τα θωράκια, ξύλινα ή μαρμάρινα, ενσωματώνονταν στο κάτω τμήμα του τέμπλου και έφεραν πλούσιο ανάγλυφο διάκοσμο, κυρίως με γεωμετρικά ή φυτικά μοτίβα. Θωράκια χρησιμοποιούνταν επίσης για το διαχωρισμό των κλιτών, αλλά και οποιουδήποτε άλλου χώρου, στον οποίο έπρεπε να περιοριστεί η πρόσβαση.


  Ι   Πίσω στο Ευρετήριο

ιντερμέτζο: το μικρό και αυτοτελές επεισόδιο ή χορόδραμα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις πράξεις δράματος.

Ιουστινιάνεια περίοδος: η περίοδος της βασιλείας του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ (527 -565).


  Κ   Πίσω στο Ευρετήριο

καθολικό: ο κυρίως ναός του μοναστηριού. Κατά κανόνα ήταν ο μεγαλοπρεπέστερος και βρισκόταν σε κεντρικό σημείο της αυλής. 

καλντερίμι: λιθόστρωτος δρόμος, συνήθως στενός, με ακανόνιστες στο σχήμα και τη μορφή πέτρες ή πλάκες.

καμαροσκεπές κτίριο: κτίριο που στεγάζεται με ημικυκλικές καμάρες.

καμαροσκεπής: ο χώρος που στεγάζεται με καμάρα.

καπηλειό: ταβέρνα όπου σερβίρεται κυρίως βαρελίσιο κρασί και μεζέδες.

καταχύστρα: οπή σε τείχος ή πάνω από οχυρές πύλες, από την οποία πραγματοποιούνταν η ρίψη καυτού νερού ή λαδιού για την απώθηση εισβολέων.

κατηχούμενος: όρος που χρησιμοποιούνταν κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και δήλωνε τον νεοφώτιστο χριστιανό, εκείνον δηλαδή που βρισκόταν στο στάδιο της κατήχησης και δεν είχε ακόμα βαπτιστεί. Οι κατηχούμενοι, ως αβάπτιστοι, δεν επιτρεπόταν να παρακολουθήσουν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, κατά την τέλεση του οποίου αποχωρούσαν από τον κυρίως ναό και παρέμεναν στον νάρθηκα.

Κεραμοπλαστικός διάκοσμος: τα κεραμικά και πλίνθινα διακοσμητικά στοιχεία στις εξωτερικές επιφάνειες των τοίχων του ναού (πλίνθοι, μαίανδροι, σταυροί, ρόμβοι, οδοντωτές ταινίες, κ.ά.)

κιβώριο: θολωτή ή πυραμιδοειδής κατασκευή που καλύπτει την Αγία Τράπεζα των παλαιοχριστιανικών ναών, εικόνες ή λείψανα Αγίων. Μοιάζει με οικίσκο και στηρίζεται σε 4 ή 6 κίονες σχηματίζοντας αντίστοιχα τετράγωνο ή κύκλο. Την κορυφή του συνήθως κοσμεί σφαίρα με σταυρό, ενώ βήλα κλείνουν τα κενά μεταξύ των κιόνων.

κινστέρνα: δεξαμενή συλλογής νερού. Είχαν συνήθως ορθογώνιο σχήμα και στεγάζονταν
με καμάρες.

κίονας: κυλινδρικό κατακόρυφο στήριγμα. Η χρήση τους ξεκινά από την αρχαιότητα και υιοθετείται και στους βυζαντινούς ναούς. Συχνά χρησιμοποιούνται σε χριστιανικές εκκλησίες από αρχαίους ναούς. Οι βυζαντινοί κίονες είναι κατά κανόνα μαρμάρινοι, συνήθως μονολιθικοί και αράβδωτοι. 

κιονόκρανο: το ανώτερο τμήμα ενός κίονα που φέρει διακόσμηση και πάνω στο οποίο στηρίζεται το επιστύλιο. Υπήρχουν τρεις βασικοί τύποι κιονοκράνων: το δωρικό, το ιωνικό και το κορινθιακό, οι οποίοι εμπλουτίστηκαν στους Βυζαντινούς ναούς, όπου επικρατούσε το κορινθιακού τύπου κιονόκρανο σε διάφορες παραλλαγές.

κιονόκρανο Θεοδοσιανό: ή σύνθετο κορινθιακό, πρόκειται για παραλλαγή του απλού κορινθιακού κιονοκράνου, όπου αντικαθίσταται η ζώνη των ελίκων με ένα ιωνικό κιονόκρανο και προστίθεται σπείρα με αστράγαλο στη βάση του καλάθου. Χαρακτηρίζεται από το πριονωτό περίγραμμα των ακανθόφυλλων και τη βαθιά λάξευση των μεταξύ τους διαστημάτων, τεχνική που δημιουργεί έντονη φωτοσκίαση. Οφείλει την ονομασία του στο γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε κυρίως κατά το α’ μισό του 5ου αι., την περίοδο της βασιλείας του Θεοδοσίου Β΄ (408-450). 

κιονόκρανο ιωνικό: ένας από τους τρεις βασικούς τύπους κιονοκράνου. Αποτελείται από τον εχίνο που διακοσμείται με ωά και ημιανθέμια, ενώ φέρει έλικες στις γωνίες και προσκεφάλαια στις πλάγιες όψεις. Στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους το ιωνικό κιονόκρανο, σε αντίθεση με το αρχαίο ελληνικό και το ρωμαϊκό, ήταν συνήθως συμφυές με το επίθημα που το επιστέφει.

κιονόκρανο κορινθιακό: ένας από τους τρεις βασικούς τύπους κιονοκράνου. Αποτελείται από τον κάλαθο που φέρει τρεις επάλληλες σειρές φυτικής διακόσμησης –οι δύο κατώτερες με ακανθόφυλλα, και η ανώτερη με έλικες–, και καλύπτεται από τον άβακα (επίπεδη πλάκα με κοίλες πλευρές και λοξότμητες γωνίες). 

κιονοστοιχία: σειρά κιόνων που τοποθετούνται γύρω και μέσα σε οικοδομήματα.

κιονοστοιχία δίτονη: διώροφη κιονοστοιχία, με μία σειρά μικρότερους και ελαφρύτερους κίονες πάνω από το επιστύλιο της βασικής κιονοστοιχίας.

κλίβανος: ο όρος μπορεί να δηλώνει είτε αποκλειστικά την εστία (φούρνο) είτε γενικότερα το χώρο όπου βρισκόταν η εστία.

κλίτη: οι διάδρομοι που διαμορφώνονται στο εσωτερικό των ναών μεταξύ των κιονοστοιχιών στις βασιλικές. Ο αριθμός τους ποικίλλει από τρία ως εννέα με ευρύτερο και ψηλότερο το κεντρικό. 

κόγχη: η αψίδα. Εσωτερικά είναι ημικυκλική, ενώ εξωτερικά μπορεί να είναι πεταλόσχημη, ορθογώνια, τριφυλλόσχημη ή πολυγωνική. 

Κοινωνία των Αποστόλων: εικονογραφικό θέμα που αποτελεί λειτουργική μεταφορά του Μυστικού Δείπνου. Χρησιμοποιείται συχνά από τη μέση Βυζαντινή περίοδο και διακοσμεί συνήθως, λόγω του ευχαριστιακού χαρακτήρα του, την αψίδα του ναού. Απεικονίζεται ο Χριστός κατά την προσφορά του άρτου και του οίνου (Μετάδοση και Μετάληψη) στους Αποστόλους.

κονίαμα: ημίρρευστο ομοιογενές μείγμα από νερό, λεπτόκοκκη άμμο και κονία σε συγκεκριμένες αναλογίες, που στερεοποιείται και σκληραίνει έπειτα από ορισμένο χρόνο. Χρησιμοποιείται ανάλογα με τη σύνθεσή του σε οικοδομικές κατασκευές ή σε στεγανοποίηση δεξαμενών, σοβάντισμα τοίχων για να γίνουν λείες και στεγανές οι επιφάνειες τους. Ο σοβάς. 

κοσμήτης: αρχιτεκτονικό μέλος που διαχωρίζει καθύψος τις επιφάνειες, τόσο τις εσωτερικές, όσο και τις εξωτερικές, των ναών. Στην ουσία πρόκειται για μία λεπτή, ημικυκλικής συνήθως διατομής, προεξέχουσα ταινία.

κοσμικός: αυτός που σχετίζεται με τον κόσμο, την επίγεια ζωή, κατ’ αντιδιαστολή προς τη θρησκευτική ή εκκλησιαστική ζωή. 

κουφικά: διακοσμητικά μοτίβα που μιμούνται την πρώτη αραβική γραφή, η οποία και εμφανίστηκε τον 7ο αι. στην Κούφα της Μεσοποταμίας. Συνήθως χρησιμοποιούνται στις εξωτερικές επιφάνειες των ναών και αποδίδονται με μικρές πήλινες εντοιχισμένες πλάκες. 

κρήνη: η κρήνη ή φιάλη, συνήθως προσαρτημένη στην ανατολική ή δυτική πλευρά του αιθρίου, ήταν αρχιτεκτονική κατασκευή που περιέκλειε υδάτινο πίδακα. Μερικές φορές ήταν περίοπτη στο κέντρο της αυλής και καλυπτόταν από κιονοστήρικτη οροφή.

κρύπτη: θολοσκεπής αίθουσα κάτω από το δάπεδο ενός ναού. Συνήθως βρισκόταν στο ανατολικό τμήμα της εκκλησίας, κάτω από την Αγία Τράπεζα. Στις κρύπτες συχνά ενταφιάζονταν ιερείς ή μάρτυρες και φυλάσσονταν ιερά λείψανα.

κτέρισμα: νεκρικές προσφορές που τοποθετούνταν στο τάφο με το νεκρό. Συνήθως ήταν σκεύη, κοσμήματα ή άλλα προσωπικά του αντικείμενα.

κτήτορας: το πρόσωπο, συνήθως μέλος της αριστοκρατίας ή αξιωματούχος, που παρείχε την οικονομική υποστήριξη για την εκτέλεση και την ολοκλήρωση ενός έργου.

κωδωνοστάσιο: το αρχιτεκτονικό τμήμα του ναού που περικλείει τις καμπάνες του ναού. Συνήθως έχει τη μορφή τετράγωνου πύργου που είτε βρίσκεται κοντά ή σε επαφή με την πρόσοψη της εκκλησίας, ενώ συχνά υψώνεται πάνω από το νάρθηκα.


  Λ   Πίσω στο Ευρετήριο

λαγουμτζής: αυτός που σκάβει υπόγειες σήραγγες για την τοποθέτηση εκρηκτικών υλών. 

λιποταξία: η εγκατάλειψη των τάξεων του στρατού ή του πεδίου της μάχης από στρατιωτικό.

λιτανεία: η περιφορά εικόνων ή και λειψάνων αγίου σε θρησκευτική πομπή με δοξαστικό ή ικετευτικό (προς τον Θεό) περιεχόμενο.

λιτή: ο ευρύχωρος νάρθηκας των μοναστηριακών ναών, όπου τελείται η Ακολουθία της Λιτής. 

λόγιος: ο διανοούμενος, πρόσωπο με σημαντική μόρφωση και πνευματική δραστηριότητα, ιδιαίτερα στο χώρο των ανθρωπιστικών σπουδών. Χρησιμοποιείται κυρίως για την εποχή από την Αναγέννηση μέχρι και τον 19ο αιώνα. 


  Μ   Πίσω στο Ευρετήριο

μανδύας: μεγάλο ενιαίο ύφασμα, που φοριόταν ριχτό και στερεωνόταν με πόρπη (καρφίτσα) συνήθως στον ώμο.

μαρμαροθέτημα: ψηφιδωτό που αποτελείται από μικρά πολύχρωμα κομμάτια μαρμάρου και χρησιμοποιείται κυρίως στη διακοσμητική επίστρωση δαπέδων ή τοίχων.

μαστροπός: πρόσωπο που εκμεταλλεύεται άτομα, κυρίως γυναίκες, εξωθώντας τις στην πορνεία.

μαυσωλείο: ταφικό μνημείο του 4ου αι. π.Χ. που κατασκευάστηκε στο κέντρο της Αλικαρνασσού από την Αρτεμισία Β’ προς τιμήν του αδερφού και συζύγου της Μαυσώλου. Ο όρος συνεκδοχικά χρησιμοποιείται για να ορίσει τα ταφικά μνημεία. 

μαφόριο: λεπτό πέπλο με το οποίο κάλυπταν το κεφάλι και τους ώμους τους οι γυναίκες.

μετάλλιο: γενικά, το κυκλικό επεξεργασμένο επεξεργασμένο μέταλλο (σε σχήμα νομίσματός) με εγχάρακτη ή εμπίεστη παράσταση. Μετάλλια κυκλοφορούσαν ως αναμνηστικά σπουδαίων γεγονότων ή για να τιμηθούν πρόσωπα που προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες. Ειδικότερα στη ζωγραφική, ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει κύκλο ή δίσκο με την προσωπογραφία του Χριστού ή κάποιου αγίου.  

μετάξι: η λεπτή και απαλή ύλη που εκκρίνεται ως ίνα από το κουκούλι του μεταξοσκώληκα. Το ύφασμα ή το ρούχο που παράγεται από την παραπάνω ύλη. Σύμφωνα με την παράδοση, δύο μοναχοί, που μετέφεραν μέσα στις ράβδους τους αβγά μεταξοσκώληκα, εισήγαγαν τον 6ο αιώνα το μετάξι από την Κίνα.

μισθοφόρος: ο μισθοδοτούμενος πολεμιστής, συνήθως σε στρατό ξένης χώρας.

μιχράμπ: ο όρος απαντά στην ισλαμική αρχιτεκτονική και αναφέρεται στην ημικυκλική εσοχή που υπάρχει στον τοίχο ενός τεμένους. Υποδεικνύει την κατεύθυνση προς την Μέκκα κατά την οποία ο μουσουλμάνος πρέπει να στραφεί κατά τη διάρκεια της προσευχής του. 

μονόλοβο παράθυρο: παράθυρο με ένα μόνο άνοιγμα, το οποίο απολήγει στην κορυφή του σε τόξο.

Μονοφυσιτισμός: χριστιανική αίρεση που δέχεται μόνο τη μία φύση του Χρίστου, τη θεία και όχι την ανθρώπινη. Επικράτησε κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους κυρίως στις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντίου (Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος).

μπαγδατί: πρόχειρος τοίχος κατασκευασμένος από ξύλινο σκελετό με σανίδες που καλύπτεται και από τις δύο πλευρές του με σοβά. 

μύρο: ρητίνη με ευχάριστο άρωμα και κίτρινο ή καστανοκόκκινο χρώμα, που λαμβάνεται από διάφορα μικρά δέντρα και χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων και στην αρωματοποιία.


  Ν   Πίσω στο Ευρετήριο

νάρθηκας: ο νάρθηκας είναι η στενόμακρη αίθουσα που εκτείνεται σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς της βασιλικής. Προήλθε από την ανατολική στοά του αιθρίου, η οποία ενσωματώθηκε στον ναό. Χρησίμευε ως χώρος παραμονής των κατηχουμένων, οι οποίοι δεν επιτρεπόταν να παρακολουθήσουν το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας.

νάφθα: προϊόν απόσταξης του αργού πετρελαίου με θερμοδυναμική αξία μεταξύ βενζίνης και κηροζίνης.

νοτάριος: πολιτικό και εκκλησιαστικό αξίωμα στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, που αντιστοιχούσε κατά καιρούς στο σημειογράφο, το στενογράφο, το γραμματέα ή το συμβολαιογράφο.


  Ξ   Πίσω στο Ευρετήριο

ξυλόδεσμος: η συναρμογή ξύλων.

ξυλόστεγη βασιλική: βασιλική με ξύλινη στέγη, δίκλινη ή δίριχτη στο υπερυψωμένο μεσαίο κλίτος, και μονοκλινή ή μονόριχτη στα πλάγια. Οι ξυλόστεγες βασιλικές διαιρούνταν εσωτερικά σε τρία, ή πέντε ή επτά ή σπανιότερα εννέα κλίτη. Ονομάζεται και «ελληνιστικού τύπου» βασιλική, καθώς επικρατούσε στις περιοχές του ελληνορωμαϊκού κόσμου.


  Ο   Πίσω στο Ευρετήριο

οδοντωτές ταινίες: διακοσμητικά κεραμοπλαστικά στοιχεία που μπορεί να είναι επιμήκη, ή να συναντώνται κατά μήκος της επίστεψης της στέγης, σαν πλαίσια σε παράθυρα. Μπορεί να είναι μονές ή διπλές. 

οκταγωνικός ναός: μονόχωρος τύπος εκκλησίας με τετράγωνη κάτοψη που καλύπτεται με τρούλο, ο οποίος έχει οκταγωνική στήριξη. Παραλλαγή του αποτελεί ο ηπειρωτικός οκταγωνικός ναός, ο οποίος συναντάται στην κυρίως Ελλάδα, ο οποίος έχει τετράγωνη ή ορθογώνια κάτοψη και συγχωνεύει το τρουλαίο διαμέρισμα του οκταγωνικού ναού με τις καμαροσκεπείς κεραίες μιας σταυροειδούς εκκλησίας.

οπτόπλινθος: πλίνθος από πηλό, ψημένο στο καμίνι. 

ορθομαρμάρωση: η κάλυψη της επιφάνειας τοίχου με μαρμάρινες πλάκες

όστρακο: στην αρχαιολογική ορολογία σημαίνει το θραύσμα πήλινου αντικειμένου (αγγείου ή κεραμιδιού). 


  Π   Πίσω στο Ευρετήριο

παγκράτιο: αρχαιοελληνικό αγώνισμα που συνδύαζε πυγμαχία και πάλη.

Παθών κύκλος: το σύνολο των παραστάσεων που απεικονίζουν με χρονική σειρά τα Πάθη του Χριστού: Μυστικός Δείπνος, Νιπτήρ, Προσευχή στο όρος των Ελαιών, Προδοσία του Ιούδα, Μαστίγωση, Ελκόμενος επί Σταυρού, Σταύρωση, Αποκαθήλωση, Επιτάφιος Θρήνος, Ο Λίθος, Εις Άδου Κάθοδος, Ειρήνη Υμήν, Απιστία Θωμά.

Παλαιολόγεια περίοδος: η περίοδος της βασιλείας της οικογένειας των Παλαιολόγων, της τελευταίας δυναστείας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ιδρυτής της δυναστείας ήταν ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος ο οποίος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας το 1261, όταν ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη και κατέλυσε την Λατινική Αυτοκρατορία που είχε ιδρυθεί μετά την Δ' Σταυροφορία. Η Δυναστεία των Παλαιολόγων διήρκεσε μέχρι τις 29 Μαΐου 1453, την άλωση της Κωνσταντινούπολης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με τελευταίο βυζαντινό αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο ΙΑ' Παλαιολόγο.

Παλαιοχριστιανική Περίοδος: η Παλαιοχριστιανική περίοδος τυπικά ξεκινά από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μ. Κωνσταντίνο στα 330 μ.Χ. και τη μεταφορά σε αυτή της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, και λήγει με το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Α (565).

παλαίστρα: χώρος όπου διεξάγεται το αγώνισμα της πάλης. 

Παντοκράτωρ: εικονογραφικός τύπος του Χριστού, ένθρονου, που στηρίζει στο αριστερό του πόδι κλειστό κώδικα – Ευαγγέλιο, ενώ υψώνει το δεξί του χέρι σε ευλογία. 

παρεκκλήσι: πρόκειται για μικρών διαστάσεων ναΐσκο, ο οποίος είτε είναι αυτόνομος είτε ανήκει σε κάποιο ίδρυμα ή εξαρτάται από μεγαλύτερο ναό. Στο Βυζάντιο τα παρεκκλήσια είχαν συχνά ταφική χρήση.

Παρθενώνας: ναός αφιερωμένος στη θεά Αθηνά, κτισμένος στον ιερό βράχο της Ακρόπολης των Αθηνών πάνω σε άλλο προγενέστερο ναό που καταστράφηκε από τους Πέρσες κατά τη διάρκεια των περσικών πολέμων. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 448 ή 447 π.Χ., και τα εγκαίνιά του έγιναν κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Παναθηναίων το 438 π.Χ. Αργότερα, στο τέλος του 6ου αι. μ.Χ., ο αρχαίος ναός μετατράπηκε σε χριστιανικό.

παστοφόρια: πρόκειται για τους δύο ορθογώνιους ή τετράγωνους χώρους που πλαισίωναν την αψίδα του ιερού  σε παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Η λέξη προοέρχεται από το "παστάς" που σημαίνει νυφικό κρεβάτι, και αναφέρεται στη μυστική ένωση του πιστού με τον Νυμφίο Χριστό. Πολύ νωρίς το βόρειο ονομάστηκε πρόθεση, λόγω της προετοιμασίας των Τιμίων Δώρων και νότιο, όπου χρησίμευε ως σκευοφυλάκιο, διακονικό.

πεντάκλιτη βασιλική: βασιλική με πέντε κλίτη.

περίβολος: η ευρύχωρη αυλή που περιέκλειε το συγκρότημα της βασιλικής απομονώνοντάς το από τον έξω χώρο.

περίκεντρο κτήριο: αρχιτεκτονική μορφή που χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατά τα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Σε αντίθεση με τη βασιλική, στην οποία τονίζεται ο κατά μήκος άξονας, εδώ δίδεται έμφαση στον κατακόρυφο άξονα, γύρω απ’ τον οποίο οργανώνεται ο χώρος. Ανάλογα με τη μορφή τους, τα κτήρια αυτά διακρίνονται σε κυκλικά, οκταγωνικά, εξαγωνικά, τρίκογχα και τετράκογχα.

περιστύλιο: αυλή που από τρεις τουλάχιστον πλευρές της περιβάλλεται από στοές με μαρμάρινους κίονες. 

περίστωο: ο  ενιαίος χώρος που περιβάλλει περιμετρικά τον κυρίως ναό ή τον περίκεντρο πυρήνα ενός κτίσματος. Στις τρουλλαίες βασιλικές το περίστωο σχηματίζεται από τα πλάγια κλίτη και το δυτικό τμήμα του ναού. Αργότερα περίστωα περιέκλειαν και σταυροειδείς εγγεγραμμένους πυρήνες. Στην Παλαιολόγεια περίοδο πολλοί μεσοβυζαντινοί ναοί της Κωνσταντινούπολης αποκτούν περίστωα, τα οποία συχνά φιλοξενούν ταφικά παρεκκλήσια.

περόνη: εξάρτημα της γυναικείας αμφίεσης σε σχήμα καρφίτσας που το χρησιμοποιούσαν για τη συγκράτηση μαλλιών, ενδυμάτων κ.ά.

πεσσός: στύλος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που λειτουργεί ως στήριγμα. Ο πεσσός είναι ελεύθερο αρχιτεκτονικό στοιχείο (μη εφαπτόμενο σε τοίχο) και συνήθως κτιστό.

πλινθοπερίκλειστο σύστημα: τρόπος δόμησης κατά τον οποίο ισόδομοι λίθοι πλαισιώνονται από πλίνθους (τούβλα) οριζόντια και κάθετα τοποθετημένες μέσα στο κονίαμα των οριζόντιων και κάθετων αρμών, σε μονές ή διπλές σειρές. 

πόδι: βασική μονάδα μέτρησης κατά τους αρχαίους χρόνους. Το μέγεθος ενός ποδιού δεν ήταν σταθερό, το μήκος του κυμαινόταν από 0,3083 και 0,2970 μέτρα. 

πολίχνη: η μικρή πόλη

πολύλοβο παράθυρο: παράθυρο με πολλαπλά ανοίγματα που απολήγουν σε τόξα.

πόρπη: μεταλλική καρφίτσα για τη συγκράτηση μαλλιών, ενδυμάτων κ.ά.

Προεικονομαχική περίοδος: η περίοδος πριν την έναρξη της εικονομαχίας, δηλαδή η περίοδος μετά την εποχή του Ιουστινιανού (565) και πριν το 726 μ.Χ.

πρόθεση: χώρος στα βόρεια του ιερού βήματος των ναών με κόγχη, όπου φυλάσσονται
τα Τίμια Δώρα πριν την Μεγάλη Είσοδο, και η Θεία Κοινωνία μετά το τέλος της Θείας
Λειτουργίας.

προνοιάριος: Ο επικεφαλής στρατιωτικής ομάδας που η αριθμητική της δύναμη ήταν
ανάλογη της έκτασης που του είχε παραχωρηθεί.

πρόπυλο: η μνημειώδης είσοδος του ιερού περιβόλου μιας εκκλησίας ή ενός
αυτοκρατορικού ανακτόρου.

προσκύνημα: ο ιερός τόπος στον οποίο μεταβαίνουν οι πιστοί κατά παράδοση για απόδοση θρησκευτικής τιμής. Συνήθως συνδέονταν με τους μεγάλους ιερούς χώρους (Άγιοι Τόποι, Άγιον Όρος κ.ά.). 

πρόστωο: είδος στοάς που σχηματιζόταν μπροστά στην είσοδο των κτιρίων και αποτελούνταν από μια κιονοστοιχία που στήριζε την προέκταση της οροφής που προστάτευε την είσοδο.

πρώρα: η πλώρη.

πρωτοσπαθάριος: διοικητής στρατιωτικού σώματος στο παλάτι. Ο τίτλος αργότερα ήταν απλώς τιμητικός και συνόδευε στρατηγούς, μέχρι που καταργήθηκε τελείως από τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό.

Πρωτοσπαθάριος: διοικητής στρατιωτικού σώματος στο παλάτι. Ο τίτλος αργότερα καταντά απλώς τιμητικός και συνοδεύει στρατηγούς, ώσπου καταργείται από τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό.

πυλίδα: η μικρή πύλη.

πυλώνας: μεγάλη εξωτερική θύρα που αποτελεί την κύρια είσοδο μεγάρου, ανακτόρου,
μονής, κλπ.

πυρφόρος: αυτός που φέρει φωτιά ή αυτός που μεταδίδει, προκαλεί φωτιά.


  Ρ   Πίσω στο Ευρετήριο

ραδινός: αυτός που έχει επιμήκη και λεπτή κατασκευή. 


  Σ   Πίσω στο Ευρετήριο

Σεραφείμ: τάγμα Ασωμάτων, τα οποία σύμφωνα με την ιουδαϊκή και χριστιανική
παράδοση πλαισιώνουν τον Θρόνο του Θεού. Κατά τον προφήτη Ησαΐα, τα Σεραφείμ έχουν
έξι πτέρυγες, για τον λόγο αυτό ονομάζονται «εξαπτέρυγα».

σκευοφυλάκιο: ο χώρος, αλλά και το δοχείο φύλαξης των ιερών σκευών, εικόνων και βιβλίων, επίπλων, ιερατικών αμφίων, ακόμα και ιστορημένων χειρογράφων. Για την ασφάλεια των δοχείων από κλοπή και πυρκαγιά λαμβανόταν ιδιαίτερη μέριμνα, γι’ αυτό και τα σκευοφυλάκια τα συναντάμε εγκατεστημένα είτε πάνω από τους νάρθηκες των καθολικών είτε πάνω από τη λιτή.

Σκοτεινοί Αιώνες: η περίοδος που χρονικά καλύπτει το διάστημα από περίπου το 700
έως το 900.

σκύφος: βαθύ κύπελλο κυρίως για πόση.

σταυρεπίστεγος: αρχιτεκτονικός τύπος ναών που εμφανίζεται στο 13ο αιώνα και επιχωριάζει κυρίως στη νότια Ελλάδα. Πρόκειται – συνήθως – για μικρής κλίμακας θολοσκεπείς ναούς, μονόκλιτους ή τρίκλιτους, των οποίων η κατά μήκος καμάρα διακόπτεται από μία δεύτερη εγκάρσια και ψηλά τοποθετημένη καμάρα, έτσι ώστε στη στέγη σχηματίζεται με σαφήνεια το σχήμα του σταυρού. 

σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με τρούλο: τύπος εκκλησίας στην οποία ο κεντρικός τρούλος στηρίζεται σε τέσσερις καμάρες που αποτελούν τις κεραίες ενός ισοσκελούς σταυρού. Στις τέσσερις γωνίες διαμορφώνονται γωνιακά διαμερίσματα, τα οποία στεγάζονται με σταυροθόλια ή τρουλίσκους. Έτσι ο ναός σχηματίζει σταυρό εγγεγραμμένο σε τετράγωνο ή ορθογώνιο χώρο, ενώ εξωτερικά μέσα από τον ξεχωριστό τρόπο κάλυψης των στεγών προβάλλει το σημείο του σταυρού. 

σταυροθόλιο: πρόκειται για τρόπο στέγασης ορθογωνίων χώρων που προκύπτει από την εγκάρσια τομή δύο ημικυλινδρικών καμαρών.

σταυροπηγιακή μονή: η μονή που εξαρτάται απευθείας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.

στιβάδιον: κτιστή ή φορητή κατασκευή σχήματος C που χρησιμεύει ως ανάκλιντρο για τους συνδαιτημόνες ενός συμποσίου: στο κέντρο ήταν τοποθετημένο ένα χαμηλό τραπέζι για τις πιατέλες με τα εδέσματα, ενώ οι (περισσότεροι από τρεις) καλεσμένοι ήταν ξαπλωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον. Πρόκειται για την εξέλιξη του τρικλινίου.

στυλίτης: μοναχός ερημίτης που ασκητεύει καθισμένος πάνω σε στύλο. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι αυτό του μοναχού Συμεών του Στυλίτου, που ασκήτευσε σε κίονα
στην Τελάνισσο της Συρίας. Γύρω από αυτόν τον στύλο, χτίστηκε αργότερα, προς
τιμήν του, μια μεγαλοπρεπής σταυρική βασιλική.

σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος: παραλλαγή του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, στον οποίο αναπτύσσεται ένας ανεξάρτητος χώρος «το τριμερές ιερό βήμα» ανατολικά του σταυρικού πυρήνα του κυρίως ναού.

σύνθρονο: ημικυκλική λίθινη ή μαρμάρινη βαθμιδωτή κατασκευή καθισμάτων στο εσωτερικό της αψίδας του Ιερού Βήματος των παλαιοχριστιανικών κυρίως ναών, που χρησίμευε ως κάθισμα για τους κληρικούς. Στο κέντρο υπήρχε ο επισκοπικός θρόνος. 

σύριγγα: πνευστό όργανο από καλαμένιους σωλήνες διαφορετικού μεγέθους (αυλούς), που τοποθετούνται σταθερά ο ένας δίπλα στον άλλο.

σύστημα αποκρυμμένης πλίνθου: τρόπος δόμησης όπου οι ορατές επιφάνειες αποτελούνται εξ ολοκλήρου από οριζόντιες στρώσεις πλίνθων (τούβλων), οι οποίες εναλλάξ φαίνονται ή υποχωρούν κατά δύο ή τρία εκατοστά. Οι σειρές που βρίσκονται σε υποχώρηση καλύπτονται με κονίαμα με αποτέλεσμα να δημιουργείται οπτικά διχρωμία (κόκκινες στρώσεις πλίνθων εναλλάξ με λευκές ζώνες κονιάματος). 

σφενδόνη: οι κερκίδες ενός σταδίου που βρίσκονται στην κυρτή πλευρά του, το πέταλο.

σχίνος: μαστιχόδεντρο.

σχολή: σύνολο επιστημόνων, φιλοσόφων ή καλλιτεχνών, που ασπάζονται τις ίδιες αρχές και αντιμετωπίζουν το αντικείμενό τους από την ίδια οπτική γωνία, αναγνωρίζοντας συνήθως κάποιον ως πνευματικό ή ιδεολογικό αρχηγό τους.


  Τ   Πίσω στο Ευρετήριο

τάφρος: βαθύ χαντάκι που περιέβαλλε παλαιότερα κάστρα, οχυρά ή πόλεις με σκοπό την αποτροπή εισβολών.

τέμπλο: το φράγμα που χωρίζει το ιερό βήμα από τον υπόλοιπο ναό. Το τέμπλο μπορεί να είναι μαρμάρινο, ξυλόγλυπτο ή και κτιστό κοσμημένο με τοιχογραφίες. Φέρει εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, του Αγ. Ιωάννη Προδρόμου, του τιμώμενου αγίου, των Αποστόλων και άλλων αγίων. 

τεταρτοσφαίριο: τρόπος κάλυψης συνήθως της κόγχης του ιερού βήματος που έχει τη μορφή 1/4 της σφαίρας. 

τετράκογχο: κτίριο που απολήγει σε τέσσερις κόγχες στις τέσσερις πλευρές.

τοιχογραφία: ζωγραφική παράσταση στην επιφάνεια τοίχου ή οροφής οικοδομήματος.

τουρμάρχης: ο διοικητής της τούρμας, μονάδας του βυζαντινού στρατού. Ο θεσμός της τούρμας (turma) ανάγεται στον 7ο αι. και είναι κυρίως γνωστός σε σχέση με το σύστημα των θεμάτων. Αρχικά επρόκειτο για στρατιωτική μονάδα 3.000 ανδρών. Σταδιακά η τούρμα από στρατιωτικό σώμα κατέληξε σε διοικητική μονάδα, υποδιαίρεση του θέματος. 

τρικλίνιο: αίθουσα υποδοχής και συμποσίων.

τρίκλιτη βασιλική: βασιλική με τρία κλίτη.

τρίκογχο: κτίριο που φέρει τρεις κόγχες στις τρεις πλευρές.

τρίλοβο παράθυρο: τπαράθυρο με τρία ανοίγματα που απολήγουν σε τόξα.

τρούλος: ημισφαιρικός θόλος που στηρίζεται σε κυλινδρικό ή πολυγωνικό τύμπανο. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στη χριστιανική εκκλησιαστική αρχιτεκτονική.

τύμπανο: το αρχιτεκτονικό τμήμα του ναού, κυλινδρικό ή πολυγωνικό πάνω στο οποίο
στηρίζεται ημισφαιρικός θόλος.

Τυπικό (εκκλησιαστικό): εκκλησιαστικό Βιβλίο λειτουργικού περιεχομένου που περιλαμβάνει το σύνολο των οδηγιών και διατάξεων σχετικά με τον χρόνο και τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο θα πρέπει να τελούνται οι ακολουθίες της Εκκλησίας.


  Υ   Πίσω στο Ευρετήριο

υπερώο: όροφος που αναπτύσσεται περιμετρικά του ναού επάνω από τα πλάγια κλίτη και το νάρθηκα.

υποπόδιο: χαμηλό έπιπλο που τοποθετείται μπροστά από κάθισμα, πάνω στο οποίο ακουμπούν τα πόδια. Σύντομα το υποπόδιο, από ένα καθαρά βοηθητικό αντικείμενο, συμπλήρωμα του θρόνου, κατέληξε να αποτελεί σύμβολο της υψηλής βαθμίδας και ένα από τα διακριτικά γνωρίσματα του αυτοκράτορα.

υπόσκαφος: αυτός που είναι χτισμένος μέσα σε κατάλληλα σκαμμένη κοιλότητα του εδάφους.

Υστεροβυζαντινή περίοδος: η περίοδος που αρχίζει από το 1204, οπότε καταλαμβάνεταιη Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους, και τερματίζεται με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, το 1453.


  Φ   Πίσω στο Ευρετήριο

φαρέτρα: η δερμάτινη θήκη όπου τοποθετούσαν οι τοξότες τα βέλη τους.

Φολιδωτός: καλυμμένος με μικρές μεταλλικές πλάκες (ελάσματα), οι οποίες βρίσκονται ή μία κοντά στην άλλη, έτσι ώστε να αποτελούν ενιαίο σώμα, δίνοντας την οπτική αίσθηση δέρματος ερπετού.


  Χ   Πίσω στο Ευρετήριο

χαγιάτι: ξύλινος στεγασμένος και ανοιχτός εξώστης παραδοσιακού σπιτιού με εξωτερική σκάλα. Η βεράντα, το μπαλκόνι. 

χαλκοπρατεία: εργαστήρια επεξεργασίας χαλκού.

χαρτουλάριος: τίτλος πολιτικού αξιώματος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Κατά κάποιον τρόπο ήταν κρατικός υπάλληλος, υπεύθυνος του δημόσιου βεστιαρίου, το οποίο περιλάμβανε τα γραφεία ιματιοθήκης, οικονομικών και στατιστικής.

Χριστολογικός κύκλος: το σύνολο των σκηνών που περιλαμβάνονται στο εικονογραφικό πρόγραμμα ενός ναού και αναφέρονται στη ζωή του Χριστού, από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, μέχρι την Ανάληψη του Χριστού.

χρυσόβουλλο:   επίσημο δημόσιο έγγραφο – διάταγμα των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου που έφερε χρυσή σφραγίδα στη μεταξωτή ταινία που το συνόδευε, με την οποία βεβαιωνόταν η αυθεντικότητα του διατάγματος.


  Ψ   Πίσω στο Ευρετήριο

ψηφιδωτό: σχέδιο ή παράσταση που σχηματίζεται με τη συναρμολόγηση και συγκόλληση ποικιλόχρωμων ψηφίδων. Ψηφιδωτή διακόσμηση μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις επιφάνειες ενός κτιρίου, δάπεδο τοίχους ή οροφή.

ψιμύθια: το στολίδι, το φτιασίδι.

ψιμύθιο: σκόνη που χρησιμοποιείται για τον καλλωπισμό του προσώπου.