Χημεία - Μεταλλουργία


Στο Βυζάντιο, η μελέτη και η άσκηση της Χημείας δεν πραγματοποιούταν σε επιστημονικά εργαστήρια ή ερευνητικά κέντρα. Στις περισσότερες περιπτώσεις απλοί τεχνίτες πειραματίζονταν με τα υλικά, τα όποια επιτεύγματά τους δεν ανακοινώθηκαν ποτέ ή τουλάχιστον έμειναν μέσα στη συντεχνία τους.

Τα εργαστήρια, των «βαναύσων τεχνών και επαγγελμάτων με εμπύριο φόρο» όπως τα χαρακτήριζαν, δεν μπορούσαν να βρίσκονταν οπουδήποτε μέσα στις πόλεις, αλλά σε συγκεκριμένες συνοικίες, όπως για παράδειγμα, στη συνοικία των Χαλκοπρατείων και σε στοές στα βόρεια του Τετραπύλου στην Κωνσταντινούπολη, και στην περιοχή του ναού της Παναγίας των Χαλκέων, στη Θεσσαλονίκη.
Οι αυτοκράτορες ενίσχυσαν τους τεχνίτες, τους παραχώρησαν οικονομικά προνόμια και δικαιώματα να πουλάνε οι ίδιοι τα προϊόντα τους.

Την πρώτη ύλη για την κατασκευή μετάλλων (σίδηρος, χαλκός, μόλυβδος, κασσίτερος, ασήμι και χρυσός) την εισήγαγαν από την Ανατολή και μετά τον 11ο αιώνα περιορίστηκαν στα μικρά μεταλλωρυχεία του Αιγαίου. Η εξόρυξη και η επιτόπια κατεργασία των μεταλλευμάτων γινόταν με πατροπαράδοτες μεθόδους, σε χρήση ήδη από τη Ρωμαϊκή εποχή, και γι’ αυτό η τελική καθαρότητα των μετάλλων ήταν πολύ μικρή.

Στην Ύστερη Αρχαιότητα υπήρχαν πολλά κέντρα παραγωγής αντικειμένων με πολύτιμα μέταλλα σε όλη την αυτοκρατορία. Μετά τον 10ο αιώνα αντικείμενα από χρυσό ή ασήμι φτιάχνονταν μόνο στην Κωνσταντινούπολη και σε ελάχιστα άλλα εμπορικά κέντρα. Στο μέσο Βυζάντιο περιορίζεται η παραγωγή τους για οικονομικούς λόγους. Ταυτόχρονα αναπτύσσεται πολύ δυναμικά η Δύση, η οποία εξελίσσει την τεχνολογία καθαρισμού του μεταλλεύματος, ενώ το Βυζάντιο αδυνατεί να την ακολουθήσει. Η δυσκολία εύρεσης και επεξεργασίας του μεταλλεύματος οδήγησε τους Βυζαντινούς στην ανακύκλωση των παλαιών μεταλλικών αντικειμένων και των νομισμάτων. Το λιώσιμο, η χύτευση, η σφυρηλάτηση, η δημιουργία φύλλων και ελασμάτων γίνονταν σε ειδικά εργαστήρια όπου έκαιγαν πυρές σε ψηλές θερμοκρασίες, με τη χρήση χειροκίνητων φυσερών. Η διακόσμηση των πολύτιμων σκευών γινόταν σε χρυσοχοεία, όπου με ειδικοί τεχνίτες επιχρύσωναν και έτριβαν τα ασημικά για να λάμψουν.

Γνωρίζουμε από κείμενα ότι υπήρχε μια μεγάλη ποικιλία τεχνιτών κατεργασίας του μετάλλου, όπως σιδεράδες, χαλκωματάδες, κλειδοποιοί, πετταλάριοι (πεταλωτήδες), καρφαρείων (κατασκευαστές καρφιών), μαχαιροποιοί (κατασκευαστές μαχαιριών), κατηνάριοι (κατασκευαστές αλυσίδων) και, βεβαίως, χρυσοχόοι. Οι ανασκαφικές έρευνες σε μεσοβυζαντινούς οικισμούς, όπως η Ρεντίνα, έφερε στο φως ισχνά κατάλοιπα σιδηρουργείων, η παραγωγή των οποίων δεν φαίνεται να ξεπερνούσε τα όρια της οικοτεχνίας.

Είναι απίθανο όσοι εργάζονταν σε τέτοια εργαστήρια να είχαν κάποια γνώση της αλχημικής γραμματείας. Η αλχημεία στηρίχθηκε στην αποθησαυρισμένη πείρα της τέχνης της βαφής του μαλλιού και των υφασμάτων στην Αίγυπτο, η οποία, κατ’ αναλογίαν, μεταφέρθηκε στην τροποποίηση των φυσικών ιδιοτήτων της ύλης και, κατ’ επέκταση, οδήγησε στην ιδέα του μετασχηματισμού των λίθων και των μετάλλων. Τα λιγοστά χειρόγραφα που διασώζουν αλχημικά πονήματα δείχνουν ότι οι Βυζαντινοί δεν αντέγραψαν μόνον τις παλαιές συνταγές, αλλά στις ήδη γνωστές πρόσθεσαν στοιχεία από μαγικές οδηγίες.


Γλωσσάρι (0)


Πληροφοριακά Κείμενα (3)

Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Ο ναός της Παναγίας Χαλκέων: Ο ναός της Παναγίας Χαλκέων βρίσκεται κοντά στο σημείο διασταύρωσης των οδών Εγνατίας και Αριστοτέλους, σε περιοχή όπου, ήδη από την αρχαιότητα, λειτουργούσαν χαλκοπρατεία. Σύμφωνα με την εγχάρακτη επιγραφή του υπερθύρου της δυτικής εισόδου, ο ναός ανεγέρθηκε το 1028, στη θέση ειδωλολατρικού ιερού, από τον πρωτοσπαθάριο Χριστόφορο, τον κατεπάνω (διοικητή) της Λαγουβαρδίας, τη σύζυγό του Μαρία και τα παιδιά του: Νικηφόρο, Άννα και Κατακαλή. Ο τάφος του κτήτορα βρίσκεται μέσα σε αρκοσόλιο στο μέσο του βόρειου τοίχου. Ο ναός παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό και μορφολογικό ενδιαφέρον. Ανήκει στον τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου, με κεντρικό και δύο περιφερειακούς τρούλους (στα άκρα του διώροφου νάρθηκα), ενώ στην ανατολική του πλευρά διαμορφώνεται τριμερές ιερό με τρίπλευρή αψίδα. Είναι κτισμένος με πλίνθους με την τεχνική της κρυμμένης πλίνθου, κατά την οποία οι σειρές παχύτερων και λεπτότερων πλίνθων εναλλάσσονται, και οι λεπτότεροι που υποχωρούν ελαφρά καλύπτονται με κονίαμα, δημιουργώντας έτσι εναλλαγές κόκκινων (πλίνθοι) και ανοιχτόχρωμων (κονίαμα) επιφανειών. Οι ραδινοί τρούλοι, τα αετώματα, τα τυφλά αψιδώματα, οι πλίνθινοι ημικίονες, οι τοξωτές απολήξεις, τα επάλληλα ανοίγματα, και οι κόγχες αποτελούν μορφολογικά στοιχεία που προσδίδουν στο μνημείο έντονη πλαστικότητα, με αρμονική σύνθεση των επιμέρους όγκων και προσεκτικά ισορροπημένες αναλογίες. Την περίμετρο του ναού περιτρέχει μαρμάρινος κοσμήτης, ενώ κάτω από τον κοσμήτη της νότιας όψης σώζονται πήλινες πλάκες με κουφική διακόσμηση που σχημάτιζαν ζωφόρο. Οι κίονες του ναού φέρουν τεκτονικά κιονόκρανα με σχοινόσχημο κόσμημα στις ακμές και κυκλικά πλαίσια με σταυρούς, ρόδακες και πυροστρόβιλους στις όψεις. Το μεγαλύτερο μέρος του ζωγραφικού διακόσμου είναι σύγχρονο με την ανέγερση του μνημείου, σύμφωνα με επιγραφή στο εσωράχιο του τόξου του ιερού που αναφέρει τους ίδιους κτήτορες. Το εικονογραφικό πρόγραμμα περιλαμβάνει σκηνές από τον Χριστολογικό κύκλο στον κυρίως ναό (Γέννηση, Υπαπαντή, Προσκύνηση των Μάγων, Πεντηκοστή), ενώ αξίζει να σημειωθεί η τοποθέτηση της Ανάληψης στον τρούλο. Στο Ιερό Βήμα εικονίζεται η Πλατυτέρα δεομένη, μετωπικοί Ιεράρχες και η Κοινωνία των Αποστόλων. Στον νάρθηκα αναπτύσσεται το θέμα της Δευτέρας Παρουσίας. Κατά την Παλαιολόγεια περίοδο, ο αρχικός διάκοσμος σε μέρος του βόρειου και νότιου τοίχου, καθώς και στη δυτική πλευρά φαίνεται πως αντικαταστάθηκε. Από αυτές τις παραστάσεις σώζονται σήμερα λίγα λείψανα από την Κοίμηση της Θεοτόκου, κάποιες σκηνές του Ακαθίστου Ύμνου και μορφές μεμονωμένων αγίων. Σημειώνεται ότι κατά την Οθωμανική περίοδο, ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί για να αποδοθεί εκ νέου στη χριστιανική λατρεία με τη λήξη της περιόδου. Κατά τους σεισμούς του 1933, υπέστη σοβαρές ζημιές, των οποίων η αποκατάσταση ολοκληρώθηκε πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Βλάβες υπέστη επίσης και κατά τους σεισμούς του 1978, οι οποίες οδήγησαν σε νέο κύκλο εργασιών συντήρησης από τη δεκαετία του 1980 και εξής.
Η πόλη : Γύρω από το μυχό του Θερμαϊκού Κόλπου υπήρχαν αρκετά αρχαία πολίσματα με έντονη εμπορική κίνηση που ενισχύθηκε μετά την καταστροφή της Ολύνθου από τον Φίλιππο το 348 π.Χ. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο βασιλέας Κάσσανδρος συνοίκησε το 316 π.Χ. μια νέα πόλη και της έδωσε το όνομα της συζύγου του και αδερφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Θεσσαλονίκης. Τα ελάχιστα οικοδομικά ίχνη της Ελληνιστικής εποχής που έχουν εντοπιστεί ως σήμερα, το συγκρότημα ενός σημαντικού διοικητικού κτιρίου στην Πλατεία Διοικητηρίου και το ανατολικό σκέλος του τείχους, δείχνουν ότι η πόλη προοριζόταν εξαρχής να αποτελέσει μεγάλο πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο. Η γεωγραφική θέση της, σε νευραλγικό σημείο των χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων της Μακεδονίας, επεφύλαξε μεγάλη ανάπτυξη στη Θεσσαλονίκη στο πέρασμα των αιώνων. Πράγματι, από τη δεύτερη πενηνταετία του 2ου αι. π.Χ. ήταν ο κυριότερος στρατιωτικός και εμπορικός σταθμός της Εγνατίας οδού, που διέσχιζε τη Βαλκανική χερσόνησο από το Δυρράχιο ως το Βυζάντιο (μετέπειτα Κωνσταντινούπολη), ενώ το λιμάνι της άρχισε να ακμάζει, αφού βρισκόταν στο τέρμα του δρόμου που οδηγούσε από το Δούναβη ως το Αιγαίο. Έτσι, η πόλη έγινε σταυροδρόμι των σημαντικότερων εμπορικών αρτηριών Ανατολής – Δύσης και Βορρά – Νότου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η χριστιανική ιστορία της Θεσσαλονίκης άρχισε με την έλευση του αποστόλου Παύλου, ο οποίος δίδαξε στη συναγωγή της πόλης το 51 ή στην αρχή του 52 μ.Χ., αλλά η παρουσία των χριστιανών γίνεται αρχαιολογικά ανιχνεύσιμη τουλάχιστον μετά από τρεις αιώνες. Τον 1ο αιώνα ιδρύθηκαν η ρωμαϊκή αγορά της πόλης και αρκετά δημόσια οικοδομήματα στα βόρεια και τα νότιά της, όπως η βιβλιοθήκη, το γυμνάσιο και η στοά των Ειδώλων, που ίσως ανήκε σε συγκρότημα αυτοκρατορικών Θερμών. Από το 298-299 ο καίσαρας Γαλέριος, γαμπρός του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, μετέφερε την έδρα του από το Σίρμιο της Πανοννίας στην πόλη και την κόσμησε με νέα μνημειακά κτίρια, όπως το ανάκτορο, τον ιππόδρομο, το θέατρο-στάδιο και τη Ροτόντα, που ήταν αρχικά ναός κατά το πρότυπο του Πανθέου της Ρώμης. Τότε ιδρύθηκε και η γνωστή Καμάρα, ένα αφιερωματικό τετράπυλο με διάκοσμο που υμνούσε τις νίκες που διεξήγαγε ο Γαλέριος εναντίον των Περσών. Το 322 ο Μέγας Κωνσταντίνος κατασκεύασε τον σκαπτόν λιμένα στο ΝΔ άκρο της παραλίας. Από τα τέλη του 4ου αιώνα η Θεσσαλονίκη έγινε σημαντικό εκκλησιαστικό κέντρο. Το 380 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α’ που διέμεινε με την αυλή του στην πόλη προετοιμάζοντας εκστρατεία κατά των Γότθων βαπτίστηκε χριστιανός από τον επίσκοπο Αχόλιο (ή Ασχόλιο) και εξέδωσε διάταγμα που απαγόρευε την τέλεση θυσιών σε όλη την αυτοκρατορία. Την ίδια περίπου εποχή, ο επίσκοπος της πόλης προήχθη σε αρχιεπίσκοπο και αντιπρόσωπο (βικάριο) του πάπα της Ρώμης με δικαιοδοσία σε ολόκληρη την επαρχότητα (praefectura) του Ανατολικού Ιλλυρικού. Οι χριστιανικοί ναοί που οικοδομήθηκαν στους επόμενους δύο αιώνες άλλαξαν την εικόνα της πόλης, αποτελώντας τα ψηλότερα κτίρια και τα σημαντικότερα τοπόσημα στον νέο ιπποδάμειο πολεοδομικό ιστό που εφαρμόστηκε εκατέρωθεν της βασιλικής οδού (της via regia), στον άξονα της σημερινής Εγνατίας. Ο επισκοπικός ναός ήταν μια μεγάλη πεντάκλιτη βασιλική, ενδεχομένως αφιερωμένη στον άγιο Μάρκο· ο ναός του Aγίου Δημητρίου απέβη το μεγάλο προσκύνημα της πόλης. Τα παλαιά μεγάλα δημόσια κτίρια παρήκμασαν σταδιακά και είτε εγκαταλείφθηκαν, όπως η Αγορά που μετατράπηκε σε τόπο λιθορυχίας και εξόρυξης πηλού, είτε άλλαξαν χρήση, όπως η Ροτόντα που μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό. Οι ανασκαφικές έρευνες στο ιστορικό κέντρο της πόλης έχουν φέρει στο φως πλήθος κτισμάτων της Παλαιοχριστιανικής Περιόδου, μεταξύ των οποίων υπερισχύουν αριθμητικά οι οικίες. Οι περισσότερες, στον βόρειο και τον ανατολικό τομέα της πόλης, ανήκουν στον τύπο της αστικής έπαυλης, με ευρύχωρη αψιδωτή αίθουσα συμποσίων (τρικλίνιο) στα βόρεια, ενός περιστυλίου με τριγύρω δωμάτια, λουτρά, αποθηκευτικούς χώρους ή δεξαμενές. Έξω από τα τείχη εκτείνονταν τα νεκροταφεία, με τάφους όλων των ειδών, λακκοειδείς, κιβωτιόσχημους, κεραμοσκεπείς κ.ά. Σημαντικότεροι είναι οι καμαροσκεπείς τάφοι που έφεραν τοιχογραφικό διάκοσμο στο εσωτερικό τους. Από τα τέλη του 6ου αιώνα η Θεσσαλονίκη δέχθηκε επανειλημμένα επιδρομές Αβαροσλαβικών φύλων και πλήγηκε έντονα από συχνή σεισμική δραστηριότητα, λόγω της οποίας πολλά από τα υφιστάμενα κτίρια καταστράφηκαν. Οι επιδρομές και οι σεισμοί, σε συνδυασμό με τη γενικότερη οικονομική ύφεση του κράτους, οδήγησαν στην αλλαγή των όρων διαβίωσης στην πόλη. Η αλλαγή αυτή εκφράστηκε και μέσω της οικοδόμησης νέων οικιών που ιδρύθηκαν στα ερείπια των παλαιών κτιρίων και πλέον διέθεταν ένα ή δύο το πολύ δωμάτια, μικρότερων διαστάσεων και φτωχότερων φιλοδοξιών. Περιγραφές σπιτιών της Θεσσαλονίκης, που σώζονται σε νομικά έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους, μας προσφέρουν μια ιδέα για τη διαβίωση στην πόλη: εργαστήρια και σπίτια ήταν το ένα δίπλα στο άλλο, με κοινές αυλές που διέθεταν φούρνους και πηγάδια· οι τοίχοι των σπιτιών συχνά ενσωμάτωναν παλαιότερα ερείπια και δεν ήταν όλοι κατασκευασμένοι από τα ίδια υλικά – μερικοί τοίχοι μπορεί να ήταν από ξύλινα σανίδια επιχρισμένα με σοβά. Στις συνοικίες ιδρύονταν μικροί ναοί και παρεκκλήσια σε οικόπεδα που ανήκαν στα μοναστήρια. Παράλληλα, ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης υπήχθη στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και ένας νέος καθεδρικός ναός κτίστηκε στα τέλη του 8ου αιώνα, η Αγία Σοφία, και διακοσμήθηκε με ψηφιδωτά με αυτοκρατορική χορηγία. Στις αρχές του 9ου η ίδρυση του θέματος Θεσσαλονίκης πρόσφερε μεγαλύτερη σιγουριά στους κατοίκους και γενικότερη σταθερότητα στην περιφέρεια. Οι αγορές στην πόλη άρχισαν να γεμίζουν αγαθά και οι επισκέπτες της να αυξάνονται. Η πόλη επαιρόταν για τον λόγιο επίσκοπό της Λέοντα Μαθηματικό και για τους δύο αδελφούς, τον Κωνσταντίνο που εκάρη μοναχός με το όνομα Κύριλλος και τον Μεθόδιο, που το 863 μετέβησαν στη Μοραβία, επινόησαν το αλφάβητο της παλαιοσλαβικής γλώσσας και μετέφρασαν την Αγία Γραφή, τη θεία λειτουργία και σημαντικά νομοκανονικά κείμενα στη γλώσσα των νεοφώτιστων Σλάβων. Στους αιώνες που ακολούθησαν κτίστηκαν και άλλα παρεκκλήσια και ναοί, όπως ο Άγιος Ευθύμιος, δίπλα στον Άγιο Δημήτριο, και η Παναγία Χαλκέων (1028), ίδρυμα του βασιλικού πρωτοσπαθάριου Χριστόφορου και της οικογένειάς του, στη συνοικία όπου ήταν συγκεντρωμένα τα καταστήματα των χαλκωματάδων της πόλης. Μετά την άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς το 904, η αμέσως επόμενη καταστροφή που βίωσαν οι κάτοικοι ήταν η βίαιη κατάληψή της από τους Νορμανδούς το 1185. Το 1204 οι Σταυροφόροι την έκαναν πρωτεύουσα του ομώνυμου φραγκικού βασιλείου μέχρι το 1224. Από τότε η Θεσσαλονίκη άλλαξε συχνά χέρια μεταξύ των Ελλήνων ηγεμόνων που διεκδικούσαν τον αυτοκρατορικό θρόνο μέχρι το 1246, όταν προσαρτήθηκε μαζί με όλη τη Μακεδονία στα εδάφη της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Το 1303 εγκαταστάθηκε στην πόλη η δεύτερη σύζυγος του Ανδρονίκου Β’, η Ειρήνη-Γιολάντα η Μομφερατική, μέχρι το θάνατό της το 1317, ενώ το 1320 απεβίωσε εκεί ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Θ’. Από το πρώτο τρίτο το 14ου αιώνα σώζονται σημαντικά μνημεία της παλαιολόγειας τέχνης και αρχιτεκτονικής όπως οι Άγιοι Απόστολοι, η Αγία Αικατερίνη, ο Άγιος Παντελεήμονας, ο Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός και οι Ταξιάρχες. Τις επόμενες ταραγμένες δεκαετίες, η τέχνη συνεχίστηκε, αλλά σε άλλες κλίμακες: ο Χριστός Σωτήρας, της εποχής μετά το 1340, είναι ο πιο μικρός ναός της πόλης, ενώ ο Προφήτης Ηλίας, της εποχής μετά το 1360, ένας από τους μεγαλύτερους. Αρκετοί αδόμητοι χώροι εντός των τειχών μετατράπηκαν σε λαχανόκηπους ή σε νεκροταφεία. Με την εμφύλια διαμάχη Ανδρονίκου Β’ και του εγγονού του Ανδρονίκου Γ’, Σέρβοι και Οθωμανοί αναμείχθηκαν στα εσωτερικά πράγματα της αυτοκρατορίας ως σύμμαχοι της μιας ή της άλλης παράταξης που προσέβλεπε στο θρόνο και γι’ αυτό ήλθαν όλο και πιο κοντά στη Θεσσαλονίκη και την περιφέρειά της. Από το 1342 μέχρι το 1349 η πόλη ταλανίστηκε από την έριδα των Ησυχαστών με τους Ζηλωτές. Το 1387 παραδόθηκε με συνθήκη στους Οθωμανούς, ύστερα από τετράχρονη πολιορκία. Το 1403 επέστρεψε στη βυζαντινή διοίκηση του Μανουήλ Β’. Το 1412 και το 1416 πολιορκήθηκε από τον Μουσά, έναν από τους επίδοξους διαδόχους του σουλτάνου Βαγιαζήτ. Υπό το φόβο μιας νέας κατάληψης από τους Οθωμανούς, ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος την παρέδωσε το 1423 υπό όρους στους Βενετούς – οι συμφωνηθέντες όροι όμως δεν τηρήθηκαν ποτέ. Η πόλη πέρασε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών το 1430.


Βιβλιογραφία (7)

1. Vryonis Sp., The Question of the Byzantine Mines, 1962

2. Pitarakis Br, Mines anatoliennes à l’époque byzantine: bilan des connaissances, 1998

3. Hunger H., Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, 2000

4. Matschke Kl.-P., ‘Mining’ σε The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century, Washington D.C., 2002

5. Οικονομάκη-Παπαδοπούλου Γ., Η σημασία του έργου του μοναχού Θεοφίλου για τη διαχρονία των τεχνικών της αργυροχοΐας, Δεκέμβριος 2005

6. Pitarakis Br, Les croix-reliquaires pectorales byzantines en bronze, Paris, 2006

7. Mundell Mango M., ‘From “Glittering Sideboard” to Table: Silver in the Well-Appointed Triclinium’ σε Eat, Drink and Be Merry. Production, Consumption and Celebration of Food and Wine in Byzantium, Aldershot, 2007


Σχόλια (0)