Βοτανική


Οι Βυζαντινοί ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για τα φυτά, κυρίως για τη χρησιμότητά τους στην παρασκευή φαρμάκων.

Η καταγραφή των βοτάνων είχε ξεκινήσει από την αρχαιότητα: ο Νίκανδρος από την Κολοφώνα (2ος αιώνας π.Χ.) έγραψε δύο σχετικά βιβλία, τα Θηριακά και τα Αλεξιφάρμακα, ενώ ο Κρατεύας έγραψε την ίδια εποχή το πρώτο βιβλίο βοτανικής, το οποίο περιείχε τα φυτά σε αλφαβητική σειρά, με τις ιδιότητές τους, και μαζί και εικονογράφηση των ριζών και των φυλλωμάτων τους, με σκοπό την αναγνώριση και την ταύτιση τους.

Αργότερα, στην Ύστερη Αρχαιότητα, ο Διοσκουρίδης (1ος αιώνας μ.Χ.) στο πεντάτομο έργο του Περί ύλης ιατρικής κατέγραψε τις θεραπευτικές και φαρμακευτικές ιδιότητες των φυτών της Μεσογείου. Το σύγγραμμα αυτό αποτέλεσε πρότυπο για μεταγενέστερα μεσαιωνικά και νεότερα εικονογραφημένα βοτανικά βιβλία. Το πιο γνωστό του αντίγραφο, διακοσμημένο με μικρογραφίες φυτών που έγιναν το 512 στην Κωνσταντινούπολη, φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Βιέννης.

Τον 10ο αιώνα, με εντολή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’ συντάχθηκαν τα Γεωπονικά, ένα έργο χωρίς πρωτοτυπία, που απλά συγκέντρωνε πληροφορίες και συμβουλές για τη γεωργία, όπως: την καλλιέργεια της αμπέλου και την παραγωγή κρασιού, την καλλιέργεια της ελιάς και των οπωροφόρων, τα καλλωπιστικά φυτά και τα λαχανικά, τα μέσα καταπολέμησης των βλαβερών εντόμων, ζωυφίων και ερπετών, κ.ά. Τα Γεωπονικά γράφτηκαν σε απλή γλώσσα με πολλά στοιχεία της καθομιλουμένης και περιλαμβάνει και συμβουλές σχετικές με τη λαϊκή ιατρική, τη δεισιδαιμονία και τη μαγεία. Την εποχή αυτή οι γνώσεις για τα φυτά φαίνεται ότι συστηματοποιήθηκαν σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο: ολόκληρες παράγραφοι στα Γεωπονικά έχουν παρθεί από περσικά κείμενα, ενώ αρκετά ελληνικά έργα μεταφράστηκαν στα Αραβικά και τα Περσικά, και ελληνικές-βυζαντινές και αραβικές ονομασίες φυτών και βοτάνων συγκεντρώθηκαν σε ειδικά λεξικά.

Ταυτόχρονα, γράφτηκαν ειδικά βιβλία για την καλή διατροφή, που βασίστηκαν σε παλιότερα ιατρικά έργα, με οδηγίες ποιες τροφές να καταναλώνονται ανάλογα με τον μήνα του έτους για καλή υγεία. Ένα τέτοιο βιβλίο, που μάλιστα αφιερώθηκε στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ’ Δούκα, είναι το Περί τροφών δυνάμεων, του γιατρού και αστρολόγου Συμεών Σηθ, που περιλαμβάνει 228 φυτικές και ζωικές τροφές.

Στο ύστερο Βυζάντιο γράφονται ειδικά λεξικά βοτανικής, όπως το λεξικό του μοναχού Νεόφυτου Προδρομηνού από την Κωνσταντινούπολη και το ανθολόγιο του γνωστού γιατρού της πρωτεύουσας Δημητρίου Πεπαγωμένου με θεραπευτικά φυτά κατά αλφαβητική σειρά, ένα για κάθε γράμμα του αλφαβήτου. Επίσης, ποιητές και λογοτέχνες ασχολούνται με τα φυτά και τα βότανα με χιουμοριστική διάθεση, όπως μας δείχνουν τα τέσσερα εύθυμα ποιήματα του Μανουήλ Φιλή, Περί στάχυος, Περί βότρυος, Περί ρόδου και Περί ροιάς (= ροδιού), που έχουν μάλιστα αφιερωθεί στον αυτοκράτορα. Στο σατιρικό έργο Πωρικολόγος, το θέμα είναι μια δίκη στο βασίλειο των φυτών. Παρόλο που σήμερα είναι αδύνατον να καταλάβουμε ποιά είναι τα πρόσωπα που ο συγγραφέας ήθελε να διακωμωδήσει, ωστόσο είναι σαφές το ηθικοπλαστικό του έργου, που δεν είναι άλλο από την καταδίκη του μεθυσιού.


Γλωσσάρι (0)


Πληροφοριακά Κείμενα (1)

Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.


Βιβλιογραφία (4)

1. Singer, H., The Herbal in Antiquity and its Transmission to Later Ages, 1927

2. Beck, H.-G., Ιστoρία της Βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα, 1988

3. Hunger H., Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, 2000

4. Touwaide, A., The Development of Paleologan Renaissance. An Analysis Based on Dioscoride's De Materia Medica


Σχόλια (0)