Πλοία, Ναυσιπλοΐα, Ναυπηγική


Κατά τη Βυζαντινή εποχή αλλάζει το μέγεθος των εμπορικών πλοίων, γίνονται πολύ μικρότερα από τα αντίστοιχα αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά, για λόγους οικονομίας και ευελιξίας, καθώς έπρεπε να ανταποκριθούν στις ανάγκες της εποχής που τα ήθελε να ταξιδεύουν: γρήγορα, σε μακρινά ταξίδια, σε δύσκολες θάλασσες, φορτωμένα με μεγάλη ποσότητα εμπορευμάτων, ενώ ταυτόχρονα ο φόβος των πειρατών βρισκόταν συνεχώς μπροστά τους. Η μείωση του μεγέθους τους δεν σημαίνει ότι είχαν πάντα και μικρότερη χωρητικότητα – από περιγραφές σε κείμενα γνωρίζουμε ότι υπήρχαν καράβια που μετέφεραν πολύ μεγάλες ποσότητες σιταριού στην Κωνσταντινούπολη.
 
Για τον τρόπο κατασκευής τους, έχουμε εκτός από γραπτά κείμενα και πολύτιμες πληροφορίες από ναυάγια που έχουν ερευνηθεί, όπως το ναυάγιο του Yassi Ada κοντά στην αρχαία Αλικαρνασσό, απέναντι από την Κω, που χρονολογείται από τα νομίσματα που βρέθηκαν σε αυτό στις αρχές του 7ου αιώνα, και το ναυάγιο του Serçe Liman που βρίσκεται στη χερσόνησο απέναντι από τη Σύμη, της εποχής γύρω στο 1025. Το ναυάγιο του Yassi Ada ήταν ένα εμπορικό πλοίο, περίπου 20 μέτρων μήκους και 5,3 μέτρων πλάτους, χωρητικότητας φορτίου περίπου 60 τόνων. Το ναυάγιο αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, γιατί έχει κατασκευαστεί με δύο διαφορετικούς τρόπους: ένα του τμήμα φτιάχτηκε ακολουθώντας την ελληνορωμαϊκή τεχνική, κατά την οποία, πρώτα φτιάχνεται το εξωτερικό κέλυφος του πλοίου (το πέτσωμα) και μετά εφαρμόζει εσωτερικά ο σκελετός [σαν να κτίζαμε πρώτα τους τοίχους και μετά να βάζαμε τις κολόνες σε ένα σπίτι], ενώ το υπόλοιπο καράβι ακολούθησε τη μεσαιωνική τεχνική, κατά την οποία πρώτα κατασκευάζεται ο σκελετός και στη συνέχεια πάνω σε αυτόν προσαρμόζονται οι εξωτερικές σανίδες του σκάφους.

Μια άλλη σημαντική αλλαγή στη ναυπηγική είναι η ανακάλυψη του μονού πηδαλίου, που μετακινούσε το πλοίο πολύ πιο εύκολα από το ένα ή τα δύο μεγάλα κουπιά που παλιότερα υπήρχαν κοντά στην πρύμνη. Η αλλαγή αυτή πρέπει να έγινε πριν από τον 10ο αιώνα, ταυτόχρονα στη δυτική Ευρώπη και τον αραβικό χώρο της Ερυθράς θάλασσας. Τότε επεκτάθηκε και η χρήση των τριγωνικών πανιών, που συνοδεύτηκε από την ναυπήγηση ακόμη ελαφρότερων εμπορικών πλοίων, που είναι γνωστά ως λατίνια. Ως τον 12ο αιώνα τα λατίνια είχαν καθιερωθεί στη Μεσόγειο και από εκεί διαδόθηκαν στη Βόρεια Ευρώπη. Αυτές οι αλλαγές έδωσαν τη δυνατότητα στα πλοία να ταξιδεύουν εκμεταλλευόμενα στο έπακρο τον άνεμο, έκαναν τους κωπηλάτες σχεδόν περιττούς και επέτρεψαν να γίνονται ταξίδια σε μεγαλύτερες αποστάσεις.

Για τη ναυσιπλοΐα γνωρίζουμε ότι θα πρέπει να υπήρχαν ειδικευμένοι ναυτικοί που υπολόγιζαν τις αποστάσεις από σημεία της ξηράς ή από τη θέση του ήλιου και των άστρων με τη χρήση του αστρολάβου, του αστρονομικού οργάνου. Πληροφορίες για τα λιμάνια και τις ακτογραμμές, τις αγορές και τα προϊόντα της κάθε περιοχής περιέχονταν σε ειδικά βιβλία που τα ονόμαζαν περίπλους· έχουν σωθεί μόνον ο περίπλους της Ερυθράς θάλασσας (του 3ου αιώνα) και ο περίπλους του Ευξείνου Πόντου (περίπου στις αρχές του 6ου αιώνα). Δεν είμαστε σίγουροι ότι υπήρχαν χάρτες με σημειωμένα επάνω τους στοιχεία, όπως προκαθορισμένες πορείες, υφάλους, αποστάσεις μεταξύ λιμανιών, κτλ., καθώς οι παλαιότεροι γνωστοί πορτολάνοι είναι του 16ου αιώνα.
 
Πολεμικά πλοία και πολεμική τεχνική
Τα πολεμικά πλοία στην Ύστερη Αρχαιότητα ακολουθούν τη ναυπηγική παράδοση του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Οι γνωστές γραπτές πηγές αναφέρουν την ύπαρξη μικρών και ευέλικτων πλοίων, τις λιβυρνίδες, που διέθεταν μια σειρά κουπιών με δεκαπέντε κωπηλάτες σε κάθε πλευρά (τριακόντοροι νήες).
 
Τον 6ο αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους οι δρόμωνες, που σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο ονομάστηκαν έτσι λόγω της ταχύτητας που ανέπτυσσαν. Στον 10ο αιώνα οι δρόμωνες ήταν τα κυρίως πολεμικά πλοία των Βυζαντινών, που είχαν μήκος 40 μέτρα, διέθεταν δύο σειρές κουπιά και έναν ή δύο ιστούς, έναν κεντρικό που είχε ορθογώνιο πανί και έναν δεύτερο με τριγωνικό πανί, που χρησίμευε για γρήγορο πλου, σε περιπτώσεις που δεν βρίσκονταν σε πολεμική επιχείρηση. Ήταν τα μεγαλύτερα πλοία του στόλου και διέθεταν πλήρωμα έως τριακόσιους άνδρες. Πραγματικοί κωπηλάτες ήταν όσοι βρίσκονταν στην κάτω σειρά των κουπιών, ενώ αυτοί που ήταν στα επάνω ήταν μάλλον πεζοναύτες στρατιώτες. Στην πρύμνη υπήρχε η καμπίνα του κυβερνήτη (κράββατος) απ’ όπου αυτός μπορούσε να έχει πλήρη εικόνα για το πώς εξελισσόταν η κατάσταση, προφυλαγμένος από τα εχθρικά βέλη. Στα πλαϊνά του πλοίου υπήρχαν κρεμασμένες ασπίδες, στερεωμένες σε ειδικές θέσεις, για την προστασία των πεζοναυτών. Πάνω στον υπερυψωμένο διάδρομο των δρομώνων υπήρχαν μηχανήματα: καταπέλτες, τοξοβαλλίστρες και γερανοί, απ’ όπου εκτόξευαν βλήματα στα εχθρικά πλοία την ώρα της ναυμαχίας. Στη βάση του μεγάλου καταρτιού βρισκόταν το ξυλόκαστρο, μια ολόγυρα κλειστή κατασκευή απ’ όπου στρατιώτες πετούσαν στους εχθρούς πέτρες, σίδερα και πήλινα αγγεία γεμάτα ασβέστη, φίδια, σαύρες και σκορπιούς. Στην πλώρη ήταν στερεωμένη η βαλλίστρα για την εκτόξευση των δοχείων με το υγρό πυρ. Το έμβολο στο μπροστινό μέρος των πλοίων δεν υπάρχει μετά τα μέσα του 7ου αιώνα· εμφανίζεται ξανά μετά τον 14ο, όταν τα πολεμικά πλοία εξοπλίζονται με κανόνια. Τα δρομώνια αποτελούσαν βοηθητικά πλοία για ανιχνεύσεις και ειδικές αποστολές που είχαν το σχήμα του δρόμωνα, διέθεταν έναν ή δύο ιστούς με τριγωνικά πανιά, αλλά δεν είχαν πολεμικό εξοπλισμό. Άλλα μικρά πλοία ήταν τα χελάνδια που είχαν δύο σειρές κουπιά, και ένα ή δυο κατάρτια με τριγωνικά πανιά, για να αναπτύσσουν ταχύτητα.

Πληροφορίες για τη στρατηγική των Βυζαντινών σε ναυμαχίες μας δίνει ο Λέων ο Σοφός στα Ναυμαχικά. Οι επικεφαλής του στόλου απέφευγαν την αναμέτρηση με τον εχθρό εάν οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν κατάλληλες· πρωτεύουσας σημασίας ήταν γι’ αυτούς η προστασία του πληρώματος και των σκαφών. Κατά τη ναυμαχία, τα πλοία παρατάσσονταν ανάλογα με τις περιστάσεις: η παράταξη γινόταν σε ευθεία γραμμή, αν έπρεπε να γίνει επίθεση κατά πρώρας, διαφορετικά σχημάτιζαν ένα ημικύκλιο, με τον δρόμωνα του ναυάρχου στο κέντρο και τους μεγαλύτερους δρόμωνες στα άκρα, εξασφαλίζοντας έτσι να μην τους περικυκλώσει ο εχθρός. Όταν δινόταν το σύνθημα επίθεσης, το κάθε ένα πλοίο ανέπτυσσε ταχύτητα για να βρεθεί κοντά στον εχθρικό στόλο βάζοντας στόχο του ένα συγκεκριμένο πλοίο. Όταν πλησίαζαν, οι στρατιώτες προσπαθούσαν να εξουδετερώσουν την άμυνα των εχθρών, ενώ ο κυβερνήτης έδινε οδηγίες για να πλευρίσουν (πλάι με πλάι) το εχθρικό πλοίο και να δεθούν τα δύο πλοία μεταξύ τους, έτσι ώστε να μπορέσουν οι στρατιώτες να περάσουν στο άλλο πλοίο και να αρχίσει πλέον η μάχη σώμα με σώμα.

Το πολεμικό λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, το Νεώριον, λειτουργούσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά τον 7ο ή τον 8ο αιώνα, υπήρχαν κατά τόπους ναυτικές βάσεις και νεώρια για την κατασκευή νέων πλοίων και την επισκευή των παλαιών. Στον 10ο και τον 11ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη διέθετε ακόμη ναυπηγείο, ενώ μικροί ναύσταθμοι (ταρσανάδες) θα πρέπει να υπήρχαν και σε περιφερειακά λιμάνια.


Γλωσσάρι (0)


Πληροφοριακά Κείμενα (4)

Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Το νησί: Το κάλλος του τοπίου, ο πλούτος των φυσικών πόρων και η χαρακτηριστική ανήσυχη και επικοινωνιακή νησιωτική ιδιοσυγκρασία της συνέθεσαν στους αιώνες την εικόνα ενός αιγαιακού τόπου με μακρά ιστορία και όγκο πολιτιστικής κληρονομιάς, δυσανάλογο του μεγέθους της Κω. Στη σύγχρονη φυσιογνωμία του νησιού σημαντικό μερίδιο κατέχουν ως ιστορικοί μάρτυρες οι αρχαιότητες της κλασικής εποχής, η πληθώρα μνημείων της παλαιοχριστιανικής περιόδου, καθώς και η αρχιτεκτονική και η πολεοδομική διαρρύθμιση της περιόδου της ιταλικής κατοχής. Η Κως είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος και εντοπίζεται μεταξύ της Καρπάθου και της Nισύρου. Η πρώτη ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα έχει επιβεβαιωθεί από τα αρχαιολογικά ευρήματα στη νεολιθική εγκατάσταση στο σπήλαιο της Άσπρης Πέτρας και στον οχυρωμένο οικισμό της πρώιμης χαλκοκρατίας στο λόφο των Σεραγιών στην πρωτεύουσα του νησιού. Κατάλοιπα ταφών με πλούσια κεραμικά κτερίσματα μαρτυρούν την μυκηναϊκή παρουσία στο νησί, γεγονός που ενισχύεται και από την αναφορά του ονόματος του νησιού στην Ιλιάδα, στον κατάλογο των πόλεων που έλαβαν μέρος στην Τρωική εκστρατεία. Οι ιστορικοί χρόνοι βρίσκουν την Κω να συμμετέχει μαζί με την Κνίδο, την Αλικαρνασσό και τις τρεις ροδιακές πόλεις στη Δωρική Εξάπολη, ένα είδος ομοσπονδίας των πόλεων που αποικίστηκαν από Δωριείς της Πελοποννήσου, ενώ αργότερα το νησί πέρασε στην κυριαρχία των Περσών, λαμβάνοντας μάλιστα μέρος και στην εκστρατεία κατά των ελληνικών πόλεων. Μετά την ήττα των Περσών, το 478 π.Χ., η Κως περιήλθε στην Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία. Την περίοδο αυτή, φαίνεται πως πρωτεύουσα του νησιού είναι η Αστυπάλαια, στη θέση της σύγχρονης Κεφάλου. Στην Αστυπάλαια της Κω έχουν ανασκαφεί ναοί του 5ου αι. π.Χ. προς τιμήν της Δήμητρας, του Ασκληπιού και της Ομονοίας, θέατρο και τείχος. Το 366 π.Χ., και ενώ το νησί βρισκόταν υπό τον έλεγχο του περίφημου δυνάστη της Καρίας, Μαύσωλου, πραγματοποιήθηκε ο συνοικισμός των παλαιότερων οικισμών του νησιού και η ίδρυση της νέας πρωτεύουσας, Κω-Μεροπίδος, στη θέση της σύγχρονης πρωτεύουσας. Στους ελληνιστικούς χρόνους και παρά τις έριδες για την πολιτική της θέση μεταξύ των βασιλείων των διαδόχων της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου, το νησί της Κω με τα μεγάλα του ιερά –μεταξύ των οποίων και το πανελλήνιο ιερό του Ασκληπιού- αποτελεί σημαίνον θρησκευτικό κέντρο. Την εποχή αυτή ακμάζει και ο αρχαίος οικισμός της Αλάσαρνας, στη θέση της σύγχρονης Καρδάμαινας. Η καταβολή υψηλής φορολογίας στη Ρώμη, αλλά και τα πλούσια δημόσια έργα και οι μετασκευές και προσθήκες στα αρχαία ιερά χαρακτηρίζουν την περίοδο της ρωμαιοκρατίας στην Κω, από τον 2ο αι. π.Χ. και εξής. Γεγονότα που ξεχωρίζουν στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες είναι η επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου στο νησί (57) και η διδασκαλία του χριστιανισμού, καθώς και ο ισχυρός σεισμός του 142. Επί Διοκλητιανού (284-305) η Κως ενσωματώθηκε στο βασίλειο της Καρίας (regio Cariae) και στην Επαρχία των Νήσων (Provincia Insularum). Καθώς ο χριστιανισμός εξαπλώνεται στο Αιγαίο, η Κως ήδη από νωρίς αποκτά επισκοπή, όπως επιβεβαιώνεται από την πληροφορία ότι στις οικουμενικές συνόδους της Νίκαιας (325) και της Χαλκηδόνος (451) έλαβαν μέρος οι επίσκοποι Μελίφρων και Ιουλιανός, αντίστοιχα. Η έναρξη της παλαιοχριστιανικής εποχής στην Κω φαίνεται πως οριοθετείται από έναν ακόμη ισχυρό σεισμό, αυτόν του 469, ο οποίος προκάλεσε σοβαρές φθορές σε ολόκληρο το νησί και είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη πολλών αρχαίων ιερών. Η οικοδόμηση παλαιοχριστιανικών βασιλικών τον 5ο και 6ο αι. στο νησί είναι εντυπωσιακή και καταδεικνύει όχι μόνο την επικράτηση του χριστιανισμού, αλλά και τον πλούτο και την ευμάρεια της εποχής. Μέχρι σήμερα έχουν ανασκαφεί 18 βασιλικές και οικισμοί σε τρεις περιοχές της υπαίθρου (Μαστιχάρι, Καρδάμαινα, Κέφαλος) και έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον άλλες 16, ενώ στην πόλη της Κω οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως ιδιωτικά κτήρια με πλούσια ψηφιδωτά δάπεδα. Βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, όπως κεραμικοί κλίβανοι και εργαστήρια υαλουργίας, αλλά και η παραγωγή μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών και ψηφιδωτών, παρέχουν ενδείξεις για τις εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων και αποδεικνύουν τη ζωντάνια της πόλης και της υπαίθρου. Η μέχρι πρότινος ισχύουσα άποψη ότι η ακμάζουσα παλαιοχριστιανική εποχή της Κω έλαβε τέλος με το σεισμό του 554 φαίνεται πως σταδιακά εγκαταλείπεται, βάσει και των νεώτερων ανασκαφικών δεδομένων, σύμφωνα με τα οποία η ζωή στην Κω συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 7ου αι. και τις αραβικές επιδρομές του 654/655. Το διάστημα μεταξύ των αρχών του 5ου και τις αρχές του 7ου αι. το νησί χειμάστηκε από επιδρομές Βανδάλων, Ισαύρων, Ονογούρων, Βουλγάρων και πιθανώς Αβαροσλάβων. Ο 7ος αι. σημαδεύτηκε από την επίθεση και δήωση του νησιού από τους Πέρσες του Χοσρόη Β’ και τους Άραβες του Μωαβία. Μέχρι τα μέσα του 11ου αι., την εποχή των λεγόμενων "σκοτεινών αιώνων" των συστηματικών αραβικών επιθέσεων στα νησιά του Αιγαίου, της συρρίκνωσης των οικισμών και του γενικότερου κλίματος φόβου και επισφάλειας, ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για το νησί.Μεταξύ αυτών, καταγράφεται η διοικητική ένταξη της Κω στο θέμα των Κιβυρραιωτών. Μετά την ήττα των βυζαντινών στο Μαντζικέρτ (1071) και τις επιδρομές σελτζουκικών και τουρκμανικών φύλων στη Μ. Ασία, η Κως έγινε τόπος υποδοχής προσφύγων, μεταξύ των οποίων και ο μοναχός Χριστόδουλος Λατρηνός, ο μετέπειτα ιδρυτής της Μονής Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Στο μοναχό δωρήθηκαν με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού δύο περιοχές, «το τε Καστέλον εγχωρίως λεγόμενον ...και το του Πιλέ επονομαζόμενον», όπου Χριστόδουλος ίδρυσε τη Μονή της Θεοτόκου, γνωστή και ως Μονή της Παναγίας των Καστριανών, και οικοδόμησε πάνω στο λόφο το κάστρο του Παλαιού Πυλίου. Το 12ο αι. οι Βενετοί διεκδικούν την Κω. Τα χρόνια μεταξύ 1124 και 1126 το νησί υπέστη ενετικές επιδρομές μετά την άρνηση του Ιωάννη Β’ Κομνηνού να αναγνωρίσει στους Βενετούς προνόμια στα νησιά, ενώ το 1198 με χρυσόβουλλο του Αλεξίου Γ’ Αγγέλου επικυρώθηκαν τελικά τα ποθητά ενετικά οικονομικά προνόμια σε περιοχές της αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και η Κως. Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Φράγκους το 1204, η Κως περιέρχεται στην εξουσία του Λατίνου αυτοκράτορα, σύμφωνα με την Partitio Romaniae, χωρίς όμως να υπάρχει γραπτή μνεία για την ίδρυση λατινικής επισκοπής. Σύντομη κατάληψη του νησιού από τον Ιωάννη Βατάτζη σημειώθηκε το 1224, ενώ το 1284 -μετά από μια περίοδο ταλαντεύσεων μεταξύ Βυζαντινών και Ενετών- η Κως καταλαμβάνεται οριστικά από τους Ενετούς. Οι Ιωαννίτες ιππότες φθάνουν στην Κω στα χρόνια 1306-1309. Νέες παλινδρομήσεις μεταξύ Βυζαντινών, Ενετών και Ιωαννιτών αυτή τη φορά καταλήγουν στην οριστική επικράτηση των τελευταίων από το 1337 και εξής. Οι ιππότες κατά τον 14ο αι. προβαίνουν σε αμυντικά έργα στο νησί, τα οποία περιλαμβάνουν επισκευές των υφισταμένων τειχών στην Αντιμάχεια και την πόλη της Κω. Στο κάστρο της Κω μάλιστα, γνωστό και ως κάστρο της Νεραντζιάς, οικοδομήθηκε ισχυρό περιμετρικό τείχος με μεγάλους προμαχώνες. Στο α’ μισό του 15ου αι. το νησί επλήγη από επιθέσεις των Αιγυπτίων (1440 και 1444). Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από το σουλτάνο Μωάμεθ Β’, τη σκυτάλη των επανειλημμένων επιθέσεων λαμβάνουν οι Οθωμανοί για το υπόλοιπο του αιώνα, με μεγαλύτερη αυτή του 1457, όταν πολιορκήθηκε το κάστρο της Αντιμάχειας, με αποτέλεσμα να καταστραφεί και να ερημωθεί η κωακή ύπαιθρος. Το 1493 ισχυρός σεισμός ολοκληρώνει την αλγεινή εικόνα εγκατάλειψης. Τρεις δεκαετίες μετά, το 1523, η Κως παραδόθηκε στους Οθωμανούς του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς έπειτα από συνθηκολόγηση των Ιωαννιτών ιπποτών στη Ρόδο το 1522. Υποτελής κεφαλικού φόρου πια, η Κως έχασε τα εύφορα εδάφη της, τα οποία με τη μορφή τιμαρίων ή βακουφίων εκχωρήθηκαν στους Οθωμανούς.
Προκόπιος: Βυζαντινός ιστορικός με πλούσιο συγγραφικό έργο. Γεννήθηκε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και σπούδασε ρητορική, σοφιστική και νομικά. Σε νεαρή ηλικία μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου άσκησε το επάγγελμα του ρήτορα και του δικηγόρου. Σύντομα εισήλθε στον κύκλο του στρατηγού Βελισάριου με καθήκοντα γραμματέα και συμβούλου και τον ακολούθησε σε πολλές εκστρατείες. Έζησε από κοντά την μεγάλη επιδημία πανώλης στην Κωνσταντινούπολη (541-542), την οποία και περιγράφει αναλυτικά. Το συγγραφικό του έργο αποτελεί τη σπουδαιότερη πηγή για την εποχή του Ιουστινιανού, αν και ομολογουμένως δεν στέκεται αμερόληπτος απέναντι στον αυτοκράτορα, καθώς από ένα σημείο και μετά φαίνεται να είναι αρνητικά προκατειλημμένος τόσο απέναντι στον Ιουστινιανό, όσο και προς τη Θεοδώρα. Από το 549 και μετά βρίσκεται σταθερά στην Κωνσταντινούπολη, όμως δεν έχουμε καμιά πληροφορία για τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Λέων ΣΤ' ο Σοφός (866-912): Αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 886 έως το 912. Ο Λέοντας αποκαλούνταν και Σοφός ή Φιλόσοφος, λόγω της ιδιαίτερης πνευματικής του καλλιέργειας. Διακρίθηκε ως δόκιμος συγγραφέας και ενθουσιώδης ρήτορας, ενώ συνέγραψε ποιήματα, λόγους, καθώς και ένα στρατιωτικό εγχειρίδιο, τα Τακτικά. Ως αυτοκράτορας επιχείρησε να επαναφέρει την τάξη στην εσωτερική πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας. Η εξωτερική του πολιτική, ωστόσο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αποτυχημένη, καθώς κατά τη διάρκεια της βασιλείας του κατελήφθησαν επαρχίες του Βυζαντίου, ενώ πολιορκήθηκαν και λεηλατήθηκαν μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως η Θεσσαλονίκη, αλλά και η ίδια η πρωτεύουσα. Παντρεύτηκε τέσσερις φορές, γεγονός μη αποδεκτό από την εκκλησία, προκειμένου να αποκτήσει αρσενικό διάδοχο. Για να επιτύχει μάλιστα την άδεια της εκκλησίας για τον τέταρτο γάμο του, αντικατέστησε τον πατριάρχη Νικόλαο το Μυστικό που αντιδρούσε, με τον Ευθύμιο. Τελικά, παντρεύτηκε τη Ζωή Καρβουνοψίνα εν μέσω θυελλωδών διαμαρτυριών, η οποία γέννησε τον μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο.


Βιβλιογραφία (5)

1. Ahrweiler H., Byzance et la mer, Paris, 1966

2. Van Doorninck F.H. Jr., Bass G.F, Yassi Ada , College Station, Texas, 1982

3. Christides V., Ibn al-Manqali (Mangli) and Leo VI: New Evidence on Arabo-byzantine Ship Construction and Naval Warfare, 1995

4. Van Doorninck F.H. Jr, ‘The 11th-Century Byzantine Ship at Serçe Limani: An Interim Overview’ σε Sailing Ships of the Mediterranean Sea and the Arabian Gulf, Athens, 1998

5. Βυζαντινά και αραβικά ιστιοφόρα πλοία (7ος – 13ος αι.), Αθήνα-Οινούσσες , 2001


Σχόλια (0)