Οικίες


Την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας αλλά και στα χρόνια του Βυζαντίου, τα σπίτια βρίσκονταν μέσα στα τείχη της πόλης ή του κάστρου και οι περιοχές κατοίκησης καταλάμβαναν τη μεγαλύτερη έκτασή τους. Αν και στο πρώιμο Βυζάντιο τα σπίτια, ενταγμένα σε οικοδομικά τετράγωνα, διατάσσονταν εκατέρωθεν κυρίων ή δευτερευόντων δρόμων, την περίοδο του μέσου και ύστερου Βυζαντίου, τα σπίτια άλλοτε βρίσκονταν κοντά το ένα στο άλλο με μεσοτοιχίες κι άλλοτε ήταν διασκορπισμένα άτακτα στον χώρο ακολουθώντας τη μορφολογία του εδάφους.
 
Στις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας συνυπήρχαν τα ισόγεια σπίτια που διατάσσονταν γύρω από μία κεντρική αυλή και τα δίπατα ή πολυώροφα κτίσματα που διαιρούνταν σε διαμερίσματα. Για το χτίσιμο των σπιτιών τους οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν συνήθως λίθους, τούβλα και ξύλα, ενώ για συνδετική ύλη χρησιμοποιούσαν λάσπη από άμμο, ασβέστη ή ακόμα και χώμα, στις πιο φτωχικές κατασκευές. Τα ευτελή υλικά δομής που χρησιμοποιούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου ίσως δικαιολογούν το γεγονός ότι ελάχιστα δείγματα κοσμικής αρχιτεκτονικής έχουν διασωθεί στη σημερινή εποχή.

Οι νομικές διατάξεις που ρύθμιζαν την πολεοδομική οργάνωση των πόλεων και την οικοδόμηση δείχνουν μία ιδιαίτερη φροντίδα για την αισθητική και την υγιεινή τους. Υπήρχαν ρυθμίσεις για τον αριθμό των ορόφων που μπορούσε να διαθέτει μία κατοικία, για το κτίσιμο μπαλκονιών και κλιμακοστασίων και για την απόσταση μεταξύ των οικιών, ενώ σε περιοχές, όπως η Κωνσταντινούπολη απαγορευόταν ακόμα και  η παρεμπόδιση της θέας προς τη θάλασσα. Ιδιαίτερα οι πλούσιοι ιδιοκτήτες έπρεπε να φροντίζουν τις προσόψεις των σπιτιών τους για να ομορφαίνουν την πόλη και να ευχαριστούν τους περαστικούς.

Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο των σπιτιών της Μέσης Βυζαντινής περιόδου ήταν η αποθηκευτική χρήση των ισόγειων χώρων τους και η παρουσία εγκαταστάσεων, όπως μεγάλων πιθαριών και κτιστών σιρών (σιλό), που περισσότερο θα ταίριαζαν σε οικίες της υπαίθρου. Οι εύποροι διατηρούσαν τις κατοικίες τους μέσα στις πόλεις, αν και δεν είναι σίγουρο αν έμεναν σε ξεχωριστές συνοικίες ή αν γειτόνευαν με φτωχότερα οικήματα. Ο Μυστράς και η Ανδριανούπολη αποτελούν τέτοιες περιπτώσεις, όπου τα αρχοντικά σπίτια ήταν συγκεντρωμένα στην άνω πόλη.

Σε ξεχωριστές συνοικίες ίσως κατοικούσε σε αρκετές πόλεις και ο εβραϊκός πληθυσμός, διάκριση που φαίνεται να αμβλύνεται με την πάροδο των χρόνων, ενώ το ίδιο ίσως συνέβαινε και με τους ξένους εμπόρους, κυρίως από την Ιταλία, που φαίνεται ότι κατοικούσαν έξω από τα τείχη ή σε ξεχωριστές παροικίες.


Γλωσσάρι (0)


Πληροφοριακά Κείμενα (2)

Γενικές πληροφορίες: Η Κωνσταντινούπολη, η βασιλεύουσα πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καταλάμβανε την τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά. Η πόλη κτίστηκε στη θέση μιας αποικίας των Μεγαρέων, που είχε πάρει το όνομα του ιδρυτή της, του Βύζαντα. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αναγνώρισε τη στρατηγική θέση της περιοχής που δέσποζε στο Βόσπορο και ήλεγχε τον εμπορικό δρόμο μεταξύ Αιγαίου πελάγους και Εύξεινου Πόντου. Η πόλη προστατευόταν από τις τρεις πλευρές της από τη θάλασσα, ενώ τα ισχυρά ρεύματα του Βοσπόρου καθιστούσαν την προσέγγιση ιδιαίτερα δύσκολη. Ο Κωνσταντίνος τέλεσε όλες τις απαραίτητες ειδωλολατρικές ιερουργίες για τη θεμελίωση και την οριοθέτηση της νέας πρωτεύουσας από το 324 έως το 326. Τα επίσημα εγκαίνια τελέστηκαν με λαμπρότητα στις 11 Μαΐου του 330, ταυτόχρονα με τον εορτασμό της 25ης επετείου της βασιλείας του και έκτοτε τα εγκαίνια της πόλης γιορτάζονταν πάντα με επισημότητα. Ύστερη ΑρχαιότηταΟ Κωνσταντίνος επεδίωξε να δημιουργήσει μια νέα πρωτεύουσα ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Ελάχιστα είναι τα κτίσματα της κωνσταντίνειας περιόδου που έχουν διασωθεί, αλλά οι μαρτυρίες των πηγών τονίζουν ότι ήταν μια πόλη αυτοκρατορική που είχε όλα τα εχέγγυα για την ευημερίας της, ήταν προστατευμένη με τείχη, κοσμημένη με μεγαλόπρεπα μνημεία και έργα τέχνης από όλες τις πόλεις και τις επαρχίες της αυτοκρατορίας και διέθετε μεγάλα δημόσια κτίρια, σύγκλητο, ιππόδρομο θέατρα, θέρμες και λουτρά, ναούς. Η αυτοκρατορική εξουσία στεγαζόταν στο Ιερό Παλάτιο, που διατηρήθηκε ως έδρα των βυζαντινών ηγεμόνων μέχρι και τον 12ο αιώνα. Με κύριο άξονα το μεγάλο αυτό συγκρότημα, το οποίο συμπληρωνόταν σε κάθε εποχή με νέα κτίσματα, η Κωνσταντινούπολη ήταν η κεφαλή του κράτους και συγκέντρωνε την αφρόκρεμα του πολιτικού, εκκλησιαστικού και πνευματικού βίου της αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη δεν ιδρύθηκε ως χριστιανική πρωτεύουσα. Τα ολιγάριθμα χριστιανικά οικοδομήματα που ανεγέρθηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου ήταν λιγότερα από τα ιερά της ελληνορωμαϊκής λατρείας. Οι τρεις αρχαίοι ναοί της Αρτέμιδος-Σελήνης, του Απόλλωνα και της Αφροδίτης, στην ακρόπολη του Βυζαντίου, εξακολούθησαν να δέχονται πιστούς, ενώ συγχρόνως ιδρύθηκαν και άλλοι, γεγονός που σήμαινε ότι η παλαιά θρησκεία είχε ακόμη οπαδούς. Άλλωστε, το διάταγμα των Μεδιολάνων δεν επέβαλε τον Χριστιανισμό, απλώς τον νομιμοποίησε. Ωστόσο, η νέα θρησκεία, που αναμφισβήτητα ευνοήθηκε με αυτοκρατορικές χορηγίες, διαδόθηκε πολύ γρήγορα, και η Εκκλησία έγινε ισχυρός θεσμός του κράτους. Το χερσαίο τείχος της εποχής του Κωνσταντίνου, από προστατευτικό όριο γρήγορα έγινε εμπόδιο στην ανάπτυξη της πόλης, που γρήγορα συγκέντρωνε νέους κατοίκους που κατέφταναν από όλη την αυτοκρατορία με τις οικογένειές τους. Οι πηγές αναφέρουν ότι μέσα σε μισόν αιώνα περίπου δεν υπήρχε σημείο στην πόλη που να μην είχε καταληφθεί από κτίσματα, πλούσια σπίτια ή παραπήγματα. Η κατάσταση ήταν ανυπόφορη, και για έναν άλλον λόγο: δεν είχαν προβλεφθεί εξαρχής αρκετές δεξαμενές νερού, υπόγειες ή επίγειες, για την εξασφάλιση των κατοίκων και της φρουράς της πόλης σε καιρό πολιορκίας. Ο Θεοδόσιος ο Β’, δύο μόλις χρόνια μετά την κυρίευση της Ρώμης από τους Βησιγότθους του Αλάριχου το 410, πραγματοποίησε την επέκταση του δυτικού ορίου της πόλης κτίζοντας νέα τείχη, που διπλασίασαν σχεδόν την έκτασή της (412-413) και κινστέρνες μεταξύ του κωνσταντίνειου και του νέου τείχους. Το χερσαίο τείχος περιλάμβανε τάφρο, προτείχισμα, και κύρια γραμμή τειχών με μεσοπύργια και ψηλούς ορθογώνιους και οκτάπλευρους πύργους, ενώ το θαλάσσιο δεν διέθετε προτείχισμα και τάφρο. Τα θεοδοσιανά τείχη αποτέλεσαν την γραμμή άμυνας της Κωνσταντινούπολης μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο πολεοδομικός ιστός της Κωνσταντινούπολης περιελάμβανε πολλά στοιχεία που θύμιζαν τη Ρώμη και το άμεσο ρωμαϊκό παρελθόν. Ο κύριος δρόμος της πόλης ήταν η γνωστή Μέση, οδική αρτηρία της πόλης που συνέδεε τη Χρυσή πύλη των τειχών με το συγκρότημα των ανακτόρων. Ήταν ένας πλατύς δρόμος πλαισιωμένος με στοές, όπου στεγάζονταν καταστήματα ενδυμάτων και επίπλων, εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας, κ.α. Ο Κωνσταντίνος ίδρυσε πάνω στη Μέση τον Φόρο (forum) που πήρε το όνομά του, μια κυκλική ή ελλειψοειδή πλατεία με κίονα στη μέση από πορφυρίτη λίθο και άγαλμα του ίδιου στην κορυφή με τα χαρακτηριστικά του Απόλλωνα ή του Ήλιου. Στην πλατεία αυτή βρισκόταν το κτίριο της Συγκλήτου, ο παλαιός ναός της θεάς Ρέας και ο ναός της Τύχης της Κωνσταντινούπολης. Ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος ίδρυσαν δυτικότερα πάνω στη Μέση δύο ακόμη Φόρους, που πήραν τα ονόματά τους. Ο Φόρος του Θεοδοσίου, μάλιστα, λέγεται ότι μιμούνταν τον Φόρο του Τραϊανού στη Ρώμη. Στον 6ον αιώνα, επί Ιουστινιανού, η Κωνσταντινούπολη γνώρισε στιγμές αναταραχής και αγωνίας και ταυτόχρονα κοσμήθηκε με λαμπρά μνημεία. Κατά την καταστολή της στάσης του Νίκα, το 532, τα αυτοκρατορικά στρατεύματα σφαγίασαν περίπου τριάντα χιλιάδες άτομα στον Ιππόδρομο, ενώ προκλήθηκαν μεγάλες καταστροφές στην πόλη από πυρκαγιά που κατέκαυσε τον παλαιό ναό της Αγίας Σοφίας. Αυτό το καταστροφικό γεγονός έδωσε τη δυνατότητα στον Ιουστινιανό να εκπονήσει ένα πρόγραμμα εξωραϊσμού της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με το οποίο οικοδομήθηκαν λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια, και τη λεγόμενη Βασιλική Κινστέρνα, μια υπόγεια δεξαμενή με κτιστούς θόλους που στηρίζονταν πάνω σε κίονες που έφεραν ποικίλα κιονόκρανα, από παλαιότερα κτίρια της πόλης σε δεύτερη χρήση. Το σημαντικότερο ίσως μνημείο που κατασκευάστηκε τον 6ο αιώνα ήταν ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι δύσκολοι αιώνεςΗ Κωνσταντινούπολη εισήλθε σε κρίσιμη περίοδο κατά τον 7ο αιώνα, που επιδεινώθηκε από πολιορκίες, σεισμούς, επιδημίες και εσωτερικές συγκρούσεις. Το 626, επί βασιλείας του αυτοκράτορα Ηράκλειου, οι Άβαροι την πολιόρκησαν, αλλά δεν κατάφεραν να την καταλάβουν, ενώ δύο επιθέσεις των Αράβων το 674 και το 717-718 είχαν την ίδια τύχη. Στην ήδη αποδυναμωμένη πόλη ενέσκηψε ο μεγάλος σεισμός του 740 και η επιδημία πανώλης του 747, που αποδεκάτισαν τους εναπομείναντες κατοίκους. Έχει υπολογιστεί ότι κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας ο πληθυσμός ανερχόταν σε λίγες δεκάδες χιλιάδες, ενώ από τα τέσσερα λιμάνια της λειτουργούσε μόνο το ένα. Κατά τη διάρκεια του 8ου και μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα παρατηρήθηκε πολύ μικρή οικοδομική δραστηριότητα, η οποία επικεντρώθηκε σε οχυρωματικά έργα που στόχευαν στην προστασία της πόλης από εξωτερικούς εχθρούς. Οι Μέσοι και Ύστεροι Βυζαντινοί χρόνοιΗ πορεία ανάκαμψης της αυτοκρατορίας ξεκίνησε από τα μέσα του 9ου αιώνα, οπότε και παρατηρήθηκε αύξηση του πληθυσμού. Μέχρι τον 11ο αιώνα οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης είχαν αυξηθεί τόσο, ώστε να θεωρείται η πολυπληθέστερη πόλη του χριστιανικού κόσμου της εποχής. Αν και η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Ελληνόφωνη, εντούτοις υπήρχαν Αρμένιοι και Ρώσοι, ενώ αρκετά μεγάλη ήταν η Εβραϊκή κοινότητα. Χαρακτηριστικό της ανάπτυξης της πόλης αποτελούσε και η παρουσία Ιταλών εμπόρων από τη Βενετία, τη Γένοβα και την Πίζα, αλλά και η ύπαρξη μικρής Αραβικής κοινότητας με εμπορικές κυρίως δραστηριότητες. Στον πληθυσμό της πόλης θα πρέπει να προσμετρηθούν και οι μισθοφόροι του στρατού από τη δυτική Ευρώπη, αλλά και από τη Σκανδιναβία, οι οποίοι μάλιστα αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα. Ο πλούτος της Κωνσταντινούπολης αποτυπωνόταν στα κτίριά της, δημόσια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά. Κατά την περίοδο αυτή ιδρύθηκαν πολλά μοναστήρια από την αυτοκρατορική οικογένεια και την ανώτερη τάξη, τα οποία συχνά διατηρούσαν υπό την επίβλεψή τους ευαγή ιδρύματα, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία ή και απλά σχολεία. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος ενδιαφέρθηκε προσωπικά για την ανέγερση κτισμάτων στο Ιερό Παλάτιο και ενός νέου παλατιού στον Βρύα, στην ασιατική ακτή της πρωτεύουσας, ενώ ο Βασίλειος ο Α’ χρηματοδότησε την ανέγερση ή την ανακαίνιση εικοσιπέντε ναών στην Κωνσταντινούπολη, ενώ χορήγησε οκτώ ναούς μέσα στα όρια του Ιερού Παλατίου. Η περίοδος του 9ου και του 10ου αιώνα έχει χαρακτηριστεί ως περίοδος αναγέννησης, εξαιτίας της ακμής ενός σημαντικού κύκλου λογίων και της κρατικής μέριμνας για την ανώτερη εκπαίδευση στην πρωτεύουσα. Κεντρικό σημείο υπήρξε το ενδιαφέρον για τη μελέτη του έργου συγγραφέων της Αρχαιότητας που θεωρούνταν θεμελιώδες για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της ανώτερης τάξης της Κωνσταντινούπολης. Η περίοδος ακμής συνεχίστηκε μέχρι και τα μέσα του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν να υπάρχουν οικονομικά προβλήματα ιδίως εξαιτίας της κατασπατάλησης του πλούτου από τους διαδόχους του Βασιλείου Β’. Η ήττα στο Μαντζικέρτ στην ανατολική Μικρά Ασία από τις δυνάμεις των Σελτζούκων Τούρκων και η οριστική απώλεια της Βάριδος (του σημερινού Μπάρι) στην Ιταλία από τους Νορμανδούς του Ροβέρτου Γισκάρδου το 1071 προκάλεσαν μεγάλες απώλειες και τεράστια απογοήτευση. Κατά την Α’ σταυροφορία οι «στρατιώτες του Θεού» από τη δυτική Ευρώπη έφτασαν μπροστά στα τείχη της Πόλης χωρίς εχθρικές διαθέσεις· η Κωνσταντινούπολη ήταν ένας ενδιάμεσος σταθμός στην πορεία τους προς τους Αγίους Τόπους. Αν και δημιουργήθηκαν μικρές αναταραχές και επεισόδια οι σταυροφόροι διαπεράστηκαν στην απέναντι πλευρά του Βοσπόρου και συνέχισαν την πορεία τους. Τα γεγονότα όμως ήταν πολύ διαφορετικά κατά την Δ’ σταυροφορία. Στο τέλος του 12ου αιώνα, μετά το θάνατο του Μανουήλ Κομνηνού η Κωνσταντινούπολη διήνυσε μία περίοδο αστάθειας: έξι αυτοκράτορες αναρρήθηκαν στον θρόνο και εκθρονίστηκαν στο διάστημα από το 1180 ως το 1204. Οι Φράγκοι έφθασαν μπροστά στα τείχη της πόλης τον Ιούνιο του 1203 και την κατέλαβαν οριστικά τον Απρίλιο του 1204, ενώ ο αυτοκράτορας Αλέξιος Ε’ είχε ήδη τραπεί σε φυγή, εγκαταλείποντάς την στις άγριες διαθέσεις των σταυροφόρων. Η λεηλασία που ακολούθησε ήταν πραγματικά φρικτή: ναοί, ανάκτορα και μνημεία πυρπολήθηκαν και απογυμνώθηκαν από τα πολύτιμα αφιερώματά τους, καταστήματα δηώθηκαν, θησαυροφυλάκια διηρπάγησαν, λείψανα και πολύτιμα σκεύη κλάπηκαν και φυγαδεύτηκαν, βιβλιοθήκες κάηκαν ή διαμελίστηκαν, ιερείς και αρχιερείς εκδιώχθηκαν, κάτοικοι σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν για να πουληθούν ως δούλοι. Επί μέρες η Πόλη ζούσε έναν πραγματικό εφιάλτη. Μετά την κατασίγαση του ολέθρου, η διοίκηση της Κωνσταντινούπολης μοιράστηκε ανάμεσα στον Βαλδουίνο της Φλάνδρας και τους Βενετούς. Ο Βαλδουίνος, που στέφθηκε αυτοκράτορας, πήρε το μεγαλύτερο τμήμα της Πόλης που περιελάμβανε τα ανάκτορα των Βλαχερνών και του Βουκολέοντος, και οι Βενετοί την Αγία Σοφία και μια μεγάλη εμπορική συνοικία, ενώ ταυτόχρονα εξασφάλισαν τον αποκλεισμό των Γενοβέζων και των Πιζάνων από το εμπόριο της αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη ανακαταλήφθηκε το 1261από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, που εκμεταλλεύτηκε τις περιστάσεις και την έλλειψη φύλαξης των τειχών. Ο Μιχαήλ προσπάθησε να ανοικοδομήσει τα περισσότερα μνημεία που είχαν καταστραφεί και τα τείχη, και ταυτόχρονα επιχείρησε την αναδιοργάνωση της διοίκησης της πόλης, αλλά και της αυτοκρατορίας. Παρά τις προσπάθειές του, όμως, δεν μπόρεσε να ξαναδώσει στην Κωνσταντινούπολη την αίγλη, τη λάμψη και τη δύναμη του παρελθόντος. Στερημένη ουσιαστικά από στρατό και στόλο η αυτοκρατορία δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την οθωμανική απειλή. Η προέλαση του Οθωμανικού στρατού στα εδάφη της αυτοκρατορίας ήταν ταχύτατη και οδήγησε σε απώλεια πολλών περιοχών της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων κατά το 14ο αιώνα. Ήδη από το 1372 η διασπασμένη αυτοκρατορία ήταν υποτελής του σουλτάνου, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν αναγκασμένοι να εκστρατεύουν μαζί του και η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν ουσιαστικά σε κατάσταση πολιορκίας. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος, αφού εγκατέστησε την οικογένειά του στο Μυστρά, ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι το 1399 ως το Παρίσι και το Λονδίνο, με σκοπό την εξασφάλιση συμμαχιών εναντίον των Οθωμανών. Η ήττα των Οθωμανών το 1402 από τους Μογγόλους του Ταμερλάνου στη μάχη της Άγκυρας έδωσε μια ανάσα στους Βυζαντινούς και την ευκαιρία στην Κωνσταντινούπολη να αναδιοργανωθούν μετά την πολυετή πολιορκία. Επικράτησε μια περίοδος σχετικής ηρεμίας που διήρκεσε μέχρι την επανάληψη της πολιορκίας της Πόλης το 1422 από τον Μουράτ τον Β’. Το εγχείρημά του όμως οδηγήθηκε σε αποτυχία, αφού ο αποκλεισμός από τη θάλασσα κατέστη αδύνατος εξαιτίας της αλυσίδας που έφραζε τον Κεράτιο, αλλά και εξαιτίας της αντοχής των τειχών της. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης έγινε τελικά από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’, ο οποίος για το σκοπό αυτό οικοδόμησε στις ευρωπαϊκές ακτές των στενών του Βοσπόρου ένα φρούριο, ώστε να αποκόψει την πρωτεύουσα από τα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου και τη δυνατότητα να προμηθεύεται σιτηρά από τις περιοχές αυτές. Παράλληλα, για να εξασφαλίσει ότι η Κωνσταντινούπολη δε θα είχε βοήθεια από τις περιοχές της ελληνικής επικράτειας που ήταν ακόμα ελεύθερες, επιτέθηκε στο Δεσποτάτο του Μορέως στην Πελοπόννησο. Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης κράτησε περίπου δύο μήνες, αφού πρώτα μεταφέρθηκαν στην περιοχή κανόνια από την Αδριανούπολη και τακτικός στρατός που υπολογίζεται γύρω στις 150.000. Ο στρατός παρατάχθηκε κατά μήκος των χερσαίων τειχών και η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης άρχισε επίσημα στις 7 Απριλίου του 1453. Αρχικά η άμυνα της Πόλης διεξαγόταν με επιτυχία, παρά το συνεχή βομβαρδισμό των τειχών. Ο σουλτάνος κατάλαβε ότι, όσο ο Κεράτιος έμενε στα χέρια των Βυζαντινών, η Κωνσταντινούπολη δε θα ήταν δυνατόν να κατακτηθεί. Για τον λόγο αυτό κατασκεύασε σε πολύ μικρό διάστημα δίολκο, μέσω της οποίας έσυρε πλοία από τον Βόσπορο στον Κεράτιο. Η πολιορκία συνεχίστηκε με επιθέσεις που αποκρούονταν μέχρι την 21η Μαΐου, οπότε ο Μωάμεθ έστειλε πρεσβεία στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ’ και ζήτησε την παράδοση της Πόλης, με την υπόσχεση ότι θα επέτρεπε σε αυτόν αλλά και σε όλους όσους επιθυμούσαν να φύγουν, να εγκαταλείψουν την πόλη με τα υπάρχοντά τους, και διαβεβαίωσε ότι ο πληθυσμός που θα παρέμενε θα είχε ευνοϊκή μεταχείριση. Οι προτάσεις αυτές απορρίφθηκαν από τον αυτοκράτορα και ο Μωάμεθ προχώρησε στην τελική επίθεση, η οποία κορυφώθηκε στις 29 Μαΐουτου 1453. Σύμφωνα με τις πηγές του Φραντζή και του Δούκα, αλλά και τους μεταγενέστερους θρύλους, οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη από τη λεγόμενη Κερκόπορτα, που βρισκόταν κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών. Άλλη μια αιματηρή μάχη εκτυλίχθηκε κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού και πιθανόν εκεί σκοτώθηκε ο αυτοκράτορας. Στη συνέχεια επεκράτησε πανικός, καθώς οι Βυζαντινοί υποχωρούσαν προς το κέντρο της πόλης ακολουθούμενοι από τους Τούρκους που τους αποδεκάτιζαν. Οι ανελέητες φρικιαστικές σφαγές και οι λεηλασίες που ακολούθησαν κράτησαν επί τρεις ημέρες μέχρι ο Μωάμεθ να διατάξει επίσημα την παύση των επιχειρήσεων. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Τα κάστρα: Στην κορυφή ενός πρόβουνου του Ταϋγέτου, λίγα χιλιόμετρα ΒΔ της Λακεδαίμονος, όπως ονομαζόταν η Σπάρτη στα βυζαντινά χρόνια, το κάστρο του Μυστρά ή Μυζηθρά ιδρύθηκε το 1249 από τον Φράγκο πρίγκιπα Γουλιέλμο Β΄ Βιλεαρδουίνο. Ο λόφος είναι φύσει οχυρός, γιατί από τα νότια και τα ΝΑ είναι εντελώς απροσπέλαστος, καθώς ο βράχος υψώνεται σχεδόν κάθετα σε δυσθεώρητο ύψος. Όμως, η θέα προς την κοιλάδα του Ευρώτα δεν εμποδίζεται από τίποτε προς το βορρά, την ανατολή και το νότο – η θέση είναι εξαιρετικά καίρια για τον έλεγχο της περιοχής. Το όνομα του Μυστρά θα μπορούσε να προέρχεται από κάποιον γαιοκτήμονα της περιοχής που το επώνυμό του ή το επάγγελμά του ήταν Μυζηθράς. Οι Φράγκοι οικοδόμησαν ένα δυνατό κάστρο για τον αποτελεσματικό έλεγχο της νότιας Πελοποννήσου. Ωστόσο, για να λυθεί η αιχμαλωσία του Γουλιέλμου, μετά τη μάχη της Πελαγονίας το 1259, αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν στους Βυζαντινούς τα κάστρα της Μονεμβασίας, της Μάνης και του Μυστρά το 1262. Στα αμέσως επόμενα χρόνια, η ασφάλεια που παρείχε ο λόφος προκάλεσε τη μετακίνηση των κατοίκων της Λακεδαίμονος και των γύρω οικισμών, την εγκατάστασή τους στην πλαγιά κάτω από το κάστρο και το κτίσιμο των οικιών τους με μαρμάρινο και άλλο οικοδομικό υλικό από τα ερείπια της αρχαίας Σπάρτης και τις παλιές ιδιοκτησίες τους. Παράλληλα, η επισκοπή Λακεδαίμονος μετέφερε εκεί την έδρα της το 1264, ενώ η στρατιωτική «κεφαλή» του Μοριά, ο ενιαύσιος στρατηγός, μόλις το 1289. Ο καθεδρικός ναός, αφιερωμένος στον άγιο Δημήτριο, κτίστηκε μέσα στο τελευταίο τρίτο του 13ου αιώνα, ίσως από τον μητροπολίτη Ευγένιο, και ανακαινίστηκε από τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο, που ήλθε από την Κωνσταντινούπολη. Ιδιαίτερα σημαντικές προσωπικότητες θα πρέπει να ήταν ο Δανιήλ και ο πρωτοσύγκελος Παχώμιος, που ίδρυσαν τα δύο διαδοχικά καθολικά της μονής Βροντοχίου, τους Αγίους Θεοδώρους και το Αφενικό (πριν το 1296 και το 1310). Από το 1308 η «κεφαλή» έπαψε να έχει θητεία ενός χρόνου και έγινε μόνιμη διοίκηση. Το 1348 ο Μυστράς αναδείχθηκε σε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως με πρώτο δεσπότη τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1348-1380), δευτερότοκο γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ҁ΄. Ο Μανουήλ έλαβε ως σύζυγό του την Ισαβέλλα, κόρη του βασιλέα της Μικρής Αρμενίας Γκυ ντε Λουζινιάν, τη γνωστή από τη μυθιστορηματική βιογραφία της, πριγκηπέσα Ιζαμπώ. Ο Μανουήλ γύρω στο 1350 ίδρυσε τη μονή του Ζωοδότου Χριστού, που έχει ταυτιστεί με την σημερινή εκκλησίας της Αγίας Σοφίας, ενώ η Ισαβέλλα φαίνεται ότι την ίδια περίοδο ίδρυσε την μονή της Περιβλέπτου. Tο 1383 την οικογένεια των Καντακουζηνών διαδέχθηκε στη διοίκηση του Μυστρά η οικογένεια των Παλαιολόγων που κατείχε το θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Ο Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος, γιός του αυτοκράτορα Ιωάννη του Ε’, ανέκοψε την αυτονομιστική διάθεση του τελευταίου Καντακουζηνού, του Δημητρίου. Η διοίκησή του στο Μυστρά βασίζονταν πάντα στις λεπτές ισορροπίες μεταξύ εχθρών και φίλων. Από την άλλη πλευρά, οι κάτοικοι της πόλης είχαν υψηλό φρόνημα και αφυπνισμένο αίσθημα εθνικής συνείδησης, προϊόν του μακροχρόνιου πολέμου, αλλά και της αναγκαστικής συμβίωσης με Φράγκους, Βενετούς, Αλβανούς, που είχαν αρχίσει να έρχονται κατά κύματα στην Πελοπόννησο από το 13ο αιώνα, και Εβραίους, που είχαν εγκατασταθεί στην περιφέρεια της πόλης. Οι κάτοικοι αντέδρασαν σθεναρά όταν ο Θεόδωρος αντί χρηματικού ποσού παραχώρησε το Μυστρά στους Ιωαννίτες ιππότες το 1402, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η σύμβαση. Από την άλλη, οι διαμάχες με τους άρχοντες και τον πληθυσμό λόγω της φορολογίας και των λοιπών επιβαρύνσεων ήταν συνεχείς. Το 1423 οι Οθωμανοί λεηλάτησαν την Πελοπόννησο, αλλά το 1429, μετά από επιτυχίες του Θεόδωρου Β’ Παλαιολόγου και του Ιωάννη Η’, του νέου αυτοκράτορα, ιδρύθηκε νέο Δεσποτάτο με έδρα τη Γλαρέντζα και το 1430 ένα τρίτο με έδρα τα Καλάβρυτα. Τότε, την εποχή αυτή του ύστατου θριάμβου, κτίζονται στο Μυστρά η Ευαγγελίστρια και η μονή της Παντάνασσας. Ωστόσο, από τους τρεις αδελφούς Παλαιολόγους, τον Θεόδωρο, τον Κωνσταντίνο και τον Θωμά, που διεκδικούσαν ο καθένας για λογαριασμό του την εξουσία στο Μοριά ή και στην Κωνσταντινούπολη, στο Μυστρά έμεινε ο Κωνσταντίνος μέχρι το 1449, όταν έφυγε για την Πόλη, χωρίς να στεφθεί πραγματικά, για να παραλάβει το θρόνο. Μετά το 1453, οι Οθωμανοί ουσιαστικά έπαιζαν τον πρώτο ρόλο στην Πελοπόννησο και ήταν ζήτημα χρόνου να κυριεύσουν και τους τελευταίους Βυζαντινούς θύλακες. Ο Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε το Μυστρά το 1460 στον Μωάμεθ Β’ μπροστά στην απειλή του πολυάριθμου στρατού του, ενώ ο Θωμάς από την Πάτρα έφυγε για την Ιταλία. Ο Μυστράς ήταν μια μεγάλη πόλη για την εποχή της και υπήρξε η καρδιά της Πελοποννήσου για σχεδόν δύο αιώνες. Στους στενούς δρόμους του περπάτησαν σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, λαϊκοί και κληρικοί, που καθόρισαν όχι μόνον τη μοίρα της πόλης, αλλά ίσως και της Ευρώπης. Η προσωπικότητα του Γεώργιου Πλήθωνα Γεμιστού, φιλόσοφου με υψηλή κρατική θέση, είναι η πιο ονομαστή. Πράγματι, ο Πλήθων ήταν που, με την ευκαιρία της συνόδου για την ένωση των Εκκλησιών, επέδρασε έτσι ώστε να αναζωογονηθεί το ενδιαφέρον για την κλασική παιδεία στη Φλωρεντία. Το 1464, κατά την αποτυχημένη πολιορκία του Μυστρά από τους Βενετούς, ο άρχοντας Σιγισμούνδος Μαλατέστας κατάφερε να εισέλθει στην πόλη και φεύγοντας να πάρει μαζί του μοναδικό λάφυρο το λείψανο του Γεμιστού, που το απέθεσε μαζί με των άλλων σοφών της αυλής του στο Ρίμινι.


Βιβλιογραφία (10)

1. Αβραμέα Α., Η φροντίδα των Βυζαντινών για το φυσικό περιβάλλον των πόλεων, 1990

2. Dark K.R, Houses, streets and shops in Byzantine Constantinople from the fifth to the twelfth centuries, 2004

3. Κιουσοπούλου Τ., Η ύστερη βυζαντινή πόλη, 1997

4. Μουτσόπουλος Ν., Η πρώιμη βυζαντινή και η μεσοβυζαντινή πόλη, 1997

5. Μπούρας Χ., Πολεοδομικά των μεσοβυζαντινών και υστεροβυζαντινών πόλεων, 1998

6. Παπαζώτος Θ., Το αστικό βυζαντινό σπίτι, 1982

7. Τριανταφυλλίδη Ζ., Το σπίτι στον ελληνικό χώρο, Φεβρουάριος 1982

8. Βέροια, ένα αστικό και καλλιτεχνικό κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Υπουργείο Πολιτισμού, Γ.Γ. Λαϊκής Επιμόρφωσης

9. Μυζηθράς, Παιχνίδι σε μια Καστροπολιτεία

10. ‘Η ιστορία όχι μόνο δύο πόλεων’ σε Ψηφίδες του Βυζαντίου


Σχόλια (0)