Πλατείες


Οι πλατείες των σύγχρονων πόλεων, ανοίγματα ανακούφισης ανάμεσα στην πυκνή δόμηση, είναι χώροι αναψυχής, συνάντησης και επικοινωνίας για τους κατοίκους τους. Με την έννοια αυτή, πλατείες δεν φαίνεται να υπήρχαν στο Βυζάντιο. Για την αναψυχή των κατοίκων διαμορφώνονταν άνδηρα με τοξοστοιχίες σε μέρη που εξασφάλιζαν τη θέα προς τη θάλασσα ή την τριγύρω περιοχή πάνω από τα τείχη. Οι πόλεις της Ύστερης Αρχαιότητας, κληρονόμοι της παλαιάς ρωμαϊκής παράδοσης, διέθεταν στο κέντρο τους το forum (τον Φόρο), συγκρότημα κτιρίων δημόσιου χαρακτήρα, με αίθουσες για τα αρχεία της πόλης, το Βουλευτήριο, τα δικαστήρια, τη βιβλιοθήκη, το νομισματοκοπείο και άλλα, συνήθως σε επίπεδο χαμηλότερο από το Καπιτώλιο, όπου ήταν ιδρυμένοι οι ναοί του Δία (Jupiter), της Ήρας (Juno) και της Αθηνάς (Minerva).

Στον Φόρο, όμως, λειτουργούσαν και καταστήματα στις στοές (μονές, διπλές, υπόγειες) που περιέβαλλαν την κεντρική πλατεία, στο μέσον της οποίας δέσποζε συνήθως ένας κίονας με το άγαλμα του αυτοκράτορα στην κορυφή. Σε ορισμένους Φόρους, όπως «του Βοός» στην Κωνσταντινούπολη, γίνονταν ζωοπανηγύρεις, αλλά και εκτελέσεις καταδίκων.
 
Μετά τον 7ο αιώνα οι Φόροι της πρωτεύουσας μετατράπηκαν σε αγορές. Πράγματι, όταν η λειψανδρία και η οικονομική ύφεση δεν επέτρεπαν τη συντήρηση και την ανακατασκευή των παλαιών κτιρίων, οι παλιοί Φόροι και τα δημόσια κτίρια είτε καταπατούνταν από ιδιώτες είτε γέμιζαν από τις πρόχειρες κατασκευές εργαστηρίων, αποθηκών και κακόφημων μαγαζιών ή ερειπώνονταν. Στις νέες πόλεις-κάστρα, που άρχισαν να ιδρύονται σε ψηλώματα μακριά από πεδιάδες και την ακτογραμμή, ως πλατείες λειτουργούσαν πλέον τα ανοίγματα των δρόμων ή ο αδόμητος χώρος γύρω από τους ναούς. Η νομοθεσία, εξάλλου, επέβαλλε την ύπαρξη ελεύθερου χώρου γύρω από κάθε θρησκευτικό ίδρυμα. Η τοιχογραφία στο νάρθηκα του καθολικού της μονής της Βλαχέρνας κοντά στην Άρτα απεικονίζει ακριβώς τη σύνδεση της θρησκευτικής και της εμπορικής ζωής σε μια πλατεία της πρωτεύουσας. Στη λιτανεία της εικόνας της Παναγίας της Οδηγήτριας που τελούνταν κάθε Τρίτη στην Κωνσταντινούπολη, γύρω από την πομπή και τον άνδρα που βάσταζε τη θαυματουργή εικόνα, παριστάνονται μια διακόνισσα να μοιράζει αγίασμα μέσα σε ποτήρια (κωθώνια), ένας Χάζαρος να πουλά χαβιάρι με το ζύγι, ένας έμπορος να πουλά κρασί (ή ζύθο) σε φιάλες (φωκάδια), μια λαχανοπώλισσα να πουλά σκόρδα πίσω από τον πάγκο της και μια οπωροπώλισσα να είναι καθιστή μπροστά στα κοφίνια με τα προϊόντα της. Τέτοιοι αδόμητοι χώροι, αν και δεν είχαν προβλεφθεί εξαρχής για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες λιτανειών και άλλων θρησκευτικών τελετών και πανηγύρεων, γέμιζαν με πλανόδιους μικροπωλητές για την πώληση της κάθε λογής πραμάτειας τους.

Κοινόχρηστοι χώροι και πλατείες μέσα στις πόλεις μαρτυρούνται σπανίως στο μέσο και ύστερο Βυζάντιο. Στον Μυστρά αδόμητος χώρος, κατάλληλος για κάθε είδους συναθροίσεις, βρίσκεται μπροστά στο συγκρότημα των παλατιών των δεσποτών. Σύμφωνα με μεταγενέστερες πηγές, εκεί θα πρέπει να πραγματοποιούνταν η ονομαστή εμποροπανήγυρη της πόλης που συνέπιπτε τους θερινούς μήνες, ίσως με την εορτή του Δεκαπενταύγουστου.
 
Η σπανιότητα πλατειών και εξαρχής σχεδιασμένων ελεύθερων χώρων θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως αποτέλεσμα της σχεδόν άναρχης δόμησης και της στενότητας των βυζαντινών πόλεων, ιδίως των επαρχιακών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των μεσαιωνικών χωριών της Χίου, όπου η πυκνή δόμηση των σπιτιών δεν αφήνει καθόλου ελεύθερους χώρους, παρά μόνο στο κέντρο των οικισμών, δίπλα σε ναούς. Πράγματι, οι ανοιχτοί χώροι γύρω από τους ναούς και τους περιβόλους των μοναστηριών, χώροι πανηγύρεων, αγοραπωλησιών και συναναστροφής, μετατράπηκαν βαθμιαία σε σημεία αναφοράς της κοινωνικής ζωής στις πόλεις. 



Γλωσσάρι (2)

λιτανεία: η περιφορά εικόνων ή και λειψάνων αγίου σε θρησκευτική πομπή με δοξαστικό ή ικετευτικό (προς τον Θεό) περιεχόμενο.
περίβολος: η ευρύχωρη αυλή που περιέκλειε το συγκρότημα της βασιλικής απομονώνοντάς το από τον έξω χώρο.


Πληροφοριακά Κείμενα (2)

Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Τα κάστρα: Στην κορυφή ενός πρόβουνου του Ταϋγέτου, λίγα χιλιόμετρα ΒΔ της Λακεδαίμονος, όπως ονομαζόταν η Σπάρτη στα βυζαντινά χρόνια, το κάστρο του Μυστρά ή Μυζηθρά ιδρύθηκε το 1249 από τον Φράγκο πρίγκιπα Γουλιέλμο Β΄ Βιλεαρδουίνο. Ο λόφος είναι φύσει οχυρός, γιατί από τα νότια και τα ΝΑ είναι εντελώς απροσπέλαστος, καθώς ο βράχος υψώνεται σχεδόν κάθετα σε δυσθεώρητο ύψος. Όμως, η θέα προς την κοιλάδα του Ευρώτα δεν εμποδίζεται από τίποτε προς το βορρά, την ανατολή και το νότο – η θέση είναι εξαιρετικά καίρια για τον έλεγχο της περιοχής. Το όνομα του Μυστρά θα μπορούσε να προέρχεται από κάποιον γαιοκτήμονα της περιοχής που το επώνυμό του ή το επάγγελμά του ήταν Μυζηθράς. Οι Φράγκοι οικοδόμησαν ένα δυνατό κάστρο για τον αποτελεσματικό έλεγχο της νότιας Πελοποννήσου. Ωστόσο, για να λυθεί η αιχμαλωσία του Γουλιέλμου, μετά τη μάχη της Πελαγονίας το 1259, αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν στους Βυζαντινούς τα κάστρα της Μονεμβασίας, της Μάνης και του Μυστρά το 1262. Στα αμέσως επόμενα χρόνια, η ασφάλεια που παρείχε ο λόφος προκάλεσε τη μετακίνηση των κατοίκων της Λακεδαίμονος και των γύρω οικισμών, την εγκατάστασή τους στην πλαγιά κάτω από το κάστρο και το κτίσιμο των οικιών τους με μαρμάρινο και άλλο οικοδομικό υλικό από τα ερείπια της αρχαίας Σπάρτης και τις παλιές ιδιοκτησίες τους. Παράλληλα, η επισκοπή Λακεδαίμονος μετέφερε εκεί την έδρα της το 1264, ενώ η στρατιωτική «κεφαλή» του Μοριά, ο ενιαύσιος στρατηγός, μόλις το 1289. Ο καθεδρικός ναός, αφιερωμένος στον άγιο Δημήτριο, κτίστηκε μέσα στο τελευταίο τρίτο του 13ου αιώνα, ίσως από τον μητροπολίτη Ευγένιο, και ανακαινίστηκε από τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο, που ήλθε από την Κωνσταντινούπολη. Ιδιαίτερα σημαντικές προσωπικότητες θα πρέπει να ήταν ο Δανιήλ και ο πρωτοσύγκελος Παχώμιος, που ίδρυσαν τα δύο διαδοχικά καθολικά της μονής Βροντοχίου, τους Αγίους Θεοδώρους και το Αφενικό (πριν το 1296 και το 1310). Από το 1308 η «κεφαλή» έπαψε να έχει θητεία ενός χρόνου και έγινε μόνιμη διοίκηση. Το 1348 ο Μυστράς αναδείχθηκε σε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως με πρώτο δεσπότη τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1348-1380), δευτερότοκο γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ҁ΄. Ο Μανουήλ έλαβε ως σύζυγό του την Ισαβέλλα, κόρη του βασιλέα της Μικρής Αρμενίας Γκυ ντε Λουζινιάν, τη γνωστή από τη μυθιστορηματική βιογραφία της, πριγκηπέσα Ιζαμπώ. Ο Μανουήλ γύρω στο 1350 ίδρυσε τη μονή του Ζωοδότου Χριστού, που έχει ταυτιστεί με την σημερινή εκκλησίας της Αγίας Σοφίας, ενώ η Ισαβέλλα φαίνεται ότι την ίδια περίοδο ίδρυσε την μονή της Περιβλέπτου. Tο 1383 την οικογένεια των Καντακουζηνών διαδέχθηκε στη διοίκηση του Μυστρά η οικογένεια των Παλαιολόγων που κατείχε το θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Ο Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος, γιός του αυτοκράτορα Ιωάννη του Ε’, ανέκοψε την αυτονομιστική διάθεση του τελευταίου Καντακουζηνού, του Δημητρίου. Η διοίκησή του στο Μυστρά βασίζονταν πάντα στις λεπτές ισορροπίες μεταξύ εχθρών και φίλων. Από την άλλη πλευρά, οι κάτοικοι της πόλης είχαν υψηλό φρόνημα και αφυπνισμένο αίσθημα εθνικής συνείδησης, προϊόν του μακροχρόνιου πολέμου, αλλά και της αναγκαστικής συμβίωσης με Φράγκους, Βενετούς, Αλβανούς, που είχαν αρχίσει να έρχονται κατά κύματα στην Πελοπόννησο από το 13ο αιώνα, και Εβραίους, που είχαν εγκατασταθεί στην περιφέρεια της πόλης. Οι κάτοικοι αντέδρασαν σθεναρά όταν ο Θεόδωρος αντί χρηματικού ποσού παραχώρησε το Μυστρά στους Ιωαννίτες ιππότες το 1402, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η σύμβαση. Από την άλλη, οι διαμάχες με τους άρχοντες και τον πληθυσμό λόγω της φορολογίας και των λοιπών επιβαρύνσεων ήταν συνεχείς. Το 1423 οι Οθωμανοί λεηλάτησαν την Πελοπόννησο, αλλά το 1429, μετά από επιτυχίες του Θεόδωρου Β’ Παλαιολόγου και του Ιωάννη Η’, του νέου αυτοκράτορα, ιδρύθηκε νέο Δεσποτάτο με έδρα τη Γλαρέντζα και το 1430 ένα τρίτο με έδρα τα Καλάβρυτα. Τότε, την εποχή αυτή του ύστατου θριάμβου, κτίζονται στο Μυστρά η Ευαγγελίστρια και η μονή της Παντάνασσας. Ωστόσο, από τους τρεις αδελφούς Παλαιολόγους, τον Θεόδωρο, τον Κωνσταντίνο και τον Θωμά, που διεκδικούσαν ο καθένας για λογαριασμό του την εξουσία στο Μοριά ή και στην Κωνσταντινούπολη, στο Μυστρά έμεινε ο Κωνσταντίνος μέχρι το 1449, όταν έφυγε για την Πόλη, χωρίς να στεφθεί πραγματικά, για να παραλάβει το θρόνο. Μετά το 1453, οι Οθωμανοί ουσιαστικά έπαιζαν τον πρώτο ρόλο στην Πελοπόννησο και ήταν ζήτημα χρόνου να κυριεύσουν και τους τελευταίους Βυζαντινούς θύλακες. Ο Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε το Μυστρά το 1460 στον Μωάμεθ Β’ μπροστά στην απειλή του πολυάριθμου στρατού του, ενώ ο Θωμάς από την Πάτρα έφυγε για την Ιταλία. Ο Μυστράς ήταν μια μεγάλη πόλη για την εποχή της και υπήρξε η καρδιά της Πελοποννήσου για σχεδόν δύο αιώνες. Στους στενούς δρόμους του περπάτησαν σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, λαϊκοί και κληρικοί, που καθόρισαν όχι μόνον τη μοίρα της πόλης, αλλά ίσως και της Ευρώπης. Η προσωπικότητα του Γεώργιου Πλήθωνα Γεμιστού, φιλόσοφου με υψηλή κρατική θέση, είναι η πιο ονομαστή. Πράγματι, ο Πλήθων ήταν που, με την ευκαιρία της συνόδου για την ένωση των Εκκλησιών, επέδρασε έτσι ώστε να αναζωογονηθεί το ενδιαφέρον για την κλασική παιδεία στη Φλωρεντία. Το 1464, κατά την αποτυχημένη πολιορκία του Μυστρά από τους Βενετούς, ο άρχοντας Σιγισμούνδος Μαλατέστας κατάφερε να εισέλθει στην πόλη και φεύγοντας να πάρει μαζί του μοναδικό λάφυρο το λείψανο του Γεμιστού, που το απέθεσε μαζί με των άλλων σοφών της αυλής του στο Ρίμινι.


Βιβλιογραφία (5)

1. Κιουσοπούλου Τ., Η ύστερη βυζαντινή πόλη, 1997

2. Μπούρας Χ., Πολεοδομικά των μεσοβυζαντινών και υστεροβυζαντινών πόλεων, 1998

3. ‘Η ιστορία όχι μόνο δύο πόλεων’ σε Ψηφίδες του Βυζαντίου

4. ‘ Η κοινωνική ζωή στο Βυζάντιο’ σε Ψηφίδες του Βυζαντίου

5. Μπούρας Χ., Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, Β’: Αρχιτεκτονική στο Βυζάντιο, το Ισλάμ και τη Δυτική Ευρώπη κατά το Μεσαίωνα, Αθήνα, 1999


Σχόλια (0)