Ενδυμασία
Convert HTML to PDF

Τα ρούχα που φορούσαν οι Βυζαντινοί τα έχουμε όλοι δει σε εικόνες και τοιχογραφίες αγίων στις  εκκλησίες. Βέβαια, οι περισσότερες από τις σκηνές αυτές  διηγούνται τη ζωή του Χριστού που έζησε πολύ πριν το Βυζάντιο. Όμως, αφενός τις ζωγράφισαν άνθρωποι της Βυζαντινής εποχής (άρα είναι φυσικό να ζωγραφίζουν φορεσιές της εποχής τους) και αφετέρου στα πρώτα βυζαντινά χρόνια οι ενδυμασίες δεν διέφεραν πολύ από αυτές των Ρωμαίων. Βλέπουμε λοιπόν στις εικόνες τους άντρες με χιτώνες, σαν φουστάνια φαρδιά, με μια ζώνη σφιχτά δεμένη στη μέση τους, που φτάνει σε άλλους μέχρι τα γόνατα και σε άλλους μέχρι κάτω στον αστράγαλο. Το μήκος του χιτώνα εξαρτιόταν συχνά από την ασχολία του κάθε ανθρώπου. Έτσι, για παράδειγμα ο άη Γιώργης που είναι πολεμιστής φοράει κοντό χιτώνα κάτω από τον μεταλλικό θώρακά του. Κοντό, μονόχρωμο χιτώνα, δεμένο με ένα σκοινί στη μέση, φοράνε και άλλες φιγούρες στις εικόνες· είναι απλοί άνθρωποι, αγρότες, που κάνουν διάφορες εργασίες και χρειάζονται άνετα ρούχα για να έχουν ελευθερία κινήσεων. Αντίθετα, οι περισσότεροι άγιοι φοράνε, μακρύ χιτώνα (ποδήρη, δηλαδή μέχρι κάτω στα άκρα των ποδιών), όπως φορούσαν οι Βυζαντινοί στις γιορτές ή όσοι ανήκαν σε ανώτερες κοινωνικές τάξεις ή οι κληρικοί.

Χιτώνες φοράνε και οι γυναίκες, αλλά πάντα μακριούς, με επίσης μακριά, φαρδιά μανίκια που καλύπτουν τελείως τα χέρια, μια και την εποχή εκείνη η γυναίκα έπρεπε να κρύβει το σώμα της, αλλιώς θα τη θεωρούσαν «ανήθικη».

Πάνω από τον χιτώνα φοράνε άλλα πρόσθετα κομμάτια ύφασμα που είτε πέφτουν ελεύθερα επάνω τους, όπως είναι ο μανδύας που στηρίζεται στους ώμους και στερεώνεται μπροστά με μια καρφίτσα (πόρπη), είτε είναι σαν μακρύ γιλέκο, είτε σαν παλτό.  Οι γυναίκες ρίχνουν επάνω τους εσάρπες και μακριές μαντήλες που πάντα καλύπτουν και το κεφάλι τους. Πολύ λίγες γυναικείες μορφές είναι είναι με γυμνό κεφάλι («ασκεπείς») και λυτά μαλλιά, όπως είναι η Μαρία η Μαγδαληνή.

Σε κάποιες ανδρικές μορφές μπορεί να δούμε κάτω από τον μανδύα να φοράνε μακριά εσώρουχα, μάλλινα ή βαμβακερά, τα οποία κάλυπταν τα πόδια από τη μέση μέχρι και κάτω από τους αστραγάλους, σαν τις παλιές σκελέες των παππούδων μας. Ειδικά στους αγρότες που ο χιτώνας τους είναι κοντός, αυτά τα εσώρουχα ξεχωρίζουν από κάτω σαν τα δικά μας τα παντελόνια. Σε άλλους βλέπουμε ψηλές κάλτσες, ενώ οι στρατιωτικοί προστάτευαν τις κνήμες τους με περικνημίδες (επενδύτες). Όσοι είχαν το κεφάλι καλυμμένο (όχι πολύ συνηθισμένο αυτό), φορούσαν εφαρμοστά καπέλα, σαν σκουφιά.

Η κατασκευή των ρούχων εκείνη την εποχή ήταν εξαιρετικά δύσκολη και χρονοβόρα. Οι άνθρωποι τα φτιάχνανε τελείως μόνοι τους, ξεκινώντας από το πιο στοιχειώδες, την ίδια την κλωστή, που έπρεπε να την επεξεργαστούν (αν ήταν μπαμπάκι, μαλλί ή μετάξι), να την βάψουν με χρώματα που βρίσκανε στη φύση, και να υφάνουν τα υφάσματα στον αργαλειό. Μετά τα έραβαν στο χέρι με μικρές βελονιές, μια και δεν υπήρχαν τότε μηχανές ραπτικής. Οι φτωχοί λοιπόν που έπρεπε να δουλέψουν σκληρά στα χωράφια ή αλλού δεν είχαν πολύ χρόνο για πολυτέλειες. Έτσι, ύφαιναν –οι γυναίκες πάντα– απλά υφάσματα, χωρίς διακοσμητικά σχέδια, με υλικά που ήταν εύκολο να βρεθούν και δεν κόστιζαν ακριβά. Όμως, οι πλουσιότεροι, αυτοί που είχαν την οικονομική ευχέρεια, φτιάχνανε φορεσιές πιο πλουμιστές, με περίτεχνα διακοσμητικά σχέδια είτε μέσα στην ύφανση είτε τα κεντούσαν μετά με χρυσή και ασημένια κλωστή. Προφανώς δεν έφτιαχναν οι ίδιοι τα ρούχα τους· είχαν εξειδικευμένους τεχνίτες που έκαναν αποκλειστικά αυτή τη δουλειά.

Βέβαια, ο Αυτοκράτορας, τα μέλη της οικογένειάς του και όλοι όσοι ήτανε μαζί του στο παλάτι (οι αυλικοί, δηλαδή αυτοί που ζούσαν στην «αυλή» του), διέθεταν τις πιο εντυπωσιακές ενδυμασίες. Μάλιστα, η χρήση μιας βαφής με βαθύ κόκκινο (ή κάπως βιολετί) χρώμα  που ονομάζεται πορφύρα , και την έβγαζαν από ένα είδος κοχυλιού, πολύ σπάνιου, ήταν προνόμιο μόνο του βασιλιά. Η λέξη Πορφυρογέννητος χρησιμοποιούνταν για να δείξουν ότι κάποιος είναι απόγονος βασιλιάδων και μάλιστα λένε ότι όταν η αυτοκράτειρα ετοιμαζόταν να γεννήσει μεταφερόταν σε ένα ειδικό δωμάτιο του παλατιού που το ονόμαζαν Πορφύρα. Για τον λόγο αυτό, έναν αυτοκράτορα, τον Κωνσταντίνο τον Ζ’ (Ζ’ όπως λέμε νούμερο επτά, μετρώντας στα αρχαία ελληνικά: α’=1, β’=2, γ’=3, δ’=4, ε’=5, στ’=6, ζ’=7) τον έλεγαν και Πορφυρογέννητο.

Γενικά, όσο πιο μεγάλη κοινωνική θέση και χρήματα είχε κάποιος, τόσο πιο ωραίες φορεσιές διέθετε, με αποτέλεσμα η ενδυμασία στο Βυζάντιο να είναι διακριτικό σήμα της καταγωγής, του αξιώματος, της κοινωνικής τάξης, του επαγγέλματος και της ασχολίας του κάθε ανθρώπου.
Τα χρώματα των ρούχων των Βυζαντινών ήταν ζωηρά, γαιώδη, μια και προέρχονταν από φυσικά υλικά, όπως: καφέ, ώχρα (κιτρινωπό – μουσταρδί), πράσινο, σταχτί. Το λευκό συμβόλιζε την αγνότητα, αλλά και τη σεμνότητα, συμβολισμός που έχει διατηρηθεί ως τις μέρες μας με το λευκό που φοράνε οι νύφες. Αντίθετα, το μαύρο ήταν χρώμα της στενοχώριας· το φορούσαν οι γυναίκες και οι άντρες όταν είχαν χάσει δικό τους αγαπημένο άνθρωπο, καθώς και οι κληρικοί και όσοι είχαν επιλέξει τον μοναχικό βίο (καλόγριες, καλόγεροι) επειδή πενθούσαν για τις αμαρτίες του κόσμου, αλλά και επειδή είχαν αφιερωθεί στον Θεό και είχαν απαρνηθεί τις χαρές των κοσμικών (αυτών που ζούσαν μέσα στον κόσμο, σε αντίθεση με αυτούς που είχαν αποτραβηχτεί).

Ο τρόπος που ντύνονταν οι Βυζαντινοί έμεινε ίδιος στο μεγαλύτερο τμήμα της Βυζαντινής περιόδου· υπήρχε ένας συντηρητισμός στο ντύσιμο τους –και όχι μόνο!– , τα σχέδια, το είδος, και  ο τρόπος ραφής δεν άλλαζαν εύκολα. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετοί αιώνες , και μόνο στην τελευταία περίοδο του Βυζαντίου (Υστεροβυζαντινή περίοδο) άρχισαν νέες τάσεις από τη Δύση να υιοθετούνται από τους Βυζαντινούς, όπως καπέλα, ανδρικά σακάκια και πιο εφαρμοστές φορεσιές.


Βιβλιογραφία (6)


Σχόλια (0)

Νέο Σχόλιο