Οχυρωματικά έργα (κάστρα, οχυρά, πύργοι)
Η
τείχιση των πόλεων αποτέλεσε βασικό μέλημα της αυτοκρατορικής διοίκησης, όπως
φαίνεται και από το σχέδιο του Ιουστινιανού να τειχίσει πολλές πόλεις και να
ενισχύσει με οχυρώσεις αρκετά ειδικής σημασίας στρατηγικά σημεία.
Οι
φυσικές καταστροφές και επιδημίες, σε συνδυασμό με την πολιτική και οικονομική
ύφεση που επικράτησε βαθμιαία από τα τέλη του 4ου αιώνα, επέφεραν
σημαντικές αλλαγές στη μορφή των πόλεων, καθώς κάποιες πόλεις εγκαταλείφθηκαν,
άλλες συρρικνώθηκαν σε μέγεθος και πληθυσμό, ενώ νέες πόλεις ιδρύθηκαν σε
δυσπρόσιτες περιοχές με κύριο στόχο την παροχή ασφάλειας στους κατοίκους τους.
Βασικός
στόχος των οχυρώσεων ήταν η απόκρουση των επιθέσεων με τη δημιουργία μεγάλων
εμποδίων, που αναπτύσσονταν το ένα μετά το άλλο για την εξασφάλιση της άμυνας.
Ο αριθμός και το ύψος των τειχών, το σχήμα και η μορφή των πύργων, ο αριθμός
και ο τρόπος φύλαξης των πυλών καθορίζονταν από τη διαμόρφωση του εδάφους, τις
εξελίξεις στην πολεμική τέχνη και τις εκάστοτε οικονομικές και οικοδομικές
δυνατότητες.
Τα
τείχη αποτελούνταν κατά κανόνα από πύργους, που είχαν δύο ή περισσότερα επίπεδα,
από την κορυφή των οποίων οι αμυνόμενοι επιτίθονταν στον εχθρό, και από μεταπύργια,
ψηλούς τοίχους με αρκετό πάχος για να αντέχουν τις επιθέσεις. Μπροστά από τα
τείχη των πόλεων που βρίσκονταν σε πεδινά εδάφη κτιζόταν ένα χαμηλότερο τείχος,
με πύργους κατά διαστήματα, και μπροστά του υπήρχε η τάφρος, που γέμιζε
με νερό και λειτουργούσε ως μια πρώτη γραμμή ανάσχεσης του εχθρού.
Στο
ψηλότερο σημείο του οικισμού βρισκόταν η ακρόπολη, που, έχοντας ιδιαίτερο
τείχος για αμυντική αυτονομία, αποτελούσε το τελικό καταφύγιο των αμυνομένων
και φιλοξενούσε την έδρα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και της στρατιωτικής
διοίκησης. Ήδη από τα χρόνια του Ιουστινιανού ένα ενδιάμεσο τείχος χώριζε την
πόλη στα δύο, εξασφαλίζοντας έτσι μια επιπλέον γραμμή άμυνας. Οι πύλες, που
άνοιγαν με την ανατολή του ήλιου και έκλειναν με τη δύση του, ιδρύονταν στα πιο ευπαθή σημεία της οχύρωσης,
γι’ αυτό ήταν λίγες σε αριθμό.
Εξαιρετικό
αμυντικό έργο αποτελεί η τείχιση της Κωνσταντινούπολης, που αποτέλεσε το πρότυπο για
την οχύρωση των βυζαντινών πόλεων. Ενδεικτικό είναι ότι το τείχος της άντεξε
για περισσότερο από χίλια χρόνια στην πολιορκία των Οθωμανών.
Τέλος,
τα φρούρια και οι πύργοι ήταν οχυρωματικά έργα που, όπως οι πόλεις-κάστρα,
ακολουθούσαν τη λογική των διαδοχικών γραμμών άμυνας. Σκοπός τους ήταν ο έλεγχος
στρατηγικών θέσεων και περασμάτων, η άμυνα των ευρύτερων γεωγραφικών περιοχών,
αλλά και η αποθήκευση της αγροτικής παραγωγής, η παροχή στέγης στον τοπικό
άρχοντα και η παροχή καταφυγίου για τους κατοίκους σε περιόδους κινδύνου.
Γλωσσάρι (1)
τάφρος:
βαθύ χαντάκι που περιέβαλλε παλαιότερα κάστρα, οχυρά ή πόλεις με σκοπό την αποτροπή εισβολών.
Πληροφοριακά Κείμενα (2)
Ιουστινιανός Α' (περ. 482-565):
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (527-565). Διαδέχθηκε στον θρόνο τον θείο του Ιουστίνο Α΄. Από τις πρώτες ενέργειες του Ιουστινιανού ήταν η αναδιοργάνωση του φορολογικού συστήματος, ενώ συγκέντρωσε και επανακωδικοποίησε τους νόμους του Θεοδοσίου. Αναμείχθηκε προσωπικά και σε θρησκευτικές διαμάχες και συγκάλεσε την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (553). Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ως ορθόδοξο αυτοκράτορα και έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών. Πολλές από τις ενέργειές του, κυρίως σε πολιτικό και φορολογικό επίπεδο, προκάλεσαν την έντονη δυσαρέσκεια συγκλητικών και φατριών και οδήγησαν στη Στάση του Νίκα. Ανέπτυξε έντονη οικοδομική δραστηριότητα, χτίζοντας μόνο στην Κωνσταντινούπολη 30 εκκλησίες, ανάμεσα τους και την περίφημη εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική, αντιμετώπισε με επιτυχία τους Πέρσες και τους Βάνδαλους στην Ανατολή και επικεντρώθηκε στην ανάκτηση της Δύσης. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε προσωρινά εξαντλώντας όμως την αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα οι βάρβαροι της Βαλκανικής να λεηλατήσουν την ελληνική χερσόνησο μέχρι τον Ισθμό και βαρβαρικοί πληθυσμοί να εγκατασταθούν στα σύνορα. Οι πολεμικές του δραστηριότητες ωστόσο εξάντλησαν το Βυζάντιο σε χρήμα και στρατό και εν τέλει δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα, καθώς η Ιταλία όπως και οι άλλες περιοχές που είχε κατακτήσει σύντομα χάθηκαν ξανά. Έτσι, μετά τον θάνατό του, η αυτοκρατορία, αποδυναμωμένη, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις, με αποκορύφωμα τις αραβικές κατακτήσεις, που θα αναιρέσουν το μεγαλύτερο μέρος των εξωτερικών επιτευγμάτων του Ιουστινιανού.
Γενικές πληροφορίες:
Η
Κωνσταντινούπολη, η βασιλεύουσα πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καταλάμβανε
την τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του
Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά. Η πόλη κτίστηκε στη θέση μιας αποικίας
των Μεγαρέων, που είχε πάρει το όνομα του ιδρυτή της, του Βύζαντα. Ο Μέγας
Κωνσταντίνος αναγνώρισε τη στρατηγική θέση της περιοχής που δέσποζε στο Βόσπορο
και ήλεγχε τον εμπορικό δρόμο μεταξύ Αιγαίου πελάγους και Εύξεινου Πόντου. Η
πόλη προστατευόταν από τις τρεις πλευρές της από τη θάλασσα, ενώ τα ισχυρά
ρεύματα του Βοσπόρου καθιστούσαν την προσέγγιση ιδιαίτερα δύσκολη. Ο
Κωνσταντίνος τέλεσε όλες τις απαραίτητες ειδωλολατρικές ιερουργίες για τη
θεμελίωση και την οριοθέτηση της νέας πρωτεύουσας από το 324 έως το 326. Τα
επίσημα εγκαίνια τελέστηκαν με λαμπρότητα στις 11 Μαΐου του 330, ταυτόχρονα με
τον εορτασμό της 25ης επετείου της βασιλείας του και έκτοτε τα εγκαίνια της
πόλης γιορτάζονταν πάντα με επισημότητα.
Ύστερη ΑρχαιότηταΟ Κωνσταντίνος επεδίωξε να δημιουργήσει μια νέα πρωτεύουσα ισάξια της Ρώμης σε
λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Ελάχιστα είναι τα κτίσματα της κωνσταντίνειας
περιόδου που έχουν διασωθεί, αλλά οι μαρτυρίες των πηγών τονίζουν ότι ήταν μια
πόλη αυτοκρατορική που είχε όλα τα εχέγγυα για την ευημερίας της, ήταν
προστατευμένη με τείχη, κοσμημένη με μεγαλόπρεπα μνημεία και έργα τέχνης από
όλες τις πόλεις και τις επαρχίες της αυτοκρατορίας και διέθετε μεγάλα δημόσια
κτίρια, σύγκλητο, ιππόδρομο θέατρα, θέρμες και λουτρά, ναούς. Η αυτοκρατορική
εξουσία στεγαζόταν στο Ιερό Παλάτιο, που διατηρήθηκε ως έδρα των βυζαντινών
ηγεμόνων μέχρι και τον 12ο αιώνα. Με κύριο άξονα το μεγάλο αυτό συγκρότημα, το
οποίο συμπληρωνόταν σε κάθε εποχή με νέα κτίσματα, η Κωνσταντινούπολη ήταν η
κεφαλή του κράτους και συγκέντρωνε την αφρόκρεμα του πολιτικού, εκκλησιαστικού
και πνευματικού βίου της αυτοκρατορίας.
Η Κωνσταντινούπολη δεν ιδρύθηκε ως χριστιανική πρωτεύουσα. Τα ολιγάριθμα
χριστιανικά οικοδομήματα που ανεγέρθηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του
Κωνσταντίνου ήταν λιγότερα από τα ιερά της ελληνορωμαϊκής λατρείας. Οι τρεις
αρχαίοι ναοί της Αρτέμιδος-Σελήνης, του Απόλλωνα και της Αφροδίτης, στην
ακρόπολη του Βυζαντίου, εξακολούθησαν να δέχονται πιστούς, ενώ συγχρόνως
ιδρύθηκαν και άλλοι, γεγονός που σήμαινε ότι η παλαιά θρησκεία είχε ακόμη
οπαδούς. Άλλωστε, το διάταγμα των Μεδιολάνων δεν επέβαλε τον Χριστιανισμό,
απλώς τον νομιμοποίησε. Ωστόσο, η νέα θρησκεία, που αναμφισβήτητα ευνοήθηκε με
αυτοκρατορικές χορηγίες, διαδόθηκε πολύ γρήγορα, και η Εκκλησία έγινε ισχυρός
θεσμός του κράτους.
Το χερσαίο τείχος της εποχής του Κωνσταντίνου, από προστατευτικό όριο γρήγορα
έγινε εμπόδιο στην ανάπτυξη της πόλης, που γρήγορα συγκέντρωνε νέους κατοίκους
που κατέφταναν από όλη την αυτοκρατορία με τις οικογένειές τους. Οι πηγές
αναφέρουν ότι μέσα σε μισόν αιώνα περίπου δεν υπήρχε σημείο στην πόλη που να
μην είχε καταληφθεί από κτίσματα, πλούσια σπίτια ή παραπήγματα. Η κατάσταση
ήταν ανυπόφορη, και για έναν άλλον λόγο: δεν είχαν προβλεφθεί εξαρχής αρκετές
δεξαμενές νερού, υπόγειες ή επίγειες, για την εξασφάλιση των κατοίκων και της
φρουράς της πόλης σε καιρό πολιορκίας. Ο Θεοδόσιος ο Β’, δύο μόλις χρόνια μετά
την κυρίευση της Ρώμης από τους Βησιγότθους του Αλάριχου το 410, πραγματοποίησε
την επέκταση του δυτικού ορίου της πόλης κτίζοντας νέα τείχη, που διπλασίασαν
σχεδόν την έκτασή της (412-413) και κινστέρνες μεταξύ του κωνσταντίνειου και
του νέου τείχους. Το χερσαίο τείχος περιλάμβανε τάφρο, προτείχισμα, και κύρια
γραμμή τειχών με μεσοπύργια και ψηλούς ορθογώνιους και οκτάπλευρους πύργους, ενώ
το θαλάσσιο δεν διέθετε προτείχισμα και τάφρο. Τα θεοδοσιανά τείχη αποτέλεσαν
την γραμμή άμυνας της Κωνσταντινούπολης μέχρι το τέλος της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας.
Ο πολεοδομικός ιστός της Κωνσταντινούπολης περιελάμβανε πολλά στοιχεία που
θύμιζαν τη Ρώμη και το άμεσο ρωμαϊκό παρελθόν. Ο κύριος δρόμος της πόλης ήταν η
γνωστή Μέση, οδική αρτηρία της πόλης
που συνέδεε τη Χρυσή πύλη των τειχών με το συγκρότημα των ανακτόρων. Ήταν ένας
πλατύς δρόμος πλαισιωμένος με στοές, όπου στεγάζονταν καταστήματα ενδυμάτων και
επίπλων, εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας, κ.α. Ο Κωνσταντίνος ίδρυσε πάνω στη Μέση τον Φόρο (forum) που πήρε το όνομά του, μια κυκλική ή ελλειψοειδή
πλατεία με κίονα στη μέση από πορφυρίτη λίθο και άγαλμα του ίδιου στην κορυφή
με τα χαρακτηριστικά του Απόλλωνα ή του Ήλιου. Στην πλατεία αυτή βρισκόταν το
κτίριο της Συγκλήτου, ο παλαιός ναός της θεάς Ρέας και ο ναός της Τύχης της
Κωνσταντινούπολης. Ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος ίδρυσαν δυτικότερα πάνω στη Μέση δύο ακόμη Φόρους, που πήραν τα ονόματά τους. Ο Φόρος του Θεοδοσίου, μάλιστα, λέγεται ότι μιμούνταν τον Φόρο του Τραϊανού στη Ρώμη.
Στον 6ον αιώνα, επί Ιουστινιανού, η Κωνσταντινούπολη γνώρισε στιγμές αναταραχής
και αγωνίας και ταυτόχρονα κοσμήθηκε με λαμπρά μνημεία. Κατά την καταστολή της
στάσης του Νίκα, το 532, τα αυτοκρατορικά στρατεύματα σφαγίασαν περίπου τριάντα
χιλιάδες άτομα στον Ιππόδρομο, ενώ προκλήθηκαν μεγάλες καταστροφές στην πόλη
από πυρκαγιά που κατέκαυσε τον παλαιό ναό της Αγίας Σοφίας. Αυτό το
καταστροφικό γεγονός έδωσε τη δυνατότητα στον Ιουστινιανό να εκπονήσει ένα
πρόγραμμα εξωραϊσμού της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με το οποίο οικοδομήθηκαν
λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια, και τη λεγόμενη
Βασιλική Κινστέρνα, μια υπόγεια δεξαμενή με κτιστούς θόλους που στηρίζονταν
πάνω σε κίονες που έφεραν ποικίλα κιονόκρανα, από παλαιότερα κτίρια της πόλης
σε δεύτερη χρήση. Το σημαντικότερο ίσως μνημείο που κατασκευάστηκε τον 6ο αιώνα
ήταν ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Οι δύσκολοι αιώνεςΗ Κωνσταντινούπολη εισήλθε σε κρίσιμη περίοδο κατά τον 7ο αιώνα, που
επιδεινώθηκε από πολιορκίες, σεισμούς, επιδημίες και εσωτερικές συγκρούσεις. Το
626, επί βασιλείας του αυτοκράτορα Ηράκλειου, οι Άβαροι την πολιόρκησαν, αλλά
δεν κατάφεραν να την καταλάβουν, ενώ δύο επιθέσεις των Αράβων το 674 και το
717-718 είχαν την ίδια τύχη. Στην ήδη αποδυναμωμένη πόλη ενέσκηψε ο μεγάλος
σεισμός του 740 και η επιδημία πανώλης του 747, που αποδεκάτισαν τους εναπομείναντες
κατοίκους. Έχει υπολογιστεί ότι κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας ο πληθυσμός
ανερχόταν σε λίγες δεκάδες χιλιάδες, ενώ από τα τέσσερα λιμάνια της
λειτουργούσε μόνο το ένα. Κατά τη διάρκεια του 8ου και μέχρι
τα μέσα του 9ου αιώνα παρατηρήθηκε πολύ μικρή οικοδομική δραστηριότητα, η οποία
επικεντρώθηκε σε οχυρωματικά έργα που στόχευαν στην προστασία της πόλης από
εξωτερικούς εχθρούς.
Οι Μέσοι και Ύστεροι Βυζαντινοί χρόνοιΗ πορεία ανάκαμψης της αυτοκρατορίας ξεκίνησε από τα μέσα του 9ου αιώνα, οπότε
και παρατηρήθηκε αύξηση του πληθυσμού. Μέχρι τον 11ο αιώνα οι κάτοικοι της
Κωνσταντινούπολης είχαν αυξηθεί τόσο, ώστε να θεωρείται η πολυπληθέστερη πόλη
του χριστιανικού κόσμου της εποχής. Αν και η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν
Ελληνόφωνη, εντούτοις υπήρχαν Αρμένιοι και Ρώσοι, ενώ αρκετά μεγάλη ήταν η
Εβραϊκή κοινότητα. Χαρακτηριστικό της ανάπτυξης της πόλης αποτελούσε και η
παρουσία Ιταλών εμπόρων από τη Βενετία, τη Γένοβα και την Πίζα, αλλά και η
ύπαρξη μικρής Αραβικής κοινότητας με εμπορικές κυρίως δραστηριότητες. Στον
πληθυσμό της πόλης θα πρέπει να προσμετρηθούν και οι μισθοφόροι του στρατού από
τη δυτική Ευρώπη, αλλά και από τη Σκανδιναβία, οι οποίοι μάλιστα αποτελούσαν
την προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα.
Ο πλούτος της Κωνσταντινούπολης αποτυπωνόταν στα κτίριά της, δημόσια, ιδιωτικά
και εκκλησιαστικά. Κατά την περίοδο αυτή ιδρύθηκαν πολλά μοναστήρια από την
αυτοκρατορική οικογένεια και την ανώτερη τάξη, τα οποία συχνά διατηρούσαν υπό
την επίβλεψή τους ευαγή ιδρύματα, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία ή
και απλά σχολεία. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος ενδιαφέρθηκε προσωπικά για την
ανέγερση κτισμάτων στο Ιερό Παλάτιο και ενός νέου παλατιού στον Βρύα, στην
ασιατική ακτή της πρωτεύουσας, ενώ ο Βασίλειος ο Α’ χρηματοδότησε την ανέγερση
ή την ανακαίνιση εικοσιπέντε ναών στην Κωνσταντινούπολη, ενώ χορήγησε οκτώ
ναούς μέσα στα όρια του Ιερού Παλατίου. Η περίοδος του 9ου και του 10ου αιώνα
έχει χαρακτηριστεί ως περίοδος αναγέννησης, εξαιτίας της ακμής ενός σημαντικού
κύκλου λογίων και της κρατικής μέριμνας για την ανώτερη εκπαίδευση στην
πρωτεύουσα. Κεντρικό σημείο υπήρξε το ενδιαφέρον για τη μελέτη του έργου
συγγραφέων της Αρχαιότητας που θεωρούνταν θεμελιώδες για το εκπαιδευτικό
πρόγραμμα της ανώτερης τάξης της Κωνσταντινούπολης. Η περίοδος ακμής συνεχίστηκε
μέχρι και τα μέσα του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν να υπάρχουν οικονομικά
προβλήματα ιδίως εξαιτίας της κατασπατάλησης του πλούτου από τους διαδόχους του
Βασιλείου Β’. Η ήττα στο Μαντζικέρτ στην ανατολική Μικρά Ασία από τις δυνάμεις
των Σελτζούκων Τούρκων και η οριστική απώλεια της Βάριδος (του σημερινού Μπάρι)
στην Ιταλία από τους Νορμανδούς του Ροβέρτου Γισκάρδου το 1071 προκάλεσαν
μεγάλες απώλειες και τεράστια απογοήτευση.
Κατά την Α’ σταυροφορία οι «στρατιώτες του Θεού» από τη δυτική Ευρώπη έφτασαν
μπροστά στα τείχη της Πόλης χωρίς εχθρικές διαθέσεις· η Κωνσταντινούπολη ήταν
ένας ενδιάμεσος σταθμός στην πορεία τους προς τους Αγίους Τόπους. Αν και
δημιουργήθηκαν μικρές αναταραχές και επεισόδια οι σταυροφόροι διαπεράστηκαν
στην απέναντι πλευρά του Βοσπόρου και συνέχισαν την πορεία τους.
Τα γεγονότα όμως ήταν πολύ διαφορετικά κατά την Δ’ σταυροφορία. Στο τέλος του
12ου αιώνα, μετά το θάνατο του Μανουήλ Κομνηνού η Κωνσταντινούπολη διήνυσε μία
περίοδο αστάθειας: έξι αυτοκράτορες αναρρήθηκαν στον θρόνο και εκθρονίστηκαν
στο διάστημα από το 1180 ως το 1204. Οι Φράγκοι έφθασαν μπροστά στα τείχη της
πόλης τον Ιούνιο του 1203 και την κατέλαβαν οριστικά τον Απρίλιο του 1204, ενώ
ο αυτοκράτορας Αλέξιος Ε’ είχε ήδη τραπεί σε φυγή, εγκαταλείποντάς την στις
άγριες διαθέσεις των σταυροφόρων. Η λεηλασία που ακολούθησε ήταν πραγματικά
φρικτή: ναοί, ανάκτορα και μνημεία πυρπολήθηκαν και απογυμνώθηκαν από τα
πολύτιμα αφιερώματά τους, καταστήματα δηώθηκαν, θησαυροφυλάκια διηρπάγησαν,
λείψανα και πολύτιμα σκεύη κλάπηκαν και φυγαδεύτηκαν, βιβλιοθήκες κάηκαν ή
διαμελίστηκαν, ιερείς και αρχιερείς εκδιώχθηκαν, κάτοικοι σφαγιάστηκαν ή
αιχμαλωτίστηκαν για να πουληθούν ως δούλοι. Επί μέρες η Πόλη ζούσε έναν
πραγματικό εφιάλτη.
Μετά την κατασίγαση του ολέθρου, η διοίκηση της Κωνσταντινούπολης μοιράστηκε
ανάμεσα στον Βαλδουίνο της Φλάνδρας και τους Βενετούς. Ο Βαλδουίνος, που
στέφθηκε αυτοκράτορας, πήρε το μεγαλύτερο τμήμα της Πόλης που
περιελάμβανε τα ανάκτορα των Βλαχερνών και του Βουκολέοντος, και οι Βενετοί την
Αγία Σοφία και μια μεγάλη εμπορική συνοικία, ενώ ταυτόχρονα εξασφάλισαν τον
αποκλεισμό των Γενοβέζων και των Πιζάνων από το εμπόριο της αυτοκρατορίας.
Η Κωνσταντινούπολη ανακαταλήφθηκε
το 1261από τον Μιχαήλ Η’
Παλαιολόγο, που εκμεταλλεύτηκε τις περιστάσεις και την έλλειψη φύλαξης των
τειχών. Ο Μιχαήλ προσπάθησε να ανοικοδομήσει τα περισσότερα μνημεία που είχαν
καταστραφεί και τα τείχη, και ταυτόχρονα επιχείρησε την αναδιοργάνωση της
διοίκησης της πόλης, αλλά και της αυτοκρατορίας. Παρά τις προσπάθειές του,
όμως, δεν μπόρεσε να ξαναδώσει στην Κωνσταντινούπολη την αίγλη, τη λάμψη και τη
δύναμη του παρελθόντος.
Στερημένη ουσιαστικά από στρατό και στόλο η αυτοκρατορία δεν ήταν σε θέση να
αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την οθωμανική απειλή. Η προέλαση του Οθωμανικού
στρατού στα εδάφη της αυτοκρατορίας ήταν ταχύτατη και οδήγησε σε απώλεια πολλών
περιοχών της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων κατά το 14ο αιώνα. Ήδη από το 1372
η διασπασμένη αυτοκρατορία ήταν υποτελής του σουλτάνου, οι βυζαντινοί
αυτοκράτορες ήταν αναγκασμένοι να εκστρατεύουν μαζί του και η Κωνσταντινούπολη
βρισκόταν ουσιαστικά σε κατάσταση πολιορκίας. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ
Παλαιολόγος, αφού εγκατέστησε την οικογένειά του στο Μυστρά, ξεκίνησε ένα
μεγάλο ταξίδι το 1399 ως το Παρίσι και το Λονδίνο, με σκοπό την εξασφάλιση
συμμαχιών εναντίον των Οθωμανών. Η ήττα των Οθωμανών το 1402 από τους Μογγόλους
του Ταμερλάνου στη μάχη της Άγκυρας έδωσε μια ανάσα στους Βυζαντινούς και την
ευκαιρία στην Κωνσταντινούπολη να αναδιοργανωθούν μετά την πολυετή πολιορκία.
Επικράτησε μια περίοδος σχετικής ηρεμίας που διήρκεσε μέχρι την επανάληψη της
πολιορκίας της Πόλης το 1422 από τον Μουράτ τον Β’. Το εγχείρημά του όμως
οδηγήθηκε σε αποτυχία, αφού ο αποκλεισμός από τη θάλασσα κατέστη αδύνατος
εξαιτίας της αλυσίδας που έφραζε τον Κεράτιο, αλλά και εξαιτίας της αντοχής των
τειχών της.
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης έγινε τελικά από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’, ο οποίος
για το σκοπό αυτό οικοδόμησε στις ευρωπαϊκές ακτές των στενών του Βοσπόρου ένα
φρούριο, ώστε να αποκόψει την πρωτεύουσα από τα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου και
τη δυνατότητα να προμηθεύεται σιτηρά από τις περιοχές αυτές. Παράλληλα, για να
εξασφαλίσει ότι η Κωνσταντινούπολη δε θα είχε βοήθεια από τις περιοχές της
ελληνικής επικράτειας που ήταν ακόμα ελεύθερες, επιτέθηκε στο Δεσποτάτο του
Μορέως στην Πελοπόννησο. Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης κράτησε περίπου δύο
μήνες, αφού πρώτα μεταφέρθηκαν στην περιοχή κανόνια από την Αδριανούπολη και
τακτικός στρατός που υπολογίζεται γύρω στις 150.000. Ο στρατός παρατάχθηκε κατά
μήκος των χερσαίων τειχών και η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης άρχισε επίσημα
στις 7 Απριλίου του 1453. Αρχικά η άμυνα της Πόλης διεξαγόταν με επιτυχία, παρά
το συνεχή βομβαρδισμό των τειχών. Ο σουλτάνος κατάλαβε ότι, όσο ο Κεράτιος
έμενε στα χέρια των Βυζαντινών, η Κωνσταντινούπολη δε θα ήταν δυνατόν να
κατακτηθεί. Για τον λόγο αυτό κατασκεύασε σε πολύ μικρό διάστημα δίολκο, μέσω
της οποίας έσυρε πλοία από τον Βόσπορο στον Κεράτιο. Η πολιορκία συνεχίστηκε με
επιθέσεις που αποκρούονταν μέχρι την 21η Μαΐου, οπότε ο Μωάμεθ έστειλε πρεσβεία
στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ’ και ζήτησε την παράδοση της Πόλης, με την
υπόσχεση ότι θα επέτρεπε σε αυτόν αλλά και σε όλους όσους επιθυμούσαν να
φύγουν, να εγκαταλείψουν την πόλη με τα υπάρχοντά τους, και διαβεβαίωσε ότι ο
πληθυσμός που θα παρέμενε θα είχε ευνοϊκή μεταχείριση. Οι προτάσεις αυτές
απορρίφθηκαν από τον αυτοκράτορα και ο Μωάμεθ προχώρησε στην τελική επίθεση, η
οποία κορυφώθηκε στις 29 Μαΐουτου 1453. Σύμφωνα με τις πηγές του Φραντζή και
του Δούκα, αλλά και τους μεταγενέστερους θρύλους, οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη
από τη λεγόμενη Κερκόπορτα, που βρισκόταν κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών. Άλλη
μια αιματηρή μάχη εκτυλίχθηκε κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού και πιθανόν
εκεί σκοτώθηκε ο αυτοκράτορας. Στη συνέχεια επεκράτησε πανικός, καθώς οι
Βυζαντινοί υποχωρούσαν προς το κέντρο της πόλης ακολουθούμενοι από τους
Τούρκους που τους αποδεκάτιζαν. Οι ανελέητες φρικιαστικές σφαγές και οι
λεηλασίες που ακολούθησαν κράτησαν επί τρεις ημέρες μέχρι ο Μωάμεθ να διατάξει
επίσημα την παύση των επιχειρήσεων.
Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως
παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι
εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά
και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη
Δύση.
Βιβλιογραφία (7)
1. Δοκίμιο για την οχυρωτική στο Βυζάντιο. Ο Βορειοελλαδικός χώρος, 4ος – 15ος αιώνας, ΥΠΠΟ, 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Θεσσαλονίκη, 2001
2. Κόλλιας Τ., Απ’ των κάστρων τις χρυσόπορτες, Καλειδοσκόπιο, Αθήνα, 1998
3. Κόλλιας Τ., Τεχνολογία και Πόλεμος στο Βυζάντιο, 2005
4. ‘Βυζαντινών Πολεμικά’ σε Ψηφίδες του Βυζαντίου
5. Μυζηθράς, Παιχνίδι σε μια Καστροπολιτεία
6. Τσιλιπάκου Α, Σέρβια. Μια βυζαντινή καστροπολιτεία, Υπουργείο Πολιτισμού, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα, 2002
7. Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Μυστράς, Υπουργείο Πολιτισμού, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα, 2001
Σχόλια (0)