Όπλα


O τομέας του πολέμου στο Βυζάντιο γνώρισε συνεχείς εξελίξεις στην επινόηση νέων όπλων και στη βελτίωση των υπαρχόντων, αποτέλεσμα της προσπάθειας υπερίσχυσης έναντι του αντιπάλου και αντιμετώπισης των επιθετικών του διαθέσεων.
 
Ο ατομικός οπλισμός των πολεμιστών ποίκιλε ανάλογα με την εποχή, το είδος και τη σημασία της στρατιωτικής τους μονάδας. Υπήρχαν μάλιστα ειδικά κρατικά εργαστήρια για την κατασκευή των όπλων, τα αρμαμέντα, ενώ η οπλοφορία και το εμπόριο όπλων από ιδιώτες απαγορευόταν αυστηρά.
 
Τα βυζαντινά όπλα χωρίζονται σε αμυντικά και επιθετικά. Στον αμυντικό εξοπλισμό ανήκει η πανοπλία που περιλάμβανε το σιδερένιο κράνος, τον σιδερένιο, αλυσιδωτό ή φολιδωτό θώρακα που προφύλασσε τον κορμό, τα ειδικά προστατευτικά των χεριών και των ποδιών, και τις ασπίδες, σε διάφορα σχήματα και μεγέθη. Επειδή μια τέτοια πανοπλία ήταν ακριβή, πολλοί στρατιώτες κατέφευγαν σε απλούστερες λύσεις, όπως υφασμάτινα κράνη και ενδύματα από δέρματα ή σκληρά υφάσματα.
 
Τα επιθετικά όπλα διακρίνονται στα αγχέμαχα, για μάχες σώμα με σώμα, και στα εκηβόλα που χτυπούν τον εχθρό από μεγάλη απόσταση. Στα πρώτα ανήκει το ξίφος, το κατ’ εξοχήν επιθετικό όπλο των Βυζαντινών, η λόγχη, από τα σημαντικότερα όπλα των μονάδων του πεζικού, το ρόπαλο, που το χρησιμοποιούσε το βαριά οπλισμένο ιππικό, και το τσεκούρι.

Το τόξο ήταν το σπουδαιότερο εκηβόλο όπλο. Κατά τη διάρκεια μάλιστα των ναυμαχιών και των πολιορκιών δεν ήταν σπάνια η χρήση πυρφόρων βελών. Ένα τόξο μικρότερου μεγέθους ήταν το σωληνάριον, που εκτόξευε μικρά βέλη, τις μύιες, ενώ ένα ιδιαίτερα φονικό όπλο ήταν η τζάγγρα, ένα κοντό και πολύ ισχυρό τόξο, επειδή τα βέλη της διαπερνούσαν τη θωράκιση του αντιπάλου.

Μία άλλη σημαντική κατηγορία όπλων ήταν τα τειχομαχικά, όσα δηλαδή χρησιμοποιούνταν στις πολιορκίες κάστρων. Στις πολιορκητικές μηχανές των πολιορκητών, εκτός από τις σκάλες και τις ξύλινες γέφυρες, ανήκει ο κριός, με τον οποίο γκρέμιζαν ευπαθή τμήματα των τειχών, το πετροβόλον, που εκσφενδόνιζε μεγάλες πέτρες, οι ελεπόλεις, ξύλινοι τροχοφόροι πύργοι, και η χελώνη, με την οποία οι στρατιώτες πλησίαζαν τα τείχη, έπλητταν τη λιθοδομή τους ή έσκαβαν το έδαφος δημιουργώντας σήραγγες.
 
Όσον αφορά το ναυτικό, τα βυζαντινά πλοία ήταν εξοπλισμένα με «ξυλόκαστρα», απ’ όπου οι πολεμιστές μπορούσαν να εκσφενδονίζουν βλήματα εναντίον των εχθρικών πλοίων, και με εκτοξευτικές μηχανές για τη ρίψη δοχείων με υγρό πυρ. Κατά τη ναυμαχία χρησιμοποιούσαν επίσης χειροσίφωνες, μικρά δηλαδή φορητά φλογοβόλα, και τοξοβαλλίστρες, που εκτόξευαν μικρά βέλη. Τέλος, στην περιφέρεια των πλοίων, ασπίδες και δέρματα εμποτισμένα με νερό προστάτευαν τους πολεμιστές και τα σκάφη από τις εχθρικές εμπρηστικές ύλες.


Γλωσσάρι (2)

Φολιδωτός: καλυμμένος με μικρές μεταλλικές πλάκες (ελάσματα), οι οποίες βρίσκονται ή μία κοντά στην άλλη, έτσι ώστε να αποτελούν ενιαίο σώμα, δίνοντας την οπτική αίσθηση δέρματος ερπετού.
πυρφόρος: αυτός που φέρει φωτιά ή αυτός που μεταδίδει, προκαλεί φωτιά.


Πληροφοριακά Κείμενα (1)

Υγρόν πυρ: Το βασικό όπλο, στο οποίο σύμφωνα με τις πηγές οφειλόταν η υπεροχή του βυζαντινού πολεμικού ναυτικού, ήταν αναμφίβολα το υγρό πυρ, «πυρ θαλάσσιον», «Μηδικόν πυρ» ή «σκευαστόν πυρ», όπως αλλιώς ονομαζόταν, που αποτελούσε την πιο τελειοποιημένη έκδοση των μέχρι τότε γνωστών εμπρηστικών υλών για πολεμικούς σκοπούς. Από την Αρχαιότητα ήδη είχαν χρησιμοποιηθεί υγρές εύφλεκτες ύλες που εκτοξεύονταν κατά του εχθρού με τη μορφή είτε φλεγόμενων βελών είτε εύφλεκτων υλών μέσα σε δοχεία. Το στοιχείο που έκανε το υγρό πυρ να ξεχωρίζει ήταν το γεγονός ότι δεν έσβηνε όταν ερχόταν σε επαφή με το νερό. Σύμφωνα με τον ιστορικό Θεοφάνη, ο Ελληνοσύρος αρχιτέκτονας Καλλίνικος εφηύρε το υγρό πυρ και εξόπλισε μ’ αυτό τα πλοία που υπερασπίστηκαν με επιτυχία την Κωνσταντινούπολη εναντίον των Αράβων το 717-718. Ωστόσο, η συμβολή του Καλλίνικου θα ήταν ίσως η βελτιστοποίηση του τρόπου με τον οποίο το υγρό πυρ εκτοξευόταν. Η σύνθεση του υγρού πυρός συνιστά μυστήριο μέχρι και σήμερα, αφού τα συστατικά και ο τρόπος παρασκευής του ήταν κρατικό μυστικό. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος επέσειε αφορισμούς και απειλές εναντίον όσων θα πρόδιδαν τη μυστική φόρμουλα, την οποία θεωρητικά ο Θεός μέσω ενός αγγέλου είχε αποκαλύψει στον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Στην ιστορία αυτή, όμως, ενυπάρχει ιστορικός πυρήνας: τα συστατικά για την παρασκευή του υγρού πυρός ήταν ήδη γνωστά από την Αρχαιότητα. Το υγρό πυρ κατά πάσαν πιθανότητα ήταν ένα μείγμα από νάφθα, δηλαδή ένα εύφλεκτο ορυκτό έλαιο, όπως το αργό πετρέλαιο, και από θειάφι· ασβέστης, ρητίνη και άλλα καύσιμα υλικά ενίσχυαν τη δυνατότητα ανάφλεξης. Φυσικές πηγές νάφθας βρίσκονταν στην περιοχή μεταξύ Κασπίας και Μαύρης θάλασσας, αλλά βεβαίως και στην Αραβία. Οι Άραβες, παράλληλα με τους Βυζαντινούς, είχαν επίσης ανακαλύψει και με επιτυχία χρησιμοποιήσει, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα, εμπρηστικά μείγματα, των οποίων τα κυριότερα συστατικά ήταν η νάφθα και η υγρή πίσσα, που δεν έσβηναν με νερό, παρά μόνο με άμμο. Η συνεχής επαφή μεταξύ των δύο λαών ιδιαίτερα κατά την πρώτη χιλιετία, οι ανταγωνισμοί μεταξύ τους και η κατασκοπεία, οι συνεχείς μάχες, ο μεγάλος αριθμός αιχμαλώτων και η κατάσχεση πολεμικού υλικού καθιστούν ελάχιστα πιθανή την ύπαρξη «μυστικών» όπλων, όπως το υγρό πυρ. Πηγές, τόσο αραβικές όσο και βυζαντινές, αναφέρονται σε παρόμοιους τρόπους χρήσης του υγρού πυρός για πολεμικούς σκοπούς. Το υγρό πυρ φυλασσόταν μέσα σε μακρόστενα σκεύη, πήλινα ή μεταλλικά, τα οποία ονομάζονταν «σίφωνες». Τα σκεύη αυτά είτε τα περιέχυναν με το ίδιο το μίγμα, που πυροδοτούσαν αμέσως πριν από την ρίψη, ή τα τύλιγαν με υφάσματα ποτισμένα στο μίγμα, στα οποία επίσης έβαζαν φωτιά. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι «σίφωνες» διέθεταν δαδιά, που θα λειτουργούσαν όπως τα σημερινά φιτίλια. Η ρίψη των «σιφώνων» γινόταν από ειδικές εκτοξευτικές μηχανές που βρίσκονταν στις πλώρες των πλοίων: οι μηχανές αυτές ήταν μάλλον βαλλίστρες, δηλαδή μεγάλων διαστάσεων ξυλοκατασκευές που είχαν μηχανισμό όμοιο με αυτόν του τόξου και έριχναν πέτρες ή βέλη. Οι βαλλίστρες μπορούσαν να είχαν διάφορα μεγέθη, ανάλογα με τον τύπο ή το μέγεθος του πλοίου που τις χρησιμοποιούσε, και, σε μια περίπτωση τουλάχιστον, έφεραν μεταλλικές επενδύσεις τέτοιες, ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι ήταν κεφαλές αγρίων ζώων που έβγαζαν από το στόμα τους φωτιά και καπνό. Υπήρχαν, επίσης, και «χειροσίφωνες» οι οποίοι ενδεχομένως ήταν μικρά πήλινα ή μεταλλικά αγγεία γεμάτα με υγρό πυρ, που θα ρίχνονταν εναντίον των εχθρών όπως οι σημερινές χειροβομβίδες. Η κύρια επιτυχία του υγρού πυρός κατά τις ναυμαχίες ήταν ότι επέφερε τη σύγχυση και τον πανικό στον εκάστοτε εχθρικό στόλο, που τρεπόταν σε φυγή εξαιτίας της πυρκαγιάς και της κακής επίδρασής της στο ηθικό των πληρωμάτων των ξύλινων πλοίων. Το όπλο αυτό ήταν σε χρήση από τους Βυζαντινούς κατά κύριο λόγο μέχρι το 13ο αιώνα. Τελευταίος μνημονεύει τη χρήση υγρού πυρός ο ιστορικός της Άλωσης Φραντζής: με υγρό πυρ απωθήθηκαν οι Οθωμανοί που άρχισαν να σκάβουν σήραγγες κάτω από τα τείχη της πόλης, ενώ υγρό πυρ χρησιμοποίησε ο Φραγκίσκος Φλαντανέλα, κυβερνήτης πλοίου ναυλωμένου από τον Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο, εναντίον μοίρας του Οθωμανικού στόλου στις 20 Απριλίου 1453, που χάθηκε στον Βόσπορο.


Βιβλιογραφία (10)

1. Ιστορία του ελληνικού έθνους, Αθήνα

2. Babuin, Α., Τα επιθετικά όπλα των Βυζαντινών κατά την ύστερη περίοδο: 1204 – 1453, Ιωάννινα, 2009

3. Κόλλιας Τ., Απ’ των κάστρων τις χρυσόπορτες, Καλειδοσκόπιο, Αθήνα, 1998

4. Κόλλιας Τ., Τεχνολογία και Πόλεμος στο Βυζάντιο, 2005

5. Κουκουλές, Φ., Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Παπαζήση, Αθήνα, 1954

6. Η Αλχημία στα Βυζαντινά χρόνια, 2008

7. McGeer , Ε, Sowing the Dragon's Teeth: Byzantine Warfare in the Tenth Century, Washington D.C., 1995

8. Sullivan D., ‘Tenth century byzantine offensive siege warfare: Instructional Prescriptions and Historical Practice’ σε Το Εμπόλεμο Βυζάντιο (9ος – 12ος αιώνας), Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, Αθήνα, 1997

9. Siegecraft : Two Tenth-century Instructional Manuals by Heron of Byzantium , Washington D.C., 2000

10. ‘Βυζαντινών Πολεμικά’ σε Ψηφίδες του Βυζαντίου


Σχόλια (0)