Θεάματα


Οι Βυζαντινοί αγαπούσαν ιδιαίτερα τις διασκεδάσεις και τα θεάματα, τόσο εκείνα που τελούνταν στα θέατρα και στους ιπποδρόμους όσο και αυτά που πραγματοποιούνταν στους δρόμους και στις πλατείες των πόλεων με την ευκαιρία των πανηγύρεων.
 
Οι άνθρωποι της εποχής διασκέδαζαν με γελωτοποιούς, ταχυδακτυλουργούς, σχοινοβάτες και ακροβάτες αλλά και με ζώα, όπως εκπαιδευμένους σκύλους και πιθήκους που έκαναν διάφορα παιχνίδια στους δρόμους και τα καπηλειά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειχναν και για τις εξημερωμένες αρκούδες και τα άγρια ζώα που επιδεικνύονταν στον ιππόδρομο. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούσαν ακόμα οι άνθρωποι που διαφοροποιούνταν από τον μέσο όρο, όπως οι γίγαντες και οι νάνοι, αλλά και οι σιαμαίοι που σε περίπτωση που δεν είχαν εκδιωχθεί από τις πόλεις ως κακοί οιωνοί, περιφέρονταν στους δρόμους και τις αγορές.

Η Κωνσταντινούπολη διέθετε τουλάχιστον τέσσερα θέατρα κατά τον 5ο αιώνα,  με πιο σημαντικό απ’ όλα το Μεγάλο Θέατρο (theatrum maius) που ιδρύθηκε από το Σεπτίμιο Σεβήρο κοντά στο παλάτι και όπου ανέβαιναν και έργα κλασικού ρεπερτορίου. Η κύρια πάντως μορφή του θεάματος ήταν το μιμοθέατρο με ερμηνευτή το μίμο και θεματολογία που προερχόταν από τη μυθολογία, την καθημερινή ζωή, ακόμα και τα χριστιανικά μυστήρια. Οι θίασοι των μίμων αποτελούνταν από άνδρες αλλά και γυναίκες. Κύριο εκφραστικό τους μέσο αποτελούσε το πρόσωπο και ιδιαίτερα τα μάτια, γι’ αυτό και οι μίμοι στο Βυζάντιο δε φορούσαν μάσκα, ενώ είχαν και ιδιαίτερες κομμώσεις. Αν και ορισμένοι μίμοι ζούσαν στη χλιδή και καλούνταν σε γάμους, συμπόσια και επίσημα αυτοκρατορικά γεύματα, οι περισσότεροι θεωρούνταν ανυπόληπτοι και εξομοιώνονταν με πόρνες και μαστροπούς. Η πλειοψηφία προερχόταν από τα χαμηλότερα στρώματα και χαρακτηριζόταν από αμφίβολη ηθική.

Η δραστηριότητα των μίμων φαίνεται πάντως ότι υποχώρησε σταδιακά μετά τον 7ο αιώνα.
Αν και το ερώτημα αν υπήρχε θέατρο στο μέσο και ύστερο Βυζάντιο παραμένει, φαίνεται ότι υπήρχε αφενός ένα είδος λαϊκού θεάτρου που παρουσιαζόταν ευκαιριακά στα πανηγύρια και στις εμποροπανηγύρεις από ημι-επαγγελματίες ηθοποιούς ή μίμους και αφετέρου ένα λόγιο είδος θεάματος που εντασσόταν σε πλαίσια θρησκευτικής αγωγής. Τα κείμενα που έχουν σωθεί είναι θρησκευτικά δράματα εξ ολοκλήρου γραμμένα σε διαλογική μορφή, που δεν αποτελούσαν πρωτότυπα έργα αλλά συρραφή στοιχείων από αρχαίες τραγωδίες και εκκλησιαστικά κείμενα με κύριο σκοπό να τονώσουν το θρησκευτικό αίσθημα του κοινού. Στα έργα του θρησκευτικού θεάτρου μπορούν να ενταχθούν και δρώμενα ανώνυμων συγγραφέων που εντάχτηκαν στην ορθόδοξη λειτουργία και αποτελούν σκηνικές αναπαραστάσεις ιερών επεισοδίων, όπως είναι η ακολουθία του Νιπτήρος.


Γλωσσάρι (2)

καπηλειό: ταβέρνα όπου σερβίρεται κυρίως βαρελίσιο κρασί και μεζέδες.
μαστροπός: πρόσωπο που εκμεταλλεύεται άτομα, κυρίως γυναίκες, εξωθώντας τις στην πορνεία.


Πληροφοριακά Κείμενα (1)

Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.


Βιβλιογραφία (7)

1. Αδάμ – Βελένη Π., Θέατρο και θέαμα στον Ρωμαϊκό κόσμο, Θεσσαλονίκη, 2010

2. Βάλτερ Ζ., Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, Αθήνα, 1990

3. Κουκουλές, Φ., Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Παπαζήση, Αθήνα, 1949

4. Mango, C., Βυζάντιο, η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα, 1990

5. Ναλπάντης Δ., Το βυζαντινό θέατρο, 1984

6. Χάλαρης Χ. , Το θέαμα ακρόαμα στους πρώτους αιώνες της επικράτησης του Χριστιανισμού, 1985

7. ‘ Η κοινωνική ζωή στο Βυζάντιο’ σε Ψηφίδες του Βυζαντίου


Σχόλια (0)