Αθλήματα (Ιππόδρομος)


Αν και η φροντίδα του σώματος, στο πλαίσιο της υγείας, ενθαρρυνόταν από τους Πατέρες και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, η θέση του αθλητισμού στο Βυζάντιο διέφερε ουσιαστικά σε σχέση με αυτή που είχε στην αρχαιοελληνική κοινωνία, καθώς είχε περιοριστεί στην επίδειξη επαγγελματικών δεξιοτήτων και δε σχετιζόταν πλέον με την εκπαίδευση των νέων. Δημοφιλή αγωνίσματα της εποχής ήταν η πάλη, το άλμα εις ύψος, το άλμα εις μήκος και ο ακοντισμός, ενώ παραδοσιακοί αθλητικοί χώροι όπως το στάδιο, η παλαίστρα και το γυμνάσιο συνέχισαν να είναι σε χρήση μόνον κατά τους πρώτους αιώνες του Βυζαντίου.
 
Από τους πιο σημαντικούς αθλητικούς χώρους αλλά και βασικός χώρος ψυχαγωγίας για τους κατοίκους της αυτοκρατορίας ήταν ο ιππόδρομος, όπου διεξάγονταν, μεταξύ άλλων, αγώνες δρόμου αντοχής, ιππικοί αγώνες και αρματοδρομίες, που τελούνταν σε τακτές ημερομηνίες, αλλά και με την ευκαιρία επίσημων γιορτών. Στον ιππόδρομο ο λαός είχε την ευκαιρία, μέσα από την ελευθερία που του έδινε η ανωνυμία του πλήθους, να επευφημήσει τον αυτοκράτορα ή να εκφράσει δημόσια τη δυσαρέσκειά του.

Όλες σχεδόν οι μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας διέθεταν ιππόδρομο, ο πιο ξακουστός όμως ήταν εκείνος της Κωνσταντινούπολης που ιδρύθηκε στα τέλη του 2ου αιώνα. Είχε τη μορφή του ρωμαϊκού ιππόδρομου, με πεταλοειδές σχήμα και επιμήκεις τις δύο πλευρές του, ενώ στον κεντρικό του χώρο, τον στίβο, που διαιρείτο σε δύο μέρη μέσω ενός στενόμακρου εμποδίου, του ευρίπου (spina), πραγματοποιούνταν οι αγώνες και οι εορτασμοί. Οι θεατές, που ήταν κάθε ηλικίας, θρησκείας και κοινωνικής τάξης κάθονταν σε κερκίδες, κάτω από τις οποίες υπήρχαν βοηθητικοί χώροι (στάβλοι, χώροι προετοιμασίας), ενώ ο αυτοκράτορας είχε το δικό του ιδιαίτερο βασιλικό θεωρείο, το Κάθισμα.

Τις ημέρες των αγώνων δεν εργαζόταν κανείς, καθώς τα πάντα ήταν κλειστά. Οι 8 αρματοδρομίες που διεξάγονταν όλη την ημέρα ξεκινούσαν με σύνθημα του αυτοκράτορα. Έχει ενδιαφέρον ότι στο διάλειμμα μεταξύ των αγώνων οι θεατές μπορούσαν να γευματίσουν ή να ψυχαγωγηθούν από χορευτές, ηθοποιούς, μίμους, ακροβάτες αλλά και θηριοδαμαστές με άγρια ζώα.

Την οργάνωση των αγώνων του ιπποδρόμου αναλάμβαναν οι δήμοι (Πράσινοι, Βένετοι, Λευκοί και Ρούσσιοι) που ήταν αθλητικά σωματεία με σημαντική δύναμη, οι οποίοι έπαιρναν τα ονόματά τους από το διακριτικό χρώμα της ενδυμασίας που έφερε ο ηνίοχος που υποστήριζαν.

Άλλα δημοφιλή αθλήματα στην αυτοκρατορική αυλή και στην αριστοκρατία ήταν το τζυκάνιον, ένα παιχνίδι που παιζόταν σε ανοιχτό γήπεδο και έμοιαζε με το σημερινό πόλο με άλογα, ο τορνεμές και η τζόστρα που παίζονταν με τους κανόνες των ιπποτικών συμπλοκών.



Γλωσσάρι (3)

παλαίστρα: χώρος όπου διεξάγεται το αγώνισμα της πάλης.
αρματοδρομία: αγώνας δρόμου μεταξύ αρμάτων.
ηνίοχος: ο οδηγός ιππήλατου άρματος.


Πληροφοριακά Κείμενα (2)

Πατέρες της Εκκλησίας: ονομάζονται οι εκκλησιαστικοί θεολόγοι συγγραφείς κυρίως κατά τους πρώτους πέντε αιώνες του Χριστιανισμού, που άσκησαν μεγάλη επιρροή. Στους Πατέρες της Εκκλησίας ανήκουν ο Τερτυλλιανός, ο Βασίλειος Καισαρείας, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, κ.ά.
Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.


Βιβλιογραφία (5)

1. Γιάτσης Σ., Το θέαμα του ιπποδρόμου και οι σωματικές ασκήσεις στο Βυζάντιο, Θεσσαλονίκη, 1988

2. Ιωαννίδης Α. , Ο βυζαντινός ιππόδρομος στην Κωνσταντινούπολη, 1982

3. Κουκουλές, Φ., Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Παπαζήση, Αθήνα, 1949

4. Ραμπώ Α., Σπουδές πάνω στη Βυζαντινή ιστορία, Στοχαστής, Αθήνα, 2007

5. ‘ Η κοινωνική ζωή στο Βυζάντιο’ σε Ψηφίδες του Βυζαντίου


Σχόλια (0)