Στρατός
Convert HTML to PDF

Σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπη με λαούς που ήθελαν να καταλάβουν τα εδάφη της. Αν και ο αυτοκράτορας και οι ανώτατοι αξιωματούχοι στηρίζονταν κυρίως στη διπλωματία για την αντιμετώπιση των εχθρικών διαθέσεων των γειτόνων, η οργάνωση του στρατού και του ναυτικού προέβαλε ως επιτακτική ανάγκη.
 

Ο στρατός ξηράς

Μετά τις μεταρρυθμίσεις επί Τετραρχίας, η οργάνωση του στρατού στηρίχθηκε στα δύο σώματα που είχαν δημιουργηθεί από τον Διοκλητιανό , τους λιμιτανέους (limitanei) και τους κομιτατήσιους (comitatenses). Οι λιμιτανέοι ήταν γεωργοί εγκατεστημένοι στα σύνορα, στους οποίους το κράτος παραχωρούσε καλλιεργήσιμη γη με την υποχρέωση να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες. Οι κομιτατήσιοι ήταν ο τακτικός στρατός, υπό την αρχηγία του αυτοκράτορα, που μπορούσε να μεταφερθεί όπου υπήρχε ανάγκη. Άλλα σώματα στρατού ήταν οι σύμμαχοι, οι βουκελλάριοι και οι ομόσπονδοι, που αποτελούνταν από ξένους μισθοφόρους . Επί βασιλείας Ηρακλείου άλλαξε η οργάνωση και η διοίκηση του στρατού. Τα θέματα που είχαν ως σκοπό την ετοιμότητα και την ενίσχυση της άμυνας ήταν στρατιωτικές μονάδες που στάθμευαν στις επαρχίες και από την ονομασία τους ονοματίστηκαν και οι ίδιες οι επαρχίες: για παράδειγμα, η περιοχή όπου υπηρετούσαν οι δυνάμεις από την Αρμενία ονομάστηκε θέμα Αρμενιάκων, η περιοχή των Θρακών Θρακώον θέμα κοκ. Το κάθε θέμα διαιρούνταν σε δύο ως τέσσερις τούρμες, ανάλογα με την έκτασή του, με επικεφαλής τον τουρμάρχη. Η τούρμα χωριζόταν σε δρούγγους με επικεφαλής έναν δρουγγάριο, και οι δρούγγοι σε βάνδα. Κάθε βάνδο αριθμούσε 300-400 άνδρες υπό τις διαταγές ενός κόμη. Επικεφαλής της στρατιωτικής, αλλά και της πολιτικής, διοίκησης κάθε θέματος ήταν ο στρατηγός, που διοριζόταν συνήθως για διάστημα από τρία έως τέσσερα έτη. Τα στρατεύματα των θεμάτων αποτελούνταν από επαγγελματίες στρατιώτες, που ήταν εγκατεστημένοι στην έδρα του στρατηγού και σε στρατηγικής σημασίας πόλεις-κάστρα. Υπήρχαν ωστόσο και στρατιώτες-γεωργοί, που ήταν εγκατεστημένοι σε κτήματα που το κράτος τους είχε παραχωρήσει με την υποχρέωση να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε καιρό πολέμου. Σε παραμεθόριες περιοχές οι κλεισούρες, τα συνοριακά ορεινά περάσματα, είχαν αρχηγό τον κλεισουράρχη. Με τα στρατεύματα των κλεισουρών ήταν συνδεδεμένοι οι ακρίτες , που συγκροτούσαν στρατιωτικά σώματα επίσης ταγμένα για τη φύλαξη των συνόρων.

Από τον 9ο αιώνα οι κύριες δυνάμεις της αυτοκρατορίας αποτελούνταν από τα τάγματα, δηλαδή τις στρατιωτικές μονάδες που στάθμευαν στην Κωνσταντινούπολη ή σε άλλες μεγάλες πόλεις και αποτελούνταν από επίλεκτες μονάδες. Τα σημαντικότερα από αυτά ήταν: α) οι σχολές που ήταν σώμα από έφιππους και πεζούς στρατιώτες, β) οι εξκουβίτορες που χρησιμοποιούνταν συχνά σε εμπιστευτικές αποστολές, γ) το σώμα του αριθμού ή της βίγλας κύρια αποστολή του οποίου ήταν η φρούρηση του παλατιού και δ) οι ικανάτοι που ήταν και το νεώτερο σώμα της φρουράς. Διοικητές των σωμάτων αυτών ήταν οι δομέστικοι και οι δρουγγάριοι. Η προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα ονομαζόταν εταιρία και είχε ξένους μισθοφόρους. Τα καθήκοντα των στρατιωτικών σωμάτων ήταν καθορισμένα με ακρίβεια και η διοίκησή τους στηριζόταν στην τάξη και την πειθαρχία, ενώ ποινές προβλέπονταν για παραπτώματα όπως ανυπακοή, λιποταξία , εγκατάλειψη όπλων κ.ά.

Το στρατό, ιδίως σε περιπτώσεις εκστρατειών, ακολουθούσε μεγάλος αριθμός ανθρώπων που εξασφάλιζε τη διοικητική μέριμνα και την επιμελητεία. Πεταλωτήδες, σιδεράδες, μάγειροι και νοσοκόμοι συγκροτούσαν την αποσκευή, το τούλδον, όπου εντάσσονταν και τα ζώα που μετέφεραν τον εξοπλισμό (εργαλεία, σκηνές, τρόφιμα, όπλα κ.ά.). Στο βοηθητικό προσωπικό ανήκαν οι ρήτορες και οι κήρυκες (καντάτορες) που εμψύχωναν τους πολεμιστές, οι αγγελιοφόροι (μανδάτορες) που εξασφάλιζαν την επικοινωνία μεταξύ των σωμάτων, οι καλλιτέχνες που διασκέδαζαν τους πολεμιστές, οι κληρικοί που τελούσαν τις ακολουθίες στα στρατόπεδα και τα πεδία της μάχης. Επίσης, οι στρατιώτες είχαν δικαίωμα να παίρνουν μαζί τους δούλους ή υπηρέτες για να τους βοηθούν σε διάφορες πρακτικές ανάγκες.

Η θητεία στον στρατό διαρκούσε πολλά χρόνια. Ορισμένοι, για να αποφύγουν τη στράτευση, έφταναν στο σημείο να γίνονται μοναχοί ή να ακρωτηριάζουν μέλη του σώματός τους, ενώ οι πλούσιοι εξαγόραζαν τη στρατιωτική τους θητεία καταβάλλοντας χρηματικά ποσά που το κράτος διέθετε για τη μίσθωση και συντήρηση των εθελοντών. Για τους λιγότερο ευνοημένους, η υπηρεσία στο στρατό αποτελούσε διέξοδο, ιδιαίτερα σε δύσκολες οικονομικά περιόδους. Η αμοιβή ενός στρατιωτικού εκτός από τον τακτικό μισθό, τη ρόγα, που ήταν ανάλογος με το αξίωμα και με το σώμα όπου υπηρετούσε, περιλάμβανε μερίδιο από τα λάφυρα, φορολογικές απαλλαγές και σιτηρέσιο (ψωμί, κρασί, λάδι και κρέας). Επίσης, οι στρατιωτικοί μπορούσαν πάντα να ελπίζουν σε έκτακτες παροχές από τον αυτοκράτορα, όταν ανέβαινε στον θρόνο ή παντρευόταν ή όταν εορτάζονταν επέτειοι σημαντικών γεγονότων. Ο Κεκαυμένος , στο έργο του Λόγος νουθετητικός προς βασιλέα συστήνει να μην μειώνεται ποτέ ο μισθός των στρατιωτών, για να μην υπάρξει κίνδυνος να αυτομολήσουν στον εχθρό.

Μετά την ήττα στο Ματζικέρτ (1071) ο στρατός των θεμάτων διαλύθηκε σταδιακά και αντικαταστάθηκε από τον θεσμό της πρόνοιας, δηλαδή την παραχώρηση αγροκτημάτων και φορολογικών εσόδων σε ευγενείς και αξιωματούχους, τους προνοιάριους, με την υποχρέωση να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες σε περίοδο πολέμου. Η αποτυχία αυτού του μέτρου στρατολογίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο στρατός βασίστηκε όλο και περισσότερο σε μισθοφόρους, οδήγησε στη συρρίκνωσή του και στη βαθμιαία ελάττωση του αξιόμαχού του.
 

Το ναυτικό

Η εξάπλωση των Αράβων τον 7ο αιώνα και η αντίστοιχη απειλή της κυριαρχίας των Βυζαντινών στη θάλασσα οδήγησε στην αναδιοργάνωση του πολεμικού ναυτικού, στην κεφαλή του οποίου τέθηκε ο στρατηγός των καραβησιάνων. Το ναυτικό οργανώθηκε ως οργανικό τμήμα της διοίκησης των θεμάτων. Έτσι, δημιουργήθηκε ο στόλος των επαρχιών, τα θεματικά πλώιμα, με επικεφαλής στρατηγούς ή δρουγγάριους. Το βασιλικόν πλώιμον ήταν ανεξάρτητος στόλος για την άμυνα της πρωτεύουσας με επικεφαλής τον δρουγγάριο του πλώιμου, τον γενικό ναύαρχο. Το κύριο πολεμικό πλοίο κατά τους βυζαντινούς χρόνους ήταν ο δρόμων που ανάλογα με το μέγεθός του είχε δύο ή τρία πανιά και δύο σειρές κουπιά. Μπορούσε να μεταφέρει μέχρι 300 άνδρες, πολεμιστές και κωπηλάτες. Στη βάση του μεγάλου καταρτιού οι δρόμωνες έφεραν πύργους, τα ξυλόκαστρα, απ’ όπου στρατιώτες εκσφενδόνιζαν ακόντια και βέλη προς τα εχθρικά πλοία. Οι δρόμωνες ήταν εφοδιασμένοι με δοχεία που έφεραν το υγρό πυρ, που δεν έσβηνε στο νερό και η επιτυχία του ήταν εγγυημένη όταν επικρατούσε νηνεμία. Άλλοι τύποι πολεμικών πλοίων ήταν το χελάνδιον, μεγαλύτερο και βαρύτερο από το δρόμωνα, που χρησιμοποιόταν σε αποβατικές επιχειρήσεις, και ο πάμφυλος που ήταν γρήγορο πλοίο, άριστα εξοπλισμένο, το οποίο διέθετε επίλεκτα πληρώματα και ικανούς πολεμιστές.

Πριν από κάθε αναχώρηση του στόλου, τα πλοία και τους άνδρες επιθεωρούσαν οι διοικητές τους, ενώ οι κληρικοί έψαλλαν ιδιαίτερη ακολουθία για την κατευόδωση και πρόσφεραν για προσκύνηση λειψανοθήκες με τίμιο ξύλο και λείψανα αγίων. Ο συνηθέστερος τρόπος ναυμαχίας ονομαζόταν πελαγολιμήν: ο πολεμικός στόλος ήταν σε παράταξη ημικυκλίου, στο κέντρο του οποίου έπλεε ο δρόμωνας του ναυάρχου, για να μεταβιβάζονται πιο εύκολα οι διαταγές, και στις άκρες βρίσκονταν οι πιο δυνατοί δρόμωνες. Άλλος τρόπος διάταξης ήταν η κατά μήκος επίθεση, με τις πρώρες στραμμένες προς τον εχθρό. Σε αντίθεση με την αρχαία ναυτική τακτική, οι ναυμαχίες δεν στηρίζονταν πλέον στον εμβολισμό των εχθρικών πλοίων, αλλά στο πλεύρισμα και στην πρόσδεση στα εχθρικά πλοία· τότε οι στρατιώτες ορμούσαν και η μάχη δινόταν σώμα με σώμα.

Σταδιακά, η ναυτική δύναμη του Βυζαντίου άρχισε να παρακμάζει και στα τέλη του 13ου αιώνα το ναυτικό διαλύθηκε, αφού αποτελούσε οικονομικό βάρος δυσβάστακτο για το κράτος. Έτσι, οι Βενετοί και οι Γενουάτες που μέχρι τότε κατά καιρούς συμμαχούσαν με τον βυζαντινό στόλο, κυριάρχησαν στο χώρο της Μεσογείου.


Βιβλιογραφία (8)


Σχόλια (0)

Νέο Σχόλιο