Αθλήματα (Ιππόδρομος)
Convert HTML to PDF

Άθληση και αθλήματα στο Βυζάντιο

Η θέση του αθλητισμού στο Βυζάντιο διαφέρει ουσιαστικά από εκείνη που είχε στην αρχαιοελληνική κοινωνία: η άθληση, συνυφασμένη με τη σωματική ρώμη, την υγεία και την αυτάρκεια του πολίτη της πόλης-κράτους, δεν ήταν δυνατόν να συμβαδίσει με τους όρους και τις αξίες της ζωής του υπηκόου της αυτοκρατορίας.

Η άποψη ότι ο Χριστιανισμός δεν ευνόησε τον αθλητισμό, γιατί η φροντίδα του σώματος και η γυμνότητα κατά τους αγώνες δεν συμβιβάζονταν με τη χριστιανική διδασκαλία, δεν φαίνεται να ισχύει. Αντίθετα, η φροντίδα του σώματος, στο πλαίσιο της υγείας, ενθαρρυνόταν από τους Πατέρες και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Ωστόσο, οι επαγγελματικοί όροι με τους οποίους σταδιοδρομούσαν οι αθλητές και οργανώνονταν οι αθλητικοί αγώνες κατά την Ύστερη Ελληνιστική και την Πρώιμη Αυτοκρατορική περίοδο, με τους αθλητές να είναι έμμισθοι, τους ελλανοδίκες και τους άλλους κριτές συχνά να χρηματίζονται και τους αγώνες είτε να «στήνονται» είτε να καταντούν καθαρό θέαμα, προφανώς δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί από κανέναν. Επιπλέον, μετά την οριστική επισημοποίηση του Χριστιανισμού ως μόνης θρησκείας της αυτοκρατορίας το 381 από τον Θεοδόσιο τον Α’, δεν θα ήταν δυνατόν να συνέχιζαν για πολύ οι πάσης φύσεως αγώνες που διενεργούνταν μέσα σε ειδωλολατρικά πλαίσια. (Τα Ολύμπια καταργήθηκαν οριστικά το 394 με αυτοκρατορικό διάταγμα.) Επιπλέον, η προϊούσα σεμνοτυφία της ρωμαϊκής κοινωνίας ευτέλιζε τη γυμνότητα: οι μίμοι και οι μιμάδαι εμφανίζονταν πλέον μόνον γυμνοί. Οι λαϊκές και χοντρές φάρσες τους συχνά διακωμωδούσαν τις χριστιανικές τελετές και γελοιοποιούσαν τους μάρτυρες της πίστης· η Εκκλησία δύσκολα θα ήταν δυνατόν να ανεχθεί ή και να συγχωρήσει τέτοια θεάματα. Οι Πατέρες από πολύ νωρίς υιοθέτησαν το αθλητικό λεξιλόγιο στα κείμενά τους μόνον για τους μάρτυρες: αγωνοθέτης ήταν ο Χριστός, άθλησις το μαρτύριο, και νίκη ο θάνατος στην αρένα.

Ο αθλητισμός από την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας ήδη είχε περιοριστεί στην επίδειξη δεξιοτήτων ειδικών επαγγελματιών και δεν είχε καμία σχέση με την εκπαίδευση των νέων. Ο Κώδικας του Ιουστινιανού, του 529, συμπεριλαμβάνει στα επιτρεπόμενα αγωνίσματα την πάλη, το άλμα εις ύψος, το άλμα εις μήκος και τον ακοντισμό. Παραδοσιακοί αθλητικοί χώροι, όπως το στάδιο, το γυμνάσιο και η παλαίστρα συνέχισαν να είναι σε χρήση κατά τους πρώιμους αιώνες, αλλά καθώς η οικονομική ύφεση προχωρούσε, από τον 6ο αιώνα και μετά αφέθηκαν χωρίς συντήρηση, με αποτέλεσμα να πέσουν σε ερείπια. 

Ιππόδρομος

Ο ιππόδρομος ήταν ένα μεγάλο υπαίθριο κτίριο αρματοδρομιών και θεαμάτων, που είλκε τη μορφή του από το αρχαιοελληνικό στάδιο. Η Ρώμη είχε τον μεγαλύτερο και αρχαιότερο ιππόδρομο, ενώ ιπποδρόμους απέκτησαν η Κωνσταντινούπολη και όλες οι μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, η Καρχηδόνα και η Θεσσαλονίκη. Οι αρματοδρομίες πραγματοποιούνταν σε τακτές ημερομηνίες, τις Κυριακές και σε μεγάλες θρησκευτικές γιορτές. Ιπποδρομικοί αγώνες τελούνταν επίσης και με την ευκαιρία διάφορων επίσημων εορτασμών, όπως η ανάρρηση στο θρόνο ενός νέου βασιλέα, τα βασιλικά γενέθλια, η τέλεση γάμων στο παλάτι κ.ά. Στον ιππόδρομο ο λαός είχε την ευκαιρία, μέσα από την ελευθερία που του έδινε η ανωνυμία του πλήθους και η παρουσία του αυτοκράτορα, να επευφημήσει ή να εκφράσει δημόσια τη δυσαρέσκειά του προς τους άρχοντες, ζητώντας την ικανοποίηση των αιτημάτων του.

Ο ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης ιδρύθηκε στα τέλη του 2ου αιώνα από τον Σεπτίμιο Σεβήρο, ως αντίγραφο του αντίστοιχου της Ρώμης, ανακαινίστηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο στις αρχές του 4ου αιώνα και η λειτουργία του είναι γνωστή μέχρι τον 12ο αιώνα. Είχε πεταλοειδές σχήμα με επιμήκεις τις δυο πλευρές του. Η μία άκρη του ήταν διαμπερής καμπύλη (carceres), η άλλη κλειστή και επιμήκης (σφενδόνη ): στην πρώτη υπήρχαν οι καγκελωτές ιππαφέσεις (οι αφετηρίες των αρμάτων), ενώ στη δεύτερη τα άρματα έπαιρναν τη στροφή στο πέταλο. Το πέλμα, ο στίβος, διαιρείτο σε δύο μέρη μέσω ενός στενόμακρου εμποδίου, του ευρίπου (spina), που τριγυριζόταν από μικρή τάφρο με νερό. Πάνω στον εύριπο βρίσκονταν αναθήματα και γλυπτά για τη χρονομέτρηση και τη μέτρηση των γύρων, ενώ στα άκρα του ήταν οι καμπτοί (καμπτήρες), τα όρια γύρω από τα οποία έστριβαν τα άρματα. Οι θεατές κάθονταν σε κερκίδες εκατέρωθεν του στίβου και στο πέταλο της σφενδόνης. Κάτω από τις κερκίδες υπήρχαν βοηθητικοί χώροι (στάβλοι, αποθήκες φύλαξης των αρμάτων, χώροι προετοιμασίας κ.ά.), ενώ στην κορυφή ένας διάδρομος με τοξοστοιχία πρόσφερε στους θεατές πανοραμική θέα της πόλης. Στο μέσον της μακράς πλευράς του ιπποδρομίου που βρισκόταν δίπλα στο παλάτι, ήταν κατασκευασμένο το Κάθισμα, το ιδιαίτερο βασιλικό θεωρείο, που ήταν απομονωμένο από τις τριγύρω κερκίδες και περιλάμβανε στο εσωτερικό του αίθουσες συμποσίων και ανάπαυσης για τον αυτοκράτορα, τους αξιωματούχους και τους αυλικούς.

Την παραμονή των αγώνων οι δήμοι κρεμούσαν στην πύλη του ιπποδρόμου ένα πανί, το βήλον, που ανήγγειλε ότι την επόμενη μέρα θα πραγματοποιηθούν αγώνες. Η τελική σειρά των αρματοδρομιών αποφασιζόταν με επίσημη κλήρωση που γινόταν το απόγευμα της ίδιας μέρας. Τις ημέρες των αγώνων κανείς δεν εργαζόταν: καταστήματα, εργαστήρια, ναυπηγεία, όλα ήταν κλειστά, και κόσμος από όλες τις τάξεις, ακόμη και κληρικοί, συνέρρεαν στον ιππόδρομο. Όταν ο αυτοκράτορας εμφανιζόταν στο κάθισμα μετά τις επευφημίες, σήκωνε το χέρι του με το οποίο κρατούσε τη μάππα, ένα λευκό λινό ύφασμα· όταν το άφηνε να πέσει, ήταν το σύνθημα για να αρχίσει η αρματοδρομία. Από τα τέσσερα άρματα που εμφανίζονταν στον αγωνιστικό χώρο, ένα από κάθε δήμο, κέρδιζε αυτό που θα έκανε πρώτο επτά πλήρεις περιφορές γύρω από τον εύριπο. Οκτώ αρματοδρομίες διεξάγονταν κατά τη διάρκεια της ημέρας, τέσσερις το πρωί και τέσσερις το απόγευμα. Στο μεταξύ, ένα μεγάλο διάλειμμα επέτρεπε στους θεατές να γευματίσουν και να ψυχαγωγηθούν από χορευτές, ηθοποιούς, μίμους, ακροβάτες, αλλά και θηριοδαμαστές με άγρια ζώα. Τα θεάματα αυτά είχαν σκοπό να κρατήσουν το ενδιαφέρον του κοινού και να αποτρέψουν τυχόν βίαιες εκδηλώσεις του.

Οι τέσσερις ομάδες, οι δήμοι, που λάμβαναν μέρος στις αρματοδρομίες, ήταν πλήρη αθλητικά σωματεία, με ιδιαίτερα σημαντική δύναμη και επιρροή στο λαό της πρωτεύουσας. Έπαιρναν τα ονόματά τους, Πράσινοι, Βένετοι (Γαλάζιοι), Λευκοί και Ρούσσιοι (Κόκκινοι), από το χρώμα της ενδυμασίας του ηνιόχου τους. Οι δήμοι διέθεταν δικούς τους άλογα, άρματα, εγκαταστάσεις και προσωπικό, όπως ιππίατρους και νοτάριους για τα πρακτικά των αποφάσεων και την τήρηση των λογαριασμών, χαρτουλάριους για τα αρχεία, ποιητές για τα συνθήματα των αγώνων, μουσικά όργανα και οργανοπαίκτες. Οι δήμοι αναλάμβαναν την απόκτηση και συντήρηση των αλόγων, τη μίσθωση των ηνιόχων, τη διανομή των εισιτηρίων. Επίσης, είχαν παράλληλη κοινωνική και πολιτική παρουσία: τα μέλη τους αλληλοβοηθούνταν, βοηθούσαν στην κατασκευή δημόσιων έργων ή συμμετείχαν στην υπεράσπιση της πρωτεύουσας, αν υπήρχε ανάγκη.


Άλλα μεσαιωνικά αγωνίσματα

Δημοφιλές άθλημα στην αυτοκρατορική αυλή και στην αριστοκρατία ήταν το τζυκάνιον, που μάλλον εισήχθη από την Περσία και παιζόταν σε ανοιχτό γήπεδο, το τζυκανιστήριον. Ήταν παρόμοιο με το σημερινό πόλο: παιζόταν από έφιππους παίχτες που προσπαθούσαν με ειδικά μακριά μπαστούνια να κτυπήσουν μια μπάλα και να βάλουν τέρματα. Άλλα δημοφιλή παιχνίδια της αριστοκρατίας ήταν ο τορνεμές και η τζόστρα που εισήχθησαν από τη Δύση και παίζονταν με τους κανόνες των ιπποτικών συμπλοκών. Στην τζόστρα ένας έφιππος με ασπίδα, περικεφαλαία και κοντάρι προσπαθούσε να ρίξει τον αντίπαλό του από το άλογο, ενώ στον τορνεμέ, αντίστοιχης φιλοσοφίας αγώνισμα, η συμπλοκή πραγματοποιόταν μεταξύ δύο ομάδων εφίππων αντιμέτωπων. 




Βιβλιογραφία (5)


Σχόλια (0)

Νέο Σχόλιο