Το φρουριακό συγκρότημα


Το Αγγελόκαστρο, από τα σημαντικότερα φρουριακά συγκροτήματα της Κέρκυρας, κατέχει στρατηγική θέση στο ΒΔ άκρο του νησιού εξασφαλίζοντας τον έλεγχο της περιοχής της νότιας Αδριατικής θάλασσας. Οι αρχαιολογικές ενδείξεις ανάγουν την πρώτη χρήση του υψώματος στον 5ο-6ο αιώνα, ενώ η οχύρωση του χώρου, χωρίς αυτό να τεκμηριώνεται από τις γραπτές πηγές, ενδεχομένως αποτελεί μέριμνα των Κομνηνών στην προσπάθειά τους να προασπίσουν την Κέρκυρα από τους Νορμανδούς της Σικελίας και τις επαναλαμβανόμενες επιθέσεις τους. Το Αγγελόκαστρο καταλαμβάνεται το 1272 από τους Ανδηγαυούς ιππότες της Νεαπόλεως, όπως μαρτυρείται από την Έκθεση Παραλαβής του Φρουρίου, όπου και η παλαιότερη αναφορά του Αγγελοκάστρου. Αργότερα, και σε όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας, το φρούριο λειτουργεί προς όφελος της ασφάλειας των κατοίκων της Κέρκυρας από τους επίδοξους Οθωμανούς και Γενοβέζους κατακτητές και κυρίως για την επιτήρηση της θαλάσσιας κίνησης στην Αδριατική.  Την περίοδο αυτή, διοικητής του κάστρου, ο Καστελλάνος, είναι ευγενής και διορίζεται από το Συμβούλιο της πόλης της Κέρκυρας για έναν χρόνο. Από το 19ο αιώνα το Αγγελόκαστρο περιήλθε σε αχρηστία και ερήμωση. Το 1999 ξεκίνησαν εργασίες διάσωσης και ανάδειξης του κάστρου από το Υπουργείο Πολιτισμού στο πλαίσιο χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή ‘Ένωση.

Το ύψωμα του Αγγελοκάστρου περιβάλλεται από ένα χαμηλό τείχος στη βόρεια και στην ανατολική πλευρά. Στην κορυφή του υψώματος είναι κτισμένη η ακρόπολη, στην οποία η πρόσβαση επιτυγχάνεται δια μέσου πυλών, την κεντρική βόρεια πύλη που προστατεύεται από κυκλικό πύργο και τη μικρή πύλη στη νότια πλευρά. Στην εποχή μας διατηρούνται στο χώρο του Αγγελόκαστρου ερείπια των καταλυμάτων της φρουράς απέναντι από την κύρια πύλη της ακρόπολης, τμήματα των επάλξεων των τειχών στη ΒΔ γωνία της οχύρωσης, και τρεις υπόγειες δεξαμενές νερού για την ύδρευση του κάστρου, καθώς και ανθρωπόσχημοι τάφοι, αβέβαιης προέλευσης και χρονολόγησης, λαξευμένοι στο βράχο στα δυτικά της ακρόπολης.

Σήμερα, στο ψηλότερο σημείο της ακρόπολης διατηρείται ο ναός του Ταξιάρχη Αρχαγγέλου Μιχαήλ που αποτελεί ορθογώνιο κτίσμα με ημικυκλική αψίδα του ιερού στην ανατολική πλευρά. Ο ναός οικοδομήθηκε κατά την ύστερη βυζαντινή ή πρώιμη μεταβυζαντινή περίοδο πάνω στα κατάλοιπα προγενέστερης τρίκλιτης βασιλικής με νάρθηκα στα δυτικά και ορθογώνια αψίδα στο ιερό, ενσωματώνοντας το ΝΔ τμήμα των τοίχων της. Το αμφίγλυφο θωράκιο που εκτίθενται στο εσωτερικό του ναού και χρησιμοποιούταν ως Αγία Τράπεζα, όπως και το αντίστοιχο θωράκιο που βρίσκεται στο παρεκκλήσιο της Αγίας Κυριακής, προέρχονται από παλαιοχριστιανικό ναό του 5ου-6ου αιώνα.

Ο ναός του Ταξιάρχη Αρχαγγέλου Μιχαήλ συνέχισε να λειτουργείται παρά την εγκατάλειψη του φρουρίου και γιορτάζει κάθε χρόνο την ημέρα του εφέστιου αγίου. Στο ανατολικό τμήμα του κάστρου σώζεται και το μικρό υπόσκαφο παρεκκλήσιο-ερημητήριο της Αγίας Κυριακής, του οποίου οι τοιχογραφίες χρονολογούνται στον 18ο αιώνα.


Γλωσσάρι (7)

αψίδα: η ημικυκλική απόληξη της ανατολικής πλευράς των βασιλικών. Εσωτερικά καλύπτεται με θόλο και είναι ημικυκλική, ενώ εξωτερικά καλύπτεται με κλιμακωτή στέγη και μπορεί να είναι πεταλόσχημη, ορθογώνια ή και πολυγωνική.
βήμα (ιερό βήμα): πρόκειται για το ανατολικό τμήμα του ναού που καταλήγει σε αψίδα. Είναι συνήθως υπερυψωμένο σε σχέση με το δάπεδο του κυρίως ναού κατά ένα έως τρία σκαλοπάτια. Ο όρος προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «βαίνω», και λόγω της ιερότητας και ιδιαιτερότητάς του ο χώρος ονομάστηκε ιερό βήμα.
τρίκλιτη βασιλική: βασιλική με τρία κλίτη.
νάρθηκας: ο νάρθηκας είναι η στενόμακρη αίθουσα που εκτείνεται σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς της βασιλικής. Προήλθε από την ανατολική στοά του αιθρίου, η οποία ενσωματώθηκε στον ναό. Χρησίμευε ως χώρος παραμονής των κατηχουμένων, οι οποίοι δεν επιτρεπόταν να παρακολουθήσουν το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας.
θωράκια: πλάκες, συνήθως μαρμάρινες, συχνά διακοσμημένες με ανάγλυφες παραστάσεις. Χρησιμοποιούνταν ως διαχωριστικά του κυρίως ναού από το ιερό, καθώς τοποθετούνταν μεταξύ των πεσσίσκων του φράγματος του πρεσβυτερίου. Τα θωράκια, ξύλινα ή μαρμάρινα, ενσωματώνονταν στο κάτω τμήμα του τέμπλου και έφεραν πλούσιο ανάγλυφο διάκοσμο, κυρίως με γεωμετρικά ή φυτικά μοτίβα. Θωράκια χρησιμοποιούνταν επίσης για το διαχωρισμό των κλιτών, αλλά και οποιουδήποτε άλλου χώρου, στον οποίο έπρεπε να περιοριστεί η πρόσβαση.
Παλαιοχριστιανική Περίοδος: η Παλαιοχριστιανική περίοδος τυπικά ξεκινά από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μ. Κωνσταντίνο στα 330 μ.Χ. και τη μεταφορά σε αυτή της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, και λήγει με το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Α (565).
τοιχογραφία: ζωγραφική παράσταση στην επιφάνεια τοίχου ή οροφής οικοδομήματος.


Πληροφοριακά Κείμενα (0)


Βιβλιογραφία (1)

1. Χονδρογιάννης Σ., Βρανίκας Ν, Βυζαντινό Φρούριο Αγγελοκάστρου – Byzantine Castle of Angelokastro, Κέρκυρα, 2000


Σχόλια (0)