Ο ναός του Αγίου Στεφάνου


Ο ναός του Αγίου Στεφάνου βρίσκεται σε ένα ύψωμα στη βορειοανατολική πλευρά της Καστοριάς. Η χρονολόγησή του μνημείου είναι προβληματική καθώς δεν υπάρχουν πληροφορίες από επιγραφές ή άλλες πηγές. Με βάση όμως τον παλαιότερο τοιχογραφικό διάκοσμο που διατηρείται στον ναό, η ανέγερση του μνημείου τοποθετείται στις αρχές του 10ου αιώνα.
 
Αρχιτεκτονικά, ο ναός κτίστηκε στον τύπο της τρίκλιτης καμαροσκέπαστης βασιλικής με νάρθηκα και υπερυψωμένο το κεντρικό κλίτος. Τα κλίτη επικοινωνούν μεταξύ τους με δύο συμμετρικά τόξα, ενώ τυφλά αψιδώματα, από δύο σε κάθε πλευρά, κοσμούν τους τοίχους των πλαγίων κλιτών. Τα τρία κλίτη και ο νάρθηκας καλύπτονται με ημικυλινδρικές καμάρες. Η ημιεξαγωνική, εξωτερικά, κόγχη του ιερού διασώζει στο εσωτερικό της κτιστό σύνθρονο. Τρία τοξωτά ανοίγματα επιτρέπουν την επικοινωνία κάθε κλίτους με τον νάρθηκα που καταλαμβάνει όλο το πλάτος του ναού, ενώ ένα κτιστό κλιμακοστάσιο στη βόρεια πλευρά οδηγεί στον όροφο. Στο νότιο τμήμα του ορόφου διαμορφώνεται παρεκκλήσι αφιερωμένο στην αγία Άννα, ενώ ένα τοξωτό παράθυρο βλέπει στο κεντρικό κλίτος. Το υπερώο, μοναδικό στους βυζαντινούς ναούς της Καστοριάς, αναφέρεται στην τοπική παράδοση ως ασκηταριό.

Το εξωτερικό του ναού διαθέτει πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Η τοιχοποιία αποτελείται από ακανόνιστους λίθους σε ζώνες που ορίζονται από διπλές σειρές πλίνθων, ενώ άλλες πλίνθοι τοποθετημένες καθέτως ή διαγωνίως μεταξύ των λίθων, δημιουργούν μια ποικιλία σχημάτων, συνήθη σε αρκετούς βυζαντινούς ναούς της πόλης. Ο ναός φωτίζεται από στενά μονόλοβα, τοξωτά παράθυρα, τα οποία άλλοτε περιβάλλονται από μονή σειρά πλίνθων ως την ποδιά και άλλοτε μόνο γύρω από τον λοβό των παραθύρων. Τα τρία μονόλοβα παράθυρα της αψίδας στέφονται από οδοντωτή ταινία που περιτρέχει όλη την αψίδα. Μια ζωφόρος που φθάνει ως το οδοντωτό γείσο της στέγης κοσμείται με απλά κεραμικά πλακίδια. Παρόμοιος διάκοσμος κοσμεί τα αετώματα του κεντρικού υπερυψωμένου κλίτους και μια ζωφόρο στο ανώτερο σημείο των πλευρών του που ορίζεται από οδοντωτές ταινίες. Δύο «ήλιοι» κοσμούν την ανατολική πλευρά του υπερυψωμένου κλίτους, παρόμοιοι με αυτούς των Αγίων Αναργύρων και του Ταξιάρχη του Γυμνασίου. Η κεντρική είσοδος του ναού βρίσκεται στη δυτική πλευρά, αλλά σήμερα χρησιμοποιείται ελάχιστα, μετά τη διάνοιξη της θύρας στον βόρειο τοίχο. Αντίθετα, η είσοδος στον νότιο τοίχο του ναού είναι αρχική και θα χρησιμοποιούταν ως δευτερεύουσα.

Εσωτερικά ο ναός διαθέτει πλούσιο τοιχογραφικό διάκοσμο. Το πρώτο στρώμα ζωγραφικής που άλλοτε εκτεινόταν στο σύνολο των επιφανειών ακολούθησε τον χρόνο κατασκευής του μνημείου και μπορεί να χρονολογηθεί στις αρχές του 10ου αιώνα. Από τις πιο χαρακτηριστικές και καλύτερα διατηρημένες παραστάσεις του πρώτου στρώματος είναι αυτή της Δευτέρας Παρουσίας στον νάρθηκα. Πρόκειται για μια μεγάλη σύνθεση, η αρχαιότερη του ελλαδικού χώρου, που καλύπτει την καμάρα που στεγάζει τον νάρθηκα και επεκτείνεται στους τοίχους του και τα πλάγια τοιχώματα της σκάλας που οδηγεί στον άνω όροφο. Οι μορφές των αποστόλων και των αγγέλων παρατίθενται συμμετρικά, κατά μήκος μιας ταινίας που διατρέχει τον νάρθηκα, και αποδίδονται κανονικές στις αναλογίες τους, ήρεμες, με συγκρατημένη κίνηση.

Το δεύτερο στρώμα, ένα εικονογραφικό πρόγραμμα που διαρθρώνεται σε τρεις ζώνες, με ευαγγελικές σκηνές, προφήτες, και τις τρεις ηλικίες του Χριστού, καλύπτει την καμάρα του κεντρικού κλίτους και χρονολογείται στις αρχές του 13ου αιώνα. Το κύριο χαρακτηριστικό των σκηνών είναι το μέγεθός τους, η ολιγάνθρωπη, λιτή και αυστηρά δομημένη σύνθεση, με ψηλές μορφές, με ευγενική φυσιογνωμία. Τεχνοτροπικά ανήκουν στο ρεύμα της ακαδημαϊκής ζωγραφικής, που έχει τυποποιήσει στοιχεία του 12ου αιώνα, κινούμενη στο πλαίσιο του υστεροκομνήνειου ύφους.
Από τον 13ο μέχρι και τον 14ο αιώνα, σε διάφορα σημεία του ναού, προστέθηκε από διαφορετικούς αφιερωτές μια σειρά ανεξάρτητων παραστάσεων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η προσωπογραφία του ιερέα Θεοδώρου Λημνιώτη (τέλη 13ου - αρχές 14ου αιώνα) που προσφέρει ομοίωμα του ναού στον άγιο Στέφανο, ενώ αξιόλογη είναι και η απεικόνιση του «ελαχίστου ικέτη Γεωργίου» κάτω από παράσταση της Παναγίας Γοργοεπήκοου. Οι πολλές αφιερωματικές παραστάσεις, η χρήση του ναού για ταφές, η ύπαρξη του συνθρόνου-καθέδρας και του ασκηταριού, οδηγούν στην υπόθεση ότι ο ναός πιθανόν ήταν μοναστηριακός.
 


Γλωσσάρι (15)

τοιχογραφία: ζωγραφική παράσταση στην επιφάνεια τοίχου ή οροφής οικοδομήματος.
βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.
νάρθηκας: ο νάρθηκας είναι η στενόμακρη αίθουσα που εκτείνεται σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς της βασιλικής. Προήλθε από την ανατολική στοά του αιθρίου, η οποία ενσωματώθηκε στον ναό. Χρησίμευε ως χώρος παραμονής των κατηχουμένων, οι οποίοι δεν επιτρεπόταν να παρακολουθήσουν το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας.
κλίτη: οι διάδρομοι που διαμορφώνονται στο εσωτερικό των ναών μεταξύ των κιονοστοιχιών στις βασιλικές. Ο αριθμός τους ποικίλλει από τρία ως εννέα με ευρύτερο και ψηλότερο το κεντρικό.
κόγχη: η αψίδα. Εσωτερικά είναι ημικυκλική, ενώ εξωτερικά μπορεί να είναι πεταλόσχημη, ορθογώνια, τριφυλλόσχημη ή πολυγωνική.
βήμα (ιερό βήμα): πρόκειται για το ανατολικό τμήμα του ναού που καταλήγει σε αψίδα. Είναι συνήθως υπερυψωμένο σε σχέση με το δάπεδο του κυρίως ναού κατά ένα έως τρία σκαλοπάτια. Ο όρος προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «βαίνω», και λόγω της ιερότητας και ιδιαιτερότητάς του ο χώρος ονομάστηκε ιερό βήμα.
σύνθρονο: ημικυκλική λίθινη ή μαρμάρινη βαθμιδωτή κατασκευή καθισμάτων στο εσωτερικό της αψίδας του Ιερού Βήματος των παλαιοχριστιανικών κυρίως ναών, που χρησίμευε ως κάθισμα για τους κληρικούς. Στο κέντρο υπήρχε ο επισκοπικός θρόνος.
παρεκκλήσι: πρόκειται για μικρών διαστάσεων ναΐσκο, ο οποίος είτε είναι αυτόνομος είτε ανήκει σε κάποιο ίδρυμα ή εξαρτάται από μεγαλύτερο ναό. Στο Βυζάντιο τα παρεκκλήσια είχαν συχνά ταφική χρήση.
υπερώο: όροφος που αναπτύσσεται περιμετρικά του ναού επάνω από τα πλάγια κλίτη και το νάρθηκα.
Κεραμοπλαστικός διάκοσμος: τα κεραμικά και πλίνθινα διακοσμητικά στοιχεία στις εξωτερικές επιφάνειες των τοίχων του ναού (πλίνθοι, μαίανδροι, σταυροί, ρόμβοι, οδοντωτές ταινίες, κ.ά.)
μονόλοβο παράθυρο: παράθυρο με ένα μόνο άνοιγμα, το οποίο απολήγει στην κορυφή του σε τόξο.
αψίδα: η ημικυκλική απόληξη της ανατολικής πλευράς των βασιλικών. Εσωτερικά καλύπτεται με θόλο και είναι ημικυκλική, ενώ εξωτερικά καλύπτεται με κλιμακωτή στέγη και μπορεί να είναι πεταλόσχημη, ορθογώνια ή και πολυγωνική.
οδοντωτές ταινίες: διακοσμητικά κεραμοπλαστικά στοιχεία που μπορεί να είναι επιμήκη, ή να συναντώνται κατά μήκος της επίστεψης της στέγης, σαν πλαίσια σε παράθυρα. Μπορεί να είναι μονές ή διπλές.
ζωφόρος: ο όρος χρησιμοποιείται στην Αρχιτεκτονική για να περιγράψει τη ζώνη του ναού πάνω από το επιστύλιο. Στις ζωφόρους των αρχαίων ναών υπήρχαν ανάγλυφες παραστάσεις ανθρώπων, ζώων, ή ολόκληρες εικόνες από μύθους.
αέτωμα: αέτωμα ονομάζεται η άνω τριγωνική αρχιτεκτονική κατασκευή στις ακραίες πλευρές των αρχαίων ελληνικών ναών. Η χρήση του επεκτάθηκε αργότερα και στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, όπου χρησιμοποιήθηκε στην πρόσοψη των ναών. Στα αετώματα συχνά ανοίγονται τοξωτά παράθυρα. Αετώματα επίσης συναντάμε σε κιβώρια, κρήνες, προπύλαια και προστώα.


Πληροφοριακά Κείμενα (2)

Ο ναός των Αγίων Αναργύρων : Ο ναός των Αγίων Αναργύρων υψώνεται στην απότομη πλαγιά της βόρειας πλευράς της πόλης της Καστοριάς. Πρόκειται για μια τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα, με αρχική κάλυψη από τρεις καμάρες, που χρονολογείται στον 10ο-11ο αιώνα. Εσωτερικά, τα κλίτη χωρίζονται μεταξύ τους με τοίχους, τους οποίους διαπερνούν ασύμμετρα τοξωτά ανοίγματα. Το μεσαίο κλίτος είναι πλατύτερο και υπερυψωμένο σε σχέση με τα δύο πλαϊνά, και απολήγει στην ανατολική πλευρά σε ημικυλινδρική κόγχη. Ημικυλινδρικές, αλλά μικρότερων διαστάσεων, είναι και οι κόγχες των πλαϊνών κλιτών. Ο ναός φωτίζεται από λίγα δίλοβα παράθυρα στον φωταγωγό, ανά δύο σε κάθε μακριά πλευρά, και από ένα στις στενές (ανατολική και δυτική). Η τοιχοποιία του αποτελείται από ακανόνιστους λίθους, οι οποίοι εναλλάσσονται με ερυθρές κεράμους που σχηματίζουν διακοσμητικά σχήματα (ρόμβους, ήλιους, δένδρα και οδοντωτές ταινίες), και κονίαμα με αποτέλεσμα ένα υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα. Οι Άγιοι Ανάργυροι διαθέτουν γλυπτό διάκοσμο –τον μοναδικό στην Καστοριά– με ανάγλυφες παραστάσεις από ρόδακες, σταυρούς, αστέρες μέσα σε κύκλους, και ζώα. Στον ναό φυλάσσονται και τμήματα του μαρμάρινου τέμπλου που περισυλλέγησαν κατά τις αναστηλωτικές εργασίες. Ο ναός είναι κατάγραφος με εξαιρετικές τοιχογραφίες σε επάλληλα στρώματα. Οι παραστάσεις του πρώτου στρώματος, που χρονολογείται γύρω στο 1000 μ.Χ., είναι ορατές κυρίως σε σημεία του νάρθηκα, όπου παλαιότερες επεμβάσεις έφεραν στο φως παραστάσεις των αγίων Βασιλείου και Νικολάου, καθώς και των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, και της μορφής του κεκοιμημένου Κωνσταντίνου. Οι παραστάσεις αυτές χαρακτηρίζονται από το έντονο περίγραμμα του προσώπου, την γραμμική απόδοση των χαρακτηριστικών και την περιορισμένη χρήση του αριθμού των χρωμάτων για την απόδοση των μορφών, καθώς και την απουσία όγκου. Οι τοιχογραφίες του δευτέρου στρώματος του ναού χρονολογούνται στο β΄ μισό του 12ου αιώνα και, σύμφωνα με επιγραφές που διατηρούνται σε διάφορα σημεία του ναού και την κτητορική παράσταση στο βόρειο κλίτος, έγιναν με χορηγία του Θεόδωρου Λημνιώτη και της γυναίκας του Άννας Ραδηνής, οι οποίοι ανακαίνισαν το ναό και τον αφιέρωσαν στους αγίους Αναργύρους, με την επίκληση για την προσωπική τους υγεία. Στοιχεία της κτητορικής παράστασης και μιας άλλης στο νότιο κλίτος φανερώνουν πως οι κτήτορες έγιναν μοναχοί και πιθανότατα ο Θεόδωρος Λημνιώτης μετονομάστηκε σε: μοναχός Θεόφιλος Λημνιώτης. Το εικονογραφικό πρόγραμμα του δεύτερου στρώματος, με σκηνές από το Δωδεκάορτο και τα Πάθη του Χριστού στο κεντρικό κλίτος, λειτουργικές στο Ιερό Βήμα, και βίους και μαρτύρια αγίων στα πλαϊνά κλίτη χαρακτηρίζεται από διαφορές στην τεχνοτροπία που υποδεικνύουν ότι στον κυρίως ναό εργάστηκαν δύο καλλιτέχνες με διαφορετική ζωγραφική αντίληψη. Στην πρώτη περίπτωση, οι άγιοι αποδίδονται με ιερατικότητα στη στάση, αυστηρούς στην έκφραση, με ωοειδή πρόσωπα, στρογγυλά και μεγάλα μάτια, και σπαθωτά φρύδια. Τα ενδύματά τους είναι πλούσια και με ποικιλία χρωμάτων, με αναδιπλώσεις στις πτυχώσεις που ακολουθούν την κίνηση του σώματος.Οι παραστάσεις αυτού του ζωγράφου είναι αντιπροσωπευτικές της λεγόμενης «κομνήνειας δυναμικής τεχνοτροπίας» και παραπέμπουν στη ζωγραφική του Αγίου Γεωργίου στο Κουρμπίνοβο. Αντίθετα, οι μορφές του δεύτερου καλλιτέχνη, που χρονικά ελαφρώς προηγούνται, αποδίδονται άκαμπτες και ανέκφραστες, με γραμμικότητα στα πρόσωπα και τις πτυχώσεις των ενδυμάτων. Οι κύριες μορφές εμφανίζονται δυσανάλογα μεγάλες σε σχέση με τις δευτερεύουσες, ενώ σχεδόν απουσιάζουν παντελώς στοιχεία του περιβάλλοντος (αρχιτεκτονικού ή φυσικού χώρου). Ένας τρίτος ζωγράφος καλύπτει την επιφάνειες του νάρθηκα σύμφωνα με τη μνημειακή τάση που επικρατεί στην υστεροκομνήνεια ζωγραφική. Οι εξωτερικές τοιχογραφίες στη δυτική πρόσοψη με τη Δέηση, τους κορυφαίους αποστόλους και τους αγίους Αναργύρους και Νικόλαο χρονολογούνται στην ίδια εποχή.
Ο ναός του Ταξιάρχη Μητροπόλεως : Ο ναός του Ταξιάρχη βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Καστοριάς, στην ενορία της Μητρόπολης, σε μικρή απόσταση από την πλατεία Ομονοίας. Αρχιτεκτονικά μέλη του τα οποία έχουν επαναχρησιμοποιηθεί, όπως κίονες, βάσεις και επιθήματα αμφικιονίων, υποδεικνύουν ότι ίσως ο ναός χτίστηκε στη θέση παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Αρχιτεκτονικά ανήκει στον τύπο της βασιλικής με νάρθηκα και χρονολογείται στον 9ο-10ο αιώνα. Εσωτερικά δύο κιονοστοιχίες διαιρούν το ναό σε τρία κλίτη, τα οποία απολήγουν το μεν μεσαίο σε ημικυλινδρική κόγχη, τα δε πλάγια σε μικρότερες κόγχες που ανοίγουν στο πάχος του τοίχου. Το κεντρικό κλίτος είναι υπερυψωμένο και καλύπτεται με ημικυλινδρική καμάρα. Το βόρειο κλίτος σε μεταγενέστερη εποχή επεκτάθηκε λαμβάνοντας το διπλάσιο πλάτος, διατηρείται όμως τμήμα του ανατολικού του τοίχου με την κόγχη. Στη δυτική πλευρά το ναού ο στενόμακρος νάρθηκας στεγάζεται με τρεις θόλους που διαιρούν την οροφή σε τρία τμήματα που ανταποκρίνονται στην τριμερή διαίρεση του κυρίως ναού. Εσωτερικά ο ναός φέρει ζωγραφικό διάκοσμο σε δύο επάλληλα στρώματα. Το πρώτο στρώμα διατηρείται αποσπασματικά και σε πολύ κακή κατάσταση. Στη κόγχη του βόρειου κλίτους διακρίνεται ο Χριστός, στη κόγχη του νότιου κλίτους ο ευαγγελιστής Ματθαίος, και σε τμήμα περιμετρικά της κόγχης του Ιερού Βήματος διακοσμητική ταινία. Στο νάρθηκα, πάνω από την είσοδο του ανατολικού τοίχου, εικονίζεται η επιβλητική σε μέγεθος μορφή του ένθρονου Χριστού και απέναντι οι τρεις προπάτορες: Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, τμήματα μιας ευρύτερης Δευτέρας Παρουσίας. Στα τόξα εικονίζονται άγιοι, ενώ πάνω από την είσοδο του νότιου κλίτους απεικονίζεται ο Χριστός σε προτομή να ευλογεί. Οι αποσπασματικές αυτές παραστάσεις δε βοηθούν στη συναγωγή συμπερασμάτων για το εικονογραφικό πρόγραμμα αυτού του στρώματος, τεχνοτροπικά όμως παραπέμπουν στις τοιχογραφίες του πρώτου στρώματος του Αγίου Στεφάνου και σε πρώιμες τοιχογραφίες ναών της Καππαδοκίας. Το δεύτερο στρώμα που χρονολογείται το 1359/60 κάλυψε τις επιφάνειες του κεντρικού κλίτους με σκηνές από το Δωδεκάορτο και τα Πάθη, απεικονίσεις αγίων ολόσωμων και σε προτομή. Οι τοιχογραφίες του δεύτερου στρώματος ανήκουν σε ένα ρεύμα ζωγραφικής αντικλασικού χαρακτήρα, που παρατηρείται αυτή την εποχή στους ναούς της Καστοριάς και της Αχρίδας, με τάση προς την επίπεδη γραμμική απόδοση των μορφών, αλλά και την εκφραστικότητα των κινήσεων. Στις εξωτερικές τοιχογραφίες του δυτικού τοίχου εικονίζεται η Παναγία Οδηγήτρια και οι ολόσωμοι αρχάγγελοι Γαβριήλ και Μιχαήλ. Στα πόδια του αρχαγγέλου Μιχαήλ παριστάνονται σε μικρότερη κλίμακα ο βασιλιάς των Βουλγάρων Μιχαήλ Ασάν (1246-1256/7) και πιθανότατα η γυναίκα του Άννα – και όχι η μητέρα του Ειρήνη Κομνηνή που υποστηριζόταν μέχρι πρόσφατα. Στις τοιχογραφίες του νότιου εξωτερικού τοίχου εικονίζονται τοπικοί άρχοντες συνοδευόμενοι από επιγραφές που χρονολογούνται στον 15ον αιώνα και παρέχουν σημαντικές μαρτυρίες για τους ανθρώπους, τις ενδυμασίες και την τέχνη του τόπου.


Βιβλιογραφία (13)

1. Ορλάνδος Α., Τα βυζαντινά μνημεία της Καστοριάς, 1938

2. Τσαμίσης Π., Η Kαστοριά και τα μνημεία της, Αθήναι, 1949

3. Πελεκανίδης Σ., Καστορία. Βυζαντιναί τοιχογραφίαι, Θεσσαλονίκη, 1953

4. Pelekanidis S., I piu antichi affreschi di Kastoria, 1964

5. Wharton-Epstein A., Middle Byzantine Churches of Kastoria: Dates and Implications, 1980

6. Πελεκανίδης Σ., Χατζηδάκης Μ., Καστοριά, Αθήνα, 1984

7. Panayiotidi Μ., La peinture monumentale en Grèce de la fin de l’Iconoclasme jusqu’à l’avènement des Comnènes (843-1081), 1986

8. Panayiotidi Μ., The Character of Monumental Painting in the Tenth Century. The Question of Patronage, Αθήνα, 1989

9. Μουτσόπουλος, Νικόλαος Κ. , Εκκλησίες της Καστοριάς, 9ος–11ος αιώνας, Θεσσαλονίκη, 1992

10. Δρακοπούλου Ε., Η πόλη της Καστοριάς στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή (12ος – 16ος αι.) Ιστορία-Τέχνη-Επιγραφές, Αθήνα, 1997

11. Siomkos N., A propos de la fonction de Saint-Etienne à Kastoria: métropole ou catholicon d’un monastère?, Paris, 2001

12. Siomkos N., L’église Saint-Etienne à Kastoria. Etude des différentes phases du décor peint (Xe-XIVe siècles), Θεσσαλονίκη, 2005

13. Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού | Ναός Αγίου Στεφάνου Καστοριάς, http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=1680&era=3&group=7


Σχόλια (0)