Η πόλη


Η πόλη της Καστοριάς βρίσκεται στη Δυτική Μακεδονία και είναι πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού.  Είναι χτισμένη ανάμεσα στα όρη Βέρνο (Βίστι) και Γράμμο, πάνω σε μία στενή χερσόνησο που διευρύνεται βαθμιαία καθώς εισέρχεται στη λίμνη Ορεστιάδα, γνωστή και ως Λίμνη της Καστοριάς. Η γεωγραφική της θέση και η φυσική της οχύρωση, περιβάλλεται από τη λίμνη σε όλες τις πλευρές εκτός από τη νότια, την ανέδειξαν ως ένα από τους σημαντικούς κόμβους της περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας, γεγονός που συνέβαλε αποφασιστικά στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της πόλης. Η περιοχή  έχει μακραίωνη ιστορία με τα πρώτα στοιχεία κατοίκησης να ανιχνεύονται ήδη από τη νεολιθική εποχή. Σύμφωνα με γραπτές πηγές, στην τοποθεσία που σήμερα βρίσκεται η Βυζαντινή Καστοριά, στα προχριστιανικά χρόνια υπήρχε η μία από τις δύο γνωστές πόλεις της Ορεστίδος, το Κέλετρον ή Κήλητρον το οποίο καταστράφηκε τελικά από βαρβαρικές επιδρομές τον 4ο-5ο αιώνα.
Ο ιστορικός Προκόπιος αναφέρει ότι στα ερείπια εκείνης της πόλης ίδρυσε τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός νέα οχυρωμένη πόλη που ονόμασε Διοκλητιανούπολη,  η οποία από τον 10ο αιώνα απαντά στις γραπτές πηγές ως Καστορία.
Στο πλαίσιο των οχυρωματικών έργων του Ιουστινιανού για την οργάνωση της άμυνας των πόλεων της αυτοκρατορίας ανοικοδομήθηκε στο λαιμό της χερσονήσου της Καστοριάς τείχος ενισχυμένο με ημικυκλικούς και κυκλικούς πύργους. Η ελεγχόμενη πρόσβαση στο εσωτερικό της πόλης εξασφαλιζόταν διαμέσου τριών πυλών του τείχους, από τις οποίες η κεντρική απείχε μόλις 100μ. από τη γέφυρα για τη διάβαση της τάφρου που υπήρχε έξω από το τείχος της πόλης.
Στην πόλη δε σώζονται κατάλοιπα μνημείων από την πρωτοβυζαντινή περίοδο εκτός από ένα κιονόκρανο που εντοπίστηκε στη δυτική πλευρά του τζαμιού Κουρσουμλί το οποίο συνηγορεί στην υπόθεση για ύπαρξη παλαιοχριστιανικής βασιλικής σε αυτή την περιοχή.
Εκτός από το τείχος του ισθμού υπήρχε ήδη από τα βυζαντινά χρόνια και το εσωτερικό τείχος της πόλης, η ακρόπολη, που με αφετηρία τη ΒΔ πλευρά και με κατεύθυνση παράλληλη προς τις δυο όχθες της λίμνης κατέληγε στην περιοχή βόρεια και ανατολικά του ναού της Παναγίας Κουμπελίδικης, ενσωματώνοντας τον στο εσωτερικό της πόλης. Κατά μήκος του περιβόλου αυτού υπήρχαν τουλάχιστον έξι πύλες επικοινωνίας με το εσωτερικό της πόλης. Παράλληλα με την ανοικοδόμηση του βυζαντινού οχυρωματικού περιβόλου, κατασκευάστηκε προς επιπλέον ενίσχυση της κεντρικής πύλης του Ιουστινιάνειου τείχους στο λαιμό της πόλης ένας ογκώδης πύργος.
Η σύνδεση της Kαστοριάς με την Εγνατία Οδό έκανε δυνατή την επικοινωνία της με το κέντρο της αυτοκρατορίας, την Kωνσταντινούπολη. Οι σχέσεις της με την πρωτεύουσα πιστοποιούνται σε όλη τη διάρκεια της Μεσοβυζαντινής περιόδου, κυρίως μέσα από τις πολιτιστικές εκφάνσεις τους, όπως αυτές φαίνονται στα μνημεία.
Κατά την περίοδο από τον 9ο ως τα τέλη του 14ου αιώνα το πλήθος των σωζόμενων ναών εντός αλλά και εκτός των τειχών, αποτελεί μαρτυρία της άνθησης που γνώρισε η πόλη κατά το διάστημα αυτό. Πρόκειται για τρίκλιτες βασιλικές, όπως ο Άγιος Στέφανος και οι Άγιοι Ανάργυροι, μονόχωρες εκκλησίες,  όπως η Παναγία η Μαυριώτισσα και ο Άγιος Αθανασίος και τρίκογχους ναούς, όπως η Παναγία η Κουμπελίδικη. Κύριο στοιχείο των τρίκλιτων βασιλικών της Καστοριάς είναι ο τονισμός του μεσαίου κλίτους με την έντονη υπερύψωση του φωταγωγού στον οποίο ανοίγονται μονόλοβα και λίγα δίλοβα παράθυρα. Εντυπωσιακή είναι και η περίτεχνη εξωτερική κεραμοπλαστική διακόσμηση με τις πήλινες πλάκες, ορθογώνιες, τετράγωνες, παραλληλόγραμμες και τριγωνικές, που περιτρέχουν συχνά ως ζωφόροι την ανώτατη, κάτω από τη στέγη, απόληξη των τοίχων ή περιβάλλουν σε διάφορα ύψη το σώμα του μνημείου, αλλά και τα σωζόμενα εικονογραφικά προγράμματα. Αρκετοί από τους ναούς αυτούς ήταν ιδιωτικοί, ενώ πολλοί λειτουργούσαν ως καθολικά μικρών μοναστηριών της Καστοριάς.
Παρόλο που η περιοχή μέσα στην ακρόπολη αποτελούσε την πυρήνα της βυζαντινής πόλης, η οικοδόμηση μνημείων εκτός των τειχών αποδεικνύουν ότι η Καστοριά σταδιακά επεκτεινόταν έξω από το τειχισμένο τμήμα της. Στη βορειοανατολική πλευρά της θα πρέπει να τοποθετήσουμε το οικιστικό κέντρο της εκτός των τειχών πόλης. Εκεί βρίσκουμε συγκεντρωμένα τα περισσότερα μνημεία που χρονολογούνται στα τέλη του 12ου αιώνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα περισσότερα μνημεία έχουν μία συνεχή χρήση που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι έχουν περισσότερες από μία ανακατασκευές και διαφορετικές φάσεις διακόσμησης.
Η πόλη έχει πολυτάραχη ιστορία. Από το 927 μέχρι το 969 ήταν υπό την κατοχή των Βουλγάρων, που εκδιώχθηκαν από τους Πετσενέγγους με προτροπή των Βυζαντινών. Το 990 ο τσάρος των βουλγάρων Σαμουήλ κατά την επιδρομή του στον ελλαδικό χώρο κατέλαβε την Καστοριά. Το 1018 απελευθερώθηκε από τον Βασίλειο Β’ και έγινε ορμητήριο για τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις. Το 1082 κατέλαβε την πόλη ο Βοημούνδος, γιος του αρχηγού των Νορμανδών Ροβέρτου Γυϊσκάρδου. Ένα χρόνο αργότερα, το 1083, την ανακατάλαβε ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός και άρχισε για την πόλη ένα διάστημα μακρόχρονης ειρήνης με αποτέλεσμα αξιοσημείωτη ακμή και ευημερία. Κατά το τέλος του 12ου αιώνα ίσως η πόλη κατακτήθηκε για λίγους μήνες από του Νορμανδούς, όταν το καλοκαίρι του 1185 διέσχισαν τη δυτική Μακεδονία κατευθυνόμενοι από το Δυρράχιο στη Θεσσαλονίκη.
Τα πρώτα χρόνια του 13ου αιώνα, η ευρύτερη περιοχή της Καστοριάς υπήρξε πεδίο δράσης Βουλγάρων επιδρομέων. Από το 1259 η Καστοριά αποτέλεσε τμήμα της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και μετά της Κωνσταντινούπολης.
Στη συνέχεια του 13ου και του 14ου αιώνα, έως την άλωση της Κωνσταντινούπολης, Σέρβοι και Αλβανοί κατέλαβαν την Καστοριά για μικρό χρονικό διάστημα, ενώ η πόλη πέρασε στα χέρια των Τούρκων γύρω στο 1385.
Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας η περιοχή κατάφερε να διατηρήσει την εθνική της συνείδηση και τη θρησκευτική της πίστη και εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο σημαντικά εμπορικά και πνευματικά κέντρα των Βαλκανίων.
Κατά τον 15ο αιώνα η Καστοριά πληθυσμιακά συγκαταλέγεται στις μεγάλες πόλεις των Βαλκανίων.  Οι κάτοικοί της είναι κυρίως Χριστιανοί, αλλά σημαντική είναι και η παρουσία των Τούρκων και των Εβραίων.
Από τα μέσα του 15ου αιώνα υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξη στην Καστοριά συνοικιών ραφτών, χρυσοχόων και γουναράδων που εμπορεύονται έξω από τα σύνορα της οθωμανικής αυτοκρατορίας αποκτώντας πλούτο και κύρος.
Η άνθηση των τεχνών και των γραμμάτων κατά την περίοδο αυτή είναι αξιοσημείωτη. Η σημαντική καλλιτεχνική δραστηριότητα της Καστοριάς τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας εντοπίζεται στη δράση ενός εργαστηρίου που τοιχογράφησε τουλάχιστον πέντε μνημεία της πόλης και συνδέεται με έναν αρκετά μεγάλο αριθμό μνημείων όλης της βαλκανικής.
Ιστορικές πηγές της εποχής μαρτυρούν τις σχέσεις της Καστοριάς με μεγάλα εκκλησιαστικά, καλλιτεχνικά και εμπορικά κέντρα της κυρίως Ελλάδας και των Βαλκανίων. Δημιουργούνται νέοι δρόμοι που συνδέουν την περιοχή με την Αλβανία, την ανατολική Μακεδονία, τη Σερβία και τη Ρουμανία και αργότερα με την Αυστρία και την Ουγγαρία διευκολύνοντας τις μετακινήσεις αγαθών και τις εμπορικές συναλλαγές.
Τέλος κατά τον 16ο αιώνα εντείνεται η επικοινωνία με τη  Βενετία και πυκνώνουν όχι μόνο οι εμπορικές αλλά και οι πολιτιστικές σχέσεις όπως φανερώνουν οι επιρροές σε φορητές εικόνες και τοιχογραφίες της εποχής.
 


Γλωσσάρι (8)

κιονόκρανο: το ανώτερο τμήμα ενός κίονα που φέρει διακόσμηση και πάνω στο οποίο στηρίζεται το επιστύλιο. Υπήρχουν τρεις βασικοί τύποι κιονοκράνων: το δωρικό, το ιωνικό και το κορινθιακό, οι οποίοι εμπλουτίστηκαν στους Βυζαντινούς ναούς, όπου επικρατούσε το κορινθιακού τύπου κιονόκρανο σε διάφορες παραλλαγές.
βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.
τρίκογχο: κτίριο που φέρει τρεις κόγχες στις τρεις πλευρές.
μονόλοβο παράθυρο: παράθυρο με ένα μόνο άνοιγμα, το οποίο απολήγει στην κορυφή του σε τόξο.
δίλοβο παράθυρο: παράθυρο με δύο ανοίγματα που απολήγουν στην κορυφή σε τόξο. Τα ανοίγματα συνήθως χωρίζονται μεταξύ τους με αμφικιονίσκους.
Κεραμοπλαστικός διάκοσμος: τα κεραμικά και πλίνθινα διακοσμητικά στοιχεία στις εξωτερικές επιφάνειες των τοίχων του ναού (πλίνθοι, μαίανδροι, σταυροί, ρόμβοι, οδοντωτές ταινίες, κ.ά.)
ζωφόρος: ο όρος χρησιμοποιείται στην Αρχιτεκτονική για να περιγράψει τη ζώνη του ναού πάνω από το επιστύλιο. Στις ζωφόρους των αρχαίων ναών υπήρχαν ανάγλυφες παραστάσεις ανθρώπων, ζώων, ή ολόκληρες εικόνες από μύθους.
καθολικό: ο κυρίως ναός του μοναστηριού. Κατά κανόνα ήταν ο μεγαλοπρεπέστερος και βρισκόταν σε κεντρικό σημείο της αυλής.


Πληροφοριακά Κείμενα (11)

Προκόπιος: Βυζαντινός ιστορικός με πλούσιο συγγραφικό έργο. Γεννήθηκε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και σπούδασε ρητορική, σοφιστική και νομικά. Σε νεαρή ηλικία μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου άσκησε το επάγγελμα του ρήτορα και του δικηγόρου. Σύντομα εισήλθε στον κύκλο του στρατηγού Βελισάριου με καθήκοντα γραμματέα και συμβούλου και τον ακολούθησε σε πολλές εκστρατείες. Έζησε από κοντά την μεγάλη επιδημία πανώλης στην Κωνσταντινούπολη (541-542), την οποία και περιγράφει αναλυτικά. Το συγγραφικό του έργο αποτελεί τη σπουδαιότερη πηγή για την εποχή του Ιουστινιανού, αν και ομολογουμένως δεν στέκεται αμερόληπτος απέναντι στον αυτοκράτορα, καθώς από ένα σημείο και μετά φαίνεται να είναι αρνητικά προκατειλημμένος τόσο απέναντι στον Ιουστινιανό, όσο και προς τη Θεοδώρα. Από το 549 και μετά βρίσκεται σταθερά στην Κωνσταντινούπολη, όμως δεν έχουμε καμιά πληροφορία για τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Ιουστινιανός Α' (περ. 482-565): Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (527-565). Διαδέχθηκε στον θρόνο τον θείο του Ιουστίνο Α΄. Από τις πρώτες ενέργειες του Ιουστινιανού ήταν η αναδιοργάνωση του φορολογικού συστήματος, ενώ συγκέντρωσε και επανακωδικοποίησε τους νόμους του Θεοδοσίου. Αναμείχθηκε προσωπικά και σε θρησκευτικές διαμάχες και συγκάλεσε την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (553). Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ως ορθόδοξο αυτοκράτορα και έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών. Πολλές από τις ενέργειές του, κυρίως σε πολιτικό και φορολογικό επίπεδο, προκάλεσαν την έντονη δυσαρέσκεια συγκλητικών και φατριών και οδήγησαν στη Στάση του Νίκα. Ανέπτυξε έντονη οικοδομική δραστηριότητα, χτίζοντας μόνο στην Κωνσταντινούπολη 30 εκκλησίες, ανάμεσα τους και την περίφημη εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική, αντιμετώπισε με επιτυχία τους Πέρσες και τους Βάνδαλους στην Ανατολή και επικεντρώθηκε στην ανάκτηση της Δύσης. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε προσωρινά εξαντλώντας όμως την αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα οι βάρβαροι της Βαλκανικής να λεηλατήσουν την ελληνική χερσόνησο μέχρι τον Ισθμό και βαρβαρικοί πληθυσμοί να εγκατασταθούν στα σύνορα. Οι πολεμικές του δραστηριότητες ωστόσο εξάντλησαν το Βυζάντιο σε χρήμα και στρατό και εν τέλει δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα, καθώς η Ιταλία όπως και οι άλλες περιοχές που είχε κατακτήσει σύντομα χάθηκαν ξανά. Έτσι, μετά τον θάνατό του, η αυτοκρατορία, αποδυναμωμένη, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις, με αποκορύφωμα τις αραβικές κατακτήσεις, που θα αναιρέσουν το μεγαλύτερο μέρος των εξωτερικών επιτευγμάτων του Ιουστινιανού.
Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Ο ναός του Αγίου Στεφάνου: Ο ναός του Αγίου Στεφάνου βρίσκεται σε ένα ύψωμα στη βορειοανατολική πλευρά της Καστοριάς. Η χρονολόγησή του μνημείου είναι προβληματική καθώς δεν υπάρχουν πληροφορίες από επιγραφές ή άλλες πηγές. Με βάση όμως τον παλαιότερο τοιχογραφικό διάκοσμο που διατηρείται στον ναό, η ανέγερση του μνημείου τοποθετείται στις αρχές του 10ου αιώνα. Αρχιτεκτονικά, ο ναός κτίστηκε στον τύπο της τρίκλιτης καμαροσκέπαστης βασιλικής με νάρθηκα και υπερυψωμένο το κεντρικό κλίτος. Τα κλίτη επικοινωνούν μεταξύ τους με δύο συμμετρικά τόξα, ενώ τυφλά αψιδώματα, από δύο σε κάθε πλευρά, κοσμούν τους τοίχους των πλαγίων κλιτών. Τα τρία κλίτη και ο νάρθηκας καλύπτονται με ημικυλινδρικές καμάρες. Η ημιεξαγωνική, εξωτερικά, κόγχη του ιερού διασώζει στο εσωτερικό της κτιστό σύνθρονο. Τρία τοξωτά ανοίγματα επιτρέπουν την επικοινωνία κάθε κλίτους με τον νάρθηκα που καταλαμβάνει όλο το πλάτος του ναού, ενώ ένα κτιστό κλιμακοστάσιο στη βόρεια πλευρά οδηγεί στον όροφο. Στο νότιο τμήμα του ορόφου διαμορφώνεται παρεκκλήσι αφιερωμένο στην αγία Άννα, ενώ ένα τοξωτό παράθυρο βλέπει στο κεντρικό κλίτος. Το υπερώο, μοναδικό στους βυζαντινούς ναούς της Καστοριάς, αναφέρεται στην τοπική παράδοση ως ασκηταριό. Το εξωτερικό του ναού διαθέτει πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Η τοιχοποιία αποτελείται από ακανόνιστους λίθους σε ζώνες που ορίζονται από διπλές σειρές πλίνθων, ενώ άλλες πλίνθοι τοποθετημένες καθέτως ή διαγωνίως μεταξύ των λίθων, δημιουργούν μια ποικιλία σχημάτων, συνήθη σε αρκετούς βυζαντινούς ναούς της πόλης. Ο ναός φωτίζεται από στενά μονόλοβα, τοξωτά παράθυρα, τα οποία άλλοτε περιβάλλονται από μονή σειρά πλίνθων ως την ποδιά και άλλοτε μόνο γύρω από τον λοβό των παραθύρων. Τα τρία μονόλοβα παράθυρα της αψίδας στέφονται από οδοντωτή ταινία που περιτρέχει όλη την αψίδα. Μια ζωφόρος που φθάνει ως το οδοντωτό γείσο της στέγης κοσμείται με απλά κεραμικά πλακίδια. Παρόμοιος διάκοσμος κοσμεί τα αετώματα του κεντρικού υπερυψωμένου κλίτους και μια ζωφόρο στο ανώτερο σημείο των πλευρών του που ορίζεται από οδοντωτές ταινίες. Δύο «ήλιοι» κοσμούν την ανατολική πλευρά του υπερυψωμένου κλίτους, παρόμοιοι με αυτούς των Αγίων Αναργύρων και του Ταξιάρχη του Γυμνασίου. Η κεντρική είσοδος του ναού βρίσκεται στη δυτική πλευρά, αλλά σήμερα χρησιμοποιείται ελάχιστα, μετά τη διάνοιξη της θύρας στον βόρειο τοίχο. Αντίθετα, η είσοδος στον νότιο τοίχο του ναού είναι αρχική και θα χρησιμοποιούταν ως δευτερεύουσα. Εσωτερικά ο ναός διαθέτει πλούσιο τοιχογραφικό διάκοσμο. Το πρώτο στρώμα ζωγραφικής που άλλοτε εκτεινόταν στο σύνολο των επιφανειών ακολούθησε τον χρόνο κατασκευής του μνημείου και μπορεί να χρονολογηθεί στις αρχές του 10ου αιώνα. Από τις πιο χαρακτηριστικές και καλύτερα διατηρημένες παραστάσεις του πρώτου στρώματος είναι αυτή της Δευτέρας Παρουσίας στον νάρθηκα. Πρόκειται για μια μεγάλη σύνθεση, η αρχαιότερη του ελλαδικού χώρου, που καλύπτει την καμάρα που στεγάζει τον νάρθηκα και επεκτείνεται στους τοίχους του και τα πλάγια τοιχώματα της σκάλας που οδηγεί στον άνω όροφο. Οι μορφές των αποστόλων και των αγγέλων παρατίθενται συμμετρικά, κατά μήκος μιας ταινίας που διατρέχει τον νάρθηκα, και αποδίδονται κανονικές στις αναλογίες τους, ήρεμες, με συγκρατημένη κίνηση. Το δεύτερο στρώμα, ένα εικονογραφικό πρόγραμμα που διαρθρώνεται σε τρεις ζώνες, με ευαγγελικές σκηνές, προφήτες, και τις τρεις ηλικίες του Χριστού, καλύπτει την καμάρα του κεντρικού κλίτους και χρονολογείται στις αρχές του 13ου αιώνα. Το κύριο χαρακτηριστικό των σκηνών είναι το μέγεθός τους, η ολιγάνθρωπη, λιτή και αυστηρά δομημένη σύνθεση, με ψηλές μορφές, με ευγενική φυσιογνωμία. Τεχνοτροπικά ανήκουν στο ρεύμα της ακαδημαϊκής ζωγραφικής, που έχει τυποποιήσει στοιχεία του 12ου αιώνα, κινούμενη στο πλαίσιο του υστεροκομνήνειου ύφους. Από τον 13ο μέχρι και τον 14ο αιώνα, σε διάφορα σημεία του ναού, προστέθηκε από διαφορετικούς αφιερωτές μια σειρά ανεξάρτητων παραστάσεων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η προσωπογραφία του ιερέα Θεοδώρου Λημνιώτη (τέλη 13ου - αρχές 14ου αιώνα) που προσφέρει ομοίωμα του ναού στον άγιο Στέφανο, ενώ αξιόλογη είναι και η απεικόνιση του «ελαχίστου ικέτη Γεωργίου» κάτω από παράσταση της Παναγίας Γοργοεπήκοου. Οι πολλές αφιερωματικές παραστάσεις, η χρήση του ναού για ταφές, η ύπαρξη του συνθρόνου-καθέδρας και του ασκηταριού, οδηγούν στην υπόθεση ότι ο ναός πιθανόν ήταν μοναστηριακός.
Ο ναός των Αγίων Αναργύρων : Ο ναός των Αγίων Αναργύρων υψώνεται στην απότομη πλαγιά της βόρειας πλευράς της πόλης της Καστοριάς. Πρόκειται για μια τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα, με αρχική κάλυψη από τρεις καμάρες, που χρονολογείται στον 10ο-11ο αιώνα. Εσωτερικά, τα κλίτη χωρίζονται μεταξύ τους με τοίχους, τους οποίους διαπερνούν ασύμμετρα τοξωτά ανοίγματα. Το μεσαίο κλίτος είναι πλατύτερο και υπερυψωμένο σε σχέση με τα δύο πλαϊνά, και απολήγει στην ανατολική πλευρά σε ημικυλινδρική κόγχη. Ημικυλινδρικές, αλλά μικρότερων διαστάσεων, είναι και οι κόγχες των πλαϊνών κλιτών. Ο ναός φωτίζεται από λίγα δίλοβα παράθυρα στον φωταγωγό, ανά δύο σε κάθε μακριά πλευρά, και από ένα στις στενές (ανατολική και δυτική). Η τοιχοποιία του αποτελείται από ακανόνιστους λίθους, οι οποίοι εναλλάσσονται με ερυθρές κεράμους που σχηματίζουν διακοσμητικά σχήματα (ρόμβους, ήλιους, δένδρα και οδοντωτές ταινίες), και κονίαμα με αποτέλεσμα ένα υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα. Οι Άγιοι Ανάργυροι διαθέτουν γλυπτό διάκοσμο –τον μοναδικό στην Καστοριά– με ανάγλυφες παραστάσεις από ρόδακες, σταυρούς, αστέρες μέσα σε κύκλους, και ζώα. Στον ναό φυλάσσονται και τμήματα του μαρμάρινου τέμπλου που περισυλλέγησαν κατά τις αναστηλωτικές εργασίες. Ο ναός είναι κατάγραφος με εξαιρετικές τοιχογραφίες σε επάλληλα στρώματα. Οι παραστάσεις του πρώτου στρώματος, που χρονολογείται γύρω στο 1000 μ.Χ., είναι ορατές κυρίως σε σημεία του νάρθηκα, όπου παλαιότερες επεμβάσεις έφεραν στο φως παραστάσεις των αγίων Βασιλείου και Νικολάου, καθώς και των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, και της μορφής του κεκοιμημένου Κωνσταντίνου. Οι παραστάσεις αυτές χαρακτηρίζονται από το έντονο περίγραμμα του προσώπου, την γραμμική απόδοση των χαρακτηριστικών και την περιορισμένη χρήση του αριθμού των χρωμάτων για την απόδοση των μορφών, καθώς και την απουσία όγκου. Οι τοιχογραφίες του δευτέρου στρώματος του ναού χρονολογούνται στο β΄ μισό του 12ου αιώνα και, σύμφωνα με επιγραφές που διατηρούνται σε διάφορα σημεία του ναού και την κτητορική παράσταση στο βόρειο κλίτος, έγιναν με χορηγία του Θεόδωρου Λημνιώτη και της γυναίκας του Άννας Ραδηνής, οι οποίοι ανακαίνισαν το ναό και τον αφιέρωσαν στους αγίους Αναργύρους, με την επίκληση για την προσωπική τους υγεία. Στοιχεία της κτητορικής παράστασης και μιας άλλης στο νότιο κλίτος φανερώνουν πως οι κτήτορες έγιναν μοναχοί και πιθανότατα ο Θεόδωρος Λημνιώτης μετονομάστηκε σε: μοναχός Θεόφιλος Λημνιώτης. Το εικονογραφικό πρόγραμμα του δεύτερου στρώματος, με σκηνές από το Δωδεκάορτο και τα Πάθη του Χριστού στο κεντρικό κλίτος, λειτουργικές στο Ιερό Βήμα, και βίους και μαρτύρια αγίων στα πλαϊνά κλίτη χαρακτηρίζεται από διαφορές στην τεχνοτροπία που υποδεικνύουν ότι στον κυρίως ναό εργάστηκαν δύο καλλιτέχνες με διαφορετική ζωγραφική αντίληψη. Στην πρώτη περίπτωση, οι άγιοι αποδίδονται με ιερατικότητα στη στάση, αυστηρούς στην έκφραση, με ωοειδή πρόσωπα, στρογγυλά και μεγάλα μάτια, και σπαθωτά φρύδια. Τα ενδύματά τους είναι πλούσια και με ποικιλία χρωμάτων, με αναδιπλώσεις στις πτυχώσεις που ακολουθούν την κίνηση του σώματος.Οι παραστάσεις αυτού του ζωγράφου είναι αντιπροσωπευτικές της λεγόμενης «κομνήνειας δυναμικής τεχνοτροπίας» και παραπέμπουν στη ζωγραφική του Αγίου Γεωργίου στο Κουρμπίνοβο. Αντίθετα, οι μορφές του δεύτερου καλλιτέχνη, που χρονικά ελαφρώς προηγούνται, αποδίδονται άκαμπτες και ανέκφραστες, με γραμμικότητα στα πρόσωπα και τις πτυχώσεις των ενδυμάτων. Οι κύριες μορφές εμφανίζονται δυσανάλογα μεγάλες σε σχέση με τις δευτερεύουσες, ενώ σχεδόν απουσιάζουν παντελώς στοιχεία του περιβάλλοντος (αρχιτεκτονικού ή φυσικού χώρου). Ένας τρίτος ζωγράφος καλύπτει την επιφάνειες του νάρθηκα σύμφωνα με τη μνημειακή τάση που επικρατεί στην υστεροκομνήνεια ζωγραφική. Οι εξωτερικές τοιχογραφίες στη δυτική πρόσοψη με τη Δέηση, τους κορυφαίους αποστόλους και τους αγίους Αναργύρους και Νικόλαο χρονολογούνται στην ίδια εποχή.
Ο ναός της Παναγίας της Μαυριώτισσας: Ο ναός της Παναγίας της Μαυριώτισσας, το καθολικό της ομώνυμης μονής, βρίσκεται τέσσερα περίπου χιλιόμετρά νοτιοανατολικά από την Καστοριά, σε μια τοποθεσία με αιωνόβια πλατάνια στην όχθη της λίμνης. Σύμφωνα με την παράδοση, η μονή πήρε το όνομά της από το παραλίμνιο χωριό Μαύροβο που βρίσκεται απέναντι. Ο ναός κτίζεται πιθανώς τον 11ο αιώνα. Πρόκειται για ένα μονόχωρο ξυλόστεγο ναό που καταλήγει στην ανατολική του πλευρά σε ημικυκλική βαθμιδωτή κόγχη. Στη δυτική πλευρά του ναού διαμορφώνεται ευρύχωρος, τετράγωνος νάρθηκας ή λιτή. Στο νότιο τοίχο του προσαρμόστηκε τον 16ο αιώνα παρεκκλήσι αφιερωμένο στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, με τοιχογραφίες που χρονολογούνται το 1552 και αποδίδονταιστον Ευστάθιο Ιακώβου, ιερέα και πρωτονοτάριο Άρτης. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού της Παναγίας σώζεται σήμερα αποσπασματικά και περιορίζεται στο Ιερό Βήμα, στον δυτικό τοίχο του κυρίως ναού, στον ανατολικό και νότιο τοίχο του νάρθηκα, καθώς και στην εξωτερική όψη του νότιου τοίχου. Στην κόγχη του Ιερού κάτω από την ένθρονη Παναγία με τους αγγέλους απεικονίζονται σε δύο ζεύγη ένθρονοι Ευαγγελιστές και Συλλειτουργούντες Ιεράρχες. Στο αέτωμα του ανατολικού τοίχου απεικονίζεται η Ανάληψη και πιο κάτω ο Ευαγγελισμός, ιατροί άγιοι, στυλίτες και ο άγιος Εύπλους. Η ρωγμή που διατρέχει κατά πλάτος τον ανατολικό τοίχο φανερώνει πως όλο το πάνω τμήμα πρέπει να κατέρρευσε και να αποκαταστάθηκε οπότε και συμπληρώθηκαν οι καταστραμμένες παραστάσεις, καθώς και η μορφή στα πόδια της Παναγίας του μοναχού που φρόντισε προφανώς για την ανακαίνιση, σύμφωνα με τη δυσανάγνωστη επιγραφή. Στον δυτικό τοίχο του ναού σώζεται ακέραιο το εικονογραφικό πρόγραμμα με τη σκηνή της Πεντηκοστής στο αέτωμα, τον Νιπτήρα, τη Σταύρωση και την Προδοσία στην επόμενη ζώνη και πιο κάτω την παράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου. Οι μοναχοί άγιοι: Αλέξιος, ο άνθρωπος του Θεού, και Ιωάννης ο Καλυβίτης κοσμούν τις παραστάδες της πόρτας. Στην ίδια εποχή ανήκει και η εντυπωσιακή παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας που αναπτύσσεται στον ανατολικό και νότιο τοίχο της λιτής, ενώ εκατέρωθεν της εισόδου απεικονίζονται οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, και η μεταγενέστερης εποχής παράσταση της Βάπτισης. Ιδιαίτερο εικονογραφικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μορφές των κολασμένων, πάνω από τις μορφές των πέντε αγίων της Σεβάστειας. Η παρουσία των Συλλειτουργούντων Ιεραρχών στο ιερό, η απεικόνιση της λιποθυμίας της Παναγίας και οι γκροτέσκες φιγούρες του υπηρέτη και του στρατιώτη στη Σταύρωση, το επεισόδιο με τον Ιεφωνία στην παράσταση της Κοίμησης, και οι τύποι των ποινών στη Δευτέρα Παρουσία είναι θέματα με ιδιαίτερο εικονογραφικό ενδιαφέρον και παρά τις παλαιότερες απόψεις για τη χρονολόγηση των τοιχογραφιών στον 12ο αιώνα, φανερώνουν πως ο διάκοσμος μπορεί να τοποθετηθεί στις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα. Στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα τοποθετείται η ανακατασκευή και συμπλήρωση του τοιχογραφικού διακόσμου του ανωτέρου τμήματος του Ιερού, η παράσταση της Βάπτισης στον νάρθηκα, καθώς και οι εξωτερικές τοιχογραφίες. Στον εξωτερικό νότιο τοίχο αναπτύσσεται σύνθεση με την Ρίζα του Ιεσσαί, τους αγίους Δημήτριο και Γεώργιο και δύο αυτοκρατορικές μορφές. Σύμφωνα με τις συνοδευτικές επιγραφές δεξιά απεικονίζεται ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος μαζί με έναν ακόμα αυτοκράτορα, Κομνηνό, πιθανώς τον Αλέξιο που από την περιοχή της Μαυριώτισσας ανακατέλαβε την πόλη από τους Νορμανδούς με την βοήθεια του Γεώργιου Παλαιολόγου. Η όλη σύνθεση, που μπορεί να τοποθετηθεί μετά τη μάχη της Πελαγονίας ανάμεσα στα έτη 1259 και 1264, αποτελεί ένα εικαστικό εγκώμιο, το οποίο είχε σκοπό να συνδέσει τον Μιχαήλ Παλαιολόγο με την οικογένεια των Κομνηνών. Στο τύμπανο της τοιχισμένης παλαιάς εισόδου του νότιου τοίχου απεικονίζεται η Παναγία με τον Χριστό στον τύπο του Αναπεσόντα, ενώ στα αριστερά βρίσκεται ο απόστολος Πέτρος.
Πετσενέγοι: Λαός τουρκικής καταγωγής. Στις ελληνικές πηγές είναι επίσης γνωστοί ως Πατσινάκες, Πατζινάκες και Πετσενέγκοι. Κατοικούσαν στις χώρες της κεντρικής Ασίας. Τον 5ο αιώνα μετακινήθηκαν στη δυτική Ασία και τη νότια Ρωσία, ενώ τον 9ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στις όχθες του κάτω Δούναβη. Οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν καλές σχέσεις μαζί τους και κατόρθωσαν να τους χρησιμοποιήσουν εναντίον των Βουλγάρων. Αργότερα όμως έγιναν ιδιαίτερα επικίνδυνοι για το Βυζάντιο και ειδικότερα τον 11ο αιώνα, όταν προχώρησαν στα νότια του Δούναβη και έφτασαν μέχρι την Αδριανούπολη. Η τελευταία μάχη των Βυζαντινών με τους Πετσενέγους αναφέρεται το 1091, όπου υπέστησαν πανωλεθρία και οι λίγοι που διασώθηκαν συγχωνεύθηκαν με τους Βουλγάρους.
Σαμουήλ (976-1041): Τσάρος των Βουλγάρων από το 996/7 έως το 1041. Ήταν ο νεότερος γιος του διοικητή της δυτικής Μακεδονίας, κόμη Νικολάου. Αναδείχθηκε σε μια από τις πιο αξιόλογες προσωπικότητες της μεσαιωνικής βουλγαρικής ιστορίας. Κυβέρνησε αρχικά μαζί με τους τρεις αδερφούς του, και μετά τον θάνατό τους έμεινε μόνος ηγέτης των Βουλγάρων το 996/7. Ο Σαμουήλ επανίδρυσε το Βουλγαρικό Πατριαρχείο στην Αχρίδα και επιδόθηκε σε διαρκείς πολέμους με το Βυζάντιο. Το 981 εισέβαλλε στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας και προέλασε νοτιότερα στον ελλαδικό χώρο καταλαμβάνοντας πολλές πόλεις. Η νικηφόρος πορεία του σταμάτησε το 996, όταν κατατροπώθηκε στις όχθες του Σπερχειού ποταμού από τον βυζαντινό στρατό. Από το 1000 και μετά άρχισε ένας νέος κύκλος αλλεπάλληλων επιθέσεων από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β', που οδήγησε στην εξάντληση του βουλγαρικού στρατού, και την ολοκληρωτική του ήττα το 1014 στη μάχη στο κλειδί.
Βοημούνδος (1058-1111):: Πρίγκιπας του Τάραντα και της Αντιόχειας. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του περίφημου αρχηγού των Βίκινγκ, Ροβέρτου Γυισκάρδου. Συμμετείχε με τους Νορμανδούς στην επίθεση κατά του Βυζαντίου. Ο στρατός του μάλιστα έφτασε μέχρι την Λάρισα, όπου αποκρούστηκε από τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Κατά τη διάρκεια της Α΄ σταυροφορίας κατέλαβε την Αντιόχεια και για μικρό χρονικό διάστημα διετέλεσε πρίγκιπας της πόλης. Παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππου Α΄, Κωνσταντία, με την οποία απέκτησε έναν γιο. Πέθανε το 1111.
Αλέξιος Α' Κομνηνός: Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 1081 ως το 1118, ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών. Γιος του Ιωάννη Κομνηνού και της Άννας Δαλασσηνής, ξεκίνησε ως στρατηγός στον αυτοκρατορικό στρατό. Χρησιμοποιώντας τη θέση του αυτή επαναστάτησε και, έχοντας την υποστήριξη της στρατιωτικής αριστοκρατίας, κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την 1η Απριλίου του 1081, οπότε και χρίστηκε αυτοκράτορας. Η αυτοκρατορία όπως την παρέλαβε ο Αλέξιος βρισκόταν σε πολύ κρίσιμη καμπή, καθώς έπρεπε να αντιμετωπιστούν εξεγέρσεις της αριστοκρατίας· οι Σελτζούκοι είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, ενώ η πρωτεύουσα και οι παραδουνάβιες επαρχίες δέχονταν επιθέσεις. Οι επιδρομές αυτές συνεχίστηκαν με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση για αρκετά χρόνια. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες, ο Αλέξιος στράφηκε στη Δύση, όπου σύνηψε συμμαχίες με τους Βενετούς και τους Γερμανούς. Όσον αφορά στην εσωτερική του πολιτική, προσπάθησε να εξυγιάνει και να αναζωογονήσει την οικονομία και το εμπόριο, αλλά και να συγκρατήσει την υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος, ενώ θεσμοθέτησε νέους διοικητικούς τίτλους για να αντικατασταθούν οι παλιοί. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου, έλαβε χώρα και η πρώτη Σταυροφορία. Ο Αλέξιος προσπάθησε να αντιμετωπίσει με τη διπλωματία τους σταυροφόρους που κατέφθαναν κατά ομάδες στα εδάφη του και τους παραχώρησε πλοία για να περάσουν στη Μικρά Ασία. Έπειτα από πολλές διαπραγματεύσεις, οι αρχηγοί των σταυροφόρων δεσμεύτηκαν: από τις καταλήψεις τους να παραδώσουν σε βυζαντινή διοίκηση όσα εδάφη ανήκαν προηγουμένως ανήκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ωστόσο, o Αλέξιος δεν κατάφερε να αποτρέψει την κατάληψη της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους. Πέθανε το 1118.
Αυτοκρατορία της Νίκαιας: ένα από τα διάδοχα κράτη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που ιδρύθηκαν από τη βυζαντινή αριστοκρατία, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της τέταρτης σταυροφορίας, τον Απρίλιο του 1204. Ιδρύθηκε από τον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη, οι διάδοχοι του οποίου ηγήθηκαν της αυτοκρατορίας μέχρι την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το 1261.


Βιβλιογραφία (7)

1. Τσαμίσης Π., Η Kαστοριά και τα μνημεία της, Αθήναι, 1949

2. Μουτσόπουλος Ν.Κ., Kαστοριά, Ιστορία, Μνημεία, Λαογραφία από την ίδρυση μέχρι τον 10ο μ.X. αι. Προϊστορική, ιστορική και παλαιοχριστιανική εποχή, 1974

3. Pelekanides St, Kastoria, 1978

4. Καραγιάννη Φ., Οι Βυζαντινοί οικισμοί στη Μακεδονία μέσα από τα αρχαιολογικά δεδομένα (4ος – 15ος αιώνας), Θεσσαλονίκη, 2010

5. Τσολάκης Π., Η αρχιτεκτονική της παλιάς Καστοριάς, Θεσσαλονίκη, 2009

6. Πελεκανίδης Σ., Χατζηδάκης Μ., Καστοριά, Αθήνα, 1984

7. Μουτσόπουλος Ν., Kαστοριά. Λεύκωμα. Ιστορική-χωροταξική πολεοδομική μορφολογική μελέτη Kαστοριάς, Θεσσαλονίκη, 1972


Σχόλια (0)