Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού


Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη με σκοπό να αποτελέσει κέντρο διαφύλαξης, έρευνας και μελέτης των στοιχείων του βυζαντινού πολιτισμού που διασώζονται στο μακεδονικό χώρο και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη. Ως γνωστό, η πόλη αυτή αποτελούσε το σημαντικότερο κέντρο, μετά την Κωνσταντινούπολη, στο ευρωπαϊκό τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
 
Το μουσείο στεγάζεται σε κτίριο βραβευμένο από το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής,  το οποίο δημιούργησε ο στοχαστικός αρχιτέκτονας Κυριάκος Κρόκος. Ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1994 και στις έντεκα αίθουσες του παρουσιάζονται με τρόπο πρωτότυπο και παιδαγωγικό ποικίλες όψεις του βυζαντινού πολιτισμού που καλύπτουν το χρονικό διάστημα από το 3ο ως το 19ο αι.

Στις τρείς πρώτες αίθουσες του Μουσείου αναπτύσσονται ισάριθμες σημαντικές όψεις του πολιτισμού και της τέχνης της παλαιοχριστιανικής περιόδου (4ος-7ος αι.), οι οποίες αφορούν στην αρχιτεκτονική και τη διακόσμηση «Παλαιοχριστιανικού ναού», στην οργάνωση της «Παλαιοχριστιανικής πόλης και κατοικίας», ενώ στην αίθουσα με τον τίτλο,  «Από τα Ηλύσια Πεδία στον χριστιανικό Παράδεισο» παρουσιάζονται οι κρίσιμες αλλαγές που επέφερε ο χριστιανισμός στις ιδέες για το θάνατο και κατά συνέπεια στις   ταφές και τα ταφικά έθιμα. Ακολουθεί η μέση βυζαντινή περίοδος (8ος-12ος αι.) που παρουσιάζεται στις ενότητες  «Από την Εικονομαχία στη λάμψη των Μακεδόνων και των Κομνηνών», «Οι δυναστείες των βυζαντινών αυτοκρατόρων»  και «Το βυζαντινό κάστρο». Οι τελευταίοι αιώνες της αυτοκρατορίας αποδίδονται μέσω της ενότητας «Το Λυκόφως του Βυζαντίου (1204-1453)». Στις δύο επόμενες αίθουσες παρουσιάζονται επιλεγμένα έργα από τις δύο μεγάλες ιδιωτικές συλλογές της Ντόρης Παπαστράτου και του Δημητρίου Οικονομόπουλου, οι οποίες δωρήθηκαν στο Μουσείο. Η περιήγηση τελειώνει με τις  θεματικές ενότητες «Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο: Η βυζαντινή κληρονομιά στους χρόνους μετά την Άλωση. 1453-19οςαι.» και «Ανακαλύπτοντας το παρελθόν», στην οποία παρουσιάζονται οι διανοητικές και τεχνικές διαδικασίες που μετατρέπουν το αρχαιολογικό εύρημα σε μουσειακό έκθεμα προκειμένου να πάρει τη θέση του σε ένα αρχαιολογικό μουσείο.
 
Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού με την οργάνωση της μόνιμης έκθεσης του και του συνόλου των λειτουργιών του, εισήγαγε μία σειρά καινοτομιών  στο μουσειακό χάρτη της Ελλάδας και όχι μόνο. Σημειώνονται η μετατόπιση του ενδιαφέροντος της έκθεσης από τα αντικείμενα στις ιδέες που βρίσκονται πίσω από αυτά, η έμφαση στη παρουσίαση θεμάτων υλικού πολιτισμού, η χρήση των νέων τεχνολογιών και της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας για την ενίσχυση της νοηματοδότησης  των αρχαιολογικών αντικειμένων και η αντιμετώπιση με ολιστικό τρόπο των τριών βασικών τομέων λειτουργίας του μουσείου.

Το 2005 το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού βραβεύτηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης για την σημαντική συμβολή του στην κατανόηση του βυζαντινού πολιτισμού, ο οποίος αποτελεί βασική συνισταμένη του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές διακρίσεις στο χώρο της πολιτιστικής κληρονομιάς με την οποία τιμήθηκε μουσείο της χώρας μας για πρώτη φορά.        


Γλωσσάρι (1)

Παλαιοχριστιανική Περίοδος: η Παλαιοχριστιανική περίοδος τυπικά ξεκινά από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μ. Κωνσταντίνο στα 330 μ.Χ. και τη μεταφορά σε αυτή της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, και λήγει με το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Α (565).


Πληροφοριακά Κείμενα (1)

Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.


Βιβλιογραφία (0)


Σχόλια (0)