Ο ναός της Παναγίας Αχειροποιήτου


Ο ναός της Παναγίας Αχειροποιήτου βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα της «εντός των τειχών» Θεσσαλονίκης, βόρεια και σε μικρή απόσταση από την οδό Εγνατία. Ο ναός αναφέρεται στις πηγές ως ο μεγάλος ναός της Θεοτόκου, ενώ η επωνυμία Αχειροποίητος μαρτυρείται για πρώτη φορά σε έγγραφο του 1320 και πρέπει να σχετίζεται με την «αχειροποίητη» λατρευτική εικόνα δεόμενης Θεοτόκου που φυλασσόταν στον ναό. Κατά τη βυζαντινή περίοδο στη γιορτή του πολιούχου αγίου Δημητρίου εισερχόταν στον ναό η λιτανευτική πομπή, όπου φαίνεται ότι υπήρχε συλλατρεία του αγίου με τη Θεοτόκο. Η χρονολογία ανέγερσης του τοποθετείται μετά το 450, στο τρίτο τέταρτο του 5ου αιώνα. Το 1430, αμέσως μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς, η Αχειροποίητος είναι ο πρώτος ναός που μετατράπηκε σε τζαμί. Ανάμνηση της κατάκτησης αποτελεί η τούρκικη επιγραφή στον όγδοο από ανατολικά κίονα της βόρειας κιονοστοιχίας.

Αρχιτεκτονικά η Αχειροποίητος ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με υπερώα. Τα τρία κλίτη του κυρίως ναού χωρίζονται μεταξύ τους με κιονοστοιχίες, ενώ τρίβηλο άνοιγμα οδηγεί από τον νάρθηκα στον κυρίως ναό. Το βόρειο κλίτος απολήγει στην ανατολική πλευρά του στο μεσοβυζαντινό παρεκκλήσι της Αγίας Ειρήνης. Στα ανατολικά το κεντρικό κλιτος καταλήγει σε ημικυκλική αψίδα με σύνθρονο και επισκοπικό θρόνο. Το τρίλοβο παράθυρο με πεσσούς αντικατέστησε το αρχικό πεντάλοβο με αμφικίονες. Το μαρμάρινο τέμπλο είναι σύγχρονο, ενώ το αρχικό, σύμφωνα με τα ίχνη στο δάπεδο, έφτανε μέχρι τον τρίτο από ανατολικά κίονα. Στα δυτικά υπάρχει νάρθηκας, ενώ εξωτερικά διακρίνονται ίχνη εξωνάρθηκα που ίσως αντιστοιχούν στην ανατολική στοά του αιθρίου που θα εκτεινόταν στα δυτικά. Στη νότια πλευρά του κτιρίου διατηρείται  μνημειακό πρόπυλο πιθανόν επειδή εκεί συνδεόταν με τη βασική οδική αρτηρία της πόλης, τη Λεωφόρο. Το πρόσκτισμα δίπλα στο πρόπυλο θεωρείται το βαπτιστήριο της βασιλικής. Τρία επάλληλα δάπεδα στο βόρειο κλίτος της βασιλικής ανήκουν σε ρωμαϊκό λουτρό που προϋπήρχε.

Στη μέχρι σήμερα πορεία του, το μνημείο δέχθηκε σειρά επεμβάσεων, που αλλοίωσαν ως ένα βαθμό την αρχική του μορφή. Σημαντικότερες υπήρξαν η καταστροφή της αρχικής στέγης, η υποβάθμιση του ανώτερου τμήματος του κεντρικού κλίτους, με άμεση συνέπεια την απώλεια του φωταγωγού, η καταστροφή του δυτικού υπερώου και του εξωνάρθηκα.

Χάρη στην εξωτερική στιβαρότητα και επιβλητικότητα της βασιλικής, την αρμονία και την ισορροπία της εσωτερικής διάρθρωσης, την υψηλής καλλιτεχνικής αξίας ψηφιδωτή και γλυπτή διακόσμηση και το μαρμάρινο δάπεδό της αναδεικνύεται ως ένα από τα σημαντικότερα δείγματα του είδους της σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.

Ο γλυπτός διάκοσμος αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο που σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε για τη βασιλική. Ξεχωριστή θέση κατέχουν τα «θεοδοσιανά» κιονόκρανα που χρονολογούνται στα μέσα του 5ου αιώνα και έχουν ομοιότητες με τα αντίστοιχα γλυπτά μέλη από την Κωνσταντινούπολη, καθώς και οι κίονες από θεσσαλικό μάρμαρο του τριβήλου.
Στην ίδια περίοδο θα πρέπει να τοποθετηθούν και τα υψηλής ποιότητας ψηφιδωτά του ναού που σώζονται στα εσωράχια των κιονοστοιχιών του ισογείου και του νότιου υπερώου, στο νάρθηκα και στο παράθυρο του δυτικού τοίχου. Εικονίζονται σταυροί, αγγεία με νερό, πουλιά, καρποί, ψάρια και άλλα θέματα με θρησκευτικό συμβολισμό σε συμμετρική διάταξη. Η ταύτιση του κτήτορα των ψηφιδωτών Ανδρέου, που αναφέρεται στα εσωράχια του κεντρικού και νότιου τόξου του τριβήλου, με τον ιερέα Ανδρέα που πήρε μέρος στην Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451) ως εκπρόσωπος του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, εναρμονίζεται με τη χρονολόγηση των ψηφιδωτών μετά τα μέσα του 5ου αιώνα.

Από την βυζαντινή περίοδο διατηρούνται λίγες τοιχογραφίες σε κακή κατάσταση στο νότιο κλίτος του ναού, στον τοίχο πάνω από την νότια κιονοστοιχία. Οι δεκαοκτώ μορφές που εναλλάσσονται σε παράταξη ολόσωμοι και σε προτομή αποτελούν μέρος της παράστασης των Σαράντα Μαρτύρων της Σεβάστειας και  χρονολογούνται στις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, αποτέλεσε επανειλημμένα αντικείμενο αναστηλωτικών εργασιών, που περιέλαβαν δραστικές επεμβάσεις στον φέροντα οργανισμό και εκτεταμένες ανακατασκευές κατεστραμμένων ή ετοιμόρροπων τμημάτων. Πρόσφατα, ολοκληρώθηκαν ευρείας κλίμακας εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης, που στόχευαν στην επούλωση των βλαβών από τον σεισμό του 1978, αλλά και γενικότερα στη διασφάλιση της στατικής επάρκειας του μνημείου, σημαντικού λατρευτικού χώρου της σύγχρονης Θεσσαλονίκης.


Γλωσσάρι (19)

κίονας: κυλινδρικό κατακόρυφο στήριγμα. Η χρήση τους ξεκινά από την αρχαιότητα και υιοθετείται και στους βυζαντινούς ναούς. Συχνά χρησιμοποιούνται σε χριστιανικές εκκλησίες από αρχαίους ναούς. Οι βυζαντινοί κίονες είναι κατά κανόνα μαρμάρινοι, συνήθως μονολιθικοί και αράβδωτοι.
κιονοστοιχία: σειρά κιόνων που τοποθετούνται γύρω και μέσα σε οικοδομήματα.
τρίκλιτη βασιλική: βασιλική με τρία κλίτη.
ξυλόστεγη βασιλική: βασιλική με ξύλινη στέγη, δίκλινη ή δίριχτη στο υπερυψωμένο μεσαίο κλίτος, και μονοκλινή ή μονόριχτη στα πλάγια. Οι ξυλόστεγες βασιλικές διαιρούνταν εσωτερικά σε τρία, ή πέντε ή επτά ή σπανιότερα εννέα κλίτη. Ονομάζεται και «ελληνιστικού τύπου» βασιλική, καθώς επικρατούσε στις περιοχές του ελληνορωμαϊκού κόσμου.
υπερώο: όροφος που αναπτύσσεται περιμετρικά του ναού επάνω από τα πλάγια κλίτη και το νάρθηκα.
εγκάρσιο κλίτος: πρόκειται για ένα κλίτος εγκάρσια διαμορφωμένο ως προς τον κατά μήκος άξονα του ναού. Το εγκάρσιο κλίτος εμφανίζεται σε πολλές περιπτώσεις βασιλικών, όπου διαμορφώνεται ανάμεσα στα κλίτη και τον ανατολικό τοίχο του ναού, μπροστά από την αψίδα, ένας επιμήκης εγκάρσιος χώρος.
νάρθηκας: ο νάρθηκας είναι η στενόμακρη αίθουσα που εκτείνεται σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς της βασιλικής. Προήλθε από την ανατολική στοά του αιθρίου, η οποία ενσωματώθηκε στον ναό. Χρησίμευε ως χώρος παραμονής των κατηχουμένων, οι οποίοι δεν επιτρεπόταν να παρακολουθήσουν το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας.
παρεκκλήσι: πρόκειται για μικρών διαστάσεων ναΐσκο, ο οποίος είτε είναι αυτόνομος είτε ανήκει σε κάποιο ίδρυμα ή εξαρτάται από μεγαλύτερο ναό. Στο Βυζάντιο τα παρεκκλήσια είχαν συχνά ταφική χρήση.
αψίδα: η ημικυκλική απόληξη της ανατολικής πλευράς των βασιλικών. Εσωτερικά καλύπτεται με θόλο και είναι ημικυκλική, ενώ εξωτερικά καλύπτεται με κλιμακωτή στέγη και μπορεί να είναι πεταλόσχημη, ορθογώνια ή και πολυγωνική.
τρίλοβο παράθυρο: τπαράθυρο με τρία ανοίγματα που απολήγουν σε τόξα.
πεσσός: στύλος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που λειτουργεί ως στήριγμα. Ο πεσσός είναι ελεύθερο αρχιτεκτονικό στοιχείο (μη εφαπτόμενο σε τοίχο) και συνήθως κτιστό.
πολύλοβο παράθυρο: παράθυρο με πολλαπλά ανοίγματα που απολήγουν σε τόξα.
εξωνάρθηκας: η εξωτερική στοά στο δυτικό τμήμα του ναού ανάμεσα στο νάρθηκα και το αίθριο.
αίθριο: τετράπλευρη αυλή που αναπτυσσόταν μπροστά από τη δυτική πλευρά (κύρια είσοδος) των χριστιανικών βασιλικών και περικλειόταν από στοές. Οι στοές εξυπηρετούσαν λειτουργικούς λόγους, όπως την παραμονή εκεί των πιστών πριν την είσοδο στον ναό για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας αλλά και πρακτικούς σκοπούς, όπως προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Γενικά το αίθριο χάριζε μεγαλοπρέπεια στον ναό και τον απομόνωνε από τον γύρω χώρο. Στο εσωτερικό του υπήρχαν κρήνες για το συμβολικό καθαρμό των χεριών και των ποδιών των πιστών, καθώς και για την τέλεση της ακολουθίας του Αγιασμού.
πρόπυλο: η μνημειώδης είσοδος του ιερού περιβόλου μιας εκκλησίας ή ενόςαυτοκρατορικού ανακτόρου.
βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.
ψηφιδωτό: σχέδιο ή παράσταση που σχηματίζεται με τη συναρμολόγηση και συγκόλληση ποικιλόχρωμων ψηφίδων. Ψηφιδωτή διακόσμηση μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις επιφάνειες ενός κτιρίου, δάπεδο τοίχους ή οροφή.
κιονόκρανο Θεοδοσιανό: ή σύνθετο κορινθιακό, πρόκειται για παραλλαγή του απλού κορινθιακού κιονοκράνου, όπου αντικαθίσταται η ζώνη των ελίκων με ένα ιωνικό κιονόκρανο και προστίθεται σπείρα με αστράγαλο στη βάση του καλάθου. Χαρακτηρίζεται από το πριονωτό περίγραμμα των ακανθόφυλλων και τη βαθιά λάξευση των μεταξύ τους διαστημάτων, τεχνική που δημιουργεί έντονη φωτοσκίαση. Οφείλει την ονομασία του στο γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε κυρίως κατά το α’ μισό του 5ου αι., την περίοδο της βασιλείας του Θεοδοσίου Β΄ (408-450).
τοιχογραφία: ζωγραφική παράσταση στην επιφάνεια τοίχου ή οροφής οικοδομήματος.


Πληροφοριακά Κείμενα (1)

Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.


Βιβλιογραφία (8)

1. Κουρκουτίδου - Νικολαϊδου Ε., Αχειροποίητος. Ο μεγάλος ναός της Θεοτόκου, Θεσσαλονίκη, 1989

2. Τούρτα Α., Κουρκουτίδου - Νικολαϊδου Ε., "Περίπατοι στη Βυζαντινή Θεσσαλονίκη", 1997

3. ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ- ΤΣΙΟΥΜΗ Χ., Μπακιρτζής Χαράλαμπος, Ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης. 4ος-14ος αιώνας, Καπόν, Αθήνα, 2012

4. Μπακιρτζής Χαράλαμπος, ‘Ρωμαϊκός λουτρών και η Αχειροποίητος της Θεσσαλονίκης’ σε Αφιέρωμα στη Μνήμη Στυλιανού Πελεκανίδη, Θεσσαλονίκη, 1983

5. Ξυγγόπουλος Α., Καταφυγή- Αχειροποίητος, 1955-1960

6. Ράπτης Κ., Παρατηρήσεις επί ορισμένων δομικών στοιχείων της Αχειροποιήτου, 1999

7. Ζόμπου - Ασήμη Α., Ράπτης Κ., ‘Αχειροποίητος Θεσσαλονίκης: παρατηρήσεις και σκέψεις σχετικά με την οικοδομική ιστορία και την αποκατάσταση της παλαιοχριστιανικής βασιλικής’ σε Εν Χώρω Τεχνήεσσα: Αφιέρωμα στην καθηγήτρια Ξανθίππη Σκαρπιά-Χόιπελ, Θεσσαλονίκη, 2011

8. Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού | Αχειροποίητος, http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=6970


Σχόλια (0)