Ο ναός του Αγίου Δημητρίου


Ο ναός του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου της πόλης της Θεσσαλονίκης, βρίσκεται στο κέντρο του ιστορικού πυρήνα της πόλης, στη διασταύρωση της ομώνυμης οδού με τη νοητή προέκταση της οδού Αριστοτέλους.

Στη θέση του, στα ρωμαϊκά χρόνια, υπήρχε μεγάλο συγκρότημα λουτρών, στο ανατολικό τμήμα του οποίου, την αποκαλούμενη σήμερα Κρύπτη, μαρτύρησε σύμφωνα με την παράδοση ο άγιος Δημήτριος. Μετά την έκδοση του Διατάγματος των Μεδιολάνων, οι πιστοί διαμόρφωσαν στην Κρύπτη ένα μικρό λατρευτικό οικίσκο, ενώ στον ίδιο χώρο ο έπαρχος του Ιλλυρικού Λεόντιος ανέγειρε το 412 μια βασιλική, στην οποία μεταφέρθηκε ο τάφος του αγίου μέσα σε κιβώριο που τοποθετήθηκε στο κεντρικό κλίτος. Το αρχικά ασημένιο κιβώριο που στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με μαρμάρινο περιείχε την λάρνακα, πιθανότατα κενοτάφιο, και την εικόνα του αγίου. Η βασιλική (του 5ου αιώνα) δεν πρέπει να διέφερε σημαντικά από τον σημερινό ναό, εντούτοις η ακριβής μορφή της παραμένει άγνωστη, καθώς το κτίριο καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά, λίγο μετά τον ισχυρότατο σεισμό του 620. Ακολούθησε ανακαίνιση σε αξιοθαύμαστα σύντομο διάστημα, με την επιστασία του επισκόπου της Θεσσαλονίκης και του επάρχου Λέοντος, και το αποτέλεσμα αυτής της ανακαίνισης είναι πολύ κοντά στη σημερινή μορφή του ναού. Ήδη από τα βυζαντινά χρόνια, η τιμή του αγίου Δημητρίου, στον οποίο αποδιδόταν η προστασία της πόλης από τις εχθρικές επιδρομές, ξεπέρασε τα όρια της πόλης. Έτσι, στις εορταστικές εκδηλώσεις που πραγματοποιούνταν προς τιμήν του αγίου στη γιορτή του, κάθε Οκτώβριο, συγκεντρώνονταν προσκυνητές από πολλές χώρες της Ευρώπης και της Ασίας. Το 1493 ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί, αφήνοντας στους χριστιανούς μόνο ένα χώρο στα βορειοδυτικά του, όπου μεταφέρθηκε το κενοτάφιο του αγίου. Το 1912 αποδόθηκε πάλι στη χριστιανική λατρεία. Το 1917, ο ναός υπέστη μεγάλες ζημιές στη διάρκεια της μεγάλης πυρκαγιά που έπληξε μεγάλο τμήμα της άνω πόλης. Οι αναστηλωτικές εργασίες που ακολούθησαν διήρκησαν μέχρι το 1949. Στη διάρκεια αυτών των εργασιών αποκαταστάθηκε και η Κρύπτη, που φιλοξενεί σήμερα έκθεση για την ιστορική εξέλιξη του μνημείου.

Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί ο ναός σήμερα, αναγνωρίζεται ως ένα έξοχο δείγμα πεντάκλιτης βασιλικής των αρχών του 7ου αιώνα με εγκάρσιο κλίτος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο σωζόμενος ψηφιδωτός διάκοσμος, που αν και διατηρείται αποσπασματικά, περιλαμβάνει έργα υψηλής ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας, ενδεικτικά της εξέλιξης της Βυζαντινής τέχνης κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο, αλλά και αργότερα. Πρόκειται για κιονόκρανα σε μεγάλη ποικιλία τυπολογίας, μορφής και τεχνικής εξέλιξης, κοσμήτες, μαρμαροθετήματα, πίνακες με opus sectile, από τους οποίους σήμερα σώζονται ελάχιστα δείγματα, το μαρμάρινο επιτύμβιο μνημείο του Λουκά Σπαντούνη (εξαίρετο δείγμα της αναγεννησιακής τέχνης της Βενετίας), ψηφιδωτούς αναθηματικούς πίνακες, προσφορές απλών πολιτών ή αξιωματούχων της πόλης, και μικρό αριθμό τοιχογραφιών. Από τα ψηφιδωτά σώθηκαν μετά την πυρκαγιά του 1917 μόνο εννέα παραστάσεις που εντοπίζονται στους δύο μεγάλους πεσσούς, μπροστά από το Ιερό και στον δυτικό τοίχο του κυρίως ναού, και καλύπτουν την περίοδο από τον 5ο ως τον 9ο αιώνα. Χαρακτηριστικό είναι το ψηφιδωτό του νότιου από τους δύο πεσσούς, στον οποίο σώζεται παράσταση που, σύμφωνα με τη συνοδευτική κτητορική επιγραφή, εικονίζει τον άγιο Δημήτριο ανάμεσα στον επίσκοπο της πόλης και τον έπαρχο Λέοντα (ανακαινιστές του ναού).

Από τις ελάχιστες τοιχογραφίες που διασώθηκαν σημαντική από ιστορικής πλευράς είναι η παράσταση στον νότιο τοίχο του ναού που παριστάνει την είσοδο στην πόλη ενός έφιππου αυτοκράτορα, που ταυτίζεται από τους μελετητές είτε με τον Ιουστινιανό Β’ (7ος-8ος αι.) είτε με τον Βασίλειο Β΄(11ος αι.). Επίσης, στον πρώτο πεσσό της νότιας κιονοστοιχίας υπάρχει παράσταση του αγίου Δημητρίου με ένα ιεράρχη σε μικρότερη κλίμακα που θυμιατίζει δίπλα του, και έχει ταυτιστεί με τον Γρηγόριο Παλαμά, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Η τοιχογραφία χρονολογείται στην περίοδο 1360-1380 και συνδέεται με τις θεολογικές έριδες του 14ου αιώνα και το κίνημα του Ησυχασμού στη Θεσσαλονίκη.

Στην ανατολική πλευρά του νότιου πτερυγίου του εγκαρσίου κλίτους είναι προσκολλημένο το μεσοβυζαντινό παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου που έχει μορφή μικρής τρίκλιτης βασιλικής. Τη δαπάνη της τοιχογράφησής του, σύμφωνα με την επιγραφή, ανέλαβε στα 1302-1303 ο πρωτοστράτωρ Μιχαήλ Δούκας Γλαβάς Ταρχανειώτης, κτήτορας της μονής Παμμακαρίστου στην Κωνσταντινούπολη, και η σύζυγός του Μαρία Παλαιολογίνα. Οι τοιχογραφίες, που αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα της παλαιολόγειας ζωγραφικής, βρίσκονται πολύ κοντά στην τεχνοτροπία των τοιχογραφιών του Πρωτάτου στο Άγιο Όρος, που έχουν αποδοθεί στον ζωγράφο Μανουήλ Πανσέληνο.


Γλωσσάρι (17)

κρύπτη: θολοσκεπής αίθουσα κάτω από το δάπεδο ενός ναού. Συνήθως βρισκόταν στο ανατολικό τμήμα της εκκλησίας, κάτω από την Αγία Τράπεζα. Στις κρύπτες συχνά ενταφιάζονταν ιερείς ή μάρτυρες και φυλάσσονταν ιερά λείψανα.
βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.
κιβώριο: θολωτή ή πυραμιδοειδής κατασκευή που καλύπτει την Αγία Τράπεζα των παλαιοχριστιανικών ναών, εικόνες ή λείψανα Αγίων. Μοιάζει με οικίσκο και στηρίζεται σε 4 ή 6 κίονες σχηματίζοντας αντίστοιχα τετράγωνο ή κύκλο. Την κορυφή του συνήθως κοσμεί σφαίρα με σταυρό, ενώ βήλα κλείνουν τα κενά μεταξύ των κιόνων.
κλίτη: οι διάδρομοι που διαμορφώνονται στο εσωτερικό των ναών μεταξύ των κιονοστοιχιών στις βασιλικές. Ο αριθμός τους ποικίλλει από τρία ως εννέα με ευρύτερο και ψηλότερο το κεντρικό.
πεντάκλιτη βασιλική: βασιλική με πέντε κλίτη.
εγκάρσιο κλίτος: πρόκειται για ένα κλίτος εγκάρσια διαμορφωμένο ως προς τον κατά μήκος άξονα του ναού. Το εγκάρσιο κλίτος εμφανίζεται σε πολλές περιπτώσεις βασιλικών, όπου διαμορφώνεται ανάμεσα στα κλίτη και τον ανατολικό τοίχο του ναού, μπροστά από την αψίδα, ένας επιμήκης εγκάρσιος χώρος.
ψηφιδωτό: σχέδιο ή παράσταση που σχηματίζεται με τη συναρμολόγηση και συγκόλληση ποικιλόχρωμων ψηφίδων. Ψηφιδωτή διακόσμηση μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις επιφάνειες ενός κτιρίου, δάπεδο τοίχους ή οροφή.
Παλαιοχριστιανική Περίοδος: η Παλαιοχριστιανική περίοδος τυπικά ξεκινά από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μ. Κωνσταντίνο στα 330 μ.Χ. και τη μεταφορά σε αυτή της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, και λήγει με το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Α (565).
κιονόκρανο: το ανώτερο τμήμα ενός κίονα που φέρει διακόσμηση και πάνω στο οποίο στηρίζεται το επιστύλιο. Υπήρχουν τρεις βασικοί τύποι κιονοκράνων: το δωρικό, το ιωνικό και το κορινθιακό, οι οποίοι εμπλουτίστηκαν στους Βυζαντινούς ναούς, όπου επικρατούσε το κορινθιακού τύπου κιονόκρανο σε διάφορες παραλλαγές.
κοσμήτης: αρχιτεκτονικό μέλος που διαχωρίζει καθύψος τις επιφάνειες, τόσο τις εσωτερικές, όσο και τις εξωτερικές, των ναών. Στην ουσία πρόκειται για μία λεπτή, ημικυκλικής συνήθως διατομής, προεξέχουσα ταινία.
μαρμαροθέτημα: ψηφιδωτό που αποτελείται από μικρά πολύχρωμα κομμάτια μαρμάρου και χρησιμοποιείται κυρίως στη διακοσμητική επίστρωση δαπέδων ή τοίχων.
opus sectile: tεχνική διακόσμησης δαπέδου και τοίχου που χρησιμοποιεί πλάκες απόχρωματιστά μάρμαρα, γυαλί, ή φίλντισι, κομμένα σύμφωνα με ένα σχέδιο ή εικόνα.
αναθηματικές παραστάσεις: ζωγραφικές ή ψηφιδωτές παραστάσεις στον κυρίως χώρο του ναού, που απεικονίζουν σημαίνοντα πρόσωπα, μόνα τους ή με συνοδεία. Πρόκειται συνήθως για χορηγούς, αυτοκράτορες, αξιωματούχους, ή και μέλη του κλήρου. Στις παραστάσεις αυτές ενίοτε θεωρείται ότι αποδίδονται και τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των απεικονιζομένων προσώπων.
τοιχογραφία: ζωγραφική παράσταση στην επιφάνεια τοίχου ή οροφής οικοδομήματος.
πεσσός: στύλος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που λειτουργεί ως στήριγμα. Ο πεσσός είναι ελεύθερο αρχιτεκτονικό στοιχείο (μη εφαπτόμενο σε τοίχο) και συνήθως κτιστό.
κιονοστοιχία: σειρά κιόνων που τοποθετούνται γύρω και μέσα σε οικοδομήματα.
τρίκλιτη βασιλική: βασιλική με τρία κλίτη.


Πληροφοριακά Κείμενα (3)

Άγιος Δημήτριος: Πρόκειται για τον πολιούχο άγιο-μάρτυρα της πόλης της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τα κείμενα των μαρτυρίων του, γεννήθηκε περίπου το 280-284 μ.Χ. Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας και βαθμοφόρος του ρωμαϊκού στρατού. Βαπτίστηκε χριστιανός και φυλακίστηκε, καθώς παρέβη το διάταγμα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού «περί αρνήσεως του χριστιανισμού». Ο Δημήτριος εκτελέστηκε από τους Ρωμαίους επί αυτοκράτορα Γαλερίου Μαξιμανού (293-311), το 303. Κάποιοι χριστιανοί, φοβούμενοι την αρπαγή της σωρού του από τους Ρωμαίους ειδωλολάτρες, τον έθαψαν στον χώρο που μαρτύρησε, στο υπόγειο ενός κατεστραμμένου ρωμαϊκού λουτρού πολύ κοντά στο στάδιο. Εκεί, λίγο αργότερα, μετά το 313 και το Διάταγμα των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκίας, χτίστηκε ένα μικρό ορθογώνιο μαρτύριο, και αργότερα η μεγάλη βασιλική του Αγίου Δημητρίου, η οποία με πολλές μετασκευές και προσθήκες, λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Διάταγμα των Μεδιολάνων: Το διάταγμα της θέσπισης της ανεξιθρησκίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Υπεγράφη στα Μεδιόλανα, το σημερινό Μιλάνο, μεταξύ του Μεγάλου Κωνσταντίνου και του Λικίνιου, το 313 μ.Χ. Με το διάταγμα νομιμοποιήθηκε η χριστιανική Εκκλησία ως «επιτρεπόμενη θρησκεία». Παρόλο που το διάταγμα τέθηκε σε ισχύ από το 313, οι διωγμοί σταμάτησαν ολοκληρωτικά μόνο όταν ο Κωνσταντίνος έγινε μονοκράτορας το 324.
Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.


Βιβλιογραφία (4)

1. ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ- ΤΣΙΟΥΜΗ Χ., Μπακιρτζής Χαράλαμπος, Ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης. 4ος-14ος αιώνας, Καπόν, Αθήνα, 2012

2. Τούρτα Α., Κουρκουτίδου - Νικολαϊδου Ε., "Περίπατοι στη Βυζαντινή Θεσσαλονίκη", 1997

3. Μπακιρτζή Χ, Η Βασιλική του Αγίου Δημητρίου, Θεσσαλονίκη, 1986

4. Τσιγαρίδας Ε. Ν, Οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Αγίου Ευθυμίου (1302/3). Έργο του Μανουήλ Πανσελήνου στη Θεσσαλονίκη, Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 2008


Σχόλια (0)