Η βασιλική


Στα ερείπια της ιουστινιάνειας δεξαμενής, στην ακρόπολη της Ρεντίνας, ιδρύθηκε στις αρχές του 10ου αιώνα μια τρίκλιτη βασιλική, από την οποία έχουν ερευνηθεί τα θεμέλια των τοίχων και λείψανα από τη διακόσμησή της. Ο ναός, σύμφωνα με μνεία στην 16η Νεαρά του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού, αποτέλεσε την έδρα του επισκόπου Λητής και Ρεντίνης. Στα ΒΔ ανασκάφηκαν οικοδομικά λείψανα που θα ήταν δυνατόν να ανήκουν στην επισκοπική κατοικία, ενώ στα ΝΔ ένα ισόγειο κτίσμα που χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος στέγασε την παλαιότερη σκεπαστή δεξαμενή της ακρόπολης.

Από τον ανατολικό τοίχο της εκκλησίας προεξείχαν τρεις τρίπλευρες αψίδες, από τις οποίες η μεγαλύτερη μεσαία επενδύθηκε εξωτερικά και σε λίγο μεταγενέστερη φάση, μάλλον για λόγους αντιστήριξης. Τα κλίτη χωρίζονταν με τόξα που φέρονταν από πεσσούς ή από συνδυασμό πεσσών και κιόνων, ενώ αρχικά φαίνεται ότι υπήρχαν και υπερώα. Οι τοίχοι του ναού ήταν κατασκευασμένοι από μικρούς λίθους και λάσπη και είχαν επιχριστεί εξωτερικά με ασβεστοκονίαμα. Κάτω από τα δάπεδα των πλαγίων κλιτών και στον εξωτερικό χώρο της εκκλησίας, έως το βόρειο σκέλος του τείχους της ακρόπολης, ερευνήθηκαν αρκετοί τάφοι.

Ο ναός φαίνεται ότι επλήγη ανεπανόρθωτα από σεισμό κατά τον 13ο αιώνα οπότε και άρχισε να καταπέφτει αρχικά ο τοιχογραφικός διάκοσμός του και με την πάροδο του χρόνου και άλλα τμήματα του ναού. Ωστόσο, πριν από την ολοσχερή κατάρριψη της στέγης, στο εσωτερικό του συνέχισαν να γίνονται ενταφιασμοί, όπως δείχνουν τα νομίσματα που βρέθηκαν τόσο μέσα όσο και έξω από τους τάφους, τα οποία χρονολογούνται μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα.


Γλωσσάρι (7)

Ιουστινιάνεια περίοδος: η περίοδος της βασιλείας του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ (527 -565).
τρίκλιτη βασιλική: βασιλική με τρία κλίτη.
αψίδα: η ημικυκλική απόληξη της ανατολικής πλευράς των βασιλικών. Εσωτερικά καλύπτεται με θόλο και είναι ημικυκλική, ενώ εξωτερικά καλύπτεται με κλιμακωτή στέγη και μπορεί να είναι πεταλόσχημη, ορθογώνια ή και πολυγωνική.
κλίτη: οι διάδρομοι που διαμορφώνονται στο εσωτερικό των ναών μεταξύ των κιονοστοιχιών στις βασιλικές. Ο αριθμός τους ποικίλλει από τρία ως εννέα με ευρύτερο και ψηλότερο το κεντρικό.
πεσσός: στύλος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που λειτουργεί ως στήριγμα. Ο πεσσός είναι ελεύθερο αρχιτεκτονικό στοιχείο (μη εφαπτόμενο σε τοίχο) και συνήθως κτιστό.
κίονας: κυλινδρικό κατακόρυφο στήριγμα. Η χρήση τους ξεκινά από την αρχαιότητα και υιοθετείται και στους βυζαντινούς ναούς. Συχνά χρησιμοποιούνται σε χριστιανικές εκκλησίες από αρχαίους ναούς. Οι βυζαντινοί κίονες είναι κατά κανόνα μαρμάρινοι, συνήθως μονολιθικοί και αράβδωτοι.
υπερώο: όροφος που αναπτύσσεται περιμετρικά του ναού επάνω από τα πλάγια κλίτη και το νάρθηκα.


Πληροφοριακά Κείμενα (2)

Ο οικισμός: Ο φυσικά οχυρός λόφος της Ρεντίνας βρίσκεται περίπου 75 χλμ. ΒΑ της Θεσσαλονίκης, στα νότια του ποταμού Ρήχιου και δίπλα στην αρχαία Εγνατία οδό. Οι ανασκαφές που έχουν διενεργηθεί στον λόφο και την τριγύρω περιοχή έχουν φέρει στο φως ίχνη ανθρώπινης παρουσίας, ήδη από τη Νεολιθική περίοδο. Στον ΝΔ τομέα του κάστρου έχουν αποκαλυφθεί τοίχοι κτισμάτων και αναλημμάτων που από την κατασκευή τους και τα συναφή ευρήματα έχουν χρονολογηθεί στην Ελληνιστική περίοδο. Η Ρεντίνα βρισκόταν κοντά στον οικισμό της Αρέθουσας, που παρήκμασε μετά τον 6ο μ.Χ. αιώνα, και σε μικρή απόσταση από τον παρόδιο σταθμό (mutatio) με το όνομα Peripidis (γεν. Peripidinis), από τον οποίο κατά μια ερμηνεία θα μπορούσε να κατάγεται το σημερινό όνομά της. Η Ρεντίνα σήμερα διασώζει σε ικανό ύψος την οχύρωση και τα εντυπωσιακά οικοδομικά λείψανα οικισμού, που θα ήταν δυνατόν να ταυτιστεί με το αναφερόμενο από τον Προκόπιο στο έργο του Περί κτισμάτων κάστρο «Αρτεμίσιον», για το οποίο μαρτυρείται ότι τειχίστηκε την εποχή του Ιουστινιανού. Ωστόσο, σύμφωνα με τα πορίσματα των μέχρι σήμερα ερευνών, η πρώτη οχύρωση που περιλάμβανε δεξαμενές νερού για τις ανάγκες μιας μικρής φρουράς θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά στα μέσα του 4ου αιώνα. Κατά την Ιουστινιάνεια περίοδο, το τείχος ενισχύθηκε με πύργους και εφοδιάστηκε με μια μεγάλη δεξαμενή στο πλάτωμα της ακρόπολης. Κατά τη Μεσοβυζαντινή εποχή, το τείχος ανακατασκευάστηκε και χρησίμευσε ως οχύρωση για έναν οικισμό που ιδρύθηκε μέσα στην πρώτη πενηνταετία του 10ου αιώνα, όταν αποτέλεσε έδρα της επισκοπής Λητής και Ρεντίνης. Τότε στην ακρόπολη κτίστηκε εκκλησία πάνω στα ερείπια της παλιότερης δεξαμενής, που δεν λειτουργούσε πλέον, και οικήματα για τον επίσκοπο και τους συνεργάτες του. Μέχρι τα τέλη του ίδιου αιώνα ιδρύθηκαν και αρκετές οικίες στην κάτω πόλη κατά μήκος του παλιού περιβόλου και σε επάλληλα άνδηρα, ακολουθώντας την φυσική κλίση του εδάφους. Ένας τρίτος οχυρωματικός περίβολος περιέβαλε τότε τον οικισμό από το ανατολικό, το πλέον ευπρόσβλητο, τμήμα του και στην άκρη του ιδρύθηκε πύργος, ο οποίος διέσωσε στο εσωτερικό του λείψανα ξύλου, που χρονολογήθηκαν με την μέθοδο του άνθρακα 14 (C14) γύρω στο 980 μ.Χ. Μετά το 1204, ο οικισμός παραδόθηκε στους Φράγκους του βασιλείου της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι φαίνεται ότι εγκατέστησαν μόνιμη φρουρά, όπως δείχνουν τα πολλά νομίσματα αυτής της περιόδου που βρέθηκαν στην ανασκαφή, προφανώς για τον έλεγχο τόσο της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης όσο και του Στρυμονικού κόλπου. Το 1242, όμως, ο Ιωάννης Βατάτζης στην πορεία του προς τη Θεσσαλονίκη κατέλαβε το κάστρο, αφού, σύμφωνα τον Γεώργιο Ακροπολίτη, οι Φράγκοι εγκατέλειψαν τη θέση χωρίς να την υπερασπιστούν. Κατά τον 13ο και 14ο αιώνα, ειδήσεις για τους κατοίκους της Ρεντίνας περιέχουν τα δικαιοπρακτικά έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους, που αναφέρουν κτήματα, μύλους και σπίτια στην περιφέρεια. Στην πρώτη πενηνταετία του 14ου αιώνα χρονολογείται και ένας μικρός σταυρόσχημος ναός, που κτίστηκε μέσα στον ανατολικό περίβολο, ίσως σε συνάφεια με βρεφικό και παιδικό νεκροταφείο. Στα μέσα του 14ου, ο χηρεύων θρόνος της επισκοπής Ρεντίνης δόθηκε από τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά στον επίσκοπο Πλαταμώνος, ο οποίος κατηγορήθηκε για τις χειροτονίες που τέλεσε, αλλά αθωώθηκε από Σύνοδο του 1363. Από τα μέσα του 14ου αιώνα, όμως, ο οικισμός φαίνεται ότι άρχισε να εγκαταλείπεται από τους κατοίκους του και περνά διαδοχικά στα χέρια Σέρβων, Ελλήνων και Τούρκων. Η εγκατάσταση Τούρκων Γιουρούκων στην περιοχή μάλλον οδήγησε το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού σε ασφαλέστερα κέντρα, το σημαντικότερο από τα οποία ήταν η Βόλβη. Τα λίγα νομίσματα της ανασκαφής από την εποχή αυτή μέχρι και τα μέσα του 16ου αιώνα αποτυπώνουν τη φθίνουσα πορεία του άλλοτε ακμαίου οικισμού της Ρεντίνας και πιστοποιούν την ύπαρξη ισχνής αγροτοποιμενικής εγκατάστασης στη θέση.
Λέων ΣΤ' ο Σοφός (866-912): Αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 886 έως το 912. Ο Λέοντας αποκαλούνταν και Σοφός ή Φιλόσοφος, λόγω της ιδιαίτερης πνευματικής του καλλιέργειας. Διακρίθηκε ως δόκιμος συγγραφέας και ενθουσιώδης ρήτορας, ενώ συνέγραψε ποιήματα, λόγους, καθώς και ένα στρατιωτικό εγχειρίδιο, τα Τακτικά. Ως αυτοκράτορας επιχείρησε να επαναφέρει την τάξη στην εσωτερική πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας. Η εξωτερική του πολιτική, ωστόσο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αποτυχημένη, καθώς κατά τη διάρκεια της βασιλείας του κατελήφθησαν επαρχίες του Βυζαντίου, ενώ πολιορκήθηκαν και λεηλατήθηκαν μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως η Θεσσαλονίκη, αλλά και η ίδια η πρωτεύουσα. Παντρεύτηκε τέσσερις φορές, γεγονός μη αποδεκτό από την εκκλησία, προκειμένου να αποκτήσει αρσενικό διάδοχο. Για να επιτύχει μάλιστα την άδεια της εκκλησίας για τον τέταρτο γάμο του, αντικατέστησε τον πατριάρχη Νικόλαο το Μυστικό που αντιδρούσε, με τον Ευθύμιο. Τελικά, παντρεύτηκε τη Ζωή Καρβουνοψίνα εν μέσω θυελλωδών διαμαρτυριών, η οποία γέννησε τον μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο.


Βιβλιογραφία (3)

1. Μουτσόπουλος Ν., Ο βυζαντινός οικισμός της Ρεντίνας, 1996

2. Μουτσόπουλος Ν., Ρεντίνα ΙV. Οι εκκλησίες του βυζαντινού οικισμού, Αθήνα, 2001

3. Μουτσόπουλος Ν., Κοσμική αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια 1300-1500 και η διατήρησή της, Θεσσαλονίκη, 1997


Σχόλια (0)