Οι οικίες


Η ανασκαφή στον οικισμό της Ρεντίνας έφερε στο φως σημαντικά στοιχεία για τις οικίες και τα εργαστήρια των κατοίκων. Τα περισσότερα σπίτια βρίσκονται στο νότιο και το δυτικό τμήμα του τείχους και μάλιστα σε επαφή με αυτό, παρά τις συμβουλές του Κεκαυμένου στο έργο του Στρατηγικόν: να αφήνεται ελεύθερος διάδρομος πίσω από το τείχος για την απρόσκοπτη κίνηση των στρατιωτών και των υπερασπιστών του κάστρου. Στη Ρεντίνα,  όπου επέτρεπε το φυσικό ανάγλυφο του εδάφους, υπάρχουν και ελεύθερες από παντού οικίες, δηλαδή όχι σε μεσοτοιχία με άλλες οικίες.

Ένας στενός πλακοστρωμένος δρόμος ξεκινούσε από τη δυτική πύλη, διαπλατυνόταν αμέσως μετά, μπροστά από τις οικίες που υψώνονταν στη βάση του λόφου, συνέχιζε μπροστά από τις οικίες που ήταν σε επαφή με το νότιο τείχος και ανέβαινε ως την ακρόπολη. Ένας χωματόδρομος άρχιζε από τη διαπλάτυνση του κύριου αυτού δρόμου και έφτανε ως το βόρειο σκέλος του τείχους, ενώ ένα τρίτο σοκάκι εκτεινόταν στο ανώτερο άνδηρο.

Οι οικίες ήταν ορθογώνιες σε κάτοψη και μονόχωρες, ισόγειες ή και με όροφο, που στεγάζονταν με δίριχτες ή μονόριχτες στέγες προς το δρόμο. Ήταν χαμηλά κτίρια και, πάντως, πιο χαμηλά από τον περίδρομο του τείχους. Τα σπίτια που ήταν ισόγεια χρησίμευαν ταυτόχρονα ως κατοικίες και ως εργαστήρια, ενώ όταν υπήρχε όροφος, όπως μαρτυρούν ίχνη εξωτερικής σκάλας, το ισόγειο χρησίμευε ως αποθήκη, κατάστημα ή εργαστήριο και ο όροφος ως τρίκλινος για τη διαμονή των ενοίκων. Η ύπαρξη πιθαριών σφηνωμένων στα δάπεδα των ισογείων μαρτυρεί ότι οι χώροι αυτοί χρησίμευαν ως αποθήκες. Οι σκουριές, τα καρφιά, τα εργαλεία, το πλήθος των αγγείων και, σε δύο περιπτώσεις, οι εργαστηριακοί κλίβανοι, υποδεικνύουν ότι τα ισόγεια θα στέγαζαν σιδηρουργεία ή εργαστήρια γυάλινων και κεραμεικών προϊόντων. Ο όροφος θα διαχωριζόταν από το ισόγειο με ξύλινο πάτωμα. Η εξωτερική σκάλα θα ανέβαζε στον ξύλινο εξώστη του ορόφου (ηλιακός), που θα στηριζόταν σε δοκάρια και θα διέθετε χαγιάτι προς το δρόμο. Τα παράθυρα των σπιτιών θα ήταν μονόλοβα και τοξωτά.

Σε έρευνες έξω από τα τείχη του οικισμού, στους δυτικούς και νότιους πρόποδες του λόφου, επισημάνθηκαν οικίες και ενδέχεται αναφορές σε έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους του 13ου και του 14ου αιώνα να σχετίζονται με αυτές.


Γλωσσάρι (3)

τρικλίνιο: αίθουσα υποδοχής και συμποσίων.
χαγιάτι: ξύλινος στεγασμένος και ανοιχτός εξώστης παραδοσιακού σπιτιού με εξωτερική σκάλα. Η βεράντα, το μπαλκόνι.
μονόλοβο παράθυρο: παράθυρο με ένα μόνο άνοιγμα, το οποίο απολήγει στην κορυφή του σε τόξο.


Πληροφοριακά Κείμενα (1)

Ο οικισμός: Ο φυσικά οχυρός λόφος της Ρεντίνας βρίσκεται περίπου 75 χλμ. ΒΑ της Θεσσαλονίκης, στα νότια του ποταμού Ρήχιου και δίπλα στην αρχαία Εγνατία οδό. Οι ανασκαφές που έχουν διενεργηθεί στον λόφο και την τριγύρω περιοχή έχουν φέρει στο φως ίχνη ανθρώπινης παρουσίας, ήδη από τη Νεολιθική περίοδο. Στον ΝΔ τομέα του κάστρου έχουν αποκαλυφθεί τοίχοι κτισμάτων και αναλημμάτων που από την κατασκευή τους και τα συναφή ευρήματα έχουν χρονολογηθεί στην Ελληνιστική περίοδο. Η Ρεντίνα βρισκόταν κοντά στον οικισμό της Αρέθουσας, που παρήκμασε μετά τον 6ο μ.Χ. αιώνα, και σε μικρή απόσταση από τον παρόδιο σταθμό (mutatio) με το όνομα Peripidis (γεν. Peripidinis), από τον οποίο κατά μια ερμηνεία θα μπορούσε να κατάγεται το σημερινό όνομά της. Η Ρεντίνα σήμερα διασώζει σε ικανό ύψος την οχύρωση και τα εντυπωσιακά οικοδομικά λείψανα οικισμού, που θα ήταν δυνατόν να ταυτιστεί με το αναφερόμενο από τον Προκόπιο στο έργο του Περί κτισμάτων κάστρο «Αρτεμίσιον», για το οποίο μαρτυρείται ότι τειχίστηκε την εποχή του Ιουστινιανού. Ωστόσο, σύμφωνα με τα πορίσματα των μέχρι σήμερα ερευνών, η πρώτη οχύρωση που περιλάμβανε δεξαμενές νερού για τις ανάγκες μιας μικρής φρουράς θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά στα μέσα του 4ου αιώνα. Κατά την Ιουστινιάνεια περίοδο, το τείχος ενισχύθηκε με πύργους και εφοδιάστηκε με μια μεγάλη δεξαμενή στο πλάτωμα της ακρόπολης. Κατά τη Μεσοβυζαντινή εποχή, το τείχος ανακατασκευάστηκε και χρησίμευσε ως οχύρωση για έναν οικισμό που ιδρύθηκε μέσα στην πρώτη πενηνταετία του 10ου αιώνα, όταν αποτέλεσε έδρα της επισκοπής Λητής και Ρεντίνης. Τότε στην ακρόπολη κτίστηκε εκκλησία πάνω στα ερείπια της παλιότερης δεξαμενής, που δεν λειτουργούσε πλέον, και οικήματα για τον επίσκοπο και τους συνεργάτες του. Μέχρι τα τέλη του ίδιου αιώνα ιδρύθηκαν και αρκετές οικίες στην κάτω πόλη κατά μήκος του παλιού περιβόλου και σε επάλληλα άνδηρα, ακολουθώντας την φυσική κλίση του εδάφους. Ένας τρίτος οχυρωματικός περίβολος περιέβαλε τότε τον οικισμό από το ανατολικό, το πλέον ευπρόσβλητο, τμήμα του και στην άκρη του ιδρύθηκε πύργος, ο οποίος διέσωσε στο εσωτερικό του λείψανα ξύλου, που χρονολογήθηκαν με την μέθοδο του άνθρακα 14 (C14) γύρω στο 980 μ.Χ. Μετά το 1204, ο οικισμός παραδόθηκε στους Φράγκους του βασιλείου της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι φαίνεται ότι εγκατέστησαν μόνιμη φρουρά, όπως δείχνουν τα πολλά νομίσματα αυτής της περιόδου που βρέθηκαν στην ανασκαφή, προφανώς για τον έλεγχο τόσο της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης όσο και του Στρυμονικού κόλπου. Το 1242, όμως, ο Ιωάννης Βατάτζης στην πορεία του προς τη Θεσσαλονίκη κατέλαβε το κάστρο, αφού, σύμφωνα τον Γεώργιο Ακροπολίτη, οι Φράγκοι εγκατέλειψαν τη θέση χωρίς να την υπερασπιστούν. Κατά τον 13ο και 14ο αιώνα, ειδήσεις για τους κατοίκους της Ρεντίνας περιέχουν τα δικαιοπρακτικά έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους, που αναφέρουν κτήματα, μύλους και σπίτια στην περιφέρεια. Στην πρώτη πενηνταετία του 14ου αιώνα χρονολογείται και ένας μικρός σταυρόσχημος ναός, που κτίστηκε μέσα στον ανατολικό περίβολο, ίσως σε συνάφεια με βρεφικό και παιδικό νεκροταφείο. Στα μέσα του 14ου, ο χηρεύων θρόνος της επισκοπής Ρεντίνης δόθηκε από τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά στον επίσκοπο Πλαταμώνος, ο οποίος κατηγορήθηκε για τις χειροτονίες που τέλεσε, αλλά αθωώθηκε από Σύνοδο του 1363. Από τα μέσα του 14ου αιώνα, όμως, ο οικισμός φαίνεται ότι άρχισε να εγκαταλείπεται από τους κατοίκους του και περνά διαδοχικά στα χέρια Σέρβων, Ελλήνων και Τούρκων. Η εγκατάσταση Τούρκων Γιουρούκων στην περιοχή μάλλον οδήγησε το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού σε ασφαλέστερα κέντρα, το σημαντικότερο από τα οποία ήταν η Βόλβη. Τα λίγα νομίσματα της ανασκαφής από την εποχή αυτή μέχρι και τα μέσα του 16ου αιώνα αποτυπώνουν τη φθίνουσα πορεία του άλλοτε ακμαίου οικισμού της Ρεντίνας και πιστοποιούν την ύπαρξη ισχνής αγροτοποιμενικής εγκατάστασης στη θέση.


Βιβλιογραφία (3)

1. Μουτσόπουλος Ν., Ο βυζαντινός οικισμός της Ρεντίνας, 1996

2. Μουτσόπουλος Ν.Κ., Ρεντίνα ΙΙΙ, Το Βυζαντινό Κάστρο της Μυγδονικής Ρεντίνας, Οι κατοικίες και τα εργαστήρια του οικισμού, 2002

3. Μουτσόπουλος Ν., Κοσμική αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια 1300-1500 και η διατήρησή της, Θεσσαλονίκη, 1997


Σχόλια (0)