Η πόλη


Η Αμφίπολη βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Παγγαίου κοντά στις όχθες του ποταμού Στρυμόνα. Οι αρχαιολογικές ενδείξεις μαρτυρούν έντονη ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα στην περιοχή ήδη από τη Μέση Νεολιθική Εποχή. Η Αμφίπολη χτισμένη αμφιθεατρικά, σε θέση στρατηγική, αποτέλεσε αποικία των Αθηναίων που ιδρύθηκε το 437/6 στη θέση της πόλης Εννέα Οδοί, παλαιότερης πόλης της Ηδωνίας. Στη διάρκεια των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων η πόλη υπήρξε κέντρο άνθησης της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, ενώ παράλληλα, η διέλευση της Εγνατίας Οδού από την Αμφίπολη στάθηκε σημαντικός παράγοντας διατήρησης της ακμής της πόλης στους ρωμαϊκούς και παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Την περίοδο αυτή και με βεβαιότητα έως το 692 μ.Χ. η Αμφίπολη αποτέλεσε επισκοπική έδρα και εξελίχτηκε σε σημαντικό εκκλησιαστικό κέντρο της περιοχής. Από την περίοδο αυτή έχουν εντοπιστεί ανασκαφικά εντός των ορίων της πόλης τέσσερις ναοί στον τύπο της βασιλικής, κοσμημένοι με πολυτελή ψηφιδωτά δάπεδα και ορθομαρμαρώσεις, ένα επισκοπικό μέγαρο κι ένας περίκεντρος ναός. Το διάστημα αυτό η πόλη είναι οχυρωμένη με τείχος, μήκους 7,5 χλμ., και με ένα δεύτερο περίβολο, μήκους 2,2 χλμ. που όριζε τον χώρο της ακρόπολης.

Τον 8ο/9ο αιώνα, ωστόσο, η πόλη πιθανόν καταστράφηκε, καθώς μετά τον 9ο αιώνα η κατοίκηση μεταφέρεται στις εκβολές του Στρυμόνα, όπου αναπτύχθηκε η σημαντική οχυρωμένη πόλη-λιμάνι Χρυσούπολη. Στη θέση των ερειπίων της Αμφίπολης αναπτύχθηκε μικρός οικισμός, το Μαρμάριον, ο οποίος αποτέλεσε σταθμό των ταξιδιωτών που διάβαιναν τον ποταμό Στρυμόνα από το γειτονικό πέρασμα, τον Πόρο του Μαρμαρίου. Στην ίδια περιοχή, εκατέρωθεν των ακτών του ποταμού, στη διάρκεια του 13ου-14ου αιώνα ιδρύθηκαν δύο πύργοι υπό την κυριότητα των μονών του Αγίου Όρους. Από τους δύο πύργους ο καλύτερα σωζόμενος κτίστηκε με αρχιτεκτονικά μέλη παλαιοτέρων κτισμάτων, πάνω σε λόφο, βόρεια του σύγχρονου χωριού, ήταν τριώροφος και περιβαλλόταν εξωτερικά από οχυρωματικό περίβολο. Σύμφωνα με επιγραφή, ο πύργος ιδρύθηκε το 1367 από τους στρατηγούς αυτάδελφους Αλέξιο και Ιωάννη, ιδρυτές της μονής Παντοκράτορος του Αγίου Όρους, στην οποία ανήκει ο πύργος. Στην απέναντι όχθη του Στρυμόνα διατηρούνται τα κατάλοιπα του δεύτερου πύργου που πρέπει να ήταν τουλάχιστον διώροφος. Οι πύργοι αποτέλεσαν κατά κύριο λόγο αποθήκες φύλαξης των προϊόντων που καλλιεργούνταν στα κτήματα και μετόχια της περιοχής, η παρουσία τους, ωστόσο, εξυπηρετούσε και τον έλεγχο του περάσματος προς την ενδοχώρα. Στη διάρκεια του 16ου αιώνα η Χρυσούπολη εγκαταλείφθηκε, ενώ το Μαρμάριο επιβίωσε για δύο ακόμη αιώνες και αντικαταστάθηκε από το Νεοχώριο τον 18ο αιώνα.



Γλωσσάρι (3)

βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.
ψηφιδωτό: σχέδιο ή παράσταση που σχηματίζεται με τη συναρμολόγηση και συγκόλληση ποικιλόχρωμων ψηφίδων. Ψηφιδωτή διακόσμηση μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις επιφάνειες ενός κτιρίου, δάπεδο τοίχους ή οροφή.
ορθομαρμάρωση: η κάλυψη της επιφάνειας τοίχου με μαρμάρινες πλάκες


Πληροφοριακά Κείμενα (2)

Το επισκοπικό μέγαρο: Στη διάρκεια της παλαιοχριστιανικής περιόδου η Αμφίπολη υπήρξε έδρα επισκόπου, με την παρουσία του οποίου συνδέεται το τμήμα μεγάλου ορθογώνιου κτιρίου με τοίχους πάχους 1,30μ. που αποκαλύφθηκε ακριβώς πίσω από την κόγχη της Βασιλικής Α΄ και ταυτίστηκε με επισκοπικό μέγαρο. Στη ΒΔ γωνία του κτιρίου, εσωτερικά αποκαλύφθηκε ενσωματωμένο κυκλικό κτίσμα διαμέτρου 2,10μ. Παράλληλα, στη ΝΔ γωνία εντοπίστηκαν τρία ορθογώνια στενόμακρα διαμερίσματα, των οποίων οι τοίχοι και το δάπεδο έφεραν υδραυλικό κονίαμα, γεγονός που οδήγησε στον συσχετισμό τους με δεξαμενές.
Ο περίκεντρος ναός: Σε απόσταση 50μ. νότια της Βασιλικής Β΄ βρίσκονται τα ερείπια ενός από τους λίγους περίκεντρους παλαιοχριστιανικούς ναούς που διατηρούνται στον ελλαδικό χώρο. Ο ναός που χρονολογείται στον 6ο αιώνα αποτελεί το επιβλητικότερο μνημείο της παλαιοχριστιανικής Αμφίπολης. Το κτίριο αποτελούνταν από ένα κεντρικό εξάγωνο με άνισες πλευρές, οι οποίες, πλην της ανατολικής, περιβάλλονταν εξωτερικά από χτιστό δακτύλιο που δημιουργούσε περιμετρικά του εξαγώνου έναν διάδρομο πλάτους 4μ. Τα κατάλοιπα κιόνων δύο διαφορετικών διαστάσεων και τύπων που βρέθηκαν εσωτερικά του ναού υποδηλώνουν την ύπαρξη υπερώου. Το δάπεδο του κυρίως ναού κάλυπταν πολυτελείς λευκές μαρμάρινες πλάκες, ενώ ανάλογα πλούσιο μαρμαροθέτημα κάλυπτε το δάπεδο του περιφερειακού διαδρόμου. Τα ίχνη ψηφιδωτών που αποκαλύφθηκαν κατά τόπους αποδόθηκαν στην ύπαρξη εντοίχιας ψηφιδωτής διακόσμησης. Στην ανατολική πλευρά του εξαγώνου υπήρχε μεγάλη κόγχη που εσωτερικά ήταν ημικυκλική και εξωτερικά πεντάπλευρη. Ο δακτύλιος ανατολικά απέληγε σε δύο τετράγωνα δύο τετράγωνα διαμερίσματα με μαρμαροθετημένα δάπεδα, τα οποία επικοινωνούν με θύρες με το πρεσβυτέριο. Στη ΝΔ γωνία του εξαγώνου αποκαλύφθηκε ορθογώνιο διαμέρισμα με εγγεγραμμένη σε ορθογώνιο ημικυκλική κόγχη στα δυτικά, το οποίο ταυτίστηκε με το Βαπτιστήριο εξαιτίας του πήλινου αγωγού ύδατος που διαπερνά τον ανατολικό τοίχο του διαμερίσματος. Ανατολικά, σε επαφή και επικοινωνία με το διαμέρισμα αυτό εντοπίστηκε ένα ακόμη, μικρότερο διαμέρισμα. Στα δυτικά του ναού υπήρχε αίθριο, του οποίου οι τέσσερις πλευρές περιβάλλονταν από ισάριθμες στοές που δημιουργούνταν από σειρές δίτονων κιονοστοιχιών και έφεραν μαρμαροθετημένα δάπεδα. Ενσωματωμένα στη Β στοά αποκαλύφθηκαν επιπλέον τρία συνεχόμενα διαμερίσματα λατρευτικής χρήσης.


Βιβλιογραφία (4)

1. Ευγενίδου Δ., Κάστρα Μακεδονίας και Θράκης, Βυζαντινή Καστροκτισία, Αθήνα, 1997

2. Ζήκος Ν., Αμφίπολις. Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή Αμφίπολις, Αθήνα, 1989

3. Καραγιάννη Φ., Οι Βυζαντινοί οικισμοί στη Μακεδονία μέσα από τα αρχαιολογικά δεδομένα (4ος – 15ος αιώνας), Θεσσαλονίκη, 2010

4. Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού | Αρχαιολογικό Μουσείο Αμφιπόλεως, http://odysseus.culture.gr/h/1/gh151.jsp?obj_id=3250


Σχόλια (0)