Η πόλη


Η πόλη της Καβάλας απλώνεται αμφιθεατρικά στην τριγωνική χερσόνησο της Παναγίας, νότια του όρους Σύμβολο, και διατηρεί ίχνη συνεχούς κατοίκησης από την αρχαιότητα έως σήμερα. Καταλαμβάνει στρατηγική θέση μεταξύ Θράκης και Μακεδονίας, την οποία φαίνεται να επέλεξαν οι Θάσιοι και άποικοι από την Πάρο του 7ου π.Χ. αιώνα που ίδρυσαν την πόλη – λιμένα, την οποία ονόμασαν "Νεάπολη". Το όνομά αυτό διατηρήθηκε καθόλη τη διάρκεια της Ρωμαϊκής και Παλαιοχριστιανικής περιόδου. Το 746 στον Παρισινό κώδικα 1557 Α η πόλη μνημονεύεται ως "Χριστούπολη" ενώ το όνομα «Καβάλα» που διατηρεί έως σήμερα πρωτοεμφανίζεται το 1470.

Η Καβάλα υπήρξε οχυρωμένη από τον 5ο αιώνα π.Χ. με αμυντικό περίβολο. Κατά την περίοδο αυτή στη πόλη λειτουργούν νομισματοκοπεία γνωστά για τους αργυρούς στατήρες με την παράσταση της Γοργούς. Μετά τη μάχη των Πλαταιών γίνεται μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας και αναφέρεται στους φορολογικούς καταλόγους από το 453/4 π.Χ. Μετά την κατάκτηση της από τον Φίλιππο Α' Μακεδόνα γνωρίζει μεγάλη ακμή ως επίνειο των Φιλίππων.

Στη ρωμαϊκή εποχή υπήρξε βάση του στόλου των Δημοκρατικών Βρούτου και Κάσσιου κατά τη σύγκρουσή τους με την πόλη των Φιλίππων. Το 49μ.Χ. καταφτάνει στη Καβάλα ο απόστολος Παύλος, απ΄ όπου αρχίζει να κηρύττει τον Χριστιανισμό στον ευρωπαϊκό χώρο.

Η πόλη προστατεύεται με τείχος ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ., το οποίο αποτέλεσε βάση για μεταγενέστερες προσθήκες – επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες περιόδους, όπως μαρτυρούν τα σωζόμενα τμήματα της οχύρωσης και επιγραφές.

Από την παλαιοχριστιανική Νεάπολη δεν έχει σωθεί κανένα εκκλησιαστικό μνημείο. Ωστόσο, αρχιτεκτονικά μέλη και γλυπτά, συχνά εντοιχισμένα σε νεότερα μνημεία, μαρτυρούν την ύπαρξη παλαιοχριστιανικών βασιλικών, η ακριβής θέση των οποίων δεν είναι μέχρι σήμερα γνωστή. Μια πρόσφατα εντοπισμένη μεσοβυζαντινή βασιλική στο τζαμί της Μουσικής, αποτελεί σημαντική μαρτυρία για τη ζωή της πόλης καθώς ταυτίζεται με την επισκοπικό ναό της βυζαντινής Καβάλας. Επιπλέον, οι ανάγλυφες πλάκες που εντοπίστηκαν σε δεύτερη χρήση στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αποδόθηκαν στον υστεροβυζαντινό ναό της Παναγίας Καμμυτζιώτισσας της Μονής Παντοκράτορος του Αγίου Όρους.

Παράλληλα, οι αρχαιολογικές έρευνες έχουν αποκαλύψει τμήματα κτισμάτων που σχετίστηκαν με τις εγκαταστάσεις του βυζαντινού λιμανιού της πόλης, και επιπλέον κιβωτιόσχημους τάφους και άλλα σχετικά ευρήματα της μεσοβυζαντινής περιόδου στην ανατολική πλευρά της αποχετευτικής τάφρου εκτός των τειχών της πόλης.

Ιδιαίτερης σημασίας έργο για την πόλη είναι το σωζόμενο μέχρι σήμερα υδραγωγείο, το οποίο μετέφερε νερό από τη θέση «Μάνα Νερού» 6 χλμ. προς βορρά. Η κατασκευή του ανάγεται στους υστερορωμαϊκούς χρόνους, όμως το υδραγωγείο φαίνεται πως δέχτηκε από πολύ νωρίς εκτεταμένες επεμβάσεις με κορυφαία την αναστήλωσή του επί Imbrahim Paşa το 19ο αιώνα. Το υδραγωγείο είναι μια διπλή τοξωτή κατασκευή μήκους 280μ. που αναπτύσσεται σε μέγιστο ύψος 25μ. και στηρίζεται σε 18 πεσσούς. Στο άνω τμήμα του διαμορφώνεται κτιστός αγωγός πλάτους 0,35μ. και βάθους 0,48μ., καλυμμένος με πλακοειδείς λίθους που μετέφερε το νερό στην πόλη της Καβάλας.


Γλωσσάρι (3)

Παλαιοχριστιανική Περίοδος: η Παλαιοχριστιανική περίοδος τυπικά ξεκινά από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μ. Κωνσταντίνο στα 330 μ.Χ. και τη μεταφορά σε αυτή της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, και λήγει με το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Α (565).
βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.
πεσσός: στύλος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που λειτουργεί ως στήριγμα. Ο πεσσός είναι ελεύθερο αρχιτεκτονικό στοιχείο (μη εφαπτόμενο σε τοίχο) και συνήθως κτιστό.


Πληροφοριακά Κείμενα (0)


Βιβλιογραφία (11)

1. Bakirtzis Ch., Byzantine Kavala: Archaeological survey, Θεσσαλονίκη, 1980

2. Ευγενίδου Δ., Κάστρα Μακεδονίας και Θράκης, Βυζαντινή Καστροκτισία, Αθήνα, 1997

3. Καραγιάννη Φ., Οι Βυζαντινοί οικισμοί στη Μακεδονία μέσα από τα αρχαιολογικά δεδομένα (4ος – 15ος αιώνας), Θεσσαλονίκη, 2010

4. Τσουρής Κ., Λυχούνας Μ., ‘Νεάπολης – Χριστούπολης 300 μ . Χ. – 1391 μ. Χ’ σε Η παλιά πόλη της Καβάλας (7ος π.Χ. – 20ος αι.), Ο χώρος, οι άνθρωποι τα τεκμήρια της ιστορίας, Καβάλα, 2005

5. Λυχούνας Μ., Μεσαιωνικό Υδραγωγείο Καβάλας. Καμάρες, Καβάλα, 2008

6. Η ακρόπολη της Καβάλας. Ιστορική εξέλιξη – Προτάσεις συντήρησης και αναβίωσης, Θεσσαλονίκη, 1980

7. Μπακαλάκης Γ., ‘Πύργος υπέρκαλος’ σε Οίνος Ισμαρικός, τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Γ. Μπακαλάκη, Θεσσαλονίκη, 1990

8. Μπακαλάκης Γ., ‘Το παρά την Χριστούπολιν τείχισμα’ σε Οίνος Ισμαρικός, τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Γ. Μπακαλάκη, Θεσσαλονίκη, 1990

9. Reinach M.S., La reconstruction des murs de Cavalla au 10 siecle, 1982

10. Στεφανίδου Α., Η πόλη - λιμάνι της Καβάλας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Πολεοδομική και ιστορική διερεύνηση (1391-1912), Καβάλα, 2007

11. Μπρίκας Α., ‘Νεάπολις- Χριστούπολις – Καβάλα. Διορθώσεις- Προσθήκες – Παρατηρήσεις στην οχύρωση και την ύδρευση’ σε Μέρος Α’, Μελέτες, 1998


Σχόλια (0)