Το κάστρο


Το βυζαντινό κάστρο του Διδυμότειχου δεσπόζει σε βραχώδη λόφο πάνω από τις εκβολές του Ερυθροπόταμου στον Έβρο. Ιδρυμένο σε κοντινή απόσταση από την Κωνσταντινούπολη, το κάστρο κατείχε στρατηγική θέση ως πόλη-σταθμός στο δρόμο Αδριανούπολης-Τραϊανούπολης. Η ίδρυση της πόλης ανάγεται στα ρωμαϊκά χρόνια, ενώ υπέστη πολλές επισκευές κατά τη μακραίωνη ιστορία της, ιδιαίτερα από την Ιουστινιάνεια μέχρι την Παλαιολόγεια περίοδο. Η πόλη απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και αποτέλεσε το επίκεντρο των ιστορικών εξελίξεων από τον 7ο αιώνα και εξής. Ωστόσο, η μέγιστη ακμή της ήλθε τον 14ο αιώνα, όταν μέλη της αυτοκρατορικής αυλής διέμεναν στο κάστρο επί μακρόν, το οποίο υπήρξε ιδιαίτερα αγαπημένος τόπος διαμονής του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου –και λόγω του εξαιρετικού κυνηγιού που πρόσφερε η περιοχή–, ενώ εδώ στέφθηκε αυτοκράτορας ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός το 1342.

Οχυρωματικά τείχη, μήκους 1800 μ., περιβάλλουν τον πυρήνα της πόλης από βόρεια, νότια και ανατολικά, ενώ τη δυτική πλευρά της προστατεύει η φυσική τάφρος του Ερυθροπόταμου. Σε όλη την περίμετρο των τειχών υψώνονται πύργοι, στρογγυλοί, τετράπλευροι και πεταλόμορφοι που ενίσχυαν την άμυνα της πόλης. Αρκετοί από τους πύργους σώζουν το μονόγραμμα του κτήτορά τους Μιχαήλ Δούκα Γλαβά Ταρχανειώτη, που ήταν και κτήτορας της Μονής Παμμακαρίστου στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και χορηγός των τοιχογραφιών του παρεκκλησίου του Αγίου Ευθυμίου, στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης.

Η πρόσβαση στο εσωτερικό του κάστρου αρχικά γινόταν από δύο κεντρικές πύλες: τις Καστρόπορτες στα ανατολικά και τη διπλή πύλη γνωστή ως Νερόπορτες στα δυτικά, που πλαισιώνονταν από πεντάπλευρους ιουστινιάνειους πύργους. Στις μεταγενέστερες επεμβάσεις προστέθηκαν, στο μέσον του βόρειου τείχους οι Σαραϊόπορτες και ένας μεγάλος κυλινδρικός πύργος δίπλα στο ποτάμι, και το Πεντάζωνο που λειτουργούσε ως δεξαμενή νερού και εξασφάλιζε την ύδρευση της πόλης.

Εσωτερικά των τειχών σώζονται έως σήμερα ο βυζαντινός ναός της Αγίας Αικατερίνης των μέσων του 14ου αιώνα, όπως κι ένα ταφικό κτίσμα επιμελημένης τοιχοποιίας, επίσης του 14ου αιώνα.

 


Γλωσσάρι (0)


Πληροφοριακά Κείμενα (2)

Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου: Ο ναός του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου της πόλης της Θεσσαλονίκης, βρίσκεται στο κέντρο του ιστορικού πυρήνα της πόλης, στη διασταύρωση της ομώνυμης οδού με τη νοητή προέκταση της οδού Αριστοτέλους. Στη θέση του, στα ρωμαϊκά χρόνια, υπήρχε μεγάλο συγκρότημα λουτρών, στο ανατολικό τμήμα του οποίου, την αποκαλούμενη σήμερα Κρύπτη, μαρτύρησε σύμφωνα με την παράδοση ο άγιος Δημήτριος. Μετά την έκδοση του Διατάγματος των Μεδιολάνων, οι πιστοί διαμόρφωσαν στην Κρύπτη ένα μικρό λατρευτικό οικίσκο, ενώ στον ίδιο χώρο ο έπαρχος του Ιλλυρικού Λεόντιος ανέγειρε το 412 μια βασιλική, στην οποία μεταφέρθηκε ο τάφος του αγίου μέσα σε κιβώριο που τοποθετήθηκε στο κεντρικό κλίτος. Το αρχικά ασημένιο κιβώριο που στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με μαρμάρινο περιείχε την λάρνακα, πιθανότατα κενοτάφιο, και την εικόνα του αγίου. Η βασιλική (του 5ου αιώνα) δεν πρέπει να διέφερε σημαντικά από τον σημερινό ναό, εντούτοις η ακριβής μορφή της παραμένει άγνωστη, καθώς το κτίριο καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά, λίγο μετά τον ισχυρότατο σεισμό του 620. Ακολούθησε ανακαίνιση σε αξιοθαύμαστα σύντομο διάστημα, με την επιστασία του επισκόπου της Θεσσαλονίκης και του επάρχου Λέοντος, και το αποτέλεσμα αυτής της ανακαίνισης είναι πολύ κοντά στη σημερινή μορφή του ναού. Ήδη από τα βυζαντινά χρόνια, η τιμή του αγίου Δημητρίου, στον οποίο αποδιδόταν η προστασία της πόλης από τις εχθρικές επιδρομές, ξεπέρασε τα όρια της πόλης. Έτσι, στις εορταστικές εκδηλώσεις που πραγματοποιούνταν προς τιμήν του αγίου στη γιορτή του, κάθε Οκτώβριο, συγκεντρώνονταν προσκυνητές από πολλές χώρες της Ευρώπης και της Ασίας. Το 1493 ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί, αφήνοντας στους χριστιανούς μόνο ένα χώρο στα βορειοδυτικά του, όπου μεταφέρθηκε το κενοτάφιο του αγίου. Το 1912 αποδόθηκε πάλι στη χριστιανική λατρεία. Το 1917, ο ναός υπέστη μεγάλες ζημιές στη διάρκεια της μεγάλης πυρκαγιά που έπληξε μεγάλο τμήμα της άνω πόλης. Οι αναστηλωτικές εργασίες που ακολούθησαν διήρκησαν μέχρι το 1949. Στη διάρκεια αυτών των εργασιών αποκαταστάθηκε και η Κρύπτη, που φιλοξενεί σήμερα έκθεση για την ιστορική εξέλιξη του μνημείου. Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί ο ναός σήμερα, αναγνωρίζεται ως ένα έξοχο δείγμα πεντάκλιτης βασιλικής των αρχών του 7ου αιώνα με εγκάρσιο κλίτος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο σωζόμενος ψηφιδωτός διάκοσμος, που αν και διατηρείται αποσπασματικά, περιλαμβάνει έργα υψηλής ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας, ενδεικτικά της εξέλιξης της Βυζαντινής τέχνης κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο, αλλά και αργότερα. Πρόκειται για κιονόκρανα σε μεγάλη ποικιλία τυπολογίας, μορφής και τεχνικής εξέλιξης, κοσμήτες, μαρμαροθετήματα, πίνακες με opus sectile, από τους οποίους σήμερα σώζονται ελάχιστα δείγματα, το μαρμάρινο επιτύμβιο μνημείο του Λουκά Σπαντούνη (εξαίρετο δείγμα της αναγεννησιακής τέχνης της Βενετίας), ψηφιδωτούς αναθηματικούς πίνακες, προσφορές απλών πολιτών ή αξιωματούχων της πόλης, και μικρό αριθμό τοιχογραφιών. Από τα ψηφιδωτά σώθηκαν μετά την πυρκαγιά του 1917 μόνο εννέα παραστάσεις που εντοπίζονται στους δύο μεγάλους πεσσούς, μπροστά από το Ιερό και στον δυτικό τοίχο του κυρίως ναού, και καλύπτουν την περίοδο από τον 5ο ως τον 9ο αιώνα. Χαρακτηριστικό είναι το ψηφιδωτό του νότιου από τους δύο πεσσούς, στον οποίο σώζεται παράσταση που, σύμφωνα με τη συνοδευτική κτητορική επιγραφή, εικονίζει τον άγιο Δημήτριο ανάμεσα στον επίσκοπο της πόλης και τον έπαρχο Λέοντα (ανακαινιστές του ναού). Από τις ελάχιστες τοιχογραφίες που διασώθηκαν σημαντική από ιστορικής πλευράς είναι η παράσταση στον νότιο τοίχο του ναού που παριστάνει την είσοδο στην πόλη ενός έφιππου αυτοκράτορα, που ταυτίζεται από τους μελετητές είτε με τον Ιουστινιανό Β’ (7ος-8ος αι.) είτε με τον Βασίλειο Β΄(11ος αι.). Επίσης, στον πρώτο πεσσό της νότιας κιονοστοιχίας υπάρχει παράσταση του αγίου Δημητρίου με ένα ιεράρχη σε μικρότερη κλίμακα που θυμιατίζει δίπλα του, και έχει ταυτιστεί με τον Γρηγόριο Παλαμά, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Η τοιχογραφία χρονολογείται στην περίοδο 1360-1380 και συνδέεται με τις θεολογικές έριδες του 14ου αιώνα και το κίνημα του Ησυχασμού στη Θεσσαλονίκη. Στην ανατολική πλευρά του νότιου πτερυγίου του εγκαρσίου κλίτους είναι προσκολλημένο το μεσοβυζαντινό παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου που έχει μορφή μικρής τρίκλιτης βασιλικής. Τη δαπάνη της τοιχογράφησής του, σύμφωνα με την επιγραφή, ανέλαβε στα 1302-1303 ο πρωτοστράτωρ Μιχαήλ Δούκας Γλαβάς Ταρχανειώτης, κτήτορας της μονής Παμμακαρίστου στην Κωνσταντινούπολη, και η σύζυγός του Μαρία Παλαιολογίνα. Οι τοιχογραφίες, που αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα της παλαιολόγειας ζωγραφικής, βρίσκονται πολύ κοντά στην τεχνοτροπία των τοιχογραφιών του Πρωτάτου στο Άγιο Όρος, που έχουν αποδοθεί στον ζωγράφο Μανουήλ Πανσέληνο.


Βιβλιογραφία (4)

1. Γιαννόπουλος Φ., Διδυμότειχο, ιστορία ενός βυζαντινού οχυρού, Αθήνα, 1989

2. Ευγενίδου Δ., Κάστρα Μακεδονίας και Θράκης, Βυζαντινή Καστροκτισία, Αθήνα, 1997

3. Μπρίκας Α., ‘Νεάπολις- Χριστούπολις – Καβάλα. Διορθώσεις- Προσθήκες – Παρατηρήσεις στην οχύρωση και την ύδρευση’ σε Μέρος Α’, Μελέτες, 1998

4. Τσουρής Κ., Μπρίκας Α., Το φρούριο του Πυθίου και το έργο της αποκαταστάσεώς του. Προκαταρκτική ανακοίνωση, Καβάλα, 2002


Σχόλια (0)