Ο ναός της Αγίας Σοφίας


 
Ο ναός της Αγίας Σοφίας, που σήμερα λειτουργεί ως μουσείο, βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της πλατείας Σουλταναχμέτ, απέναντι από το Μπλε Τζαμί. Ο ναός που βλέπουμε σήμερα είναι ο τρίτος που κτίστηκε στην ίδια θέση: η αρχική Αγία Σοφία, που ιδρύθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, καταστράφηκε από πυρκαγιά το 404, όταν στην Κωνσταντινούπολη ξέσπασαν ταραχές εξαιτίας της εκθρόνισης του Πατριάρχη Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ενώ ο ανακαινισμένος από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο το Β’ ναός έπαθε ανεπανόρθωτες βλάβες το 532, επίσης από πυρκαγιά, κατά τη Στάση του Νίκα. Οι ναοί την Αγίας Σοφίας και της Αγίας Ειρήνης ήταν αφιερωμένοι σε ιδιότητες του Θεού και αποτελούσαν από κοινού τους ναούς του Πατριαρχείου. Ωστόσο, μόνον η Αγία Σοφία έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η «Μεγάλη Εκκλησία».

Η κατασκευή του ναού άρχισε αμέσως μετά την καταστολή της Στάσης από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και ανατέθηκε στους μηχανικούς Ανθέμιο από τις Τράλλεις και Ισίδωρο από τη Μίλητο. Η οικοδόμηση ολοκληρώθηκε σε πέντε χρόνια και έντεκα μήνες και τα εγκαίνια τελέστηκαν πανηγυρικά το Δεκέμβριο του 537. Ο ναός της Αγίας Σοφίας θεωρείται ένα από τα λαμπρότερα κτίρια της τότε οικουμένης – αν ο ναός αυτός ήταν το μόνο κτίριο που μας είχε διασωθεί από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ακόμη και τότε θα άξιζε να μελετάμε και να θαυμάζουμε τον Βυζαντινό πολιτισμό. Ο ιστορικός Προκόπιος στο έργο του «Περί Κτισμάτων» περιγράφει τη λαμπρότητα και τη μεγαλοπρέπεια του ναού που άφηνε κατάπληκτους του πιστούς με το μέγεθος, την ομορφιά, την ποικιλία και τον πλούτο της διακόσμησης. Στο ίδιο έργο δίνει επίσης πληροφορίες για την κατασκευή του και αναφέρει τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπισαν οι αρχιτέκτονες κατά την ανέγερση ενός τόσο μεγάλου κτιρίου, τα οποία διορθώθηκαν, όπως γράφει, χάρη στην ιδιοφυία του Ιουστινιανού που με σοφία συμβούλευε τους αρχιτέκτονες. Ο ναός της Αγίας Σοφίας όφειλε να ήταν μεγαλύτερος, μεγαλοπρεπέστερος και λαμπρότερα διακοσμημένος από το ναό του αγίου Πολύευκτου που λίγα χρόνια πριν είχε ιδρύσει η ζάπλουτη Ιουλιανή Ανικία, που ήλπιζε να ανεβάσει στο θρόνο το γιό της Ολύβριο.

Η Αγία Σοφία συνδυάζει τον τύπο της βασιλικής με τρούλο με τον τύπο περίκεντρου κτιρίου, και η κατασκευή της υπήρξε επαναστατική και καινοτόμα για την εποχή της. Η κάτοψη του ναού σχηματίζει ορθογώνιο διαστάσεων 77 επί 71 μέτρων που καταλήγει ανατολικά στην αψίδα του ιερού, ενώ δυτικά προστίθενται νάρθηκας και εξωνάρθηκας και μια μεγάλη υπαίθρια αυλή που περιβαλλόταν από στοές. Στο εσωτερικό, στο κέντρο του κυρίως ναού, τέσσερις μεγάλοι πεσσοί υψώνονται στις γωνίες ενός τετραγώνου πλευράς 31 μέτρων. Οι πεσσοί συνδέονται μεταξύ τους με τέσσερα τόξα, από τα οποία το βόρειο και το νότιο είναι πολύ ρηχά, ενώ το ανατολικό και το δυτικό απλώνονται προς τουε εξωτερικούς τοίχους σχηματίζοντας μεγάλες κόγχες στα ανατολικά και τα δυτικά του κεντρικού τετραγώνου. Ο τρούλος εσωτερικά στηρίζεται από σαράντα νευρώσεις,ανάμεσά τους, στο κατώτερο τμήμα του τρούλλου, ανοίγονται σαράντα παράθυρα, τα οποία  φέρουν το φως στο εσωτερικό του κεντρικού κλίτους. Τα πλάγια κλίτη διαθέτουν υπερώα: από το νότιο υπερώο παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία και τις υπόλοιπες ακολουθίες ο αυτοκράτορας, η οικογένειά του, οι ανώτατοι αξιωματούχοι και οι αυλικοί του παλατιού. Η είσοδος στον κυρίως ναό γίνεται από τις πέντε θύρες του νάρθηκα, από τις οποίες η κεντρική είναι γνωστή ως «Βασίλειος Πύλη».

Η εκκλησία δε φημίζεται μόνο για την αρχιτεκτονική της, αλλά και για τη μυστικιστική ατμόσφαιρα που δημιουργεί το φως μέσα στον ναό, καθώς αντανακλάται στα πολύτιμα υλικά που λάμπουν στο εσωτερικό του. Τα παράθυρα που ανοίγονται περιμετρικά στον τρούλο διαχέουν το φως και δίνουν την εντύπωση της ελαφρότητας και της εξαΰλωσης, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι οι θόλοι αιωρούνται και ο τρούλος κρέμεται από τον ουρανό. Εσωτερικά ο πλούτος και η πολυτέλεια των υλικών προκαλούν το θαυμασμό. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, κίονες, μάρμαρα, έργα τέχνης και πολύτιμα υλικά μεταφέρθηκαν από όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας προκειμένου να εκπληρωθεί το όραμα του Ιουστινιανού. Οι πεσσοί και οι τοίχοι του μεσαίου κλίτους έχουν εξωτερικά επενδυθεί με ορθομαρμαρώσεις από πράσινες, γκριζοκίτρινες και σκούρες μπλε μαρμαρόπλακες, διατεταγμένες με τέτοιον τρόπο ώστε οι φλέβες τους να σχηματίζουν συμμετρικά σχέδια, ενώ οι κίονες στις κόγχες εκατέρωθεν της αψίδας του ιερού και την είσοδο είναι κατασκευασμένοι από πανάκριβο, ακόμη και τότε, πορφυρό γρανιτόλιθο (πορφυρίτη). Τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του ναού, κιονόκρανα, γείσα και πλαίσια θυρών, φέρουν λεπτουργημένο ανάγλυφο διάκοσμο, που συχνά έχει αποδοθεί με τη χρήση λεπτού τρυπανιού, ώστε τα ανάγλυφα σχέδια να είναι σαν δαντέλλες που περιβάλλουν τα κυρίως μέλη.

Από τα έξοχα ψηφιδωτά του ναού σώζονται σήμερα μόνο ψήγματα. Τμήματα του ιουστινιάνειου διακόσμου διατηρούνται στα εσωρράχια των τοξοστοιχιών του μεσαίου κλίτους, στους θόλους των πλαγίων κλιτών και των υπερώων και στην παρυφή της αψίδας. Ο διάκοσμος ήταν ανεικονικός (δεν περιλάμβανε ανθρώπινες μορφές) και αποτελούνταν από φυτικά μοτίβα και γεωμετρικά σχήματα τοποθετημένα σε χρυσό βάθος.

Οι παραστάσεις που σώζονται σήμερα φιλοτεχνήθηκαν μετά τη λήξη της Εικονομαχίας, το 843, και διατηρήθηκαν επειδή καλύφθηκαν με σοβά κατά την περίοδο που ο ναός λειτουργούσε ως τζαμί. Η Παναγία Βρεφοκρατούσα παρουσιάζεται ένθρονη στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του ιερού, πλαισιωμένη από αρχαγγέλους, ενώ στα λοφία του τρούλου διατηρούνται εξαπτέρυγα Σεραφείμ. Στους τοίχους του κεντρικού κλίτους, ψηλά ανάμεσα στα παράθυρα, σώζονται μορφές ιεραρχών και προφητών. Στο τύμπανο πάνω από τη θύρα του διαδρόμου που οδηγούσε από το παλάτι προς το νάρθηκα, η ένθρονη Παναγία Βρεφοκρατούσα πλαισιώνεται από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο που της προσφέρει ομοίωμα της Κωνσταντινούπολης και τον Ιουστινιανό που της προσφέρει ομοίωμα της Αγίας Σοφίας, υπενθυμίζοντας στους μελλοντικούς αυτοκράτορες τους αφιερωτές της Πόλης και του ναού. Στο ημικυκλικό τύμπανο πάνω από την κεντρική (τη Βασίλειο) θύρα του νάρθηκα εικονίζεται αυτοκράτορας να κάνει μετάνοια μπροστά στον ένθρονο Χριστό, που πλαισιώνεται από μετάλλια με την Παναγία και έναν αρχάγγελο. Ο αυτοκράτορας αυτός είναι κατά πάσαν πιθανότητα ο Λέων ΣΤ’ που εικονίζεται στη στάση αυτή σε ένδειξη μεταμέλειας για τον τέταρτο γάμο που συνήψε, που ήταν παράνομος κατά το εκκλησιαστικό δίκαιο.

Στο βόρειο υπερώο υπάρχει ψηφιδωτή παράσταση του αδελφού του Λέοντα ΣΤ’, Αλέξανδρου, με τυπικά αυτοκρατορικά ενδύματα, που μάλλον φιλοτεχνήθηκε στη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του το 912-913. Στον ανατολικό τοίχο του νότιου υπερώου σώζονται οι δύο αναθηματικοί ψηφιδωτοί πίνακες των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου Μονομάχου και Ζωής, που χρονολογείται κοντά στο έτος ανάρρησης στο θρόνο του Κωνσταντίνου, γύρω στο 1044, και του Ιωάννου Κομνηνού με την Ειρήνη, γύρω στο 1118. Στο νότιο υπερώο σώζεται επίσης η γιγαντιαίων διαστάσεων παράσταση της Δέησης, με το Χριστό να πλαισιώνεται από τις μορφές της Παναγίας και του Προδρόμου, που μεσιτεύουν για τη σωτηρία των ανθρώπων· ίσως πρόκειται για αφιέρωμα του ίδιου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ του Παλαιολόγου, για την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261.

Το μνημείο έχει υποστεί αρκετές επισκευές και τροποποιήσεις στο πέρασμα των αιώνων. Ο αρχικός τρούλος κατέρρευσε λόγω σεισμού το 558 και ανακατασκευάστηκε κατά 6 μέτρα ψηλότερος από τον Ισίδωρο το Νεότερο. Το τεράστιο βάρος του φαίνεται ότι δεν αντιστηριζόταν επαρκώς, γεγονός που προκάλεσε την παραμόρφωση της βάσης του τρούλου, την κλίση των πεσσών και των αντηρίδων προς τα πίσω, και τη διεύρυνση του ανατολικού και του δυτικού τόξου. Το 989 ο Αρμένιος αρχιτέκτονας Trdat (Τιριδάτης) μετακλήθηκε στην Πόλη και πραγματοποίησε εργασίες αποκατάστασης στο δυτικό τόξο και σε τμήματα του τρούλου που είχαν καταπέσει μετά από σεισμό. Το ανατολικό τμήμα του τρούλου κατέπεσε άλλη μια φορά, το 1346. Το 16ο αιώνα έγιναν πρόσθετες επισκευές και προστέθηκαν οι τέσσερις μιναρέδες που εξακολουθούν να υψώνονται στις γωνίες του κτιρίου. Άλλη μια επισκευή μεγάλης κλίμακας έγινε την περίοδο 1847-1849 από τους Ελβετούς αρχιτέκτονες Γκασπάρ και Τζιουζέπε Φοσσάτι.

Ο ναός, σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αποτέλεσε την έδρα του Πατριαρχείου. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 ο ναός έγινε καθεδρικός για το Λατίνο αρχιεπίσκοπο, ενώ μετά το 1453 μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος. Έκτοτε, παρέμεινε χώρος λατρείας μέχρι την ανακήρυξή του σε μουσείο το 1935.  
 


Γλωσσάρι (12)

βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.
τρούλος: ημισφαιρικός θόλος που στηρίζεται σε κυλινδρικό ή πολυγωνικό τύμπανο. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στη χριστιανική εκκλησιαστική αρχιτεκτονική.
περίκεντρο κτήριο: αρχιτεκτονική μορφή που χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατά τα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Σε αντίθεση με τη βασιλική, στην οποία τονίζεται ο κατά μήκος άξονας, εδώ δίδεται έμφαση στον κατακόρυφο άξονα, γύρω απ’ τον οποίο οργανώνεται ο χώρος. Ανάλογα με τη μορφή τους, τα κτήρια αυτά διακρίνονται σε κυκλικά, οκταγωνικά, εξαγωνικά, τρίκογχα και τετράκογχα.
αψίδα: η ημικυκλική απόληξη της ανατολικής πλευράς των βασιλικών. Εσωτερικά καλύπτεται με θόλο και είναι ημικυκλική, ενώ εξωτερικά καλύπτεται με κλιμακωτή στέγη και μπορεί να είναι πεταλόσχημη, ορθογώνια ή και πολυγωνική.
νάρθηκας: ο νάρθηκας είναι η στενόμακρη αίθουσα που εκτείνεται σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς της βασιλικής. Προήλθε από την ανατολική στοά του αιθρίου, η οποία ενσωματώθηκε στον ναό. Χρησίμευε ως χώρος παραμονής των κατηχουμένων, οι οποίοι δεν επιτρεπόταν να παρακολουθήσουν το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας.
πεσσός: στύλος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που λειτουργεί ως στήριγμα. Ο πεσσός είναι ελεύθερο αρχιτεκτονικό στοιχείο (μη εφαπτόμενο σε τοίχο) και συνήθως κτιστό.
υπερώο: όροφος που αναπτύσσεται περιμετρικά του ναού επάνω από τα πλάγια κλίτη και το νάρθηκα.
ορθομαρμάρωση: η κάλυψη της επιφάνειας τοίχου με μαρμάρινες πλάκες
κιονόκρανο: το ανώτερο τμήμα ενός κίονα που φέρει διακόσμηση και πάνω στο οποίο στηρίζεται το επιστύλιο. Υπήρχουν τρεις βασικοί τύποι κιονοκράνων: το δωρικό, το ιωνικό και το κορινθιακό, οι οποίοι εμπλουτίστηκαν στους Βυζαντινούς ναούς, όπου επικρατούσε το κορινθιακού τύπου κιονόκρανο σε διάφορες παραλλαγές.
ψηφιδωτό: σχέδιο ή παράσταση που σχηματίζεται με τη συναρμολόγηση και συγκόλληση ποικιλόχρωμων ψηφίδων. Ψηφιδωτή διακόσμηση μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις επιφάνειες ενός κτιρίου, δάπεδο τοίχους ή οροφή.
εσωρράχιο: το καμπύλο εσωτερικό μέρος των τόξων του ναού, το οποίο συνήθως κοσμούνταν με ψηφιδωτά, τοιχογραφίες ή πλακίδια μαρμάρων.
Σεραφείμ: τάγμα Ασωμάτων, τα οποία σύμφωνα με την ιουδαϊκή και χριστιανικήπαράδοση πλαισιώνουν τον Θρόνο του Θεού. Κατά τον προφήτη Ησαΐα, τα Σεραφείμ έχουνέξι πτέρυγες, για τον λόγο αυτό ονομάζονται «εξαπτέρυγα».


Πληροφοριακά Κείμενα (8)

Μέγας Κωνσταντίνος (περ. 272-337): Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 324 έως το 337. Γεννήθηκε στη Ναϊσό περίπου το 272. Γονείς του ήταν ο Ρωμαίος Καίσαρας Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός και η Ελένη. Έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση, λαμβάνοντας μέρος σε εκστρατείες στο πλευρό του πατέρα του, καταλαμβάνοντας τον βαθμό του τριβούνου, του διοικητή της αυτοκρατορική σωματοφυλακής. Μετά από σειρά διαμαχών, και αφού εξουδετέρωσε τους αντιπάλους του, ανήλθε στον θρόνο το 324. Ως μοναδικός αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος αναδιάρθρωσε το διοικητικό και στρατιωτικό σύστημα, άλλαξε το νόμισμα και ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη, την οποία και έκανε πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας (330). Όντας διορατικός, και αντιλαμβανόμενος την αυξανόμενη δύναμη της νέας θρησκείας, υποστήριξε διακριτικά το χριστιανισμό, ενώ υπέγραψε το Διάταγμα των Μεδιολάνων το 313, με το οποίο θεσπιζόταν η αρχή της ανεξιθρησκίας. Αναμείχθηκε επιπλέον και σε θρησκευτικές διαμάχες και συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, την πλέον καθοριστική για την εξέλιξη της Χριστιανικής Εκκλησίας. Με τις ενέργειές του αυτές, και κυρίως με την υποστήριξη των χριστιανών και τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, διαμόρφωσε στην ουσία την μετέπειτα πορεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Στάση του Νίκα (11-19 Ιανουαρίου 532): Λαϊκή εξέγερση που έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη επί βασιλείας Ιουστινιανού. Πρωταγωνιστές της εξέγερσης ήταν οι δήμοι των Πράσινων και των Βένετων (οργανώσεις φιλάθλων των αρματοδρομιών του ιπποδρόμου), και αίτια της Στάσης υπήρξαν η δημοσιονομική πολιτική του αυτοκράτορα, καθώς και ο περιορισμός των παραδοσιακών δικαιωμάτων των φατριών και της συγκλήτου. Οι δύο δήμοι, οι οποίοι σύντομα ένωσαν τις δυνάμεις τους και υποστηρίχθηκαν από αρκετούς συγκλητικούς, κινήθηκαν κατά της φρουράς με συνθήματα εναντίον του αυτοκράτορα και των συνεργατών του, ενώ κατέστρεψαν και έκαψαν πολλά δημόσια κτήρια. Σε αυτούς προστέθηκαν και πολλοί δυσαρεστημένοι πολίτες με αποτέλεσμα να γενικευθούν οι ταραχές. Οι στασιαστές συγκεντρώθηκαν στον ιππόδρομο με σκοπό να ανακηρύξουν αυτοκράτορα τον Υπάτιο, ανιψιό του πρώην αυτοκράτορα Αναστάσιου. Λέγεται πως ο Ιουστινιανός, βλέποντας την κατάσταση να βγαίνει εκτός ελέγχου, σκέφτηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, αλλά μεταπείστηκε από τη Θεοδώρα. Τελικά, οι επαναστάτες εγκλωβίστηκαν στον ιππόδρομο και σφαγιάστηκαν από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, στις 18 Ιανουαρίου του 532. Οι νεκροί από τη στάση του Νίκα υπολογίζονται σε 30.000 με 35.000.
Ιουστινιανός Α' (περ. 482-565): Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (527-565). Διαδέχθηκε στον θρόνο τον θείο του Ιουστίνο Α΄. Από τις πρώτες ενέργειες του Ιουστινιανού ήταν η αναδιοργάνωση του φορολογικού συστήματος, ενώ συγκέντρωσε και επανακωδικοποίησε τους νόμους του Θεοδοσίου. Αναμείχθηκε προσωπικά και σε θρησκευτικές διαμάχες και συγκάλεσε την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (553). Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ως ορθόδοξο αυτοκράτορα και έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών. Πολλές από τις ενέργειές του, κυρίως σε πολιτικό και φορολογικό επίπεδο, προκάλεσαν την έντονη δυσαρέσκεια συγκλητικών και φατριών και οδήγησαν στη Στάση του Νίκα. Ανέπτυξε έντονη οικοδομική δραστηριότητα, χτίζοντας μόνο στην Κωνσταντινούπολη 30 εκκλησίες, ανάμεσα τους και την περίφημη εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική, αντιμετώπισε με επιτυχία τους Πέρσες και τους Βάνδαλους στην Ανατολή και επικεντρώθηκε στην ανάκτηση της Δύσης. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε προσωρινά εξαντλώντας όμως την αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα οι βάρβαροι της Βαλκανικής να λεηλατήσουν την ελληνική χερσόνησο μέχρι τον Ισθμό και βαρβαρικοί πληθυσμοί να εγκατασταθούν στα σύνορα. Οι πολεμικές του δραστηριότητες ωστόσο εξάντλησαν το Βυζάντιο σε χρήμα και στρατό και εν τέλει δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα, καθώς η Ιταλία όπως και οι άλλες περιοχές που είχε κατακτήσει σύντομα χάθηκαν ξανά. Έτσι, μετά τον θάνατό του, η αυτοκρατορία, αποδυναμωμένη, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις, με αποκορύφωμα τις αραβικές κατακτήσεις, που θα αναιρέσουν το μεγαλύτερο μέρος των εξωτερικών επιτευγμάτων του Ιουστινιανού.
Προκόπιος: Βυζαντινός ιστορικός με πλούσιο συγγραφικό έργο. Γεννήθηκε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και σπούδασε ρητορική, σοφιστική και νομικά. Σε νεαρή ηλικία μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου άσκησε το επάγγελμα του ρήτορα και του δικηγόρου. Σύντομα εισήλθε στον κύκλο του στρατηγού Βελισάριου με καθήκοντα γραμματέα και συμβούλου και τον ακολούθησε σε πολλές εκστρατείες. Έζησε από κοντά την μεγάλη επιδημία πανώλης στην Κωνσταντινούπολη (541-542), την οποία και περιγράφει αναλυτικά. Το συγγραφικό του έργο αποτελεί τη σπουδαιότερη πηγή για την εποχή του Ιουστινιανού, αν και ομολογουμένως δεν στέκεται αμερόληπτος απέναντι στον αυτοκράτορα, καθώς από ένα σημείο και μετά φαίνεται να είναι αρνητικά προκατειλημμένος τόσο απέναντι στον Ιουστινιανό, όσο και προς τη Θεοδώρα. Από το 549 και μετά βρίσκεται σταθερά στην Κωνσταντινούπολη, όμως δεν έχουμε καμιά πληροφορία για τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Εικονομαχία: με τον όρο Εικονομαχία προσδιορίζεται το κίνημα που στράφηκε κατά της λατρείας εικόνων που απεικόνιζαν τον Θεό ή τους Αγίους. Η περίοδος της εικονομαχίας ξεκίνησε το 726 ή το 730 από τον Λέοντα τον Γ΄, διακόπηκε το 787 από την αυτοκράτειρα Ειρήνη, αποκαταστάθηκε το 815 από τον Λέοντα Ε΄, και έληξε το 843 από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Κατά τις δύο περιόδους της Εικονομαχίας, τα εικονογραφικά προγράμματα των ναών αντικαταστάθηκαν από γεωμετρικά σχήματα, φυτικά θέματα, το σημείο του σταυρού κ.α., ενώ διώχθηκαν όσοι επέμεναν στην προσκύνηση των εικόνων.
Λοφία: Λοφία ή σφαιρικά τρίγωνα είναι οι τριγωνικές καμπύλες επιφάνειες στη βάση του τρούλου που βοηθούν να προσαρμοστεί η κυκλική βάση του τρούλου στο τετράγωνο που σχηματίζουν τα τόξα που τον υποβαστάζουν.
Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Λέων ΣΤ' ο Σοφός (866-912): Αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 886 έως το 912. Ο Λέοντας αποκαλούνταν και Σοφός ή Φιλόσοφος, λόγω της ιδιαίτερης πνευματικής του καλλιέργειας. Διακρίθηκε ως δόκιμος συγγραφέας και ενθουσιώδης ρήτορας, ενώ συνέγραψε ποιήματα, λόγους, καθώς και ένα στρατιωτικό εγχειρίδιο, τα Τακτικά. Ως αυτοκράτορας επιχείρησε να επαναφέρει την τάξη στην εσωτερική πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας. Η εξωτερική του πολιτική, ωστόσο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αποτυχημένη, καθώς κατά τη διάρκεια της βασιλείας του κατελήφθησαν επαρχίες του Βυζαντίου, ενώ πολιορκήθηκαν και λεηλατήθηκαν μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως η Θεσσαλονίκη, αλλά και η ίδια η πρωτεύουσα. Παντρεύτηκε τέσσερις φορές, γεγονός μη αποδεκτό από την εκκλησία, προκειμένου να αποκτήσει αρσενικό διάδοχο. Για να επιτύχει μάλιστα την άδεια της εκκλησίας για τον τέταρτο γάμο του, αντικατέστησε τον πατριάρχη Νικόλαο το Μυστικό που αντιδρούσε, με τον Ευθύμιο. Τελικά, παντρεύτηκε τη Ζωή Καρβουνοψίνα εν μέσω θυελλωδών διαμαρτυριών, η οποία γέννησε τον μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο.


Βιβλιογραφία (11)

1. Kazhdan, A. P., The Oxford Dictionary of Byzantium, Washington D.C., 1991

2. Krautheimer R., Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή αρχιτεκτονική, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα, 2006

3. Ιστορία του ελληνικού έθνους, Αθήνα

4. Αντωνιάδης, Ε.Μ., Έκφρασις της Αγίας Σοφίας, Αθήνα, 1983

5. Mango, Cyril, Byzantine architecture, Faber and Faber, Λονδίνο, 1979

6. Mango, C., Materials for the Study of the Mosaics of St. Sofia at Istanbul, Washington D.C., 1962

7. Χατζηδάκη Ν., Ελληνική τέχνη. Βυζαντινά ψηφιδωτά., Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1994

8. Hoffmann, V., Santa Sofia ad Istanbul. Sei secoli di immagini e il lavoro di Gaspare Fossati(1847-49), Βέρνη, 1999

9. -------------------, Mosaics of Hagia Sofia, Instanbul. The Fossati Restoration and the Work of the Byzantine Institute., Ουάσινγκτον, 1998

10. Mainstone, R.J., Hagia Sophia. Architecture, Structure and Liturgy of Justinian's Great Church., Λονδίνο, 1988

11. Egea, J.M., Relato de Como se Construyo Santa Sofia. Segun la descripcion de varios codices y autores., Γρανάδα, 2003


Σχόλια (0)