Το κάστρο


Το κάστρο του Πυθίου είναι χτισμένο σε χαμηλό λόφο στα δυτικά όρια της παραποτάμιας περιοχής του Έβρου και απέχει 15 χλμ. από το Διδυμότειχο και την Αδριανούπολη. Ιδρύθηκε ανάμεσα στο 1330 και 1340 από τον Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό και αποτέλεσε στρατιωτικό φρούριο και προσωπικό καταφύγιό του κατά την περίοδο των εμφυλίων πολέμων του 14ου αιώνα. Μετά την κατάληψη του κάστρου από τους Οθωμανούς, γύρω του αναπτύχθηκε ένας νέος οικισμός με το όνομα Καλελί Μπουργκάζ, όπου στα χρόνια της επανάστασης ετάφη ο απαγχονισμένος πατριάρχης Κύριλλος ΣΤ’.

Η οχύρωση του φρουρίου περιλάμβανε έναν ευρύ εξωτερικό περίβολο, τμήματα του οποίου διατηρούνται ανάμεσα στα σύγχρονα σπίτια, και έναν μικρότερο εσωτερικό. Και οι δύο περίβολοι ενισχύονταν εξωτερικά με πύργους, ενώ στο σημείο ένωσής τους υψώνονταν δύο άνισοι, μεγάλοι, τετράγωνοι πύργοι, οι οποίοι πλαισίωναν την είσοδο προς το εσωτερικό του κάστρου.

Ο μεγαλύτερος πύργος είναι σήμερα τριώροφος και σώζεται σε ύψος 17 μ. από το έδαφος. Οι όροφοι καλύπτονται με τέσσερις ημισφαιρικούς θόλους και επικοινωνούν μεταξύ τους με τη βοήθεια μιας κλίμακας ενσωματωμένης στο πάχος του ανατολικού τοίχου. Στη νότια πλευρά του τελευταίου ορόφου υπήρχε έξοδος που οδηγούσε στον περίδρομο του διάμεσου τείχους. Από τα σωζόμενα στοιχεία προκύπτει ότι αρχικά θα υπήρχαν άλλοι δύο όροφοι, εκ των οποίων ο πρώτος ήταν διευρυμένος και διέθετε καταχύστρες που εξυπηρετούσαν την άμυνα. Πιθανότατα ο πύργος αυτός, και ιδιαίτερα ο τρίτος όροφος, όπου υπήρχε τζάκι και ένα ερμάριο, λειτουργούσε ως κατοικία του ιδιοκτήτη του κάστρου.

Ο μικρότερος πύργος είναι σχεδόν τετράγωνος, ελαφρά παράγωνος και σώζεται σε ύψος 20 μ. Αποτελείται από τέσσερις ανεξάρτητους, μονόχωρους ορόφους, στεγασμένους με σφαιρικούς θόλους, ενώ πιθανότατα υπήρχε και πέμπτος όροφος, που όμως δεν έχει σωθεί σήμερα. Το ισόγειο είναι τυφλό, χωρίς παράθυρα, και ίσως προοριζόταν για φυλακή. Μια οπή στο δάπεδο του δευτέρου ορόφου επέτρεπε την κάθοδο προς το ισόγειο, με τη βοήθεια ξύλινης, πιθανόν φορητής σκάλας. Οι άλλοι όροφοι δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους και ο καθένας τους είχε ανεξάρτητη πρόσβαση. Ο πύργος αυτός είχε αποκλειστικά στρατιωτικό προορισμό.

Το Πύθιο συνδυάζει τα χαρακτηριστικά δυτικών φρουρίων, που αποτελούσαν έδρες-κατοικίες μεγάλων φεουδαρχών με αυτά των κάστρων αμυντικού χαρακτήρα που στόχευαν στον έλεγχο και την προστασία της περιοχής τους. Αποτελεί πρωτοπόρο έργο της βυζαντινής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής και συνεχίζει να εντυπωσιάζει τους επισκέπτες του, παρόλο που δεν διασώζει παρά μόνο ένα τμήμα της αρχικής του έκτασης.
 



Γλωσσάρι (1)

καταχύστρα: οπή σε τείχος ή πάνω από οχυρές πύλες, από την οποία πραγματοποιούνταν η ρίψη καυτού νερού ή λαδιού για την απώθηση εισβολέων.


Πληροφοριακά Κείμενα (3)

Το κάστρο: Το βυζαντινό κάστρο του Διδυμότειχου δεσπόζει σε βραχώδη λόφο πάνω από τις εκβολές του Ερυθροπόταμου στον Έβρο. Ιδρυμένο σε κοντινή απόσταση από την Κωνσταντινούπολη, το κάστρο κατείχε στρατηγική θέση ως πόλη-σταθμός στο δρόμο Αδριανούπολης-Τραϊανούπολης. Η ίδρυση της πόλης ανάγεται στα ρωμαϊκά χρόνια, ενώ υπέστη πολλές επισκευές κατά τη μακραίωνη ιστορία της, ιδιαίτερα από την Ιουστινιάνεια μέχρι την Παλαιολόγεια περίοδο. Η πόλη απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και αποτέλεσε το επίκεντρο των ιστορικών εξελίξεων από τον 7ο αιώνα και εξής. Ωστόσο, η μέγιστη ακμή της ήλθε τον 14ο αιώνα, όταν μέλη της αυτοκρατορικής αυλής διέμεναν στο κάστρο επί μακρόν, το οποίο υπήρξε ιδιαίτερα αγαπημένος τόπος διαμονής του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου –και λόγω του εξαιρετικού κυνηγιού που πρόσφερε η περιοχή–, ενώ εδώ στέφθηκε αυτοκράτορας ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός το 1342. Οχυρωματικά τείχη, μήκους 1800 μ., περιβάλλουν τον πυρήνα της πόλης από βόρεια, νότια και ανατολικά, ενώ τη δυτική πλευρά της προστατεύει η φυσική τάφρος του Ερυθροπόταμου. Σε όλη την περίμετρο των τειχών υψώνονται πύργοι, στρογγυλοί, τετράπλευροι και πεταλόμορφοι που ενίσχυαν την άμυνα της πόλης. Αρκετοί από τους πύργους σώζουν το μονόγραμμα του κτήτορά τους Μιχαήλ Δούκα Γλαβά Ταρχανειώτη, που ήταν και κτήτορας της Μονής Παμμακαρίστου στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και χορηγός των τοιχογραφιών του παρεκκλησίου του Αγίου Ευθυμίου, στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης. Η πρόσβαση στο εσωτερικό του κάστρου αρχικά γινόταν από δύο κεντρικές πύλες: τις Καστρόπορτες στα ανατολικά και τη διπλή πύλη γνωστή ως Νερόπορτες στα δυτικά, που πλαισιώνονταν από πεντάπλευρους ιουστινιάνειους πύργους. Στις μεταγενέστερες επεμβάσεις προστέθηκαν, στο μέσον του βόρειου τείχους οι Σαραϊόπορτες και ένας μεγάλος κυλινδρικός πύργος δίπλα στο ποτάμι, και το Πεντάζωνο που λειτουργούσε ως δεξαμενή νερού και εξασφάλιζε την ύδρευση της πόλης. Εσωτερικά των τειχών σώζονται έως σήμερα ο βυζαντινός ναός της Αγίας Αικατερίνης των μέσων του 14ου αιώνα, όπως κι ένα ταφικό κτίσμα επιμελημένης τοιχοποιίας, επίσης του 14ου αιώνα.
Αδριανούπολη: Πόλη της σημερινής δυτικής Τουρκίας. Πρωτοκατοικήθηκε από τους Θράκες, ενώ στη Ρωμαϊκή περίοδο έγινε κέντρο συγκοινωνιών και εμπορίου, ρόλοι που κράτησε σε όλη την διάρκεια της ιστορίας της. Ανακαινίστηκε και εξωραΐστηκε από τον αυτοκράτορα Αδριανό, που της έδωσε το όνομά του και το οποίο διατήρησε μέχρι τα βυζαντινά χρόνια, οπότε και ξαναπήρε το όνομα Ορεστιάδα. Η πόλη ύστερα από πολλές επιδρομές που αντιμετώπισε την εποχή των σταυροφοριών, κατελήφθη από τον Τούρκο Σουλτάνο Μουράτ Α΄ το 1361. Μέχρι το 1453 ήταν πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους. Παρέμεινε ωστόσο κέντρο του ελληνισμού, μέχρι τη συνθήκη της Λωζάνης το 1923, οπότε και περιήλθε οριστικά στην Τουρκία.
Κύριλλος ΣΤ΄ (1769-1821): Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 1813 έως το 1818. Γεννήθηκε και σπούδασε στην Αδριανούπολη. Ως Πατριάρχης έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της παιδείας. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ίδρυσε μουσική σχολή, αναδιοργάνωσε το νοσοκομείο του Γένους και εξέδωσε πολλά βιβλία, κυρίως θρησκευτικά, ενώ έθεσε ξανά σε λειτουργία το Πατριαρχικό Τυπογραφείο και τη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Το 1818 παραιτήθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο και επέστρεψε στην Αδριανούπολη. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, κατόπιν διατάγματος του Σουλτάνου, εκτελέστηκε δι' απαγχονισμού μαζί με τριάντα περίπου ακόμα ιερωμένους.


Βιβλιογραφία (6)

1. Ευγενίδου Δ., Κάστρα Μακεδονίας και Θράκης, Βυζαντινή Καστροκτισία, Αθήνα, 1997

2. Κορρές Μ., ‘Θολοδομικά ζητήματα στο φρούριον του Πυθίου’ σε Θυμίαμα: τιμητικός τόμος στη μνήμη της Λασκαρίνας Μπούρα, Αθήνα, 1994

3. Korres M., The Architecture of the Pythion Castle, 1989

4. Κορρές Μ., Μπακιρτζής Χαράλαμπος, ‘Το φρούριο του Πυθίου’ σε Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια 1300-1500, Θεσσαλονίκη, 1997

5. Μπρίκας Α., ‘Νεάπολις- Χριστούπολις – Καβάλα. Διορθώσεις- Προσθήκες – Παρατηρήσεις στην οχύρωση και την ύδρευση’ σε Μέρος Α’, Μελέτες, 1998

6. Τσουρής Κ., Μπρίκας Α., Το φρούριο του Πυθίου και το έργο της αποκαταστάσεώς του. Προκαταρκτική ανακοίνωση, Καβάλα, 2002


Σχόλια (0)