Τα παλάτια


Στην οργάνωση του χώρου της Πάνω Χώρας του Μυστρά λήφθηκε υπόψη το ανάγλυφο του λόφου· στο βόρειο τμήμα, όπου διαμορφωνόταν ένα μεγάλο φυσικό πλάτωμα, κτίστηκαν τα παλάτια των δεσποτών και μπροστά τους διαμορφώθηκε πλατεία· στο νότιο, η ανωφέρεια του εδάφους επέτρεψε την οικοδόμηση κυρίως πλατυμέτωπων αρχοντικών και μικρών βοηθητικών παράσπιτων.

Το συγκρότημα των παλατιών κατέλαβε το άκρο του πλατώματος, στο φρύδι του απότομου βράχου, ώστε να δεσπόζει στην πόλη και να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή θέα στην κοιλάδα του Ευρώτα. Το συγκρότημα περιλάμβανε την έδρα της διοίκησης του κράτους και τα ενδιαιτήματα των δεσποτών, της αυλής και της φρουράς. Μπροστά από τα παλάτια αφέθηκε αδόμητη μια μεγάλη ορθογώνια πλατεία, έκτασης περίπου 2,5 στρεμμάτων, που δεν έχει προηγούμενο σε άλλη πόλη της αυτοκρατορίας. Η πλατεία αυτή ίσως ήταν προϊόν συνειδητής μίμησης αντίστοιχων πλατειών ιταλικών πόλεων του ύστερου Μεσαίωνα. Ίσως να χρησίμευε για την τέλεση της γνωστής ετήσιας εμποροπανήγυρης. Ωστόσο, ούτε ισόπεδη ήταν ούτε η ύδρευσή της εξασφαλισμένη· μια μικρή δεξαμενή, γνωστή παλαιότερα ως του Καντακουζηνού, είχε ιδρυθεί στη νοτιοδυτική γωνία σε άγνωστη περίοδο.

Το συγκρότημα των παλατιών δεν προέκυψε από μια ενιαία σύλληψη και δεν κτίστηκε σε ενιαίο οικοδομικό πρόγραμμα. Στην κάτοψη σχηματίζει ένα μεγάλο Γ και αποτελείται από διαφορετικά κτίρια που οικοδομήθηκαν διαδοχικά από τα μέσα του 13ου έως τα μέσα του 15ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Αναστάσιο Ορλάνδο που πρώτος διενέργησε εργασίες αναστήλωσης και ανάδειξης των παλατιών, τα κτίρια που ανήκουν στην περίοδο της διακυβέρνησης των Καντακουζηνών είναι τα λεγόμενα κτίρια Α και Β, που βρίσκονται στη βόρεια πτέρυγα. Το κτίριο Α διέθετε μια μεγάλη καμαροσκεπή αίθουσα στο ισόγειο, έναν ξυλόστεγο όροφο και έναν τετραώροφο πύργο στη δυτική πλευρά. Τα παράθυρα του ισογείου και του άνω ορόφου, που διαθέτουν θλαστά (οξυκόρυφα) πώρινα τόξα, κοινότατα στη δυτική αρχιτεκτονική, μάς επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι το κτίριο ίσως είχε ιδρυθεί πριν από την παράδοση του κάστρου στους Βυζαντινούς το 1262. Το μικρό θολοσκέπαστο κτίριο Β’ ήταν μάλλον βοηθητικό, γιατί διέθετε υπόγειες δεξαμενές νερού που γέμιζαν από τα νερά της βροχής, εστία μαγειρείου και πλυντήρια στο ισόγειο. Μετά τα μέσα του 14ου αιώνα πρέπει να κτίστηκε το ενδιάμεσο κτίριο Γ, μεταξύ των κτιρίων Α και Β, το οποίο ήταν τετραώροφο με ξύλινα πατώματα και τζάκια στη ΝΑ γωνία των δύο ανώτερων ορόφων του. Το κτίριο Δ, επίσης σύγχρονο της πρώτης περιόδου της διοίκησης των Παλαιολόγων στον Μυστρά, ήταν ίσως το κύριο κτίριο ενδιαιτημάτων του δεσπότη και της οικογένειάς του. Ήταν διώροφο κτίριο με δωμάτια στο ισόγειο και τον όροφο και εξώστη στη βόρεια πλευρά που έβαινε σε πεσσοστοιχία και έφερε κιλλίβαντες (φουρούσια) στην άνω απόληξη του στηθαίου. Τα δωμάτια στο εσωτερικό του κτιρίου άλλαξαν διαρρύθμιση τουλάχιστον δύο φορές, ενώ και οι πεσσοί του εξώστη ενδυναμώθηκαν σε μεταγενέστερη εποχή. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ένα δωμάτιο στον όροφο διέθετε ιδιωτικό παρεκκλήσι με μικρή αψίδα στην ανατολική γωνία.

Το τελευταίο χρονολογικά είναι το κτίριο Ε, ένα μεγάλο επίμηκες κτίσμα που κατέλαβε τη δυτική πλευρά της πλατείας ίσως μέσα στην πρώτη πενηνταετία του 15ου αιώνα. Το υπόγειό του είχε αποθηκευτικούς χώρους που στεγάζονταν με καμάρες. Το κάπως υπερυψωμένο ισόγειο ήταν χωρισμένο σε οκτώ επιμήκη δωμάτια για τη φρουρά ή το βοηθητικό προσωπικό· καθένα από τα δωμάτια είχε ιδιαίτερη είσοδο, ερμάρια στους τοίχους και εστία στην πίσω πλευρά. Ο όροφος διέθετε μια μεγάλων διαστάσεων ενιαία αίθουσα, πλάτους 10,5 μ., που καλυπτόταν από τετρακλινή στέγη. Στις μακρές πλευρές της αίθουσας ανοίγονταν μεγάλα μονόλοβα παράθυρα που εξωτερικά έφεραν λίθινη διακόσμηση με οξυκόρυφα, δυτικής έμπνευσης, πλαίσια. Στο μέσο της μιας μακράς πλευράς υπήρχε κόγχη, όπου θα τοποθετούνταν ο θρόνος του δεσπότη· κατά μήκος της μακράς πλευράς προς την μεριά της πλατείας υπήρχε πλατύς εξώστης που στηριζόταν σε πεσσοστοιχία μπροστά από το ισόγειο και το υπόγειο.
 


Γλωσσάρι (4)

πεσσός: στύλος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που λειτουργεί ως στήριγμα. Ο πεσσός είναι ελεύθερο αρχιτεκτονικό στοιχείο (μη εφαπτόμενο σε τοίχο) και συνήθως κτιστό.
παρεκκλήσι: πρόκειται για μικρών διαστάσεων ναΐσκο, ο οποίος είτε είναι αυτόνομος είτε ανήκει σε κάποιο ίδρυμα ή εξαρτάται από μεγαλύτερο ναό. Στο Βυζάντιο τα παρεκκλήσια είχαν συχνά ταφική χρήση.
αψίδα: η ημικυκλική απόληξη της ανατολικής πλευράς των βασιλικών. Εσωτερικά καλύπτεται με θόλο και είναι ημικυκλική, ενώ εξωτερικά καλύπτεται με κλιμακωτή στέγη και μπορεί να είναι πεταλόσχημη, ορθογώνια ή και πολυγωνική.
μονόλοβο παράθυρο: παράθυρο με ένα μόνο άνοιγμα, το οποίο απολήγει στην κορυφή του σε τόξο.


Πληροφοριακά Κείμενα (0)


Βιβλιογραφία (3)

1. Ορλάνδος Α., Τα παλάτια και τα σπίτια του Μυστρά, 1937

2. Μουτσόπουλος Ν., Κοσμική αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια 1300-1500 και η διατήρησή της, Θεσσαλονίκη, 1997

3. Τα μνημεία του Μυστρά. Tο έργο της επιτροπής αναστήλωσης μνημείων Μυστρά, Αθήνα, 2009


Σχόλια (0)