Η οχύρωση


Από την αρχική οχύρωση των Φράγκων μόνον η διαίρεση σε δύο περιβόλους, έναν εξωτερικό και έναν εσωτερικό, το ακροπύργιο (donjon) και ορισμένα ελάχιστα ίχνη διακρίνονται, καθώς στο πέρασμα των αιώνων ήταν συνεχείς οι εργασίες συντήρησής του ώστε να είναι αξιόμαχο, τόσο από τους Βυζαντινούς όσο και τους Οθωμανούς.

Με την ίδρυση του οικισμού, μετά το 1262, νέα τείχη κτίστηκαν για να περιλάβουν αρχικά τις οικίες των αρχόντων και τα παλάτια των δεσποτών στην άνω πόλη και, στη συνέχεια, τις υπόλοιπες κατοικίες και τα μοναστήρια της κάτω πόλης, της Μεσόχωρας. Από τα ΒΔ του κάστρου των Φράγκων ξεκινούσε ο πρώτος περίβολος που κατέβαινε προς τα κάτω αγκαλιάζοντας το κεντρικό πλάτωμα, όπου κτίστηκαν τα παλάτια, και συνέχιζε προς τα νότια, πάνω από την Παντάνασσα, μέχρι την άκρη του βράχου πάνω από τον γκρεμό. Ο δεύτερος περίβολος που ιδρύθηκε ίσως τον 14ο αιώνα άρχιζε από το Αφεντικό και περνώντας κάτω από τη Μητρόπολη έφτανε ως την Περίβλεπτο. Η άνω πόλη επικοινωνούσε με την κάτω μόνο μέσω της πύλης, που σήμερα είναι γνωστή ως πύλη της Μονεμβασίας, ενώ με τον έξω χώρο με την πύλη που είναι γνωστή ως σήμερα πύλη τ’ Αναπλιού. Μπροστά από την πύλη αυτή κτίστηκε σε επόμενη περίοδο προτείχισμα που σχημάτιζε ευρύ πλάτωμα μπροστά από το κυρίως τείχος. Προτείχισμα και τείχος δημιουργούσαν στο σημείο αυτό ιδιαίτερο φρούριο για τον αποτελεσματικό έλεγχο των εισερχόμενων και εξερχόμενων ανθρώπων και αγαθών.
 
Η ιδιαίτερη θέση των μοναστηριών που ήταν αφιερωμένα στη Θεοτόκο (της Παντάνασσας στο ανατολικό σκέλος του πρώτου περιβόλου και οι δύο άλλες μονές στα άκρα του δεύτερου) δείχνουν ότι η οργάνωση της οχύρωσης της πόλης προέβλεπε ανεξάρτητες οχυρωμένες μονάδες στα άκρα του οικισμού και στα πλέον ευπρόσβλητα σημεία. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι και τα τρία μοναστήρια ήταν αφιερωμένα στην Παναγία, όπως ήταν αφιερωμένη στην Παναγία και η ίδια η Κωνσταντινούπολη. Η κύρια πύλη εισόδου στη Μεσόχωρα ήταν η πύλη της Μαρμάρας, ενώ άλλες μικρότερες πυλίδες έχουν αποκαλυφθεί ή εικάζονται ότι υπήρχαν σε συγκεκριμένα σημεία του οικισμού, κοντά στα μοναστήρια ή στα άκρα μικρών δρόμων που αρχικά έφταναν ως το τείχος. Οι ορθογώνιοι και οι κυκλικοί πύργοι του τείχους, κτισμένοι σε πυκνή διάταξη και με ισχυρή αργολιθοδομή, στην οποία παρεμβάλλονταν τούβλα, ενίοτε και με διακοσμητική διάθεση ή σε ελεύθερη πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία, εξασφάλιζαν την άμυνα και εντυπωσιάζουν ακόμη και σήμερα.
 


Γλωσσάρι (0)


Πληροφοριακά Κείμενα (4)

Τα παλάτια: Στην οργάνωση του χώρου της Πάνω Χώρας του Μυστρά λήφθηκε υπόψη το ανάγλυφο του λόφου· στο βόρειο τμήμα, όπου διαμορφωνόταν ένα μεγάλο φυσικό πλάτωμα, κτίστηκαν τα παλάτια των δεσποτών και μπροστά τους διαμορφώθηκε πλατεία· στο νότιο, η ανωφέρεια του εδάφους επέτρεψε την οικοδόμηση κυρίως πλατυμέτωπων αρχοντικών και μικρών βοηθητικών παράσπιτων. Το συγκρότημα των παλατιών κατέλαβε το άκρο του πλατώματος, στο φρύδι του απότομου βράχου, ώστε να δεσπόζει στην πόλη και να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή θέα στην κοιλάδα του Ευρώτα. Το συγκρότημα περιλάμβανε την έδρα της διοίκησης του κράτους και τα ενδιαιτήματα των δεσποτών, της αυλής και της φρουράς. Μπροστά από τα παλάτια αφέθηκε αδόμητη μια μεγάλη ορθογώνια πλατεία, έκτασης περίπου 2,5 στρεμμάτων, που δεν έχει προηγούμενο σε άλλη πόλη της αυτοκρατορίας. Η πλατεία αυτή ίσως ήταν προϊόν συνειδητής μίμησης αντίστοιχων πλατειών ιταλικών πόλεων του ύστερου Μεσαίωνα. Ίσως να χρησίμευε για την τέλεση της γνωστής ετήσιας εμποροπανήγυρης. Ωστόσο, ούτε ισόπεδη ήταν ούτε η ύδρευσή της εξασφαλισμένη· μια μικρή δεξαμενή, γνωστή παλαιότερα ως του Καντακουζηνού, είχε ιδρυθεί στη νοτιοδυτική γωνία σε άγνωστη περίοδο. Το συγκρότημα των παλατιών δεν προέκυψε από μια ενιαία σύλληψη και δεν κτίστηκε σε ενιαίο οικοδομικό πρόγραμμα. Στην κάτοψη σχηματίζει ένα μεγάλο Γ και αποτελείται από διαφορετικά κτίρια που οικοδομήθηκαν διαδοχικά από τα μέσα του 13ου έως τα μέσα του 15ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Αναστάσιο Ορλάνδο που πρώτος διενέργησε εργασίες αναστήλωσης και ανάδειξης των παλατιών, τα κτίρια που ανήκουν στην περίοδο της διακυβέρνησης των Καντακουζηνών είναι τα λεγόμενα κτίρια Α και Β, που βρίσκονται στη βόρεια πτέρυγα. Το κτίριο Α διέθετε μια μεγάλη καμαροσκεπή αίθουσα στο ισόγειο, έναν ξυλόστεγο όροφο και έναν τετραώροφο πύργο στη δυτική πλευρά. Τα παράθυρα του ισογείου και του άνω ορόφου, που διαθέτουν θλαστά (οξυκόρυφα) πώρινα τόξα, κοινότατα στη δυτική αρχιτεκτονική, μάς επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι το κτίριο ίσως είχε ιδρυθεί πριν από την παράδοση του κάστρου στους Βυζαντινούς το 1262. Το μικρό θολοσκέπαστο κτίριο Β’ ήταν μάλλον βοηθητικό, γιατί διέθετε υπόγειες δεξαμενές νερού που γέμιζαν από τα νερά της βροχής, εστία μαγειρείου και πλυντήρια στο ισόγειο. Μετά τα μέσα του 14ου αιώνα πρέπει να κτίστηκε το ενδιάμεσο κτίριο Γ, μεταξύ των κτιρίων Α και Β, το οποίο ήταν τετραώροφο με ξύλινα πατώματα και τζάκια στη ΝΑ γωνία των δύο ανώτερων ορόφων του. Το κτίριο Δ, επίσης σύγχρονο της πρώτης περιόδου της διοίκησης των Παλαιολόγων στον Μυστρά, ήταν ίσως το κύριο κτίριο ενδιαιτημάτων του δεσπότη και της οικογένειάς του. Ήταν διώροφο κτίριο με δωμάτια στο ισόγειο και τον όροφο και εξώστη στη βόρεια πλευρά που έβαινε σε πεσσοστοιχία και έφερε κιλλίβαντες (φουρούσια) στην άνω απόληξη του στηθαίου. Τα δωμάτια στο εσωτερικό του κτιρίου άλλαξαν διαρρύθμιση τουλάχιστον δύο φορές, ενώ και οι πεσσοί του εξώστη ενδυναμώθηκαν σε μεταγενέστερη εποχή. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ένα δωμάτιο στον όροφο διέθετε ιδιωτικό παρεκκλήσι με μικρή αψίδα στην ανατολική γωνία. Το τελευταίο χρονολογικά είναι το κτίριο Ε, ένα μεγάλο επίμηκες κτίσμα που κατέλαβε τη δυτική πλευρά της πλατείας ίσως μέσα στην πρώτη πενηνταετία του 15ου αιώνα. Το υπόγειό του είχε αποθηκευτικούς χώρους που στεγάζονταν με καμάρες. Το κάπως υπερυψωμένο ισόγειο ήταν χωρισμένο σε οκτώ επιμήκη δωμάτια για τη φρουρά ή το βοηθητικό προσωπικό· καθένα από τα δωμάτια είχε ιδιαίτερη είσοδο, ερμάρια στους τοίχους και εστία στην πίσω πλευρά. Ο όροφος διέθετε μια μεγάλων διαστάσεων ενιαία αίθουσα, πλάτους 10,5 μ., που καλυπτόταν από τετρακλινή στέγη. Στις μακρές πλευρές της αίθουσας ανοίγονταν μεγάλα μονόλοβα παράθυρα που εξωτερικά έφεραν λίθινη διακόσμηση με οξυκόρυφα, δυτικής έμπνευσης, πλαίσια. Στο μέσο της μιας μακράς πλευράς υπήρχε κόγχη, όπου θα τοποθετούνταν ο θρόνος του δεσπότη· κατά μήκος της μακράς πλευράς προς την μεριά της πλατείας υπήρχε πλατύς εξώστης που στηριζόταν σε πεσσοστοιχία μπροστά από το ισόγειο και το υπόγειο.
Η μονή της Παντάνασσας: Η μονή της Παντάνασσας που δεσπόζει στο ανατολικό άκρο οχυρωμένου περιβόλου, αποτελεί το τελευταίο εκκλησιαστικό έργο της πόλης και ιδρύθηκε το 1428 από τη δεύτερη σε ιεραρχία πολιτική προσωπικότητα του Δεσποτάτου, τον πρωτοστράτορα Ιωάννη Φραγκόπουλο, όπως φανερώνει η κτητορική έμμετρη επιγραφή στο δυτικό τρούλο του υπερώου, και τα μονογράμματά του σε διάφορα σημεία του ναού. Η τειχισμένη έκταση ξεκινά από το διάμεσο τείχος που χωρίζει την Κάτω από την Άνω Πόλη του Μυστρά και εκτείνεται προς τα ανατολικά. Στο περίοπτο χαμηλότερο σημείο της, ο βυζαντινός αξιωματούχος χρηματοδότησε την ανέγερση της εκκλησίας στον αποκαλούμενο «τύπο του Μυστρά», στον τύπο δηλαδή που συνδυάζει την τρίκλιτη βασιλική στο ισόγειο με τον σταυροειδή εγγεγραμμένο στον όροφο. Ζεύγος στοών σε διάταξη σχήματος Γ –από τις οποίες η δυτική δεν διατηρείται σήμερα– και υψίκορμο κωδωνοστάσιο πλαισιώνουν τον διώροφο κτιριακό όγκο. Παράλληλα, πλήθος διακοσμητικών στοιχείων συνδυάζονται με καλαίσθητο τρόπο στις όψεις. Η διακοσμητική ποικιλία γίνεται κυρίως αντιληπτή στην ανατολική πλευρά και το τετραώροφο κωδωνοστάσιο. Το μνημείο φέρει έντονη τη δυτική επιρροή και επιβεβαιώνει τον εκλεκτικό χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής του Μυστρά στον 15ο αιώνα. Στο εσωτερικό, εκτός από τα γλυπτά σε δεύτερη χρήση και τις τοιχογραφίες του 17ου-18ου αιώνα στο ισόγειο, τα υπερώα και η ανωδομή καλύπτονται από εξαίρετη ζωγραφική του 15ου αιώνα. Τεχνοτροπικά, ακολουθούν τις τοιχογραφίες τόσο του ναού της Οδηγητρίας (Αφεντικό), όσο και της Περιβλέπτου. Ως σύνολο, κατατάσσονται μεταξύ των σημαντικότερων δημιουργιών της τελευταίας φάσης της παλαιολόγειας ζωγραφικής. Σε αψίδωμα του νάρθηκα απεικονίζεται το ταφικό πορτραίτο του βυζαντινού άρχοντα Μανουήλ Λάσκαρη Χατζίκη, που σύμφωνα με την επιγραφή εκοιμήθη το 1445. Στην κεφαλή φέρει σκιάδιον όμοιο με αυτό που φέρει ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος.
O ναός της Παναγίας Οδηγήτριας ή Αφεντικό: O ναός της Παναγίας Οδηγήτριας ή Αφεντικό αποτελεί το νέο καθολικό της μονής Βροντοχίου και βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της κάτω πόλης του Μυστρά, σε επαφή με το ισχυρό τείχος του οικισμού. Κτίστηκε περί το 1310 από τον δραστήριο ηγούμενό της Παχώμιο, ο οποίος κατάφερε, σύμφωνα με τα τοιχογραφημένα χρυσόβουλα στο νοτιοδυτικό παρεκκλήσι του ναού, να πετύχει την αυτοκρατορική επικύρωση και παραχώρηση μεγάλων εκτάσεων γης στην Πελοπόννησο και να οριστεί ισόβιος ηγούμενός της. Πρόκειται για ένα μεγάλο και επιβλητικό κτίριο δύο ορόφων που εισάγει μια αρχιτεκτονική πρωτοτυπία: ενώ στο ανώτερο τμήμα έχει τη μορφή σταυροειδούς εγγεγραμμένου πεντάτρουλου ναού με νάρθηκα και υπερώα, στο ισόγειο έχει τη μορφή βασιλικής που χωρίζεται με δύο τοξωτές κιονοστοιχίες σε τρία κλίτη. Ο τύπος αυτός γνωστός ως «μικτός τύπου Μυστρά» χρησιμοποιήθηκε και σε άλλα μνημεία της περιοχής (Παντάνασσα, Άγιος Δημήτριος). Η τοιχοδομία του κυρίως ναού αποτελείται από αδρά πελεκημένους λίθους με αραιές σειρές πλίνθων, και αρχικά θα πρέπει να ήταν επιχρισμένη. Η ανατολική πλευρά του κτιρίου διατηρεί την αρχική της μορφή και παρουσιάζει τεχνοτροπικά στοιχεία όμοια με αυτά των μνημείων της Κωνσταντινούπολης αυτής της περιόδου. Οι αψίδες του ιερού και των παραβημάτων χωρίζονται σε ζώνες με παράθυρα και τυφλά (χτισμένα) αψιδώματα. Στην ανώτερη ζώνη χαμηλές και επίπεδες κόγχες με διπλά πλίνθινα τόξα, ολοκληρώνουν την εξωτερική κόσμηση του ναού. Ο ναός περιβαλλόταν από προστώα σε διάταξη σχήματος Π που στεγαζόταν με σφαιρικούς τρούλους. Το νότιο προστώο υπέστη μετατροπές κατά το 14o αιώνα. Τότε τοιχίστηκαν τα ανοίγματα του ισογείου και μετατράπηκαν σε κόγχες που δέχτηκαν ταφές, και ο χώρος διαμορφώθηκε σε κοιμητηριακό παρεκκλήσι. Δύο επιπλέον παρεκκλήσια διαμορφώθηκαν στα άκρα του νάρθηκα και δύο ισόγεια στη βόρεια στοά. Το τριώροφο κωδωνοστάσιο του ναού, κτισμένο στα νότια του δυτικού προστώου, ακολουθεί το πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοδομίας. Εξωτερικά, ο όροφος διαχωρίζεται από το ισόγειο με μαρμάρινο κοσμήτη και φέρει τρίλοβα παράθυρα που κοσμούνται με πλίνθινα τόξο. Σε ανώτερο επίπεδο, τυφλές (κτισμένες) αβαθείς κόγχες ολοκληρώνουν την εξωτερική όψη του κωδωνοστασίου. Ο εσωτερικός διάκοσμος ήταν πλούσιος και συνδύαζε γλυπτό διάκοσμο, ορθομαρμαρώσεις και τοιχογραφίες. Από τον γλυπτό διάκοσμο και τις σπάνιες για την εποχή ορθομαρμαρώσεις σήμερα σώζονται ελάχιστα μόνο δείγματα, ενώ ο τοιχογραφικός διάκοσμος που χρονολογείται σε διαφορετικές περιόδους, διατηρείται αποσπασματικά στον κυρίως ναό και σε καλύτερη κατάσταση στα παρεκκλήσια. Στον ναό, ο τοιχογραφικός διάκοσμος που χρονολογείται στην δεύτερη δεκαετία του 14oυ αιώνα και αποτελεί προφανώς έργο ζωγράφων της Κωνσταντινούπολης προσφέρει έναν εκτεταμένο Χριστολογικό κύκλο και πλήθος αγίων μαρτύρων και οσίων στα πλάγια κλίτη, ιεραρχών και διακόνων στο ιερό, πατριαρχών, προφητών και αποστόλων στα υπερώα. Στα παρεκκλήσια οι συνθέσεις αναδεικνύουν την προσωπικότητα του κτήτορα Παχώμιου. Στο νοτιοδυτικό παρεκκλήσι, γνωστό ως το παρεκκλήσι των χρυσοβούλλων, τέσσερις άγγελοι κρατούν με ρυθμική χάρη δόξα κατεστραμμένου σήμερα Χριστού, απ’ όπου κατέρχονται δέσμες φωτός με θεϊκή χείρα, που κρατούν τα χρυσόβουλλα των αυτοκρατόρων Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου και Μιχαήλ Θ΄. Το βορειοδυτικό παρεκκλήσι αποτελεί τον ταφικό χώρο του Παχωμίου και απεικονίζει σε επάλληλες σειρές χορούς αγίων να προσέρχονται στον Χριστό της Δέησης, ενώ σε αρκοσόλιο της δυτικής πλευράς ο Παχώμιος προσφέρει ομοίωμα του ναού στην Οδηγήτρια. Στη βόρεια πλευρά βρίσκεται ο τάφος του δεσπότη Θεόδωρου Α΄ Παλαιολόγου (1384-1407), που είχε γίνει, σύμφωνα και με την επιτύμβια τοιχογραφία, μοναχός με το όνομα Θεοδώρητος. Μεταγενέστερος είναι ο διάκοσμος του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου, πιθανώς των Τριών Ιεραρχών, καθώς σε αυτό απεικονίζεται το όραμα του αγίου Ιωάννου Ευχαΐτων, που η εξήγησή του οδήγησε στην καθιέρωση της κοινής γιορτής τους. Σύμφωνα με το μονόγραμμα του συγκέλλου και ηγουμένου Κυπριανού πάνω από την είσοδο του παρεκκλησίου, οι τοιχογραφίες μπορούν να χρονολογηθούν στα 1366. Τέλος, οι τοιχογραφίες της νότιας στοάς που αποτέλεσε χώρο ταφής αρχόντων, όπως φανερώνει η επιλογή των σκηνών στο θόλο και οι ταφικές παραστάσεις του κεκοιμημένου Κανιώτη και της γυναίκας του στο δυτικό αρκοσόλιο και ενός άλλου αξιωματούχου στο βόρειο τοίχο, χρονολογούνται στους επόμενους χρόνους του 14ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ο ναός χρησιμοποιήθηκε ως τζαμί και κάποια στιγμή εγκαταλείφθηκε εντελώς. Στις αρχές του 19ου αιώνα, κίονες από τις τοξοστοιχίες αφαιρέθηκαν για να χρησιμοποιηθούν αλλού, ενώ ο κεντρικός τρούλος και τμήμα των υπερώων κατέρρευσαν.
Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.


Βιβλιογραφία (5)

1. Bon A., La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d'Achaïe, 1205-1430, Paris, 1969

2. Χατζηδάκης Μ., Μυστράς. Η μεσαιωνική πολιτεία και το κάστρο, Αθήνα, 1987

3. Η Πολιτεία του Μυστρά, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 2001

4. Αχειμάστου - Ποταμιάνου, Μυρτάλη, Μυστράς. Ιστορικος και αρχαιολογικός οδηγός, Αθήνα, 2003

5. Runciman St., Mistra, Byzantine Capital of the Peloponnese, Λονδίνο, 1980


Σχόλια (0)