Τα κάστρα


Στην κορυφή ενός πρόβουνου του Ταϋγέτου, λίγα χιλιόμετρα ΒΔ της Λακεδαίμονος, όπως ονομαζόταν η Σπάρτη στα βυζαντινά χρόνια, το κάστρο του Μυστρά ή Μυζηθρά ιδρύθηκε το 1249 από τον Φράγκο πρίγκιπα Γουλιέλμο Β΄ Βιλεαρδουίνο. Ο λόφος είναι φύσει οχυρός, γιατί από τα νότια και τα ΝΑ είναι εντελώς απροσπέλαστος, καθώς ο βράχος υψώνεται σχεδόν κάθετα σε δυσθεώρητο ύψος. Όμως, η θέα προς την κοιλάδα του Ευρώτα δεν εμποδίζεται από τίποτε προς το βορρά, την ανατολή και το νότο – η θέση είναι εξαιρετικά καίρια για τον έλεγχο της περιοχής. Το όνομα του Μυστρά θα μπορούσε να προέρχεται από κάποιον γαιοκτήμονα της περιοχής που το επώνυμό του ή το επάγγελμά του ήταν Μυζηθράς.

Οι Φράγκοι οικοδόμησαν ένα δυνατό κάστρο για τον αποτελεσματικό έλεγχο της νότιας Πελοποννήσου. Ωστόσο, για να λυθεί η αιχμαλωσία του Γουλιέλμου, μετά τη μάχη της Πελαγονίας το 1259, αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν στους Βυζαντινούς τα κάστρα της Μονεμβασίας, της Μάνης και του Μυστρά το 1262.

Στα αμέσως επόμενα χρόνια, η ασφάλεια που παρείχε ο λόφος προκάλεσε τη μετακίνηση των κατοίκων της Λακεδαίμονος και των γύρω οικισμών, την εγκατάστασή τους στην πλαγιά κάτω από το κάστρο και το κτίσιμο των οικιών τους με μαρμάρινο και άλλο οικοδομικό υλικό από τα ερείπια της αρχαίας Σπάρτης και τις παλιές ιδιοκτησίες τους. Παράλληλα, η επισκοπή Λακεδαίμονος μετέφερε εκεί την έδρα της το 1264, ενώ η στρατιωτική «κεφαλή» του Μοριά, ο ενιαύσιος στρατηγός, μόλις το 1289. Ο καθεδρικός ναός, αφιερωμένος στον άγιο Δημήτριο, κτίστηκε μέσα στο τελευταίο τρίτο του 13ου αιώνα, ίσως από τον μητροπολίτη Ευγένιο, και ανακαινίστηκε από τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο, που ήλθε από την Κωνσταντινούπολη. Ιδιαίτερα σημαντικές προσωπικότητες θα πρέπει να ήταν ο Δανιήλ και ο πρωτοσύγκελος Παχώμιος, που ίδρυσαν τα δύο διαδοχικά καθολικά της μονής Βροντοχίου, τους Αγίους Θεοδώρους και το Αφενικό (πριν το 1296 και το 1310). Από το 1308 η «κεφαλή» έπαψε να έχει θητεία ενός χρόνου και έγινε μόνιμη διοίκηση.

Το 1348 ο Μυστράς αναδείχθηκε σε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως με πρώτο δεσπότη τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1348-1380), δευτερότοκο γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ҁ΄. Ο Μανουήλ έλαβε ως σύζυγό του την Ισαβέλλα, κόρη του βασιλέα της Μικρής Αρμενίας Γκυ ντε Λουζινιάν, τη γνωστή από τη μυθιστορηματική βιογραφία της, πριγκηπέσα Ιζαμπώ. Ο Μανουήλ γύρω στο 1350 ίδρυσε τη μονή του Ζωοδότου Χριστού, που έχει ταυτιστεί με την σημερινή εκκλησίας της Αγίας Σοφίας, ενώ η Ισαβέλλα φαίνεται ότι την ίδια περίοδο ίδρυσε την μονή της Περιβλέπτου.

Tο 1383 την οικογένεια των Καντακουζηνών διαδέχθηκε στη διοίκηση του Μυστρά η οικογένεια των Παλαιολόγων που κατείχε το θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Ο Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος, γιός του αυτοκράτορα Ιωάννη του Ε’, ανέκοψε την αυτονομιστική διάθεση του τελευταίου Καντακουζηνού, του Δημητρίου. Η διοίκησή του στο Μυστρά βασίζονταν πάντα στις λεπτές ισορροπίες μεταξύ εχθρών και φίλων. Από την άλλη πλευρά, οι κάτοικοι της πόλης είχαν υψηλό φρόνημα και αφυπνισμένο αίσθημα εθνικής συνείδησης, προϊόν του μακροχρόνιου πολέμου, αλλά και της αναγκαστικής συμβίωσης με Φράγκους, Βενετούς, Αλβανούς, που είχαν αρχίσει να έρχονται κατά κύματα στην Πελοπόννησο από το 13ο αιώνα, και Εβραίους, που είχαν εγκατασταθεί στην περιφέρεια της πόλης. Οι κάτοικοι αντέδρασαν σθεναρά όταν ο Θεόδωρος αντί χρηματικού ποσού παραχώρησε το Μυστρά στους Ιωαννίτες ιππότες το 1402, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η σύμβαση. Από την άλλη, οι διαμάχες με τους άρχοντες και τον πληθυσμό λόγω της φορολογίας και των λοιπών επιβαρύνσεων ήταν συνεχείς. Το 1423 οι Οθωμανοί λεηλάτησαν την Πελοπόννησο, αλλά το 1429, μετά από επιτυχίες του Θεόδωρου Β’ Παλαιολόγου και του Ιωάννη Η’, του νέου αυτοκράτορα, ιδρύθηκε νέο Δεσποτάτο με έδρα τη Γλαρέντζα και το 1430 ένα τρίτο με έδρα τα Καλάβρυτα. Τότε, την εποχή αυτή του ύστατου θριάμβου, κτίζονται στο Μυστρά η Ευαγγελίστρια και η μονή της Παντάνασσας. Ωστόσο, από τους τρεις αδελφούς Παλαιολόγους, τον Θεόδωρο, τον Κωνσταντίνο και τον Θωμά, που διεκδικούσαν ο καθένας για λογαριασμό του την εξουσία στο Μοριά ή και στην Κωνσταντινούπολη, στο Μυστρά έμεινε ο Κωνσταντίνος μέχρι το 1449, όταν έφυγε για την Πόλη, χωρίς να στεφθεί πραγματικά, για να παραλάβει το θρόνο. Μετά το 1453, οι Οθωμανοί ουσιαστικά έπαιζαν τον πρώτο ρόλο στην Πελοπόννησο και ήταν ζήτημα χρόνου να κυριεύσουν και τους τελευταίους Βυζαντινούς θύλακες. Ο Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε το Μυστρά το 1460 στον Μωάμεθ Β’ μπροστά στην απειλή του πολυάριθμου στρατού του, ενώ ο Θωμάς από την Πάτρα έφυγε για την Ιταλία.

Ο Μυστράς ήταν μια μεγάλη πόλη για την εποχή της και υπήρξε η καρδιά της Πελοποννήσου για σχεδόν δύο αιώνες. Στους στενούς δρόμους του περπάτησαν σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, λαϊκοί και κληρικοί, που καθόρισαν όχι μόνον τη μοίρα της πόλης, αλλά ίσως και της Ευρώπης. Η προσωπικότητα του Γεώργιου Πλήθωνα Γεμιστού, φιλόσοφου με υψηλή κρατική θέση, είναι η πιο ονομαστή. Πράγματι, ο Πλήθων ήταν που, με την ευκαιρία της συνόδου για την ένωση των Εκκλησιών, επέδρασε έτσι ώστε να αναζωογονηθεί το ενδιαφέρον για την κλασική παιδεία στη Φλωρεντία. Το 1464, κατά την αποτυχημένη πολιορκία του Μυστρά από τους Βενετούς, ο άρχοντας Σιγισμούνδος Μαλατέστας κατάφερε να εισέλθει στην πόλη και φεύγοντας να πάρει μαζί του μοναδικό λάφυρο το λείψανο του Γεμιστού, που το απέθεσε μαζί με των άλλων σοφών της αυλής του στο Ρίμινι.

 


Γλωσσάρι (0)


Πληροφοριακά Κείμενα (7)

Γουλιέλμος Β' Βιλλεαρδουίνος: Γεννήθηκε στην Καλαμάτα από όπου και πήρε το προσωνύμιο Καλαμάτας. Διετέλεσε κυβερνήτης του πριγκιπάτου της Αχαΐας μετά το θάνατο του Γοδεφρείδου Β' το 1246. Η θητεία του όμως έληξε άδοξα, καθώς στη μάχη της Πελαγονίας το 1259, ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε από το Μιχαήλ Παλαιολόγο. Για να σώσει τη ζωή του, ο Βιλλεαρδουίνος αναγκάστηκε να του παραχωρήσει τα φρούρια της Μονεμβασίας, της Μαΐνης και του Μυστρά (1262).
Το κάστρο: Το Βυζαντινό κάστρο της Μονεμβασίας κτίστηκε πάνω σε βραχώδη χερσόνησο, στα βόρεια του ακρωτηρίου Μαλέας, στην ακτή της επαρχίας της Επιδαύρου Λιμηράς. Ο βράχος αναδύεται κάθετα από τη θάλασσα, απέναντι από τη Λακωνική στεριά, με την οποία επικοινωνούσε μέσω μιας στενής λωρίδας ξηράς και μίας μόνο γέφυρας. Από αυτήν, εξάλλου, τη μοναδική σύνδεσή της με την απέναντι στεριά έλαβε το όνομά της. Η πόλη φαίνεται ότι αρχικά ιδρύθηκε στο ψηλότερο πλάτωμα της κορυφής και αργότερα επεκτάθηκε στα νοτιοανατολικά, σε τόπο ομαλό, απάνεμο και αθέατο από την πελοποννησιακή ακτή, που επιπλέον διαθέτει και το προνόμιο να αποτελεί καίριο παρατηρητήριο για όσα καράβια διαπλέουν το Μυρτώο πέλαγος. Η πρώτη εγκατάσταση μαρτυρείται στα τέλη του 6ου αιώνα, όταν οι κάτοικοι της Λακεδαίμονος, της μεσαιωνικής Σπάρτης, κατέφυγαν στη Μονεμβασία για να αποφύγουν τις επιδρομές Αβάρων και Βησιγότθων. Ο οικισμός, αν και δεν διέθετε απολύτως καμία πηγή νερού, αναδείχθηκε σε ναυτικό και εμπορικό σταθμό για τους θαλάσσιους δρόμους του Αιγαίου. Το λιμάνι της πόλης ήταν διπλό, στα βόρεια και τα νότια της γέφυρας που ένωνε τη βραχώδη χερσόνησο με την απέναντι στεριά. Από τα μέσα του 10ου αιώνα η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται δυναμικά, με το άπλωμα του οικισμού σε όλο το βράχο.Σύμφωνα με τον Άραβα γεωγράφο Edrisi στα μέσα του 12ου αιώνα η πόλη διέθετε ψηλό τείχος, ενώ λίγο αργότερα απέβη έδρα Μητρόπολης. Τότε το κάστρο ενισχύθηκε τόσο, ώστε έγινε οχυρό που αντιστάθηκε σθεναρά σε όσους το επιβουλεύτηκαν, όπως στον Ρογήρο Β’, βασιλιά των Νορμανδών, το 1147, και στον Γουλιέλμο Β' Βιλλεαρδουίνο, έναν αιώνα μετά, στις δυνάμεις του οποίου τελικά υπέκυψε το 1248, μετά τον αποκλεισμό των Φράγκων πολιορκητών και ικανές διαπραγματεύσεις για τη διατήρηση παλαιότερων προνομίων των κατοίκων. Η πόλη, ωστόσο, επέστρεψε στους Βυζαντινούς το 1262, μαζί με τα κάστρα του Μυστρά, του Γερακίου και της Μεγάλης Μαΐνης, με τη συνθήκη που ακολούθησε τη συμφωνία μεταξύ Φράγκων και Βυζαντινών μετά τη μάχη της Πελαγονίας (1259). Τότε η Μονεμβασία έγινε βάση του Βυζαντινού στόλου για την ανακατάληψη εδαφών της Πελοποννήσου. Με χρυσόβουλλα των αυτοκρατόρων Ανδρονίκου Β’ και Ανδρονίκου Γ’ παραχωρήθηκαν διοικητικά, εκκλησιαστικά και οικονομικά προνόμια που εξασφάλιζαν ατέλεια στα προϊόντα της Μονεμβασίας, φορολογικές απαλλαγές και ελεύθερη κίνηση των πλοίων της, χωρίς υποχρεώσεις δασμών στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Έτσι, η πόλη αναδείχθηκε σε σημαντικό διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο και έδρα μεγάλης ναυτικής και εμπορικής κίνησης. Οι Μονεμβασίτες αναφέρονται ως πλοιοκτήτες ή ναυτικοί, έμποροι, αλλά και πειρατές. Στα προϊόντα που εμπορεύονταν συγκαταλέγονται είδη όπως πρινοκκόκκι και κοξινέλα (έντομα από τα οποία παρασκευάζεται, μετά από ειδική κατεργασία, κόκκινο χρώμα για βαφές υφασμάτων), μετάξι, παστά, δέρματα, ζώα, λάδι, κρασί, αλλά και δούλοι. Άλλοι κάτοικοι ασχολούνταν με τις οικοδομικές εργασίες, τη ναυπηγική, καθώς και τη γεωργία και την κτηνοτροφία και δραστηριοποιούνταν στην απέναντι στεριά, από το Γέρακα ως τον Άγιο Φωκά, με ένα δίκτυο υποστατικών και μικρών οικισμών που έλεγχαν δρόμους και διαβάσεις και επικοινωνούσαν με πύργους και σκάλες που αναπτύχθηκαν στην ακτή. Φημισμένο ήταν τόσο το λάδι, όσο και το κρασί της περιοχής, το οποίο αργότερα ονοματίστηκε από τη Βενετσιάνικη παραφθορά του ονόματος της πόλης: «Μαλβαζία». Έξω από τα τείχη υπάρχουν ίχνη εγκαταστάσεων βυρσοδεψίας (στα «Ταμπάκικα»), ενώ στην απέναντι στεριά υπάρχουν διάσπαρτοι ληνοί, καθώς και λατομεία πωρόλιθου στον Άγιο Φωκά. Η αρχή της ύφεσης και της τελικής κατάρρευσης άρχισε από το 1394, όταν Οθωμανική φρουρά αναφέρεται στη Μονεμβασία, σε μια προσωρινή κατάληψή της. Το 1460, υπό την απειλή των Οθωμανών, οι Μονεμβασίτες ζήτησαν να τεθούν κάτω από την προστασία του Πάπα Πίου του Β’, αλλά στα τέλη του 1463 παρέδωσαν την πόλη στους Βενετούς. Από το 1540 μέχρι το 1690 διαρκεί η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας και μετά το σύντομο διάλειμμα της Β’ Ενετοκρατίας (1690-1715), η πόλη κατέληξε στην οριστική κυριαρχία των Οθωμανών και απέβη πρωτεύουσα του βιλαετιού της ανατολικής Λακωνίας. Το 1821 η Μονεμβασία ελευθερώθηκε πρώτη μεταξύ των οχυρών του Μοριά. Η πολεοδομική οργάνωση του οικισμού ακολουθεί τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους που επιτρέπει τη διαίρεση σε Ακρόπολη, Επάνω πόλη και Κάτω πόλη. Η Ακρόπολη βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του βράχου. Πρόκειται για τραπεζιόσχημο σε κάτοψη βυζαντινό οχυρό με πύργο σε κάθε γωνία του. Στα βορειοανατολικά ένας κυκλικός πύργος ίσως χρησίμευε ως παρατηρητήριο ή και ως πυριτιδαποθήκη. Η Επάνω πόλη αναπτύσσεται στα ανατολικά της Ακρόπολης, στο πλάτωμα της κορυφής, και προστατεύεται από ισχυρό οχυρωματικό περίβολο, τον «Γουλά», που δεν είναι συνεχής, αφού απόκρημνοι βράχοι τον αντικαθιστούν σε αρκετά σημεία. Η μοναδική είσοδος ανοίγεται στο μέσον του νότιου σκέλους του τείχους, στο τέλος ενός φιδωτού δρόμου που ανηφορίζει από την Κάτω πόλη, τις «Βόλτες». Η στενή αυτή πύλη οδηγεί μέσω ενός καμαροσκέπαστου διαδρόμου σε μικρό πλάτωμα, στα βόρεια του οποίου βρίσκονται η οικία του Βενετού διοικητή της πόλης Sebastiano Renieri (1514), και λίγο μακρύτερα, στα βορειοανατολικά, ο μεγάλος ναός της Αγίας Σοφίας, καθολικό μονής αρχικά αφιερωμένης στην Παναγία Οδηγήτρια, που κτίστηκε γύρω στο 1150. Η Επάνω πόλη ήταν ένας μεγάλος οικισμός, όπως μαρτυρούν η σημαντική έκτασή του (περίπου 15 εκτάρια) και τα εκτεταμένα οικοδομικά λείψανα που διακρίνονται ακόμη και σήμερα. Όσα βρίσκονται στην εσωτερική πλευρά του τείχους ήταν φυλάκια για τη φρουρά και στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ενώ τα υπόλοιπα ήταν οικίες που ανήκαν στους ντόπιους άρχοντες και τις οικογένειες των εκάστοτε κυριάρχων. Το μόνο δημόσιο κτίριο, ένα μεγάλο οίκημα στο νοτιοδυτικό τμήμα με δεξαμενές σε δυο στάθμες, φαίνεται ότι αποτελούσε την έδρα του διοικητή. Μέσα στον Γουλά σώζονται κρήνες, ένα λουτρό της Οθωμανικής περιόδου και τρεις ανοικτές στέρνες για δημόσια χρήση, απόλυτα αναγκαίες για την επιβίωση κατοίκων και στρατιωτών σε περιπτώσεις πολιορκίας ή ξηρασίας. Η Κάτω Πόλη προστατεύεται από τείχος σχήματος Π, τα άκρα του οποίου ακουμπούν στους απότομους βράχους του κάστρου. Το ανατολικό και το δυτικό τείχος ακολουθούν βαθμιδωτά την κλίση του εδάφους ως τη θάλασσα, ενώ το νότιο ακολουθεί την ακτογραμμή. Το ύψος του τείχους στην εξωτερική πλευρά είναι ως 10 μ. ψηλό, ενώ στην εσωτερική πλευρά είναι μόλις 1,5-2 μ., πάνω από το στενό δρόμο που περνά στη βάση του. Τα κύρια σημεία εισόδου και εξόδου στην Κάτω πόλη είναι τέσσερα: η κεντρική πύλη στο δυτικό τείχος, η έξοδος προς τη θάλασσα στο νότιο τείχος (το «Πορτέλλο»), η ανατολική πύλη και η ανάβαση στο κάστρο στα βόρεια. Από την κεντρική πύλη του δυτικού τείχους ξεκινά ο κύριος δρόμος, ή αλλιώς «Αγορά» ή «Φόρος», που βαίνει παράλληλα προς το φυσικό ανάγλυφο, περνά από την κεντρική πλατεία και καταλήγει στην ανατολική πύλη. Εδώ αναπτύσσονταν οι εμπορικές δραστηριότητες, με μαγαζιά και εργαστήρια στα ισόγεια των οικιών, αλλά και άλλα κτίρια που κάλυπταν τις ανάγκες κατοίκων και ταξιδιωτών. Από τον κύριο δρόμο ξεκινούν στενά κάθετα δρομάκια που ανηφορίζουν κλιμακωτά ως το κάστρο, συχνά κάτω από διαβατικά («δρομικές»), ή κατηφορίζουν προς τη θάλασσα. Άλλος κύριος δρόμος ξεκινά επίσης από τη δυτική πύλη, εκτείνεται στα νότια του κύριου δρόμου, περνώντας από τις δύο τάπιες, την «δώθε», κοντά στη νοτιοδυτική γωνία και το λουτρό της Σωτήρας, και την «πέρα», μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας Χρυσαφίτισσας, δημιουργώντας ένα μεγάλο μέτωπο σε περίπτωση επίθεσης από τη θάλασσα. Ένας τρίτος δρόμος περνά στα ριζά του βράχου του Γουλά, αρχίζει από την ακραία πυλίδα του δυτικού τείχους και καταλήγει στην τάπια του ανατολικού, ενώ περίπου από το μέσον του αρχίζει η άνοδος προς την Επάνω πόλη. Στην κεντρική πλατεία βρίσκονται ο μητροπολιτικός ναός του Ελκόμενου Χριστού, ιδρυμένος ενδεχομένως στη θέση παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και το Επισκοπείο, μια οθωμανική οικία του 17ου αιώνα, που πέρασε στην ιδιοκτησία του μητροπολίτη Μονεμβασίας Γρηγορίου και διήλθε μετατροπές σε μεταγενέστερες περιόδους. Στα δυτικά της πλατείας βρίσκεται το τζαμί, που οικοδομήθηκε στην πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας και δέχθηκε επεκτάσεις και μετατροπές, ενώ σήμερα στεγάζει την Αρχαιολογική Συλλογή. Δύο κοινόχρηστες υπόγειες δεξαμενές εκτείνονται κάτω από την κεντρική πλατεία και την «δώθε» τάπια.
Άγιος Δημήτριος: Πρόκειται για τον πολιούχο άγιο-μάρτυρα της πόλης της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τα κείμενα των μαρτυρίων του, γεννήθηκε περίπου το 280-284 μ.Χ. Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας και βαθμοφόρος του ρωμαϊκού στρατού. Βαπτίστηκε χριστιανός και φυλακίστηκε, καθώς παρέβη το διάταγμα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού «περί αρνήσεως του χριστιανισμού». Ο Δημήτριος εκτελέστηκε από τους Ρωμαίους επί αυτοκράτορα Γαλερίου Μαξιμανού (293-311), το 303. Κάποιοι χριστιανοί, φοβούμενοι την αρπαγή της σωρού του από τους Ρωμαίους ειδωλολάτρες, τον έθαψαν στον χώρο που μαρτύρησε, στο υπόγειο ενός κατεστραμμένου ρωμαϊκού λουτρού πολύ κοντά στο στάδιο. Εκεί, λίγο αργότερα, μετά το 313 και το Διάταγμα των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκίας, χτίστηκε ένα μικρό ορθογώνιο μαρτύριο, και αργότερα η μεγάλη βασιλική του Αγίου Δημητρίου, η οποία με πολλές μετασκευές και προσθήκες, λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων : Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων, αρχικά καθολικό και εν συνεχεία κοιμητηριακή εκκλησία της μονής Βροντοχίου, βρίσκεται δίπλα στην Οδηγήτρια στο βορειοανατολικό τμήμα της Κάτω Πόλης του Μυστρά. Κτίστηκε στην περίοδο 1290-1295 από τους μοναχούς Παχώμιο και Δανιήλ, που αναφέρονται σε έμμετρη επιγραφή στο επιστύλιο του τέμπλου. Οι Άγιοι Θεόδωροι διατηρούν τα γενικά γνωρίσματα του ηπειρωτικού οκταγωνικού ναού, ωστόσο τρεις αιώνες μετά την πρώτη εμφάνιση του συγκεκριμένου τύπου στον Όσιο Λουκά της Φωκίδας εισάγουν μια σειρά αξιοπρόσεκτων τροποποιήσεων (απουσία υπερώων – νάρθηκα, στήριξη του τρούλου μόνο προς τα δυτικά σε κίονες, κάλυψη των πλαγίων διαμερισμάτων με καμάρες αντί σταυροθόλια). Στις τέσσερις γωνίες του ναού διαμορφώνονται παρεκκλήσια, από τα οποία τα ανατολικά είχαν ταφικό χαρακτήρα. Εξωτερικά, ο εξελιγμένος αυτός τύπος παίρνει τη μορφή κυβοειδούς κτιριακού όγκου που κλιμακώνεται επιδέξια προς τα επάνω, καταφέρνοντας έτσι να ισορροπήσει το αισθητικό αποτέλεσμα του ογκώδους κεντρικού τρούλου. Στοιχεία χαρακτηριστικά της ελλαδικής σχολής, όπως ζώνες πλινθοπερίκλειστης τεχνικής, οδοντωτές ταινίες, κεραμικά σκυφία, τα οποία αρχικά συνυπήρχαν με αβακωτές ζωφόρους, τεταρτοκυκλικά τόξα εκατέρωθεν των παραθύρων και καμπύλα αετώματα αναλαμβάνουν από εκεί και πέρα να πλάσουν τις όψεις. Το ξεχωριστό αυτό μνημείο δέχτηκε μεταγενέστερα την προσθήκη ενός νάρθηκα με πυργόσχημα γωνιακά παρεκκλήσια στα δυτικά και μιας κλειστής στοάς στα βόρεια. Στο εσωτερικό διατηρείται μέρος του αρχικού διακόσμου που χρονολογείται στα τέλη του 13ου αιώνα. Οι χαμηλότερες επιφάνεις κοσμούνται με σειρά ολόσωμων στρατιωτικών αγίων πάνω από ζώνη που θα είχε απομίμηση ορθομαρμάρωσης, ενώ στα ανώτερα τμήματα διατηρούνται σκηνές από τον Βίο της Παναγίας, αλλά και τα Πάθη και την Ανάσταση του Xριστού. Οι τοιχογραφίες του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου που φαίνεται να είναι αφιερωμένο στην Παναγία Ζωοδόχο Πηγή, είναι μεταγενέστερες και θα μπορούσαν να τοποθετηθούν γύρω στα 1400. Δύο μορφές βυζαντινών αρχόντων απεικονίζονται στον βόρειο και νότιο τοίχο. Στο βορειοανατολικό παρεκκλήσιο υπάρχει τάφος και η παράσταση κάποιου Μανουήλ Παλαιολόγου, που δέεται γονατιστός μπροστά στην Παναγία Βρεφοκρατούσα. Σύμφωνα με τη συνοδευτική επιγραφή ο εικονιζόμενος πέθανε το 1423 ή το 1453. Στο βορειοδυτικό παρεκκλήσιο του νάρθηκα διατηρούνται ίχνη διακόσμου από παραστάσεις θαυμάτων των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, στους οποίους πιθανώς θα ήταν αφιερωμένο.
O ναός της Παναγίας Οδηγήτριας ή Αφεντικό: O ναός της Παναγίας Οδηγήτριας ή Αφεντικό αποτελεί το νέο καθολικό της μονής Βροντοχίου και βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της κάτω πόλης του Μυστρά, σε επαφή με το ισχυρό τείχος του οικισμού. Κτίστηκε περί το 1310 από τον δραστήριο ηγούμενό της Παχώμιο, ο οποίος κατάφερε, σύμφωνα με τα τοιχογραφημένα χρυσόβουλα στο νοτιοδυτικό παρεκκλήσι του ναού, να πετύχει την αυτοκρατορική επικύρωση και παραχώρηση μεγάλων εκτάσεων γης στην Πελοπόννησο και να οριστεί ισόβιος ηγούμενός της. Πρόκειται για ένα μεγάλο και επιβλητικό κτίριο δύο ορόφων που εισάγει μια αρχιτεκτονική πρωτοτυπία: ενώ στο ανώτερο τμήμα έχει τη μορφή σταυροειδούς εγγεγραμμένου πεντάτρουλου ναού με νάρθηκα και υπερώα, στο ισόγειο έχει τη μορφή βασιλικής που χωρίζεται με δύο τοξωτές κιονοστοιχίες σε τρία κλίτη. Ο τύπος αυτός γνωστός ως «μικτός τύπου Μυστρά» χρησιμοποιήθηκε και σε άλλα μνημεία της περιοχής (Παντάνασσα, Άγιος Δημήτριος). Η τοιχοδομία του κυρίως ναού αποτελείται από αδρά πελεκημένους λίθους με αραιές σειρές πλίνθων, και αρχικά θα πρέπει να ήταν επιχρισμένη. Η ανατολική πλευρά του κτιρίου διατηρεί την αρχική της μορφή και παρουσιάζει τεχνοτροπικά στοιχεία όμοια με αυτά των μνημείων της Κωνσταντινούπολης αυτής της περιόδου. Οι αψίδες του ιερού και των παραβημάτων χωρίζονται σε ζώνες με παράθυρα και τυφλά (χτισμένα) αψιδώματα. Στην ανώτερη ζώνη χαμηλές και επίπεδες κόγχες με διπλά πλίνθινα τόξα, ολοκληρώνουν την εξωτερική κόσμηση του ναού. Ο ναός περιβαλλόταν από προστώα σε διάταξη σχήματος Π που στεγαζόταν με σφαιρικούς τρούλους. Το νότιο προστώο υπέστη μετατροπές κατά το 14o αιώνα. Τότε τοιχίστηκαν τα ανοίγματα του ισογείου και μετατράπηκαν σε κόγχες που δέχτηκαν ταφές, και ο χώρος διαμορφώθηκε σε κοιμητηριακό παρεκκλήσι. Δύο επιπλέον παρεκκλήσια διαμορφώθηκαν στα άκρα του νάρθηκα και δύο ισόγεια στη βόρεια στοά. Το τριώροφο κωδωνοστάσιο του ναού, κτισμένο στα νότια του δυτικού προστώου, ακολουθεί το πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοδομίας. Εξωτερικά, ο όροφος διαχωρίζεται από το ισόγειο με μαρμάρινο κοσμήτη και φέρει τρίλοβα παράθυρα που κοσμούνται με πλίνθινα τόξο. Σε ανώτερο επίπεδο, τυφλές (κτισμένες) αβαθείς κόγχες ολοκληρώνουν την εξωτερική όψη του κωδωνοστασίου. Ο εσωτερικός διάκοσμος ήταν πλούσιος και συνδύαζε γλυπτό διάκοσμο, ορθομαρμαρώσεις και τοιχογραφίες. Από τον γλυπτό διάκοσμο και τις σπάνιες για την εποχή ορθομαρμαρώσεις σήμερα σώζονται ελάχιστα μόνο δείγματα, ενώ ο τοιχογραφικός διάκοσμος που χρονολογείται σε διαφορετικές περιόδους, διατηρείται αποσπασματικά στον κυρίως ναό και σε καλύτερη κατάσταση στα παρεκκλήσια. Στον ναό, ο τοιχογραφικός διάκοσμος που χρονολογείται στην δεύτερη δεκαετία του 14oυ αιώνα και αποτελεί προφανώς έργο ζωγράφων της Κωνσταντινούπολης προσφέρει έναν εκτεταμένο Χριστολογικό κύκλο και πλήθος αγίων μαρτύρων και οσίων στα πλάγια κλίτη, ιεραρχών και διακόνων στο ιερό, πατριαρχών, προφητών και αποστόλων στα υπερώα. Στα παρεκκλήσια οι συνθέσεις αναδεικνύουν την προσωπικότητα του κτήτορα Παχώμιου. Στο νοτιοδυτικό παρεκκλήσι, γνωστό ως το παρεκκλήσι των χρυσοβούλλων, τέσσερις άγγελοι κρατούν με ρυθμική χάρη δόξα κατεστραμμένου σήμερα Χριστού, απ’ όπου κατέρχονται δέσμες φωτός με θεϊκή χείρα, που κρατούν τα χρυσόβουλλα των αυτοκρατόρων Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου και Μιχαήλ Θ΄. Το βορειοδυτικό παρεκκλήσι αποτελεί τον ταφικό χώρο του Παχωμίου και απεικονίζει σε επάλληλες σειρές χορούς αγίων να προσέρχονται στον Χριστό της Δέησης, ενώ σε αρκοσόλιο της δυτικής πλευράς ο Παχώμιος προσφέρει ομοίωμα του ναού στην Οδηγήτρια. Στη βόρεια πλευρά βρίσκεται ο τάφος του δεσπότη Θεόδωρου Α΄ Παλαιολόγου (1384-1407), που είχε γίνει, σύμφωνα και με την επιτύμβια τοιχογραφία, μοναχός με το όνομα Θεοδώρητος. Μεταγενέστερος είναι ο διάκοσμος του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου, πιθανώς των Τριών Ιεραρχών, καθώς σε αυτό απεικονίζεται το όραμα του αγίου Ιωάννου Ευχαΐτων, που η εξήγησή του οδήγησε στην καθιέρωση της κοινής γιορτής τους. Σύμφωνα με το μονόγραμμα του συγκέλλου και ηγουμένου Κυπριανού πάνω από την είσοδο του παρεκκλησίου, οι τοιχογραφίες μπορούν να χρονολογηθούν στα 1366. Τέλος, οι τοιχογραφίες της νότιας στοάς που αποτέλεσε χώρο ταφής αρχόντων, όπως φανερώνει η επιλογή των σκηνών στο θόλο και οι ταφικές παραστάσεις του κεκοιμημένου Κανιώτη και της γυναίκας του στο δυτικό αρκοσόλιο και ενός άλλου αξιωματούχου στο βόρειο τοίχο, χρονολογούνται στους επόμενους χρόνους του 14ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ο ναός χρησιμοποιήθηκε ως τζαμί και κάποια στιγμή εγκαταλείφθηκε εντελώς. Στις αρχές του 19ου αιώνα, κίονες από τις τοξοστοιχίες αφαιρέθηκαν για να χρησιμοποιηθούν αλλού, ενώ ο κεντρικός τρούλος και τμήμα των υπερώων κατέρρευσαν.
Δεσποτάτο του Μορέως (ή Δεσποτάτο του Μυστρά):


Βιβλιογραφία (4)

1. Χατζηδάκης Μ., Μυστράς. Η μεσαιωνική πολιτεία και το κάστρο, Αθήνα, 1987

2. Αχειμάστου - Ποταμιάνου, Μυρτάλη, Μυστράς. Ιστορικος και αρχαιολογικός οδηγός, Αθήνα, 2003

3. Η Πολιτεία του Μυστρά, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 2001

4. Runciman St., Mistra, Byzantine Capital of the Peloponnese, Λονδίνο, 1980


Σχόλια (0)