Κωνσταντινούπολη - Ρώμη: «Μέγας Κωνσταντίνος»

Θεσσαλονίκη - Μυστράς: «Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος»

Κωνσταντινούπολη - Κρήτη: «Νικηφόρος Φωκάς»

diadromi map

Aναζήτηση Διαδρομών

anan

Τα κάστρα
Convert HTML to PDF

Στην κορυφή ενός πρόβουνου του Ταϋγέτου, λίγα χιλιόμετρα ΒΔ της Λακεδαίμονος, όπως ονομαζόταν η Σπάρτη στα βυζαντινά χρόνια, το κάστρο του Μυστρά ή Μυζηθρά ιδρύθηκε το 1249 από τον Φράγκο πρίγκιπα Γουλιέλμο Β΄ Βιλεαρδουίνο . Ο λόφος είναι φύσει οχυρός, γιατί από τα νότια και τα ΝΑ είναι εντελώς απροσπέλαστος, καθώς ο βράχος υψώνεται σχεδόν κάθετα σε δυσθεώρητο ύψος. Όμως, η θέα προς την κοιλάδα του Ευρώτα δεν εμποδίζεται από τίποτε προς το βορρά, την ανατολή και το νότο – η θέση είναι εξαιρετικά καίρια για τον έλεγχο της περιοχής. Το όνομα του Μυστρά θα μπορούσε να προέρχεται από κάποιον γαιοκτήμονα της περιοχής που το επώνυμό του ή το επάγγελμά του ήταν Μυζηθράς.

Οι Φράγκοι οικοδόμησαν ένα δυνατό κάστρο για τον αποτελεσματικό έλεγχο της νότιας Πελοποννήσου. Ωστόσο, για να λυθεί η αιχμαλωσία του Γουλιέλμου, μετά τη μάχη της Πελαγονίας το 1259, αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν στους Βυζαντινούς τα κάστρα της Μονεμβασίας, της Μάνης και του Μυστρά το 1262.

Στα αμέσως επόμενα χρόνια, η ασφάλεια που παρείχε ο λόφος προκάλεσε τη μετακίνηση των κατοίκων της Λακεδαίμονος και των γύρω οικισμών, την εγκατάστασή τους στην πλαγιά κάτω από το κάστρο και το κτίσιμο των οικιών τους με μαρμάρινο και άλλο οικοδομικό υλικό από τα ερείπια της αρχαίας Σπάρτης και τις παλιές ιδιοκτησίες τους. Παράλληλα, η επισκοπή Λακεδαίμονος μετέφερε εκεί την έδρα της το 1264, ενώ η στρατιωτική «κεφαλή» του Μοριά, ο ενιαύσιος στρατηγός, μόλις το 1289. Ο καθεδρικός ναός, αφιερωμένος στον άγιο Δημήτριο , κτίστηκε μέσα στο τελευταίο τρίτο του 13ου αιώνα, ίσως από τον μητροπολίτη Ευγένιο, και ανακαινίστηκε από τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο, που ήλθε από την Κωνσταντινούπολη. Ιδιαίτερα σημαντικές προσωπικότητες θα πρέπει να ήταν ο Δανιήλ και ο πρωτοσύγκελος Παχώμιος, που ίδρυσαν τα δύο διαδοχικά καθολικά της μονής Βροντοχίου, τους Αγίους Θεοδώρους και το Αφενικό (πριν το 1296 και το 1310). Από το 1308 η «κεφαλή» έπαψε να έχει θητεία ενός χρόνου και έγινε μόνιμη διοίκηση.

Το 1348 ο Μυστράς αναδείχθηκε σε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως με πρώτο δεσπότη τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1348-1380), δευτερότοκο γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ҁ΄. Ο Μανουήλ έλαβε ως σύζυγό του την Ισαβέλλα, κόρη του βασιλέα της Μικρής Αρμενίας Γκυ ντε Λουζινιάν, τη γνωστή από τη μυθιστορηματική βιογραφία της, πριγκηπέσα Ιζαμπώ. Ο Μανουήλ γύρω στο 1350 ίδρυσε τη μονή του Ζωοδότου Χριστού, που έχει ταυτιστεί με την σημερινή εκκλησίας της Αγίας Σοφίας, ενώ η Ισαβέλλα φαίνεται ότι την ίδια περίοδο ίδρυσε την μονή της Περιβλέπτου.

Tο 1383 την οικογένεια των Καντακουζηνών διαδέχθηκε στη διοίκηση του Μυστρά η οικογένεια των Παλαιολόγων που κατείχε το θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Ο Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος, γιός του αυτοκράτορα Ιωάννη του Ε’, ανέκοψε την αυτονομιστική διάθεση του τελευταίου Καντακουζηνού, του Δημητρίου. Η διοίκησή του στο Μυστρά βασίζονταν πάντα στις λεπτές ισορροπίες μεταξύ εχθρών και φίλων. Από την άλλη πλευρά, οι κάτοικοι της πόλης είχαν υψηλό φρόνημα και αφυπνισμένο αίσθημα εθνικής συνείδησης, προϊόν του μακροχρόνιου πολέμου, αλλά και της αναγκαστικής συμβίωσης με Φράγκους, Βενετούς, Αλβανούς, που είχαν αρχίσει να έρχονται κατά κύματα στην Πελοπόννησο από το 13ο αιώνα, και Εβραίους, που είχαν εγκατασταθεί στην περιφέρεια της πόλης. Οι κάτοικοι αντέδρασαν σθεναρά όταν ο Θεόδωρος αντί χρηματικού ποσού παραχώρησε το Μυστρά στους Ιωαννίτες ιππότες το 1402, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η σύμβαση. Από την άλλη, οι διαμάχες με τους άρχοντες και τον πληθυσμό λόγω της φορολογίας και των λοιπών επιβαρύνσεων ήταν συνεχείς. Το 1423 οι Οθωμανοί λεηλάτησαν την Πελοπόννησο, αλλά το 1429, μετά από επιτυχίες του Θεόδωρου Β’ Παλαιολόγου και του Ιωάννη Η’, του νέου αυτοκράτορα, ιδρύθηκε νέο Δεσποτάτο με έδρα τη Γλαρέντζα και το 1430 ένα τρίτο με έδρα τα Καλάβρυτα. Τότε, την εποχή αυτή του ύστατου θριάμβου, κτίζονται στο Μυστρά η Ευαγγελίστρια και η μονή της Παντάνασσας. Ωστόσο, από τους τρεις αδελφούς Παλαιολόγους, τον Θεόδωρο, τον Κωνσταντίνο και τον Θωμά, που διεκδικούσαν ο καθένας για λογαριασμό του την εξουσία στο Μοριά ή και στην Κωνσταντινούπολη, στο Μυστρά έμεινε ο Κωνσταντίνος μέχρι το 1449, όταν έφυγε για την Πόλη, χωρίς να στεφθεί πραγματικά, για να παραλάβει το θρόνο. Μετά το 1453, οι Οθωμανοί ουσιαστικά έπαιζαν τον πρώτο ρόλο στην Πελοπόννησο και ήταν ζήτημα χρόνου να κυριεύσουν και τους τελευταίους Βυζαντινούς θύλακες. Ο Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε το Μυστρά το 1460 στον Μωάμεθ Β’ μπροστά στην απειλή του πολυάριθμου στρατού του, ενώ ο Θωμάς από την Πάτρα έφυγε για την Ιταλία.

Ο Μυστράς ήταν μια μεγάλη πόλη για την εποχή της και υπήρξε η καρδιά της Πελοποννήσου για σχεδόν δύο αιώνες. Στους στενούς δρόμους του περπάτησαν σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, λαϊκοί και κληρικοί, που καθόρισαν όχι μόνον τη μοίρα της πόλης, αλλά ίσως και της Ευρώπης. Η προσωπικότητα του Γεώργιου Πλήθωνα Γεμιστού, φιλόσοφου με υψηλή κρατική θέση, είναι η πιο ονομαστή. Πράγματι, ο Πλήθων ήταν που, με την ευκαιρία της συνόδου για την ένωση των Εκκλησιών, επέδρασε έτσι ώστε να αναζωογονηθεί το ενδιαφέρον για την κλασική παιδεία στη Φλωρεντία. Το 1464, κατά την αποτυχημένη πολιορκία του Μυστρά από τους Βενετούς, ο άρχοντας Σιγισμούνδος Μαλατέστας κατάφερε να εισέλθει στην πόλη και φεύγοντας να πάρει μαζί του μοναδικό λάφυρο το λείψανο του Γεμιστού, που το απέθεσε μαζί με των άλλων σοφών της αυλής του στο Ρίμινι.

 


Βιβλιογραφία (4)


Σχόλια (0)

Νέο Σχόλιο