Ο ναός του Χριστού Ελκομένου


Στο όνομα του Χριστού Ελκομένου είναι αφιερωμένος ο μητροπολιτικός ναός της πόλης της Μονεμβασιάς, ο οποίος δεσπόζει στην κεντρική πλατεία της καστρο-πολιτείας. Η παράδοση συσχετίζει τον ναό με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β´ Παλαιολόγο. Σε πολυτελές, εξάλλου, χρυσόβουλο του 1301, που βρίσκεται σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, και αναφέρεται στη Μητρόπολη της Μονεμβασίας, ο Ανδρόνικος Β´ Παλαιολόγος εικονίζεται να προσφέρει το αυτοκρατορικό έγγραφο στον Χριστό, ως προστάτη πιθανώς της πόλης. Ωστόσο, ο ναός είναι σίγουρα παλαιότερος. Σύμφωνα άλλωστε με μαρτυρία του Νικήτα Χωνιάτη (12ος αι.), γνωρίζουμε πως ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος (1185-1195) αφαίρεσε από τον ναό την εικόνα του Ελκομένου Χριστού και τη μετέφερε στη μονή του Ανάπλου, κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Ο ναός ανήκει στον τύπο τής τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο, με τρεις ημικυκλικές αψίδες στα ανατολικά και νάρθηκα στα δυτικά. Τα επιμήκη κλίτη του χωρίζονται με πεσσοστοιχίες και είναι θολοσκέπαστα, ενώ το μεσαίο που είναι υπερυψωμένο, διακόπτεται από την προσθήκη του νεότερου τρούλου. Στο εσωτερικό της ημικυκλικής αψίδας του ιερού βήματος διαμορφώνεται μεγάλο ημικυκλικό σύνθρονο με επισκοπικό θρόνο.

Η αρχιτεκτονική μορφή που έχει σήμερα ο ναός προήλθε από μετασκευές σε διαφορετικές εποχές.

Η αρχική οικοδομική του φάση θα μπορούσε πιθανότατα να ανάγεται στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, αν κρίνει κανείς από τη μορφή των αψίδων, το σύνθρονο και τα διάσπαρτα γλυπτά αυτής της εποχής. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο, περί τον 11ο-12ο αιώνα, χρονολογείται το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη στη νότια πλευρά του. Στον νότιο τοίχο του ναού καθώς και σε τοίχους του παρεκκλησίου, αποκαλύφθηκε τοιχοδομία από πωρόλιθους κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης, με οδοντωτή ταινία. Σε αυτή τη φάση έχουν χρονολογηθεί και τα μαρμάρινα γλυπτά που βρίσκονται πάνω από τη δυτική θύρα του ναού. Το 1538 ο Γεώργιος Κουιγκύδος ή Κουγκύδας θεωρείται, βάση μιας χαμένης σήμερα επιγραφής, πως κατασκεύασε τις αντηρίδες στον νότιο τοίχο. Το 1697 προστέθηκαν ο τρούλος και ο νάρθηκας. Στους επόμενους αιώνες (18ος-20ος αι.) έγιναν επισκευαστικές εργασίες. Το κωδωνοστάσιο αποτελεί νεότερη προσθήκη και κατασκευάστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα.

Ο σημερινός εσωτερικός διάκοσμος του ναού ανήκει στη Μεταβυζαντινή περίοδο και χρονολογείται στον 17ο-18ο αιώνα. Τα μαρμάρινα γλυπτά που σώζονται γύρω από το μνημείο ή εντοιχισμένα σε αυτό χρονολογούνται στους παλαιοχριστιανικούς και βυζαντινούς χρόνους. Το σημερινό μαρμάρινο τέμπλο κατασκευάσθηκε το 1901 και αντικατέστησε ένα παλαιότερο ξυλόγλυπτο, που είναι πλέον τοποθετημένο στον ναό της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας.

Στον ναό φυλάσσεται ξανά μετά από πολλές περιπέτειες η εξαίρετη εικόνα της Σταύρωσης, από τις σημαντικότερες και μεγαλύτερες της Παλαιολόγειας περιόδου. Στις αρχές του 1979 η εικόνα κλάπηκε από τον ναό και αφού εντοπίστηκε κομμένη σε κομμάτια συντηρήθηκε και παρέμενε στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Το μοναδικό αυτό έργο του β’ μισού του 14ου αιώνα πρόσφατα επέστρεψε και τοποθετήθηκε στο παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου.


Γλωσσάρι (13)

χρυσόβουλλο: επίσημο δημόσιο έγγραφο – διάταγμα των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου που έφερε χρυσή σφραγίδα στη μεταξωτή ταινία που το συνόδευε, με την οποία βεβαιωνόταν η αυθεντικότητα του διατάγματος.
βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.
τρούλος: ημισφαιρικός θόλος που στηρίζεται σε κυλινδρικό ή πολυγωνικό τύμπανο. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στη χριστιανική εκκλησιαστική αρχιτεκτονική.
αψίδα: η ημικυκλική απόληξη της ανατολικής πλευράς των βασιλικών. Εσωτερικά καλύπτεται με θόλο και είναι ημικυκλική, ενώ εξωτερικά καλύπτεται με κλιμακωτή στέγη και μπορεί να είναι πεταλόσχημη, ορθογώνια ή και πολυγωνική.
νάρθηκας: ο νάρθηκας είναι η στενόμακρη αίθουσα που εκτείνεται σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς της βασιλικής. Προήλθε από την ανατολική στοά του αιθρίου, η οποία ενσωματώθηκε στον ναό. Χρησίμευε ως χώρος παραμονής των κατηχουμένων, οι οποίοι δεν επιτρεπόταν να παρακολουθήσουν το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας.
βήμα (ιερό βήμα): πρόκειται για το ανατολικό τμήμα του ναού που καταλήγει σε αψίδα. Είναι συνήθως υπερυψωμένο σε σχέση με το δάπεδο του κυρίως ναού κατά ένα έως τρία σκαλοπάτια. Ο όρος προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «βαίνω», και λόγω της ιερότητας και ιδιαιτερότητάς του ο χώρος ονομάστηκε ιερό βήμα.
σύνθρονο: ημικυκλική λίθινη ή μαρμάρινη βαθμιδωτή κατασκευή καθισμάτων στο εσωτερικό της αψίδας του Ιερού Βήματος των παλαιοχριστιανικών κυρίως ναών, που χρησίμευε ως κάθισμα για τους κληρικούς. Στο κέντρο υπήρχε ο επισκοπικός θρόνος.
Παλαιοχριστιανική Περίοδος: η Παλαιοχριστιανική περίοδος τυπικά ξεκινά από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μ. Κωνσταντίνο στα 330 μ.Χ. και τη μεταφορά σε αυτή της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, και λήγει με το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Α (565).
παρεκκλήσι: πρόκειται για μικρών διαστάσεων ναΐσκο, ο οποίος είτε είναι αυτόνομος είτε ανήκει σε κάποιο ίδρυμα ή εξαρτάται από μεγαλύτερο ναό. Στο Βυζάντιο τα παρεκκλήσια είχαν συχνά ταφική χρήση.
πλινθοπερίκλειστο σύστημα: τρόπος δόμησης κατά τον οποίο ισόδομοι λίθοι πλαισιώνονται από πλίνθους (τούβλα) οριζόντια και κάθετα τοποθετημένες μέσα στο κονίαμα των οριζόντιων και κάθετων αρμών, σε μονές ή διπλές σειρές.
οδοντωτές ταινίες: διακοσμητικά κεραμοπλαστικά στοιχεία που μπορεί να είναι επιμήκη, ή να συναντώνται κατά μήκος της επίστεψης της στέγης, σαν πλαίσια σε παράθυρα. Μπορεί να είναι μονές ή διπλές.
κωδωνοστάσιο: το αρχιτεκτονικό τμήμα του ναού που περικλείει τις καμπάνες του ναού. Συνήθως έχει τη μορφή τετράγωνου πύργου που είτε βρίσκεται κοντά ή σε επαφή με την πρόσοψη της εκκλησίας, ενώ συχνά υψώνεται πάνω από το νάρθηκα.
τέμπλο: το φράγμα που χωρίζει το ιερό βήμα από τον υπόλοιπο ναό. Το τέμπλο μπορεί να είναι μαρμάρινο, ξυλόγλυπτο ή και κτιστό κοσμημένο με τοιχογραφίες. Φέρει εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, του Αγ. Ιωάννη Προδρόμου, του τιμώμενου αγίου, των Αποστόλων και άλλων αγίων.


Πληροφοριακά Κείμενα (2)

Το κάστρο: Το Βυζαντινό κάστρο της Μονεμβασίας κτίστηκε πάνω σε βραχώδη χερσόνησο, στα βόρεια του ακρωτηρίου Μαλέας, στην ακτή της επαρχίας της Επιδαύρου Λιμηράς. Ο βράχος αναδύεται κάθετα από τη θάλασσα, απέναντι από τη Λακωνική στεριά, με την οποία επικοινωνούσε μέσω μιας στενής λωρίδας ξηράς και μίας μόνο γέφυρας. Από αυτήν, εξάλλου, τη μοναδική σύνδεσή της με την απέναντι στεριά έλαβε το όνομά της. Η πόλη φαίνεται ότι αρχικά ιδρύθηκε στο ψηλότερο πλάτωμα της κορυφής και αργότερα επεκτάθηκε στα νοτιοανατολικά, σε τόπο ομαλό, απάνεμο και αθέατο από την πελοποννησιακή ακτή, που επιπλέον διαθέτει και το προνόμιο να αποτελεί καίριο παρατηρητήριο για όσα καράβια διαπλέουν το Μυρτώο πέλαγος. Η πρώτη εγκατάσταση μαρτυρείται στα τέλη του 6ου αιώνα, όταν οι κάτοικοι της Λακεδαίμονος, της μεσαιωνικής Σπάρτης, κατέφυγαν στη Μονεμβασία για να αποφύγουν τις επιδρομές Αβάρων και Βησιγότθων. Ο οικισμός, αν και δεν διέθετε απολύτως καμία πηγή νερού, αναδείχθηκε σε ναυτικό και εμπορικό σταθμό για τους θαλάσσιους δρόμους του Αιγαίου. Το λιμάνι της πόλης ήταν διπλό, στα βόρεια και τα νότια της γέφυρας που ένωνε τη βραχώδη χερσόνησο με την απέναντι στεριά. Από τα μέσα του 10ου αιώνα η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται δυναμικά, με το άπλωμα του οικισμού σε όλο το βράχο.Σύμφωνα με τον Άραβα γεωγράφο Edrisi στα μέσα του 12ου αιώνα η πόλη διέθετε ψηλό τείχος, ενώ λίγο αργότερα απέβη έδρα Μητρόπολης. Τότε το κάστρο ενισχύθηκε τόσο, ώστε έγινε οχυρό που αντιστάθηκε σθεναρά σε όσους το επιβουλεύτηκαν, όπως στον Ρογήρο Β’, βασιλιά των Νορμανδών, το 1147, και στον Γουλιέλμο Β' Βιλλεαρδουίνο, έναν αιώνα μετά, στις δυνάμεις του οποίου τελικά υπέκυψε το 1248, μετά τον αποκλεισμό των Φράγκων πολιορκητών και ικανές διαπραγματεύσεις για τη διατήρηση παλαιότερων προνομίων των κατοίκων. Η πόλη, ωστόσο, επέστρεψε στους Βυζαντινούς το 1262, μαζί με τα κάστρα του Μυστρά, του Γερακίου και της Μεγάλης Μαΐνης, με τη συνθήκη που ακολούθησε τη συμφωνία μεταξύ Φράγκων και Βυζαντινών μετά τη μάχη της Πελαγονίας (1259). Τότε η Μονεμβασία έγινε βάση του Βυζαντινού στόλου για την ανακατάληψη εδαφών της Πελοποννήσου. Με χρυσόβουλλα των αυτοκρατόρων Ανδρονίκου Β’ και Ανδρονίκου Γ’ παραχωρήθηκαν διοικητικά, εκκλησιαστικά και οικονομικά προνόμια που εξασφάλιζαν ατέλεια στα προϊόντα της Μονεμβασίας, φορολογικές απαλλαγές και ελεύθερη κίνηση των πλοίων της, χωρίς υποχρεώσεις δασμών στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Έτσι, η πόλη αναδείχθηκε σε σημαντικό διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο και έδρα μεγάλης ναυτικής και εμπορικής κίνησης. Οι Μονεμβασίτες αναφέρονται ως πλοιοκτήτες ή ναυτικοί, έμποροι, αλλά και πειρατές. Στα προϊόντα που εμπορεύονταν συγκαταλέγονται είδη όπως πρινοκκόκκι και κοξινέλα (έντομα από τα οποία παρασκευάζεται, μετά από ειδική κατεργασία, κόκκινο χρώμα για βαφές υφασμάτων), μετάξι, παστά, δέρματα, ζώα, λάδι, κρασί, αλλά και δούλοι. Άλλοι κάτοικοι ασχολούνταν με τις οικοδομικές εργασίες, τη ναυπηγική, καθώς και τη γεωργία και την κτηνοτροφία και δραστηριοποιούνταν στην απέναντι στεριά, από το Γέρακα ως τον Άγιο Φωκά, με ένα δίκτυο υποστατικών και μικρών οικισμών που έλεγχαν δρόμους και διαβάσεις και επικοινωνούσαν με πύργους και σκάλες που αναπτύχθηκαν στην ακτή. Φημισμένο ήταν τόσο το λάδι, όσο και το κρασί της περιοχής, το οποίο αργότερα ονοματίστηκε από τη Βενετσιάνικη παραφθορά του ονόματος της πόλης: «Μαλβαζία». Έξω από τα τείχη υπάρχουν ίχνη εγκαταστάσεων βυρσοδεψίας (στα «Ταμπάκικα»), ενώ στην απέναντι στεριά υπάρχουν διάσπαρτοι ληνοί, καθώς και λατομεία πωρόλιθου στον Άγιο Φωκά. Η αρχή της ύφεσης και της τελικής κατάρρευσης άρχισε από το 1394, όταν Οθωμανική φρουρά αναφέρεται στη Μονεμβασία, σε μια προσωρινή κατάληψή της. Το 1460, υπό την απειλή των Οθωμανών, οι Μονεμβασίτες ζήτησαν να τεθούν κάτω από την προστασία του Πάπα Πίου του Β’, αλλά στα τέλη του 1463 παρέδωσαν την πόλη στους Βενετούς. Από το 1540 μέχρι το 1690 διαρκεί η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας και μετά το σύντομο διάλειμμα της Β’ Ενετοκρατίας (1690-1715), η πόλη κατέληξε στην οριστική κυριαρχία των Οθωμανών και απέβη πρωτεύουσα του βιλαετιού της ανατολικής Λακωνίας. Το 1821 η Μονεμβασία ελευθερώθηκε πρώτη μεταξύ των οχυρών του Μοριά. Η πολεοδομική οργάνωση του οικισμού ακολουθεί τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους που επιτρέπει τη διαίρεση σε Ακρόπολη, Επάνω πόλη και Κάτω πόλη. Η Ακρόπολη βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του βράχου. Πρόκειται για τραπεζιόσχημο σε κάτοψη βυζαντινό οχυρό με πύργο σε κάθε γωνία του. Στα βορειοανατολικά ένας κυκλικός πύργος ίσως χρησίμευε ως παρατηρητήριο ή και ως πυριτιδαποθήκη. Η Επάνω πόλη αναπτύσσεται στα ανατολικά της Ακρόπολης, στο πλάτωμα της κορυφής, και προστατεύεται από ισχυρό οχυρωματικό περίβολο, τον «Γουλά», που δεν είναι συνεχής, αφού απόκρημνοι βράχοι τον αντικαθιστούν σε αρκετά σημεία. Η μοναδική είσοδος ανοίγεται στο μέσον του νότιου σκέλους του τείχους, στο τέλος ενός φιδωτού δρόμου που ανηφορίζει από την Κάτω πόλη, τις «Βόλτες». Η στενή αυτή πύλη οδηγεί μέσω ενός καμαροσκέπαστου διαδρόμου σε μικρό πλάτωμα, στα βόρεια του οποίου βρίσκονται η οικία του Βενετού διοικητή της πόλης Sebastiano Renieri (1514), και λίγο μακρύτερα, στα βορειοανατολικά, ο μεγάλος ναός της Αγίας Σοφίας, καθολικό μονής αρχικά αφιερωμένης στην Παναγία Οδηγήτρια, που κτίστηκε γύρω στο 1150. Η Επάνω πόλη ήταν ένας μεγάλος οικισμός, όπως μαρτυρούν η σημαντική έκτασή του (περίπου 15 εκτάρια) και τα εκτεταμένα οικοδομικά λείψανα που διακρίνονται ακόμη και σήμερα. Όσα βρίσκονται στην εσωτερική πλευρά του τείχους ήταν φυλάκια για τη φρουρά και στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ενώ τα υπόλοιπα ήταν οικίες που ανήκαν στους ντόπιους άρχοντες και τις οικογένειες των εκάστοτε κυριάρχων. Το μόνο δημόσιο κτίριο, ένα μεγάλο οίκημα στο νοτιοδυτικό τμήμα με δεξαμενές σε δυο στάθμες, φαίνεται ότι αποτελούσε την έδρα του διοικητή. Μέσα στον Γουλά σώζονται κρήνες, ένα λουτρό της Οθωμανικής περιόδου και τρεις ανοικτές στέρνες για δημόσια χρήση, απόλυτα αναγκαίες για την επιβίωση κατοίκων και στρατιωτών σε περιπτώσεις πολιορκίας ή ξηρασίας. Η Κάτω Πόλη προστατεύεται από τείχος σχήματος Π, τα άκρα του οποίου ακουμπούν στους απότομους βράχους του κάστρου. Το ανατολικό και το δυτικό τείχος ακολουθούν βαθμιδωτά την κλίση του εδάφους ως τη θάλασσα, ενώ το νότιο ακολουθεί την ακτογραμμή. Το ύψος του τείχους στην εξωτερική πλευρά είναι ως 10 μ. ψηλό, ενώ στην εσωτερική πλευρά είναι μόλις 1,5-2 μ., πάνω από το στενό δρόμο που περνά στη βάση του. Τα κύρια σημεία εισόδου και εξόδου στην Κάτω πόλη είναι τέσσερα: η κεντρική πύλη στο δυτικό τείχος, η έξοδος προς τη θάλασσα στο νότιο τείχος (το «Πορτέλλο»), η ανατολική πύλη και η ανάβαση στο κάστρο στα βόρεια. Από την κεντρική πύλη του δυτικού τείχους ξεκινά ο κύριος δρόμος, ή αλλιώς «Αγορά» ή «Φόρος», που βαίνει παράλληλα προς το φυσικό ανάγλυφο, περνά από την κεντρική πλατεία και καταλήγει στην ανατολική πύλη. Εδώ αναπτύσσονταν οι εμπορικές δραστηριότητες, με μαγαζιά και εργαστήρια στα ισόγεια των οικιών, αλλά και άλλα κτίρια που κάλυπταν τις ανάγκες κατοίκων και ταξιδιωτών. Από τον κύριο δρόμο ξεκινούν στενά κάθετα δρομάκια που ανηφορίζουν κλιμακωτά ως το κάστρο, συχνά κάτω από διαβατικά («δρομικές»), ή κατηφορίζουν προς τη θάλασσα. Άλλος κύριος δρόμος ξεκινά επίσης από τη δυτική πύλη, εκτείνεται στα νότια του κύριου δρόμου, περνώντας από τις δύο τάπιες, την «δώθε», κοντά στη νοτιοδυτική γωνία και το λουτρό της Σωτήρας, και την «πέρα», μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας Χρυσαφίτισσας, δημιουργώντας ένα μεγάλο μέτωπο σε περίπτωση επίθεσης από τη θάλασσα. Ένας τρίτος δρόμος περνά στα ριζά του βράχου του Γουλά, αρχίζει από την ακραία πυλίδα του δυτικού τείχους και καταλήγει στην τάπια του ανατολικού, ενώ περίπου από το μέσον του αρχίζει η άνοδος προς την Επάνω πόλη. Στην κεντρική πλατεία βρίσκονται ο μητροπολιτικός ναός του Ελκόμενου Χριστού, ιδρυμένος ενδεχομένως στη θέση παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και το Επισκοπείο, μια οθωμανική οικία του 17ου αιώνα, που πέρασε στην ιδιοκτησία του μητροπολίτη Μονεμβασίας Γρηγορίου και διήλθε μετατροπές σε μεταγενέστερες περιόδους. Στα δυτικά της πλατείας βρίσκεται το τζαμί, που οικοδομήθηκε στην πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας και δέχθηκε επεκτάσεις και μετατροπές, ενώ σήμερα στεγάζει την Αρχαιολογική Συλλογή. Δύο κοινόχρηστες υπόγειες δεξαμενές εκτείνονται κάτω από την κεντρική πλατεία και την «δώθε» τάπια.
Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.


Βιβλιογραφία (6)

1. 1. Μονεμβασία. Αντικείμενα-Περιβάλλον-Ιστορία. Η Αρχαιολογική Συλλογή, Αθήνα, 2001

2. Βέης Ν, Ὁ Ἑλκόµενος Χριστὸς τῆς Μονεµβασίας µετὰ παρεκβάσεως περὶ τῆς αὐτόθι Παναγίας Χρυσαφιτίσσης, 1932-34

3. Βοκοτόπουλος Π., Βυζαντινές εικόνες, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1995

4. Μυστήριον Μέγα και Παράδοξον. Σωτήριον Έτος 2000, Αθήνα, 2002

5. Φωσκόλου Β., Αναζητώντας την εικόνα του Ελκομένου της Μονεμβασίας. Το χαμένο παλλάδιο της πόλης και η επίδρασή του στα υστεροβυζαντινά μνημεία του νότιου ελλαδικού χώρου, 2001

6. Καλλιγά Χ. Α., Μονεμβασία. Μία βυζαντινή πόλις-κράτος, Ποταμός, Αθήνα, 2010


Σχόλια (0)