Ο ναός της Αγίας Σοφίας


Ο εντυπωσιακός βυζαντινός ναός της Παναγίας Οδηγήτριας, που μετά την Επανάσταση του 1821 ονομάστηκε Αγία Σοφία, βρίσκεται κτισμένος πάνω στο κάστρο της Μονεμβασιάς, στην άκρη ενός βράχου, πάνω από τη θάλασσα. Η παράδοση συνδέει την εκκλησία με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β´ Παλαιολόγο, ωστόσο οι πηγές φανερώνουν ότι ο ναός, που αρχικά ήταν αφιερωμένος στην Παναγία Οδηγήτρια, είναι πολύ παλαιότερος και ότι χρονολογείται στα μέσα του 12ου αι., το 1150. Ο ναός συνέχισε να λειτουργεί κατά την Α΄ Ενετοκρατία (1463-1540) ως Madonna del Castello ή Nostra Donna in Castello για τις ανάγκες των καθολικών αξιωματούχων. Στην περίοδο της Α´ Οθωμανικής κυριαρχίας (1540-1690) ο ναός μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος με την προσθήκη μιχρὰμπ, που διατηρείται στον νότιο τοίχο. Στην περίοδο της Β΄ Ενετοκρατίας (1690-1715) αποτέλεσε το καθολικό μονής δυτικού δόγματος και αφιερώθηκε στη Madonna del Carmine. Κατά την φάση αυτή, προστέθηκε στον ναό διώροφο προστώο σε όλο το πλάτος της δυτικής όψης. Ως μουσουλμανικό τέμενος λειτούργησε ξανά στην περίοδο της Β´ Οθωμανικής κυριαρχίας (1715-1821) και επέστρεψε στη χριστιανική λατρεία μετά την απελευθέρωση της πόλης, οπότε και αφιερώθηκε στη Σοφία του Θεού, επειδή θεωρήθηκε πιστό αντίγραφο της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Οι μετέπειτα χρονολογίες 1827 και 1845 στη δυτική όψη αντιστοιχούν προφανώς σε εργασίες επισκευής του ναού.

Αρχιτεκτονικά, ανήκει στον τύπο του ηπειρωτικού οκταγωνικού ναού, όπως το Δαφνί, ο Όσιος Λουκάς, ο Άγιος Θεόδωρος του Μυστρά κ.ά., και χρονολογείται στα μέσα του 12ου αιώνα (1150). Στα δυτικά του ναού διαμορφώνεται νάρθηκας που άλλοτε ήταν διώροφος, ενώ επί Β΄ Ενετοκρατίας προστέθηκε ο διώροφος εξωνάρθηκας. Εξωτερικά, στα νότια, προστέθηκε διπλή στοά άγνωστης χρήσης και πολυτελούς κατασκευής, η οποία κατέρρευσε το 1893. Η τοιχοδομία του ναού ακολουθεί το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης, ενώ τα τρίλοβα παράθυρα των όψεων έχουν κεραμοπλαστικό διάκοσμο.

Ο ναός διατηρεί πλούσιο γλυπτό διάκοσμο που όμως λόγω των πολλών μη αναστρέψιμων μετατροπών που έχει υποστεί κατά τη διάρκεια της μακράς ιστορικής του διαδρομής, δεν κατέστη δυνατόν να επανατοποθετηθεί στο σύνολό του, και τμήματα του βρίσκονται πλέον στην Αρχαιολογική Συλλογή της Μονεμβασιάς.

Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού, που διατηρείται σε αποσπασματική κατάσταση, είναι υψηλής ποιότητας και χρονολογείται στον 12ο ή στον πρώιμο 13ο αιώνα. Οι σωζόμενες παραστάσεις εικονίζουν τον Χριστό με αγγέλους στην είσοδο που συνδέει τον νάρθηκα με τον ναό, μετωπικούς ολόσωμους αγίους, μάρτυρες, ιεράρχες, τον Χριστό σε μετάλλιο ως Παλαιό των Ημερών στο ιερό, σκηνές από τον βίο του αγίου Νικολάου, κ.α.


Γλωσσάρι (7)

μιχράμπ: ο όρος απαντά στην ισλαμική αρχιτεκτονική και αναφέρεται στην ημικυκλική εσοχή που υπάρχει στον τοίχο ενός τεμένους. Υποδεικνύει την κατεύθυνση προς την Μέκκα κατά την οποία ο μουσουλμάνος πρέπει να στραφεί κατά τη διάρκεια της προσευχής του.
οκταγωνικός ναός: μονόχωρος τύπος εκκλησίας με τετράγωνη κάτοψη που καλύπτεται με τρούλο, ο οποίος έχει οκταγωνική στήριξη. Παραλλαγή του αποτελεί ο ηπειρωτικός οκταγωνικός ναός, ο οποίος συναντάται στην κυρίως Ελλάδα, ο οποίος έχει τετράγωνη ή ορθογώνια κάτοψη και συγχωνεύει το τρουλαίο διαμέρισμα του οκταγωνικού ναού με τις καμαροσκεπείς κεραίες μιας σταυροειδούς εκκλησίας.
νάρθηκας: ο νάρθηκας είναι η στενόμακρη αίθουσα που εκτείνεται σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς της βασιλικής. Προήλθε από την ανατολική στοά του αιθρίου, η οποία ενσωματώθηκε στον ναό. Χρησίμευε ως χώρος παραμονής των κατηχουμένων, οι οποίοι δεν επιτρεπόταν να παρακολουθήσουν το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας.
εξωνάρθηκας: η εξωτερική στοά στο δυτικό τμήμα του ναού ανάμεσα στο νάρθηκα και το αίθριο.
πλινθοπερίκλειστο σύστημα: τρόπος δόμησης κατά τον οποίο ισόδομοι λίθοι πλαισιώνονται από πλίνθους (τούβλα) οριζόντια και κάθετα τοποθετημένες μέσα στο κονίαμα των οριζόντιων και κάθετων αρμών, σε μονές ή διπλές σειρές.
τρίλοβο παράθυρο: τπαράθυρο με τρία ανοίγματα που απολήγουν σε τόξα.
Κεραμοπλαστικός διάκοσμος: τα κεραμικά και πλίνθινα διακοσμητικά στοιχεία στις εξωτερικές επιφάνειες των τοίχων του ναού (πλίνθοι, μαίανδροι, σταυροί, ρόμβοι, οδοντωτές ταινίες, κ.ά.)


Πληροφοριακά Κείμενα (4)

Ο ναός της Αγίας Σοφίας: Ο ναός της Αγίας Σοφίας, που σήμερα λειτουργεί ως μουσείο, βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της πλατείας Σουλταναχμέτ, απέναντι από το Μπλε Τζαμί. Ο ναός που βλέπουμε σήμερα είναι ο τρίτος που κτίστηκε στην ίδια θέση: η αρχική Αγία Σοφία, που ιδρύθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, καταστράφηκε από πυρκαγιά το 404, όταν στην Κωνσταντινούπολη ξέσπασαν ταραχές εξαιτίας της εκθρόνισης του Πατριάρχη Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ενώ ο ανακαινισμένος από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο το Β’ ναός έπαθε ανεπανόρθωτες βλάβες το 532, επίσης από πυρκαγιά, κατά τη Στάση του Νίκα. Οι ναοί την Αγίας Σοφίας και της Αγίας Ειρήνης ήταν αφιερωμένοι σε ιδιότητες του Θεού και αποτελούσαν από κοινού τους ναούς του Πατριαρχείου. Ωστόσο, μόνον η Αγία Σοφία έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η «Μεγάλη Εκκλησία». Η κατασκευή του ναού άρχισε αμέσως μετά την καταστολή της Στάσης από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και ανατέθηκε στους μηχανικούς Ανθέμιο από τις Τράλλεις και Ισίδωρο από τη Μίλητο. Η οικοδόμηση ολοκληρώθηκε σε πέντε χρόνια και έντεκα μήνες και τα εγκαίνια τελέστηκαν πανηγυρικά το Δεκέμβριο του 537. Ο ναός της Αγίας Σοφίας θεωρείται ένα από τα λαμπρότερα κτίρια της τότε οικουμένης – αν ο ναός αυτός ήταν το μόνο κτίριο που μας είχε διασωθεί από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ακόμη και τότε θα άξιζε να μελετάμε και να θαυμάζουμε τον Βυζαντινό πολιτισμό. Ο ιστορικός Προκόπιος στο έργο του «Περί Κτισμάτων» περιγράφει τη λαμπρότητα και τη μεγαλοπρέπεια του ναού που άφηνε κατάπληκτους του πιστούς με το μέγεθος, την ομορφιά, την ποικιλία και τον πλούτο της διακόσμησης. Στο ίδιο έργο δίνει επίσης πληροφορίες για την κατασκευή του και αναφέρει τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπισαν οι αρχιτέκτονες κατά την ανέγερση ενός τόσο μεγάλου κτιρίου, τα οποία διορθώθηκαν, όπως γράφει, χάρη στην ιδιοφυία του Ιουστινιανού που με σοφία συμβούλευε τους αρχιτέκτονες. Ο ναός της Αγίας Σοφίας όφειλε να ήταν μεγαλύτερος, μεγαλοπρεπέστερος και λαμπρότερα διακοσμημένος από το ναό του αγίου Πολύευκτου που λίγα χρόνια πριν είχε ιδρύσει η ζάπλουτη Ιουλιανή Ανικία, που ήλπιζε να ανεβάσει στο θρόνο το γιό της Ολύβριο. Η Αγία Σοφία συνδυάζει τον τύπο της βασιλικής με τρούλο με τον τύπο περίκεντρου κτιρίου, και η κατασκευή της υπήρξε επαναστατική και καινοτόμα για την εποχή της. Η κάτοψη του ναού σχηματίζει ορθογώνιο διαστάσεων 77 επί 71 μέτρων που καταλήγει ανατολικά στην αψίδα του ιερού, ενώ δυτικά προστίθενται νάρθηκας και εξωνάρθηκας και μια μεγάλη υπαίθρια αυλή που περιβαλλόταν από στοές. Στο εσωτερικό, στο κέντρο του κυρίως ναού, τέσσερις μεγάλοι πεσσοί υψώνονται στις γωνίες ενός τετραγώνου πλευράς 31 μέτρων. Οι πεσσοί συνδέονται μεταξύ τους με τέσσερα τόξα, από τα οποία το βόρειο και το νότιο είναι πολύ ρηχά, ενώ το ανατολικό και το δυτικό απλώνονται προς τουε εξωτερικούς τοίχους σχηματίζοντας μεγάλες κόγχες στα ανατολικά και τα δυτικά του κεντρικού τετραγώνου. Ο τρούλος εσωτερικά στηρίζεται από σαράντα νευρώσεις,ανάμεσά τους, στο κατώτερο τμήμα του τρούλλου, ανοίγονται σαράντα παράθυρα, τα οποία φέρουν το φως στο εσωτερικό του κεντρικού κλίτους. Τα πλάγια κλίτη διαθέτουν υπερώα: από το νότιο υπερώο παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία και τις υπόλοιπες ακολουθίες ο αυτοκράτορας, η οικογένειά του, οι ανώτατοι αξιωματούχοι και οι αυλικοί του παλατιού. Η είσοδος στον κυρίως ναό γίνεται από τις πέντε θύρες του νάρθηκα, από τις οποίες η κεντρική είναι γνωστή ως «Βασίλειος Πύλη». Η εκκλησία δε φημίζεται μόνο για την αρχιτεκτονική της, αλλά και για τη μυστικιστική ατμόσφαιρα που δημιουργεί το φως μέσα στον ναό, καθώς αντανακλάται στα πολύτιμα υλικά που λάμπουν στο εσωτερικό του. Τα παράθυρα που ανοίγονται περιμετρικά στον τρούλο διαχέουν το φως και δίνουν την εντύπωση της ελαφρότητας και της εξαΰλωσης, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι οι θόλοι αιωρούνται και ο τρούλος κρέμεται από τον ουρανό. Εσωτερικά ο πλούτος και η πολυτέλεια των υλικών προκαλούν το θαυμασμό. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, κίονες, μάρμαρα, έργα τέχνης και πολύτιμα υλικά μεταφέρθηκαν από όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας προκειμένου να εκπληρωθεί το όραμα του Ιουστινιανού. Οι πεσσοί και οι τοίχοι του μεσαίου κλίτους έχουν εξωτερικά επενδυθεί με ορθομαρμαρώσεις από πράσινες, γκριζοκίτρινες και σκούρες μπλε μαρμαρόπλακες, διατεταγμένες με τέτοιον τρόπο ώστε οι φλέβες τους να σχηματίζουν συμμετρικά σχέδια, ενώ οι κίονες στις κόγχες εκατέρωθεν της αψίδας του ιερού και την είσοδο είναι κατασκευασμένοι από πανάκριβο, ακόμη και τότε, πορφυρό γρανιτόλιθο (πορφυρίτη). Τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του ναού, κιονόκρανα, γείσα και πλαίσια θυρών, φέρουν λεπτουργημένο ανάγλυφο διάκοσμο, που συχνά έχει αποδοθεί με τη χρήση λεπτού τρυπανιού, ώστε τα ανάγλυφα σχέδια να είναι σαν δαντέλλες που περιβάλλουν τα κυρίως μέλη. Από τα έξοχα ψηφιδωτά του ναού σώζονται σήμερα μόνο ψήγματα. Τμήματα του ιουστινιάνειου διακόσμου διατηρούνται στα εσωρράχια των τοξοστοιχιών του μεσαίου κλίτους, στους θόλους των πλαγίων κλιτών και των υπερώων και στην παρυφή της αψίδας. Ο διάκοσμος ήταν ανεικονικός (δεν περιλάμβανε ανθρώπινες μορφές) και αποτελούνταν από φυτικά μοτίβα και γεωμετρικά σχήματα τοποθετημένα σε χρυσό βάθος. Οι παραστάσεις που σώζονται σήμερα φιλοτεχνήθηκαν μετά τη λήξη της Εικονομαχίας, το 843, και διατηρήθηκαν επειδή καλύφθηκαν με σοβά κατά την περίοδο που ο ναός λειτουργούσε ως τζαμί. Η Παναγία Βρεφοκρατούσα παρουσιάζεται ένθρονη στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του ιερού, πλαισιωμένη από αρχαγγέλους, ενώ στα λοφία του τρούλου διατηρούνται εξαπτέρυγα Σεραφείμ. Στους τοίχους του κεντρικού κλίτους, ψηλά ανάμεσα στα παράθυρα, σώζονται μορφές ιεραρχών και προφητών. Στο τύμπανο πάνω από τη θύρα του διαδρόμου που οδηγούσε από το παλάτι προς το νάρθηκα, η ένθρονη Παναγία Βρεφοκρατούσα πλαισιώνεται από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο που της προσφέρει ομοίωμα της Κωνσταντινούπολης και τον Ιουστινιανό που της προσφέρει ομοίωμα της Αγίας Σοφίας, υπενθυμίζοντας στους μελλοντικούς αυτοκράτορες τους αφιερωτές της Πόλης και του ναού. Στο ημικυκλικό τύμπανο πάνω από την κεντρική (τη Βασίλειο) θύρα του νάρθηκα εικονίζεται αυτοκράτορας να κάνει μετάνοια μπροστά στον ένθρονο Χριστό, που πλαισιώνεται από μετάλλια με την Παναγία και έναν αρχάγγελο. Ο αυτοκράτορας αυτός είναι κατά πάσαν πιθανότητα ο Λέων ΣΤ’ που εικονίζεται στη στάση αυτή σε ένδειξη μεταμέλειας για τον τέταρτο γάμο που συνήψε, που ήταν παράνομος κατά το εκκλησιαστικό δίκαιο. Στο βόρειο υπερώο υπάρχει ψηφιδωτή παράσταση του αδελφού του Λέοντα ΣΤ’, Αλέξανδρου, με τυπικά αυτοκρατορικά ενδύματα, που μάλλον φιλοτεχνήθηκε στη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του το 912-913. Στον ανατολικό τοίχο του νότιου υπερώου σώζονται οι δύο αναθηματικοί ψηφιδωτοί πίνακες των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου Μονομάχου και Ζωής, που χρονολογείται κοντά στο έτος ανάρρησης στο θρόνο του Κωνσταντίνου, γύρω στο 1044, και του Ιωάννου Κομνηνού με την Ειρήνη, γύρω στο 1118. Στο νότιο υπερώο σώζεται επίσης η γιγαντιαίων διαστάσεων παράσταση της Δέησης, με το Χριστό να πλαισιώνεται από τις μορφές της Παναγίας και του Προδρόμου, που μεσιτεύουν για τη σωτηρία των ανθρώπων· ίσως πρόκειται για αφιέρωμα του ίδιου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ του Παλαιολόγου, για την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261. Το μνημείο έχει υποστεί αρκετές επισκευές και τροποποιήσεις στο πέρασμα των αιώνων. Ο αρχικός τρούλος κατέρρευσε λόγω σεισμού το 558 και ανακατασκευάστηκε κατά 6 μέτρα ψηλότερος από τον Ισίδωρο το Νεότερο. Το τεράστιο βάρος του φαίνεται ότι δεν αντιστηριζόταν επαρκώς, γεγονός που προκάλεσε την παραμόρφωση της βάσης του τρούλου, την κλίση των πεσσών και των αντηρίδων προς τα πίσω, και τη διεύρυνση του ανατολικού και του δυτικού τόξου. Το 989 ο Αρμένιος αρχιτέκτονας Trdat (Τιριδάτης) μετακλήθηκε στην Πόλη και πραγματοποίησε εργασίες αποκατάστασης στο δυτικό τόξο και σε τμήματα του τρούλου που είχαν καταπέσει μετά από σεισμό. Το ανατολικό τμήμα του τρούλου κατέπεσε άλλη μια φορά, το 1346. Το 16ο αιώνα έγιναν πρόσθετες επισκευές και προστέθηκαν οι τέσσερις μιναρέδες που εξακολουθούν να υψώνονται στις γωνίες του κτιρίου. Άλλη μια επισκευή μεγάλης κλίμακας έγινε την περίοδο 1847-1849 από τους Ελβετούς αρχιτέκτονες Γκασπάρ και Τζιουζέπε Φοσσάτι. Ο ναός, σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αποτέλεσε την έδρα του Πατριαρχείου. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 ο ναός έγινε καθεδρικός για το Λατίνο αρχιεπίσκοπο, ενώ μετά το 1453 μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος. Έκτοτε, παρέμεινε χώρος λατρείας μέχρι την ανακήρυξή του σε μουσείο το 1935.
Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Η μονή Δαφνίου: Η Mονή Δαφνίου είναι κτισμένη σε ιδιαίτερη θέση στη δυτική είσοδο του λεκανοπεδίου, στις παρυφές τους άλσους Χαϊδαρίου. Βρίσκεται στο μέσο περίπου της διαδρομής της Ιεράς Οδού, που οδηγεί από την Αθήνα στην Ελευσίνα, στη θέση πιθανότατα του ιερού του Δαφναίου Απόλλωνα. Η Μονή προστατεύεται από ισχυρό οχυρωματικό περίβολο τετράγωνου σχήματος με επάλξεις, τετράγωνους πύργους και δύο πύλες. Ο περίβολος περικλείει το καθολικό, το οποίο είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, καθώς και τα ερείπια των κελιών και άλλων κτιρίων, όπως των μαγειρείων και της τράπεζας. Η ίδρυση του μεγάλου και πλούσιου αυτού καθιδρύματος συνδέεται πιθανώς με κύκλους της αυτοκρατορικής αυλής. Εντούτοις, τόσο η ταυτότητα του κτήτορα όσο και η ακριβής χρονολογία ίδρυσης δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν με ακρίβεια, καθώς μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί κάποια επιγραφή ή άλλο τεκμήριο που να επιτρέπει τον ασφαλή προσδιορισμό τους. Το καθολικό, δηλαδή ο κυρίως ναός της μονής, χρονολογείται στο β΄μισό του 11ου αιώνα και ανήκει στον τύπο του ηπειρωτικού οκταγωνικού, χωρίς υπερώα με νάρθηκα και μεταγενέστερη διώροφη στοά στο δυτικό μέρος. Στο τύμπανο του τρούλου, δεκαέξι μονόλοβα παράθυρα επιτρέπουν στο φως να διαχέεται ομοιόμορφα στο εσωτερικό του ναού. Εξωτερικά, λόγω της απουσίας υπερώων, το κτίριο φαίνεται να υψώνεται πυραμιδωτά μέχρι την κορυφή του τρούλου. Για την κατασκευή των τοίχων έχει χρησιμοποιηθεί το πλινθοπερίκλειστο σύστημα, ενώ από το σημείο της γένεσης των παραθύρων και μέχρι το έδαφος έχουν χρησιμοποιηθεί μεγάλοι λευκοί κυβόλιθοι, οι οποίοι είναι τοποθετημένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν σταυρό, χαρακτηριστικό και αυτό της μεσοβυζαντινής παράδοσης στον ελλαδικό χώρο. Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος περιορίζεται σε ζώνη με μαιάνδρους στο άνω τμήμα της αψίδας του ιερού, οδοντωτές ταινίες γύρω από τα τόξα των παραθύρων και πάνω από τον κοσμήτη, ενώ υπάρχει περιορισμένη χρήση κουφικών κοσμημάτων. Στις αρχές του 12ου αιώνα προστέθηκε στο δυτικό τμήμα του ναού μία ανοικτή στοά, η οποία στη συνέχεια κτίστηκε και μετατράπηκε σε εξωνάρθηκα. Η όψη του εξωνάρθηκα αλλοιώθηκε από τους κιστεριανούς μοναχούς, στους οποίους παραχωρήθηκε η Μονή το 1207 από τον δούκα των Αθηνών, Όθων ντε λα Ρος. Έτσι, σήμερα σώζονται στην πρόσοψη οξυκόρυφα τόξα, χαρακτηριστικά της δυτικής αρχιτεκτονικής, τα οποία μάλλον αντικατέστησαν τα αρχικά βυζαντινά τόξα. Παράλληλα, η κρύπτη που βρίσκεται κάτω από το νάρθηκα μετατράπηκε σε μαυσωλείο για την ταφή των δουκών της Αθήνας, ενώ νοτίως του καθολικού δημιουργήθηκε τετράγωνη αυλή με στοές (το γνωστό cloître των δυτικών μοναστηριών). Όταν η Αθήνα κυριεύθηκε από τους Τούρκους, το 1458, η Μονή παραχωρήθηκε και πάλι στους ορθοδόξους μοναχούς. Κατά τη Μεταβυζαντινή εποχή κατασκευάστηκε δυτικά του εξωνάρθηκα ένα ιδιόμορφο παρεκκλήσι με βόρειο προσανατολισμό. Μετά την Επανάσταση, στα 1840, η Μονή ερημώθηκε και τελικά εγκαταλείφθηκε, και στη συνέχεια στέγασε το δημόσιο ψυχιατρείο. Στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά από συνεχείς σεισμούς, το καθολικό κινδύνευσε να καταρρεύσει. Ακολούθησε σειρά επισκευών, όπου αντικαταστάθηκε ο τρούλος, ενώ τα ψηφιδωτά επισκευάστηκαν από Ιταλούς συντηρητές. Η αρχική θέση ορισμένων παραστάσεων έχει διαταραχθεί μετά την επανατοποθέτησή τους, ενώ κάποιες άλλες δέχτηκαν συμπληρώσεις. Το εσωτερικό του καθολικού, είχε τη γνωστή στα επώνυμα κτίρια της Κωνσταντινούπολης διάταξη με ορθομαρμαρώσεις και γλυπτό διάκοσμο στο κατώτερο τμήμα του ναού, σήμερα κατεστραμμένα, και ψηφιδωτά στα ανώτερα μέρη. Το εξαιρετικό σύνολο ψηφιδωτών ακολουθεί το εικονογραφικό πρόγραμμα, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά από τη λήξη της εικονομαχίας και αντικατοπτρίζει τις νέες δογματικές αντιλήψεις με βασικό θέμα την Ενσάρκωση του Κυρίου. Έτσι στον τρούλο, ο οποίος συμβολίζει την ουράνια σφαίρα, δεσπόζει σε μετάλλιο η αυστηρή μορφή του Παντοκράτορα, η οποία πλαισιώνεται από προφήτες στο τύμπανο. Στην κόγχη του ιερού απεικονίζεται ένθρονη η Παναγία συνοδευόμενη από αρχαγγέλους. Στα ημιχώνια, στις καμάρες και στις επιφάνειες των κεραιών αποδίδονται σκηνές από τον Χριστολογικό κύκλο, ενώ σε άλλα σημεία του ναού αποδίδονται άγιοι και ιεράρχες. Στον νάρθηκα, το εικονογραφικό πρόγραμμα συμπληρώνεται με σκηνές από τον κύκλο του Πάθους και τον βίο της Παναγίας. Όλες οι μορφές αποδίδονται με σωστές αναλογίες και συγκρατημένες κινήσεις, ενώ η αρμονία και η συμμετρία των συνθέσεων φανερώνουν τέχνη με βαθιές καταβολές στην κλασική παράδοση. Χαρακτηριστική είναι η στάση των προφητών στο τύμπανο του τρούλου που θυμίζει φιλοσόφους της αρχαιότητας, αλλά και οι γεμάτες χάρη γυναικείες μορφές των παραστάσεων του νάρθηκα, ενώ η σκηνή της Σταύρωσης, στη βόρεια κεραία του κυρίως ναού, αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο τη θλίψη στα πρόσωπα της Παναγίας και του Ιωάννη. Η άψογη τεχνική εκτέλεση του διακόσμου φανερώνουν ιδρυτή με μεγάλα οικονομικά μέσα και καλλιτέχνες με θητεία σε εργαστήριο της Κωνσταντινούπολης. Η χρονολόγηση των λαμπρών αυτών ψηφιδωτών, που η ποιότητά τους τα εντάσσει στα αριστουργήματα της βυζαντινής τέχνης, κυμαίνεται από τον 10ο αιώνα, έως τα τέλη του 11ου αιώνα. Τελευταία, τα ψηφιδωτά τοποθετήθηκαν στην εποχή του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου (913-959), λόγω του κλασικιστικού τους χαρακτήρα· ωστόσο γενικά παραδεκτή είναι η χρονολόγησή τους στα τέλη του 11ου αιώνα. Το μνημείο έχει συμπεριληφθεί στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς (WHL) της UNESCO από το 1990.
Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων : Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων, αρχικά καθολικό και εν συνεχεία κοιμητηριακή εκκλησία της μονής Βροντοχίου, βρίσκεται δίπλα στην Οδηγήτρια στο βορειοανατολικό τμήμα της Κάτω Πόλης του Μυστρά. Κτίστηκε στην περίοδο 1290-1295 από τους μοναχούς Παχώμιο και Δανιήλ, που αναφέρονται σε έμμετρη επιγραφή στο επιστύλιο του τέμπλου. Οι Άγιοι Θεόδωροι διατηρούν τα γενικά γνωρίσματα του ηπειρωτικού οκταγωνικού ναού, ωστόσο τρεις αιώνες μετά την πρώτη εμφάνιση του συγκεκριμένου τύπου στον Όσιο Λουκά της Φωκίδας εισάγουν μια σειρά αξιοπρόσεκτων τροποποιήσεων (απουσία υπερώων – νάρθηκα, στήριξη του τρούλου μόνο προς τα δυτικά σε κίονες, κάλυψη των πλαγίων διαμερισμάτων με καμάρες αντί σταυροθόλια). Στις τέσσερις γωνίες του ναού διαμορφώνονται παρεκκλήσια, από τα οποία τα ανατολικά είχαν ταφικό χαρακτήρα. Εξωτερικά, ο εξελιγμένος αυτός τύπος παίρνει τη μορφή κυβοειδούς κτιριακού όγκου που κλιμακώνεται επιδέξια προς τα επάνω, καταφέρνοντας έτσι να ισορροπήσει το αισθητικό αποτέλεσμα του ογκώδους κεντρικού τρούλου. Στοιχεία χαρακτηριστικά της ελλαδικής σχολής, όπως ζώνες πλινθοπερίκλειστης τεχνικής, οδοντωτές ταινίες, κεραμικά σκυφία, τα οποία αρχικά συνυπήρχαν με αβακωτές ζωφόρους, τεταρτοκυκλικά τόξα εκατέρωθεν των παραθύρων και καμπύλα αετώματα αναλαμβάνουν από εκεί και πέρα να πλάσουν τις όψεις. Το ξεχωριστό αυτό μνημείο δέχτηκε μεταγενέστερα την προσθήκη ενός νάρθηκα με πυργόσχημα γωνιακά παρεκκλήσια στα δυτικά και μιας κλειστής στοάς στα βόρεια. Στο εσωτερικό διατηρείται μέρος του αρχικού διακόσμου που χρονολογείται στα τέλη του 13ου αιώνα. Οι χαμηλότερες επιφάνεις κοσμούνται με σειρά ολόσωμων στρατιωτικών αγίων πάνω από ζώνη που θα είχε απομίμηση ορθομαρμάρωσης, ενώ στα ανώτερα τμήματα διατηρούνται σκηνές από τον Βίο της Παναγίας, αλλά και τα Πάθη και την Ανάσταση του Xριστού. Οι τοιχογραφίες του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου που φαίνεται να είναι αφιερωμένο στην Παναγία Ζωοδόχο Πηγή, είναι μεταγενέστερες και θα μπορούσαν να τοποθετηθούν γύρω στα 1400. Δύο μορφές βυζαντινών αρχόντων απεικονίζονται στον βόρειο και νότιο τοίχο. Στο βορειοανατολικό παρεκκλήσιο υπάρχει τάφος και η παράσταση κάποιου Μανουήλ Παλαιολόγου, που δέεται γονατιστός μπροστά στην Παναγία Βρεφοκρατούσα. Σύμφωνα με τη συνοδευτική επιγραφή ο εικονιζόμενος πέθανε το 1423 ή το 1453. Στο βορειοδυτικό παρεκκλήσιο του νάρθηκα διατηρούνται ίχνη διακόσμου από παραστάσεις θαυμάτων των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, στους οποίους πιθανώς θα ήταν αφιερωμένο.


Βιβλιογραφία (8)

1. 1. Μονεμβασία. Αντικείμενα-Περιβάλλον-Ιστορία. Η Αρχαιολογική Συλλογή, Αθήνα, 2001

2. Στίκας Ε, Ο ναός της Αγίας Σοφίας επί του κάστρου της Μονεμβασίας, 1986

3. Kalligas H., The Church of Haghia Sophia at Monemvasia Its Date and Dedication, 1977-79

4. Μπούρα Λ., Μπούρας Χαράλαμπος, Η ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 2002

5. Μπούρας Χαράλαμπος, Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Μέλισσα, Αθήνα, 2001

6. Καλλιγά Χ. Α., Μονεμβασία. Μία βυζαντινή πόλις-κράτος, Ποταμός, Αθήνα, 2010

7. Panayiotidi Μ., Les églises de Geraki et de Monembasie, 1975

8. Panayiotidi Μ., The Wall-Paintings in the Church of the Virgin Kosmosoteira at Ferai (Vira) and Stylistic Trends in 12th Century Painting, 1989


Σχόλια (0)