Το κάστρο


Το Βυζαντινό κάστρο της Μονεμβασίας κτίστηκε πάνω σε βραχώδη χερσόνησο, στα βόρεια του ακρωτηρίου Μαλέας, στην ακτή της επαρχίας της Επιδαύρου Λιμηράς. Ο βράχος αναδύεται κάθετα από τη θάλασσα, απέναντι από τη Λακωνική στεριά, με την οποία επικοινωνούσε μέσω μιας στενής λωρίδας ξηράς και μίας μόνο γέφυρας. Από αυτήν, εξάλλου, τη μοναδική σύνδεσή της με την απέναντι στεριά έλαβε το όνομά της. Η πόλη φαίνεται ότι αρχικά ιδρύθηκε στο ψηλότερο πλάτωμα της κορυφής και αργότερα επεκτάθηκε στα νοτιοανατολικά, σε τόπο ομαλό, απάνεμο και αθέατο από την πελοποννησιακή ακτή, που επιπλέον διαθέτει και το προνόμιο να αποτελεί καίριο παρατηρητήριο για όσα καράβια διαπλέουν το Μυρτώο πέλαγος. Η πρώτη εγκατάσταση μαρτυρείται στα τέλη του 6ου αιώνα, όταν οι κάτοικοι της Λακεδαίμονος, της μεσαιωνικής Σπάρτης, κατέφυγαν στη Μονεμβασία για να αποφύγουν τις επιδρομές Αβάρων και Βησιγότθων. Ο οικισμός, αν και δεν διέθετε απολύτως καμία πηγή νερού, αναδείχθηκε σε ναυτικό και εμπορικό σταθμό για τους θαλάσσιους δρόμους του Αιγαίου. Το λιμάνι της πόλης ήταν διπλό, στα βόρεια και τα νότια της γέφυρας που ένωνε τη βραχώδη χερσόνησο με την απέναντι στεριά. Από τα μέσα του 10ου αιώνα η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται δυναμικά, με το άπλωμα του οικισμού σε όλο το βράχο.

Σύμφωνα με τον Άραβα γεωγράφο Edrisi στα μέσα του 12ου αιώνα η πόλη διέθετε ψηλό τείχος, ενώ λίγο αργότερα απέβη έδρα Μητρόπολης. Τότε το κάστρο ενισχύθηκε τόσο, ώστε έγινε οχυρό που αντιστάθηκε σθεναρά σε όσους το επιβουλεύτηκαν, όπως στον Ρογήρο Β’, βασιλιά των Νορμανδών, το 1147, και στον Γουλιέλμο Β' Βιλλεαρδουίνο, έναν αιώνα μετά, στις δυνάμεις του οποίου τελικά υπέκυψε το 1248, μετά τον αποκλεισμό των Φράγκων πολιορκητών και ικανές διαπραγματεύσεις για τη διατήρηση παλαιότερων προνομίων των κατοίκων. Η πόλη, ωστόσο, επέστρεψε στους Βυζαντινούς το 1262, μαζί με τα κάστρα του Μυστρά, του Γερακίου και της Μεγάλης Μαΐνης, με τη συνθήκη που ακολούθησε τη συμφωνία μεταξύ Φράγκων και Βυζαντινών μετά τη μάχη της Πελαγονίας (1259). Τότε η Μονεμβασία έγινε βάση του Βυζαντινού στόλου για την ανακατάληψη εδαφών της Πελοποννήσου. Με χρυσόβουλλα των αυτοκρατόρων Ανδρονίκου Β’ και Ανδρονίκου Γ’ παραχωρήθηκαν διοικητικά, εκκλησιαστικά και οικονομικά προνόμια που εξασφάλιζαν ατέλεια στα προϊόντα της Μονεμβασίας, φορολογικές απαλλαγές και ελεύθερη κίνηση των πλοίων της, χωρίς υποχρεώσεις δασμών στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Έτσι, η πόλη αναδείχθηκε σε σημαντικό διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο και έδρα μεγάλης ναυτικής και εμπορικής κίνησης.

Οι Μονεμβασίτες αναφέρονται ως πλοιοκτήτες ή ναυτικοί, έμποροι, αλλά και πειρατές. Στα προϊόντα που εμπορεύονταν συγκαταλέγονται είδη όπως πρινοκκόκκι και κοξινέλα (έντομα από τα οποία παρασκευάζεται, μετά από ειδική κατεργασία, κόκκινο χρώμα για βαφές υφασμάτων), μετάξι, παστά, δέρματα, ζώα, λάδι, κρασί, αλλά και δούλοι. Άλλοι κάτοικοι ασχολούνταν με τις οικοδομικές εργασίες, τη ναυπηγική, καθώς και τη γεωργία και την κτηνοτροφία και δραστηριοποιούνταν στην απέναντι στεριά, από το Γέρακα ως τον Άγιο Φωκά, με ένα δίκτυο υποστατικών και μικρών οικισμών που έλεγχαν δρόμους και διαβάσεις και επικοινωνούσαν με πύργους και σκάλες που αναπτύχθηκαν στην ακτή. Φημισμένο ήταν τόσο το λάδι, όσο και το κρασί της περιοχής, το οποίο αργότερα ονοματίστηκε από τη Βενετσιάνικη παραφθορά του ονόματος της πόλης: «Μαλβαζία». Έξω από τα τείχη υπάρχουν ίχνη εγκαταστάσεων βυρσοδεψίας (στα «Ταμπάκικα»), ενώ στην απέναντι στεριά υπάρχουν διάσπαρτοι ληνοί, καθώς και λατομεία πωρόλιθου στον Άγιο Φωκά.

Η αρχή της ύφεσης και της τελικής κατάρρευσης άρχισε από το 1394, όταν Οθωμανική φρουρά αναφέρεται στη Μονεμβασία, σε μια προσωρινή κατάληψή της. Το 1460, υπό την απειλή των Οθωμανών, οι Μονεμβασίτες ζήτησαν να τεθούν κάτω από την προστασία του Πάπα Πίου του Β’, αλλά στα τέλη του 1463 παρέδωσαν την πόλη στους Βενετούς. Από το 1540 μέχρι το 1690 διαρκεί η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας και μετά το σύντομο διάλειμμα της Β’ Ενετοκρατίας (1690-1715), η πόλη κατέληξε στην οριστική κυριαρχία των Οθωμανών και απέβη πρωτεύουσα του βιλαετιού της ανατολικής Λακωνίας. Το 1821 η Μονεμβασία ελευθερώθηκε πρώτη μεταξύ των οχυρών του Μοριά.

Η πολεοδομική οργάνωση του οικισμού ακολουθεί τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους που επιτρέπει τη διαίρεση σε Ακρόπολη, Επάνω πόλη και Κάτω πόλη. Η Ακρόπολη βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του βράχου. Πρόκειται για τραπεζιόσχημο σε κάτοψη βυζαντινό οχυρό με πύργο σε κάθε γωνία του. Στα βορειοανατολικά ένας κυκλικός πύργος ίσως χρησίμευε ως παρατηρητήριο ή και ως πυριτιδαποθήκη.

Η Επάνω πόλη αναπτύσσεται στα ανατολικά της Ακρόπολης, στο πλάτωμα της κορυφής, και προστατεύεται από ισχυρό οχυρωματικό περίβολο, τον «Γουλά», που δεν είναι συνεχής, αφού απόκρημνοι βράχοι τον αντικαθιστούν σε αρκετά σημεία. Η μοναδική είσοδος ανοίγεται στο μέσον του νότιου σκέλους του τείχους, στο τέλος ενός φιδωτού δρόμου που ανηφορίζει από την Κάτω πόλη, τις «Βόλτες». Η στενή αυτή πύλη οδηγεί μέσω ενός καμαροσκέπαστου διαδρόμου σε μικρό πλάτωμα, στα βόρεια του οποίου βρίσκονται η οικία του Βενετού διοικητή της πόλης Sebastiano Renieri (1514), και λίγο μακρύτερα, στα βορειοανατολικά, ο μεγάλος ναός της Αγίας Σοφίας, καθολικό μονής αρχικά αφιερωμένης στην Παναγία Οδηγήτρια, που κτίστηκε γύρω στο 1150. Η Επάνω πόλη ήταν ένας μεγάλος οικισμός, όπως μαρτυρούν η σημαντική έκτασή του (περίπου 15 εκτάρια) και τα εκτεταμένα οικοδομικά λείψανα που διακρίνονται ακόμη και σήμερα. Όσα βρίσκονται στην εσωτερική πλευρά του τείχους ήταν φυλάκια για τη φρουρά και στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ενώ τα υπόλοιπα ήταν οικίες που ανήκαν στους ντόπιους άρχοντες και τις οικογένειες των εκάστοτε κυριάρχων. Το μόνο δημόσιο κτίριο, ένα μεγάλο οίκημα στο νοτιοδυτικό τμήμα με δεξαμενές σε δυο στάθμες, φαίνεται ότι αποτελούσε την έδρα του διοικητή. Μέσα στον Γουλά σώζονται κρήνες, ένα λουτρό της Οθωμανικής περιόδου και τρεις ανοικτές στέρνες για δημόσια χρήση, απόλυτα αναγκαίες για την επιβίωση κατοίκων και στρατιωτών σε περιπτώσεις πολιορκίας ή ξηρασίας.

Η Κάτω Πόλη προστατεύεται από τείχος σχήματος Π, τα άκρα του οποίου ακουμπούν στους απότομους βράχους του κάστρου. Το ανατολικό και το δυτικό τείχος ακολουθούν βαθμιδωτά την κλίση του εδάφους ως τη θάλασσα, ενώ το νότιο ακολουθεί την ακτογραμμή. Το ύψος του τείχους στην εξωτερική πλευρά είναι ως 10 μ. ψηλό, ενώ στην εσωτερική πλευρά είναι μόλις 1,5-2 μ., πάνω από το στενό δρόμο που περνά στη βάση του. Τα κύρια σημεία εισόδου και εξόδου στην Κάτω πόλη είναι τέσσερα: η κεντρική πύλη στο δυτικό τείχος, η έξοδος προς τη θάλασσα στο νότιο τείχος (το «Πορτέλλο»), η ανατολική πύλη και η ανάβαση στο κάστρο στα βόρεια.

Από την κεντρική πύλη του δυτικού τείχους ξεκινά ο κύριος δρόμος, ή αλλιώς «Αγορά» ή «Φόρος», που βαίνει παράλληλα προς το φυσικό ανάγλυφο, περνά από την κεντρική πλατεία και καταλήγει στην ανατολική πύλη. Εδώ αναπτύσσονταν οι εμπορικές δραστηριότητες, με μαγαζιά και εργαστήρια στα ισόγεια των οικιών, αλλά και άλλα κτίρια που κάλυπταν τις ανάγκες κατοίκων και ταξιδιωτών. Από τον κύριο δρόμο ξεκινούν στενά κάθετα δρομάκια που ανηφορίζουν κλιμακωτά ως το κάστρο, συχνά κάτω από διαβατικά («δρομικές»), ή κατηφορίζουν προς τη θάλασσα. Άλλος κύριος δρόμος ξεκινά επίσης από τη δυτική πύλη, εκτείνεται στα νότια του κύριου δρόμου, περνώντας από τις δύο τάπιες, την «δώθε», κοντά στη νοτιοδυτική γωνία και το λουτρό της Σωτήρας, και την «πέρα», μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας Χρυσαφίτισσας, δημιουργώντας ένα μεγάλο μέτωπο σε περίπτωση επίθεσης από τη θάλασσα. Ένας τρίτος δρόμος περνά στα ριζά του βράχου του Γουλά, αρχίζει από την ακραία πυλίδα του δυτικού τείχους και καταλήγει στην τάπια του ανατολικού, ενώ περίπου από το μέσον του αρχίζει η άνοδος προς την Επάνω πόλη.

Στην κεντρική πλατεία βρίσκονται ο μητροπολιτικός ναός του Ελκόμενου Χριστού, ιδρυμένος ενδεχομένως στη θέση παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και το Επισκοπείο, μια οθωμανική οικία του 17ου αιώνα, που πέρασε στην ιδιοκτησία του μητροπολίτη Μονεμβασίας Γρηγορίου και διήλθε μετατροπές σε μεταγενέστερες περιόδους. Στα δυτικά της πλατείας βρίσκεται το τζαμί, που οικοδομήθηκε στην πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας και δέχθηκε επεκτάσεις και μετατροπές, ενώ σήμερα στεγάζει την Αρχαιολογική Συλλογή. Δύο κοινόχρηστες υπόγειες δεξαμενές εκτείνονται κάτω από την κεντρική πλατεία και την «δώθε» τάπια.


Γλωσσάρι (4)

χρυσόβουλλο: επίσημο δημόσιο έγγραφο – διάταγμα των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου που έφερε χρυσή σφραγίδα στη μεταξωτή ταινία που το συνόδευε, με την οποία βεβαιωνόταν η αυθεντικότητα του διατάγματος.
καθολικό: ο κυρίως ναός του μοναστηριού. Κατά κανόνα ήταν ο μεγαλοπρεπέστερος και βρισκόταν σε κεντρικό σημείο της αυλής.
Παλαιοχριστιανική Περίοδος: η Παλαιοχριστιανική περίοδος τυπικά ξεκινά από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μ. Κωνσταντίνο στα 330 μ.Χ. και τη μεταφορά σε αυτή της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, και λήγει με το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Α (565).
βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.


Πληροφοριακά Κείμενα (5)

Άβαροι: Νομαδικός λαός που εμφανίστηκε στα μέσα του 6ου αιώνα στις στέπες βόρεια της Μαύρης Θάλασσας. Η προηγούμενή τους ιστορία παραμένει άγνωστη. Ήταν γνωστοί για την πολεμική τους δεινότητα. Με την πάροδο των χρόνων η δύναμη των Αβάρων αυξήθηκε σε βαθμό που αποτελούσαν πλέον μεγάλη απειλή για το Βυζάντιο. Το 582, σε συμμαχία με τους Σλάβους, κατέκτησαν μέρος της βαλκανικής χερσονήσου. Η κορύφωση της σύγκρουσης με το Βυζάντιο έλαβε χώρα το 626, όταν οι Άβαροι και οι Πέρσες πολιόρκησαν χωρίς επιτυχία την Κωνσταντινούπολη. Στις αρχές του 9ου αιώνα, εσωτερικές έριδες και εξωτερικές πιέσεις οδήγησαν στη διάλυση του κράτους των Αβάρων, το οποίο διαμοιράστηκε ανάμεσα στους Φράγκους και τη Βουλγαρική Αυτοκρατορία.
Βησιγότθοι: Λαός που εμφανίστηκε τον 4ο αιώνα στη Βαλκανική. Ανήκει στο γερμανικό φύλο των Γότθων. Ως λαός με ιδιαίτερες πολεμικές ικανότητες, συμμετείχαν σε πολλές εκστρατείες κατά της Ανατολικής και της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η σχέση των Βησιγότθων με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε περίπλοκη, καθώς εμφανίζονται τόσο ως εχθροί ή επιδρομείς, όσο και ως μισθοφόροι. Εγκαταστάθηκαν στη νότιο Γαλλία και δημιούργησαν δικό τους βασίλειο με πρωτεύουσα την Τουλούζη, ενώ επεκτάθηκαν και στην ιβηρική χερσόνησο. Στις αρχές του 8ου αιώνα, ηττήθηκαν από τους Άραβες και η περιοχή που ήλεγχαν τέθηκε σύντομα υπό τον έλεγχο των δεύτερων.
Γουλιέλμος Β' Βιλλεαρδουίνος: Γεννήθηκε στην Καλαμάτα από όπου και πήρε το προσωνύμιο Καλαμάτας. Διετέλεσε κυβερνήτης του πριγκιπάτου της Αχαΐας μετά το θάνατο του Γοδεφρείδου Β' το 1246. Η θητεία του όμως έληξε άδοξα, καθώς στη μάχη της Πελαγονίας το 1259, ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε από το Μιχαήλ Παλαιολόγο. Για να σώσει τη ζωή του, ο Βιλλεαρδουίνος αναγκάστηκε να του παραχωρήσει τα φρούρια της Μονεμβασίας, της Μαΐνης και του Μυστρά (1262).
Ο ναός της Αγίας Σοφίας : Ο εντυπωσιακός βυζαντινός ναός της Παναγίας Οδηγήτριας, που μετά την Επανάσταση του 1821 ονομάστηκε Αγία Σοφία, βρίσκεται κτισμένος πάνω στο κάστρο της Μονεμβασιάς, στην άκρη ενός βράχου, πάνω από τη θάλασσα. Η παράδοση συνδέει την εκκλησία με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β´ Παλαιολόγο, ωστόσο οι πηγές φανερώνουν ότι ο ναός, που αρχικά ήταν αφιερωμένος στην Παναγία Οδηγήτρια, είναι πολύ παλαιότερος και ότι χρονολογείται στα μέσα του 12ου αι., το 1150. Ο ναός συνέχισε να λειτουργεί κατά την Α΄ Ενετοκρατία (1463-1540) ως Madonna del Castello ή Nostra Donna in Castello για τις ανάγκες των καθολικών αξιωματούχων. Στην περίοδο της Α´ Οθωμανικής κυριαρχίας (1540-1690) ο ναός μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος με την προσθήκη μιχρὰμπ, που διατηρείται στον νότιο τοίχο. Στην περίοδο της Β΄ Ενετοκρατίας (1690-1715) αποτέλεσε το καθολικό μονής δυτικού δόγματος και αφιερώθηκε στη Madonna del Carmine. Κατά την φάση αυτή, προστέθηκε στον ναό διώροφο προστώο σε όλο το πλάτος της δυτικής όψης. Ως μουσουλμανικό τέμενος λειτούργησε ξανά στην περίοδο της Β´ Οθωμανικής κυριαρχίας (1715-1821) και επέστρεψε στη χριστιανική λατρεία μετά την απελευθέρωση της πόλης, οπότε και αφιερώθηκε στη Σοφία του Θεού, επειδή θεωρήθηκε πιστό αντίγραφο της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Οι μετέπειτα χρονολογίες 1827 και 1845 στη δυτική όψη αντιστοιχούν προφανώς σε εργασίες επισκευής του ναού. Αρχιτεκτονικά, ανήκει στον τύπο του ηπειρωτικού οκταγωνικού ναού, όπως το Δαφνί, ο Όσιος Λουκάς, ο Άγιος Θεόδωρος του Μυστρά κ.ά., και χρονολογείται στα μέσα του 12ου αιώνα (1150). Στα δυτικά του ναού διαμορφώνεται νάρθηκας που άλλοτε ήταν διώροφος, ενώ επί Β΄ Ενετοκρατίας προστέθηκε ο διώροφος εξωνάρθηκας. Εξωτερικά, στα νότια, προστέθηκε διπλή στοά άγνωστης χρήσης και πολυτελούς κατασκευής, η οποία κατέρρευσε το 1893. Η τοιχοδομία του ναού ακολουθεί το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης, ενώ τα τρίλοβα παράθυρα των όψεων έχουν κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Ο ναός διατηρεί πλούσιο γλυπτό διάκοσμο που όμως λόγω των πολλών μη αναστρέψιμων μετατροπών που έχει υποστεί κατά τη διάρκεια της μακράς ιστορικής του διαδρομής, δεν κατέστη δυνατόν να επανατοποθετηθεί στο σύνολό του, και τμήματα του βρίσκονται πλέον στην Αρχαιολογική Συλλογή της Μονεμβασιάς. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού, που διατηρείται σε αποσπασματική κατάσταση, είναι υψηλής ποιότητας και χρονολογείται στον 12ο ή στον πρώιμο 13ο αιώνα. Οι σωζόμενες παραστάσεις εικονίζουν τον Χριστό με αγγέλους στην είσοδο που συνδέει τον νάρθηκα με τον ναό, μετωπικούς ολόσωμους αγίους, μάρτυρες, ιεράρχες, τον Χριστό σε μετάλλιο ως Παλαιό των Ημερών στο ιερό, σκηνές από τον βίο του αγίου Νικολάου, κ.α.
Ο ναός του Χριστού Ελκομένου: Στο όνομα του Χριστού Ελκομένου είναι αφιερωμένος ο μητροπολιτικός ναός της πόλης της Μονεμβασιάς, ο οποίος δεσπόζει στην κεντρική πλατεία της καστρο-πολιτείας. Η παράδοση συσχετίζει τον ναό με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β´ Παλαιολόγο. Σε πολυτελές, εξάλλου, χρυσόβουλο του 1301, που βρίσκεται σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, και αναφέρεται στη Μητρόπολη της Μονεμβασίας, ο Ανδρόνικος Β´ Παλαιολόγος εικονίζεται να προσφέρει το αυτοκρατορικό έγγραφο στον Χριστό, ως προστάτη πιθανώς της πόλης. Ωστόσο, ο ναός είναι σίγουρα παλαιότερος. Σύμφωνα άλλωστε με μαρτυρία του Νικήτα Χωνιάτη (12ος αι.), γνωρίζουμε πως ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος (1185-1195) αφαίρεσε από τον ναό την εικόνα του Ελκομένου Χριστού και τη μετέφερε στη μονή του Ανάπλου, κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Ο ναός ανήκει στον τύπο τής τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο, με τρεις ημικυκλικές αψίδες στα ανατολικά και νάρθηκα στα δυτικά. Τα επιμήκη κλίτη του χωρίζονται με πεσσοστοιχίες και είναι θολοσκέπαστα, ενώ το μεσαίο που είναι υπερυψωμένο, διακόπτεται από την προσθήκη του νεότερου τρούλου. Στο εσωτερικό της ημικυκλικής αψίδας του ιερού βήματος διαμορφώνεται μεγάλο ημικυκλικό σύνθρονο με επισκοπικό θρόνο. Η αρχιτεκτονική μορφή που έχει σήμερα ο ναός προήλθε από μετασκευές σε διαφορετικές εποχές.Η αρχική οικοδομική του φάση θα μπορούσε πιθανότατα να ανάγεται στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, αν κρίνει κανείς από τη μορφή των αψίδων, το σύνθρονο και τα διάσπαρτα γλυπτά αυτής της εποχής. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο, περί τον 11ο-12ο αιώνα, χρονολογείται το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη στη νότια πλευρά του. Στον νότιο τοίχο του ναού καθώς και σε τοίχους του παρεκκλησίου, αποκαλύφθηκε τοιχοδομία από πωρόλιθους κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης, με οδοντωτή ταινία. Σε αυτή τη φάση έχουν χρονολογηθεί και τα μαρμάρινα γλυπτά που βρίσκονται πάνω από τη δυτική θύρα του ναού. Το 1538 ο Γεώργιος Κουιγκύδος ή Κουγκύδας θεωρείται, βάση μιας χαμένης σήμερα επιγραφής, πως κατασκεύασε τις αντηρίδες στον νότιο τοίχο. Το 1697 προστέθηκαν ο τρούλος και ο νάρθηκας. Στους επόμενους αιώνες (18ος-20ος αι.) έγιναν επισκευαστικές εργασίες. Το κωδωνοστάσιο αποτελεί νεότερη προσθήκη και κατασκευάστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο σημερινός εσωτερικός διάκοσμος του ναού ανήκει στη Μεταβυζαντινή περίοδο και χρονολογείται στον 17ο-18ο αιώνα. Τα μαρμάρινα γλυπτά που σώζονται γύρω από το μνημείο ή εντοιχισμένα σε αυτό χρονολογούνται στους παλαιοχριστιανικούς και βυζαντινούς χρόνους. Το σημερινό μαρμάρινο τέμπλο κατασκευάσθηκε το 1901 και αντικατέστησε ένα παλαιότερο ξυλόγλυπτο, που είναι πλέον τοποθετημένο στον ναό της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας. Στον ναό φυλάσσεται ξανά μετά από πολλές περιπέτειες η εξαίρετη εικόνα της Σταύρωσης, από τις σημαντικότερες και μεγαλύτερες της Παλαιολόγειας περιόδου. Στις αρχές του 1979 η εικόνα κλάπηκε από τον ναό και αφού εντοπίστηκε κομμένη σε κομμάτια συντηρήθηκε και παρέμενε στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Το μοναδικό αυτό έργο του β’ μισού του 14ου αιώνα πρόσφατα επέστρεψε και τοποθετήθηκε στο παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου.


Βιβλιογραφία (9)

1. Κ. Καλογεράς, Μονεμβασία. Η Βενετία της Πελοποννήσου, Αθήναι, 1955

2. Α. Κούλογολου-Περβολαράκη, Ε. Ξαναλάτου-Δεργκαλίν, Μονεμβασία. Οχυρά-Κυκλοφορία-Σπίτια, Αθήνα, 1974

3. 1. Μονεμβασία. Αντικείμενα-Περιβάλλον-Ιστορία. Η Αρχαιολογική Συλλογή, Αθήνα, 2001

4. Kalligas H., ‘Monemvasia Seventh-Fifteenth Centuries’ σε The Economic History of Byzantium From the Seventh through the Fifteenth Century, Dumbarton Oaks Research Library and Collection, Washington D.C., 2002

5. Καλλιγά Χ. Α., Η βυζαντινή Μονεμβασία και οι πηγές της ιστορίας της, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2003

6. Καλλιγάς Α. Γ., Καλλιγά Χ. Α., Μονεμβασία. Ξαναγράφοντας σε παλίμψηστα, Αθήνα, Ποταμός, 2006

7. Monemvasia | The official tourism site | Monemvassia, http://www.monemvasia.gr/

8. Ιστορία page 2 » monemvasia , http://www.kastromonemvasias.gr/?page_id=91&language=el

9. Μονεμβασιά: Μια ζωντανή καστροπολιτεία | ενθετα , ταξιδι , εσωτερικο , πελοποννησος | ethnos.gr, http://www.ethnos.gr/entheta.asp?catid=23521&subid=2&pubid=144092


Σχόλια (0)