Η πόλη


Σύμφωνα με τον μύθο, ιδρυτής της πόλης υπήρξε ο Ναύπλιος, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, κόρης του βασιλιά του Άργους, Δαναού. Ο γιος του ήταν ο ήρωας Παλαμήδης, που έδωσε το όνομά του στον ψηλό βραχώδη λόφο στα νοτιοανατολικά. Η πόλη ιδρύθηκε πάνω σε μικρή χερσόνησο, με υψόμετρο 85 μ., μέγιστο μήκος 900 μ. και πλάτος περίπου 400 μ. Στα νεότερα χρόνια ονομάστηκε Ακροναυπλία, για να ξεχαστεί το τούρκικο όνομά της (Ίτς-Καλέ). Ήταν προσιτή μόνο από το Βορρά μέσω του αυχένα της Αρβανιτιάς, που δημιουργήθηκε με προσχώσεις. Η πόλη αποτέλεσε εξαρχής επίνειο του Άργους και διετέλεσε πάντοτε υπό τη σκιά και την επιρροή του.

Η ιστορία του Ναυπλίου στα πρωτοβυζαντινά χρόνια είναι άγνωστη. Ωστόσο, η πόλη ίσως συνοικίστηκε από κατοίκους των γύρω περιοχών εξαιτίας των Σλαβικών επιδρομών στα τέλη του 6ου αιώνα. Στην αρχή του 10ου Ναυπλιείς διεκδίκησαν από τους Αργείους το σκήνωμα του επισκόπου Πέτρου, σήμερα αγίου και πολιούχου του Άργους, ενώ στα μέσα του ίδιου αιώνα πέρασε από την πόλη ο όσιος Νίκων ο Μετανοείτε κατά το ιεαραποστολικό ταξίδι του στην Πελοπόννησο.

Το 1032 ο πατρίκιος Νικηφόρος Καραντηνός, στρατηγός Ναυπλίου, καταναυμάχησε τους Άραβες. Τον 12ο αιώνα το Ναύπλιο αναδείχθηκε σε πόλη με αξιοσημείωτο ρόλο: η μαρτυρία του Άραβα γεωγράφου Edrisi συμπληρώνεται από μνείες για μοναστικά κέντρα της περιοχής στα ιδρυτικά έγγραφα της μονής Αρείας, τα οποία συνέταξε ο επίσκοπος Άργους και Ναυπλίου Λέων, και από την αναβάθμιση της επισκοπής σε Μητρόπολη το 1189. Την ίδια περίοδο, ο Λέων Σγουρός, γόνος ντόπιας ισχυρής οικογένειας, έγινε άρχων του Άργους και της Κορίνθου, πολιόρκησε την Αθήνα και κυρίεψε τη θεσσαλική Λάρισα. Οι Φράγκοι της Δ’ Σταυροφορίας, αφού κατέλαβαν τον Ακροκόρινθο και προκάλεσαν την αυτοκονία του Σγουρού, πολιόρκησαν το Ναύπλιο, οι κάτοικοι του οποίου μετά από πεντάχρονη πολιορκία παρέδωσαν την πόλη στον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο, ο οποίος με τη σειρά του την εκχώρησε στον Όθωνα de la Roche, δούκα των Αθηνών το 1212.

Η αρχαία υστεροκλασική ακρόπολη, που περιέκλειε το δυτικό τμήμα της χερσονήσου της Ακροναυπλίας, ενισχύθηκε στα Βυζαντινά χρόνια από την δυτική, τη βόρεια και την ανατολική πλευρά. Από το Νότο, ο βράχος ήταν τόσο απότομος και δυσπρόσιτος, που δεν είχε ανάγκη οχύρωσης. Μέσα στο κάστρο αυτό εκτεινόταν η βυζαντινή πόλη, από την οποία ελάχιστα οικοδομικά λείψανα έχουν έρθει στο φως. Ο μικρός τρίκλιτος ναός που ανασκάφηκε στο νότιο τμήμα του κάστρου ήταν ίσως αφιερωμένος στον άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη, όπως υποδεικνύει εικονίδιο από στεατίτη λίθο με την παράσταση του αγίου που βρέθηκε εκεί, σπάνιο δείγμα της βυζαντινής μικρογλυπτικής. Από το Βορρά, η θάλασσα έφτανε ως τις παρυφές του βράχου και έχει εύλογα υποτεθεί ότι στην πλευρά αυτή, που ήταν μερικώς αθέατη και προφυλαγμένη από τους ανέμους, θα είχε δημιουργηθεί μικρή λιμενική εγκατάσταση. Με την πάροδο του χρόνου θα συγκεντρώνονταν εκεί εργαστήρια και εμπορικά, αλλά και φτωχικές κατοικίες.

Επί Φραγκοκρατίας (1212-1389) οικοδομήθηκε ενδιάμεσο τείχος που χώρισε το κάστρο σε δυο άνισα τμήματα, το μεγαλύτερο δυτικό και το μικρότερο ανατολικό, προς την πλευρά του αυχένα της Αρβανιτιάς. Το δυτικό τμήμα, γνωστό στις πηγές ως Ρωμέικο κάστρο, ήταν ουσιαστικά απομονωμένο, αφού επικοινωνία με τον εκτός τειχών χώρο είχε μόνο μέσω του ανατολικού κάστρου, όπου οι Φράγκοι ίδρυσαν τα στρατιωτικά και διοικητικά κτίριά τους. Η ανατολική πύλη, που αποτελούσε την κύρια είσοδο στο Φράγκικο κάστρο, προστατευόταν από δυο γωνιακούς κυκλικούς πύργους. Μετά τα δραματικά γεγονότα του 14ου αιώνα στην Πελοπόννησο μεταξύ Φράγκων και Βυζαντινών, η Μαρία d’ Engien, τελευταία κληρονόμος τ’ Αναπλιού, παραχώρησε το κάστρο στη Δημοκρατία της Γαληνοτάτης το 1389, εξασφαλίζοντας οικονομικά ανταλλάγματα.

Στην περίοδο της πρώτης Βενετοκρατίας, η ανάπτυξη του λιμανιού και η οικονομική άνθηση οδήγησε στην αύξηση του πληθυσμού, που απέβη εκρηκτική γύρω στο 1500, όταν απόφαση της Γαληνοτάτης όρισε ότι οι κάτοικοι που παρέμεναν στην πόλη για περίοδο πάνω από επτά χρόνια, μπορούσαν να λάβουν τον τίτλο του πολίτη. Για την αντιμετώπιση των νέων αναγκών πραγματοποιήθηκε αποξηραντικό πρόγραμμα με πασσαλοπήξεις και επιχώσεις της παραλίας, ώστε να προκύψει νέα στεριά με προβλήτα. Έτσι, η Ακροναυπλία κατέστη ακρόπολη και η νέα έκταση, στη βόρεια πλευρά, την κάτω πόλη. Αναγκαστικά τότε έγιναν σημαντικά έργα υποδομής και οικοδομήθηκαν νέες οχυρώσεις. Αφενός η ύδρευση της πόλης εξασφαλίστηκε με αγωγό που έφερνε πόσιμο νερό από την αρχαία πηγή της Κανάθου, δίπλα στη μονή Αρείας, ενώ κτιστοί υπόνομοι απομάκρυναν τα λύματα στη θάλασσα. Αφετέρου η κάτω πόλη περικλείστηκε με ισχυρό τείχος που ακολούθησε κατά βάση τη νέα ακτογραμμή. Στην ίδια την ακρόπολη οι Βενετοί έκτισαν το 1470 στα ανατολικά των δύο παλαιών κάστρων ένα τρίτο για μεγαλύτερη προστασία, που ονομάστηκε κάστρο των Τόρων. Το κάστρο, σε σχέδια του Αντωνίου Gambello, οικοδομήθηκε σύμφωνα με τις πρόσφατες για την εποχή προδιαγραφές (κεκλιμένη βάση-scarpa, οριζόντιο γείσο-cordone και χαμηλοί κυκλικοί πύργοι-bastione), ώστε να καταστεί ισχυρό απέναντι στα νέα δεδομένα της πολιορκητικής τέχνης, που επέβαλλαν τη χρήση πυρίτιδας και κανονιών. Την ίδια περίοδο οχυρώθηκε και το νησάκι μπροστά στην προκυμαία της πόλης, που σήμερα είναι γνωστό ως Μπούρτζι.

Με το τέλος του Βενετοτουρκικού πολέμου, το Ναύπλιο κια η Μονεμβασία παραχωρήθηκαν στους Οθωμανούς. Κατά την πρώτη Τουρκοκρατία (1540-1686), το Ναύπλιο χωρίστηκε σε πέντε συνοικίες, με τον Οθωμανικό πληθυσμό να κατοικεί κυρίως στην Ακροναυπλία και στους πρόποδές της και οι Έλληνες στην υπόλοιπη κάτω πόλη. Τα σπίτια που εικονίζονται σε παλιά χαρακτικά είναι όλα κτισμένα κλιμακωτά στην πλαγιά του λόφου, με οντάδες που προεξέχουν πάνω σε σαχνισιά στο ανώτερο τμήμα τους. Κρήνες, το σεράι του Πασά του Μοριά (Μόρα Βαλεσή) και τεμένη στην αγορά της πόλης, όπως το σημερινό «Τριανόν», είναι έργα της περιόδου αυτής.

Η πόλη ανακαταλήφθηκε το 1686 από τους Βενετούς, που πραγματοποίησαν ένα ευρύ οικοδομικό και οχυρωματικό πρόγραμμα έως το 1714. Ο αρχιστράτηγος Φραγκίσκος Morosini μετέτρεψε την Ακροναυπλία σε στρατιωτική ακρόπολη. Το Παλαμήδι άρχισε να οχυρώνεται από το 1690, ενώ τα τείχη της Ακροναυπλίας και της κάτω πόλης συμπληρώθηκαν και ενισχύθηκαν με προτειχίσματα, προμαχώνες (Προμαχώνας Grimani), την επιβλητική Πύλη της Ξηράς, που προστατευόταν από τάφρο, και τη μεγάλη κινστέρνα στη ΒΔ γωνία της κάτω πόλης. Ο Προβλεπτής Αυγουστίνος Sagredo διάνοιξε μια νέα πύλη στη βόρεια πλευρά της ακρόπολης, για να συντομεύσει την επικοινωνία με την κάτω πόλη. Τότε κτίστηκαν και ορισμένα από τα πιο σημαντικά κτίρια, όπως το Οπλοστάσιο (1713), που σήμερα στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο.

Αν και το Ναύπλιο σχεδιάστηκε να γίνει απόρθητο, καταλήφθηκε το 1715 οριστικά από τους Οθωμανούς. που το μετέτρεψαν σε μια τυπική μουσουλμανική πόλη με μπαρόκ κτίρια, μουσουλμανικά τεμένη και ιεροσπουδαστήρια, κρήνες και λουτρά. Η πόλη έπεσε στα χέρια των επαναστατημένων Ελλήνων στις 30 Νοεμβρίου 1822 και έγινε η πρώτη πρωτεύουσα του νεότευκτου Ελληνικού Βασιλείου.  


Γλωσσάρι (0)


Πληροφοριακά Κείμενα (0)


Βιβλιογραφία (8)

1. Σ. Καρούζου, Το Ναύπλιο, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 1979

2. Β. Κόντη, Συμβολή στην ιστορική γεωγραφία του Νομού Αργολίδας, 1983

3. Ε. Καρποδίνη – Δημητριάδη, Τα Κάστρα της Πελοποννήσου, Αδάμ-Πέργαμος, Αθήνα, 1993

4. Μ. Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, Tύποις Εκδοτικής Εταιρείας,, Εν Αθήναις, 1898

5. Ε. Σπαθάρη, Ναύπλιο – Παλαμήδι, Έσπερος/Κλειώ, Αθήνα, 2000

6. K. Andrews, Castles of the Morea, Princeton, New Jersey, 1953

7. G. Gerola, Le fortificazioni di Napoli di Romania, 1930-31

8. W. Schaefer, Neue Untersuchungen über die Baugeschichte Nauplias im Mittelalter, 1961


Σχόλια (0)