Κωνσταντινούπολη - Ρώμη: «Μέγας Κωνσταντίνος»

Θεσσαλονίκη - Μυστράς: «Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος»

Κωνσταντινούπολη - Κρήτη: «Νικηφόρος Φωκάς»

diadromi map

Aναζήτηση Διαδρομών

anan

Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο
Convert HTML to PDF

Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας (ΒΧΜ) είναι το πρώτο εθνικό μουσείο που αφιερώθηκε στο Βυζάντιο. Ιδρύθηκε το 1914 με έκδοση ειδικού νομοθετικού διατάγματος, με σκοπό τη μελέτη, διατήρηση και διάδοση της βυζαντινής και μεταβυζαντινής κληρονομιάς.

Η ιστορία του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου δεν αρχίζει με τον ιδρυτικό του νόμο το 1914, αλλά συνδέεται άμεσα με την ιστορία της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (ΧΑΕ), που ιδρύεται το 1884. Κύριο μέλημα των ιδρυτών της ΧΑΕ ήταν η δημιουργία μουσείου, που βρήκε στέγη το 1890 στα γραφεία της Ιεράς Συνόδου, για να καταλήξει το 1893 σε αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, όπου και φιλοξενήθηκε έως το 1923. Το 1923 οι συλλογές του Μουσείου, οι οποίες περιλάμβαναν το τμήμα της αρχικής συλλογής που προήλθε από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο παραχώρησε τα βυζαντινά γλυπτά που είχαν βρεθεί στο χώρο της Ακρόπολης, τη συλλογή της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (η οποία είχε αρχίσει να συγκεντρώνει αντικείμενα από εκκλησίες και μοναστήρια ήδη από τα τέλη του 19ου  αιώνα) καθώς και τα νεαποκτηθέντα «Κειμήλια Προσφύγων» (των λατρευτικών κατά βάση αντικειμένων που μετέφεραν στον ελλαδικό χώρο οι Μικρασιάτες πρόσφυγες μετά την καταστροφή του 1922), εκτέθηκαν σε πέντε αίθουσες του κτιρίου της Ακαδημίας Αθηνών. Κατά τα χρόνια του μεσοπολέμου ο αριθμός των αντικειμένων των συλλογών του Μουσείου αυξήθηκε σημαντικά με την προσθήκη ευρημάτων από ανασκαφές, αλλά και από αγορές και δωρεές αντικειμένων από ιδιώτες και εμπόρους.

Το 1926 το ελληνικό δημόσιο παραχώρησε τη Villa Ilissia, το διώροφο Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας, στη λεωφόρο Bασιλίσσης Σοφίας στην Αθήνα ώστε να στεγαστεί μόνιμα το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Το Μέγαρο υπέστη σειρά αρχιτεκτονικών παρεμβάσεων και εγκαινιάστηκε το 1930. Η έκθεση αυτή οργανώθηκε με επιστημονικά κριτήρια και είχε διδακτικό χαρακτήρα. Οι αίθουσες του ισογείου διαμορφωθήκαν ώστε να αναπαριστούν χριστιανικούς ναούς διαφόρων περιόδων, με σκοπό να παρουσιαστεί η εξέλιξη της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής και η ναοδομία. Στον όροφο εκτέθηκαν εικόνες, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, υφάσματα, και αντικείμενα μικροτεχνίας, ταξινομημένα χρονολογικά και κατά ρυθμούς, ενώ στον κήπο τοποθετήθηκαν έργα γλυπτικής. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το Μουσείο διαφύλαξε και διέσωσε όλα τα αντικείμενα των συλλογών του ενώ με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκε σε ζωντανό κύτταρο του επιστημονικού χώρου. Έως τη δεκαετία του 1960 οργανώθηκε στο χώρο του Μουσείου ένα από τα σημαντικότερα κέντρα έρευνας και συντήρησης στην Ελλάδα. Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 οι συλλογές εμπλουτίστηκαν, ταξινομήθηκαν εκ νέου, οργανώθηκαν νέες εκθέσεις και συγκροτήθηκε το πρώτο φωτογραφικό αρχείο, ενώ αναδιοργανώθηκε και το εργαστήριο συντήρησης.

Στις επόμενες δεκαετίες εγκαινιάστηκαν νέοι εκθεσιακοί χώροι και το Μουσείο συμμετείχε σε διοργανώσεις εκθέσεων στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό.

Η σημαντικότερη πάντως αλλαγή του Μουσείου ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1990, όταν άρχισε η επέκταση των χώρων του Μουσείου με στόχο την ριζική αναδιοργάνωσή του σε όλα τα επίπεδα και την επανέκθεση των μόνιμων συλλογών του. Σήμερα, ο νέος εκθεσιακός χώρος καταλαμβάνει έκταση περίπου 5.000 τμ.. Το Βυζαντινό Μουσείο του 21ου αιώνα συγκροτείται στη βάση μιας εντελώς νέας μουσειολογικής πρότασης, που υπακούει στις απαιτήσεις της σύγχρονης μουσειολογίας. Τα αντικείμενα που εκτίθενται στη μόνιμη έκθεση ανέρχονται περίπου σε τρεις χιλιάδες.

Οργανώνονται με τρόπο ώστε να αφηγούνται «ιστορίες» και να παρουσιάζουν «όψεις» του βυζαντινού και μεταβυζαντινού κόσμου. Το πρώτο τμήμα, το οποίο εγκαινιάστηκε το 2004, αφορά την έκθεση παλαιοχριστιανικών και βυζαντινών συλλογών του Μουσείου (3ος -15ο αι. μ.Χ.) και αντικατοπτρίζει κυρίως τις αλλαγές στο επίπεδο της κοινωνίας και του δόγματος που επέφερε η επικράτηση και διάδοση, και τελικά η παγίωση του Χριστιανισμού στα όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το δεύτερο τμήμα, το οποίο ολοκληρώθηκε το 2010, αφορά την παρουσίαση των μεταβυζαντινών συλλογών (15ος -20ος αι.) όπου παρουσιάζεται, μέσα από τα αντικείμενα, η εξέλιξη των θεσμών, των εθίμων, της θρησκείας, της γλώσσας, αλλά και των κοινών αντιλήψεων που διαμόρφωσε τελικά την ταυτότητα των Ρωμιών.

Το Βυζαντινό Μουσείο συνεχίζει την επιστημονική έρευνα και την τεκμηρίωση των συλλογών του, όπως αυτές των εικόνων, των γλυπτών, της μικροτεχνίας, των τοιχογραφιών, των ψηφιδωτών, της κεραμικής, των υφασμάτων, των χειρογράφων, αλλά και των αντιγράφων, που προέρχονται, όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από άλλες περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας  (Μικρά Ασία, Μαύρη Θάλασσα, Ανατολική Θράκη, Κοπτική Αίγυπτος, κ.α) και οι οποίες περιλαμβάνουν πάνω από τριάντα χιλιάδες αντικείμενα.

Το Μουσείο έχει ολοκληρώσει την αποκατάσταση των κτιριακών του υποδομών, διαθέτει αίθουσες περιοδικών εκθέσεων, χώρους υποδοχής και εξυπηρέτησης του κοινού, άρτια εξοπλισμένα εργαστήρια συντήρησης, σύγχρονες αποθήκες για την προστασία των συλλογών, αμφιθέατρο διαλέξεων και χώρους εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων,  ενώ ολοκληρώνει και τη συνολική διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου.

Παράλληλα, υλοποιεί νέες και διευρύνει παλαιότερες συνεργασίες με μουσεία και φορείς στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, διοργανώνει και συμμετέχει σε περιοδικές εκθέσεις και ευρωπαϊκά προγράμματα, μελετά και οργανώνει το πολύτιμο φωτογραφικό και ιστορικό αρχείο του, χαράσσει εκδοτική πολιτική, αναμορφώνει και εμπλουτίζει τις εκπαιδευτικές του δράσεις, εκσυγχρονίζει τις λειτουργίες του αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες και κυρίως επιδιώκει μια καινούργια σχέση με μία σειρά διαφορετικών ομάδων κοινού.


Βιβλιογραφία (1)


Σχόλια (0)

Νέο Σχόλιο