Η πόλη


Από τα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα της αυτοκρατορίας, η Αθήνα στον 1ο και τον 2ο αιώνα ήταν μια ευημερούσα πόλη που συγκέντρωνε την προσοχή και τις χορηγίες αυτοκρατόρων, όπως ο Αδριανός που αύξησε την περίμετρο των τειχών και διπλασίασε σχεδόν την έκτασή της, και πλούσιων ιδιωτών, όπως ο Ηρώδης ο Αττικός που την κόσμησε με μνημειακά σύνολα που διατηρούνται εν μέρει μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, το 267 η κατάληψη της πόλης από τους Έρουλους και το 396 η επιδρομή των Γότθων του Αλάριχου προκάλεσαν πλήγματα στην άλλοτε λαμπρή πόλη. Ένα τείχος, που στο εξής θα αποτελούσε την κύρια οχύρωση της Αθήνας, περιέκλεισε την Ακρόπολη, τη ρωμαϊκή αγορά και τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Από τις αρχές του 4ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 6ου, οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι έδωσαν ζωή στην Ακαδημία διδάσκοντας ρητορική και φιλοσοφία σε φερέλπιδες νέους, χριστιανούς και ειδωλολάτρες, από όλη την αυτοκρατορία· ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Ιουλιανός ο αυτοκράτορας ήταν τρεις από αυτούς που εκπαιδεύτηκαν εκεί. Η Αθηναΐδα, κόρη του σοφιστή Λεοντίου, με τη μόρφωσή της εντυπωσίασε την αυγούστα Πουλχερία, που της επέβαλε το 421να βαπτιστεί χριστιανή με το νέο όνομα Ευδοκία και να λάβει σύζυγο τον αδελφό της, τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Το λεγόμενο Παλάτι των Γιγάντων στην αρχαία Αγορά, που ιδρύθηκε ακριβώς εκείνη την περίοδο, θα μπορούσε να ανήκει στην ίδια την Ευδοκία και την οικογένειά της.

Στις αρχές του 5ου αιώνα αρχίζει να γίνεται αισθητή η χριστιανική παρουσία στην πόλη. Πράγματι, στο εσωτερικό της Βιβλιοθήκης του Αδριανού ιδρύθηκε ένα τετράκογχο, που ίσως ήταν εξαρχής χριστιανικός ναός, ενώ μια τρίκλιτη βασιλική κτίστηκε στο νησί της κοίτης του ποταμού Ιλισού, ίσως αφιερωμένη στη μνήμη του Λεωνίδη, επισκόπου της πόλης. Λίγο πριν από τα μέσα του ίδιου αιώνα ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε ναό αφιερωμένο στη Θεοτόκο και έκτοτε αποτέλεσε τον καθεδρικό ναό. Το τμήμα του πληθυσμού που είχε παραμείνει πιστό στη λατρεία των ειδώλων φαίνεται ότι δεν μπορούσε πλέον να επιβιώσει παρά μόνο με το φόβο, και η πομπή των Παναθηναίων, που συνέχισε να τελείται τον 5ο αιώνα δίνοντας μάλλον μια αίσθηση ανάπαυλας, απογυμνώθηκε από τις παγανιστικές τελετουργίες. Το κλείσιμο της Ακαδημίας και των υπολοίπων σχολών με διάταγμα του Ιουστινιανού το 529 (αν είχε πράγματι ισχύ αυτό το διάταγμα, γιατί υπάρχει διχογνωμία για το θέμα αυτό), επισφράγισε τον οικονομικό μαρασμό της πόλης, η οποία έχασε οριστικά τον ρόλο του εκπαιδευτικού κέντρου. Οι πλούσιες οικίες που αποκαλύφθηκαν σε ανασκαφές στην περιοχή του Αρείου Πάγου εγκαταλείφθηκαν από τους ενοίκους τους ενδεχομένως επειδή δεν μπορούσαν να τις συντηρήσουν λόγω της οικονομικής ύφεσης ή λόγω της εμφάνισης των Σλάβων στα τέλη του 6ου αιώνα.

Οι μαρτυρίες των γραπτών πηγών για την Αθήνα στους επόμενους αιώνες είναι σποραδικές. Ο αυτοκράτορας Κώνστας Β’ με τον στρατό και την αυλή του διαχείμασε στην πόλη το 662-663 για να ετοιμάσει την εκστρατεία του στη Σικελία. Από τότε ίσως θα μπορούσαμε να χρονολογήσουμε τις σχέσεις της τοπικής αριστοκρατίας με το παλάτι της Κωνσταντινούπολης: δύο Αθηναίες έγιναν αυτοκράτειρες, η Ειρήνη (στον θρόνο κατά το διάστημα 780-802) και η ανιψιά της Θεοφανώ (στον θρόνο λίγους μήνες του 811). Η προαγωγή της πόλης από επισκοπή σε μητρόπολη. στις αρχές του 9ου αιώνα δεν φαίνεται ότι συνδεόταν με κάποια θεαματική αύξηση του πληθυσμού της, αλλά θα μπορούσε να ήταν επιλογή του παλατιού. Οι οικίες των κατοίκων βρίσκονταν σε συνοικίες (γειτονίες) στα βόρεια, τα δυτικά και τα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης, εντός και εκτός του υστερορρωμαϊκού τείχους. Τα σπίτια είναι γενικά πρόχειρης κατασκευής, με δωμάτια γύρω από μια αυλή και ανάμεσά τους εργαστήρια και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις. Οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως κυρίως τα κατώγια των οικιών, που ήταν γεμάτα αποθηκευτικά πιθάρια. Από τα τέλη του 10ου αιώνα άρχισαν να κτίζονται στην περιοχή βορείως της Ακρόπολης ναοί μικρών διαστάσεων με όγκους που διαγράφονταν με σαφήνεια, με κατασκευή στέρεη, με τοιχοποιία πλινθοπερίκλειστη, και με τρούλους που φέρουν μαρμάρινους κιονίσκους στις ακμές. Χρονολογημένη με ακρίβεια είναι μόνον η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων στην πλατεία Κλαυθμώνος (1049)· ο αρχαιότερος σωζόμενος ναός είναι πιθανότατα το καθολικό της μονής των Ασωμάτων, που είναι ευρύτερα γνωστή ως μονή Πετράκη, του τέλους του 10ου αιώνα, ενώ ο Άγιος Ελευθέριος (ή Μικρή Μητρόπολη) μπορεί να τοποθετηθεί στα τέλη του 12ου αιώνα. Αγνοούμε αν οι ναοί αυτοί ήταν ιδιωτικοί ή καθολικά μικρών μοναστηριών.

Η επίσκεψη του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου στην πόλη έγινε το 1018, για να εκπληρωθεί η επιθυμία του να προσευχηθεί στην Παναγία την Αθηνιώτισσα, όπως είχε μετονομαστεί ο Παρθενώνας. Η επίσκεψη αυτή εγκαινίασε μια περίοδο ανάπτυξης του καθεδρικού ναού της πόλης σε κέντρο προσκύνησης. Ωστόσο, ο λόγιος μητροπολίτης Νικήτας Χωνιάτης στα τέλη του 12ου αιώνα εκφράζει πικρία σε λόγους και επιστολές του για τη φτώχεια και την αγραμματοσύνη των κατοίκων, την καταστροφή των οικιών, την ερείπωση των τειχών, την πλεονεξία των κρατικών υπαλλήλων και τις επιδρομές των πειρατών.

Το 1204 ο Χωνιάτης αντιστάθηκε στον Λέοντα Σγουρό, συγκεντρώνοντας τον πληθυσμό στην Ακρόπολη. Όμως, λίγο μετά αναγκάστηκε να παραχωρήσει την πόλη στο Βονιφάτιο Μομφερατικό που όρισε τον Γκυ Ντελαρός πρώτο Μεγάλο Κύρη της ηγεμονίας, η οποία μετά το 1259 ονομάστηκε Δουκάτο των Αθηνών που τα εδάφη του εκτείνονταν από τη Λοκρίδα μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο και από την Εύβοια μέχρι τη Δωρίδα. Οι Βουργουνδοί Ντελαρός ύψωσαν το Ριζόκαστρο, ένα νέο τείχος γύρω από την Ακρόπολη, που ενσωμάτωσε μεγάλο μέρος του υστερορρωμαϊκού. Η περίοδος προσαρμογής των ντόπιων κάτω από την κυριαρχία των Ντελαρός και η εγκατάσταση Λατίνου μητροπολίτη στον καθεδρικό ναό από το 1204, δεν ευνόησαν την ίδρυση νέων ή την ανακαίνιση παλαιών εκκλησιών, παρά μόνο στην περιφέρεια, όπως μαρτυρεί ο Άγιος Πέτρος στη σπηλιά της Πεντέλης (1233-1234) και η τοιχογράφηση της Όμορφης εκκλησιάς στο Γαλάτσι, στα τέλη του 13ου αιώνα. Η μονή Δαφνίου παραχωρήθηκε σε Κιστερκιανούς μοναχούς, και το καθολικό της αποτέλεσε τόπο ταφής των Δουκών των Αθηνών.

Από το 1311 έως το 1388 η πόλη πέρασε στα χέρια της Καταλανικής Εταιρείας, που έμεινε ονομαστή για τη βαναυσότητα της διοίκησής της. Το 1385 οι Καταλανοί την παρέδωσαν στον Νέριο Ατζαϊουόλι, γόνο γνωστής Φλωρεντινής οικογένειας, που είχε την κυριαρχία της Αθήνας, εκτός από το διάστημα μεταξύ 1394 και 1403 που πέρασε στον έλεγχο των Βενετών μέχρι το 1456. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Ατζαϊουόλι, η πρωτεύουσα του δουκάτου μεταφέρθηκε από τη Θήβα στην Αθήνα. Οι Φλωρεντινοί ανακαίνισαν το παλάτι των Προπυλαίων και τον Παρθενώνα, έκαναν έργα οδοποιίας και κατασκεύασαν ψηλό πύργο στην είσοδο του κάστρου της Ακρόπολης. Το 1456 ο τελευταίος Φλωρεντινός δούκας παρέδωσε την Αθήνα στους Τούρκους και για το λόγο αυτό το 1458 ο Μωάμεθ ο Πορθητής παραχώρησε προνόμια στους Αθηναίους, ανάμεσα στα οποία ήταν η διατήρηση των ναών τους, εκτός του Παρθενώνα, που μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος.


Γλωσσάρι (6)

τετράκογχο: κτίριο που απολήγει σε τέσσερις κόγχες στις τέσσερις πλευρές.
τρίκλιτη βασιλική: βασιλική με τρία κλίτη.
Παρθενώνας: ναός αφιερωμένος στη θεά Αθηνά, κτισμένος στον ιερό βράχο της Ακρόπολης των Αθηνών πάνω σε άλλο προγενέστερο ναό που καταστράφηκε από τους Πέρσες κατά τη διάρκεια των περσικών πολέμων. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 448 ή 447 π.Χ., και τα εγκαίνιά του έγιναν κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Παναθηναίων το 438 π.Χ. Αργότερα, στο τέλος του 6ου αι. μ.Χ., ο αρχαίος ναός μετατράπηκε σε χριστιανικό.
πλινθοπερίκλειστο σύστημα: τρόπος δόμησης κατά τον οποίο ισόδομοι λίθοι πλαισιώνονται από πλίνθους (τούβλα) οριζόντια και κάθετα τοποθετημένες μέσα στο κονίαμα των οριζόντιων και κάθετων αρμών, σε μονές ή διπλές σειρές.
τρούλος: ημισφαιρικός θόλος που στηρίζεται σε κυλινδρικό ή πολυγωνικό τύμπανο. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στη χριστιανική εκκλησιαστική αρχιτεκτονική.
καθολικό: ο κυρίως ναός του μοναστηριού. Κατά κανόνα ήταν ο μεγαλοπρεπέστερος και βρισκόταν σε κεντρικό σημείο της αυλής.


Πληροφοριακά Κείμενα (4)

Γότθοι: Γερμανικό φύλο που κατά πάσα πιθανότητα προερχόταν από τη Σκανδιναβία. Περίπου τον 1ο αιώνα μετανάστευσαν νότια κατά μήκος του Βιστούλα ποταμού και εγκαταστάθηκαν στη Σκυθία (περίπου στη σημερινή Ουκρανία). Τον 3ο αι. χωρίστηκαν σε Βησιγότθους και Οστρογότθους. Αρκετοί Γότθοι στρατηγοί φαίνεται πως είχαν αποκτήσει σημαντική επιρροή στη βυζαντινή αυτοκρατορική αυλή, προκαλώντας την αντιπάθεια της αριστοκρατίας και του λαού. Στις αρχές του 5ου αιώνα, έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη μια μεγάλης έκτασης σφαγή Γότθων στρατιωτών, με σκοπό και αποτέλεσμα τον ολοκληρωτικό αποκλεισμό τους από τα στρατιωτικά αξιώματα. Το γεγονός αυτό στοίχησε τελικά στην αυτοκρατορία, καθώς στερήθηκε ιδιαίτερα ικανών στρατιωτικών δυνάμεων.
Ιουλιανός (332-363): Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 361 έως το 363. Είναι γνωστός και ως Ιουλιανός ο Παραβάτης ή Ιουλιανός ο Αποστάτης. Συμβασίλευσε, ως Καίσαρας με τον Κωνστάντιο Β΄ από το 355 ως το 360 και μόνος του, ως Αύγουστος, από το 361 ως το 363. Ο Ιουλιανός ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της Κωνσταντίνειας Δυναστείας και ο μοναδικός παγανιστής. Έλαβε ευρύτατη κλασική παιδεία στη Νικομήδεια και την Αθήνα. Ως αυτοκράτορας, επιχείρησε να αποκαταστήσει την παραδοσιακή ρωμαϊκή κοινωνία. Η πολιτική που ακολούθησε υπήρξε στην ουσία μια προσπάθεια αναβίωσης της εθνικής θρησκείας και εξουδετέρωσης της επιρροής που ασκούσε ο Χριστιανισμός στα κοινωνικά στρώματα της αυτοκρατορίας, εξ' ου και οι χαρακτηρισμοί Αποστάτης και Παραβάτης που του προσδόθηκαν αργότερα από την χριστιανική Εκκλησία. Η βασιλεία του Ιουλιανού διήρκεσε μόλις δύο χρόνια, καθώς το 363 σκοτώθηκε σε μάχη με τους Πέρσες.
Ιουστινιανός Α' (περ. 482-565): Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (527-565). Διαδέχθηκε στον θρόνο τον θείο του Ιουστίνο Α΄. Από τις πρώτες ενέργειες του Ιουστινιανού ήταν η αναδιοργάνωση του φορολογικού συστήματος, ενώ συγκέντρωσε και επανακωδικοποίησε τους νόμους του Θεοδοσίου. Αναμείχθηκε προσωπικά και σε θρησκευτικές διαμάχες και συγκάλεσε την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (553). Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ως ορθόδοξο αυτοκράτορα και έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών. Πολλές από τις ενέργειές του, κυρίως σε πολιτικό και φορολογικό επίπεδο, προκάλεσαν την έντονη δυσαρέσκεια συγκλητικών και φατριών και οδήγησαν στη Στάση του Νίκα. Ανέπτυξε έντονη οικοδομική δραστηριότητα, χτίζοντας μόνο στην Κωνσταντινούπολη 30 εκκλησίες, ανάμεσα τους και την περίφημη εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική, αντιμετώπισε με επιτυχία τους Πέρσες και τους Βάνδαλους στην Ανατολή και επικεντρώθηκε στην ανάκτηση της Δύσης. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε προσωρινά εξαντλώντας όμως την αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα οι βάρβαροι της Βαλκανικής να λεηλατήσουν την ελληνική χερσόνησο μέχρι τον Ισθμό και βαρβαρικοί πληθυσμοί να εγκατασταθούν στα σύνορα. Οι πολεμικές του δραστηριότητες ωστόσο εξάντλησαν το Βυζάντιο σε χρήμα και στρατό και εν τέλει δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα, καθώς η Ιταλία όπως και οι άλλες περιοχές που είχε κατακτήσει σύντομα χάθηκαν ξανά. Έτσι, μετά τον θάνατό του, η αυτοκρατορία, αποδυναμωμένη, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις, με αποκορύφωμα τις αραβικές κατακτήσεις, που θα αναιρέσουν το μεγαλύτερο μέρος των εξωτερικών επιτευγμάτων του Ιουστινιανού.
Η μονή Δαφνίου: Η Mονή Δαφνίου είναι κτισμένη σε ιδιαίτερη θέση στη δυτική είσοδο του λεκανοπεδίου, στις παρυφές τους άλσους Χαϊδαρίου. Βρίσκεται στο μέσο περίπου της διαδρομής της Ιεράς Οδού, που οδηγεί από την Αθήνα στην Ελευσίνα, στη θέση πιθανότατα του ιερού του Δαφναίου Απόλλωνα. Η Μονή προστατεύεται από ισχυρό οχυρωματικό περίβολο τετράγωνου σχήματος με επάλξεις, τετράγωνους πύργους και δύο πύλες. Ο περίβολος περικλείει το καθολικό, το οποίο είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, καθώς και τα ερείπια των κελιών και άλλων κτιρίων, όπως των μαγειρείων και της τράπεζας. Η ίδρυση του μεγάλου και πλούσιου αυτού καθιδρύματος συνδέεται πιθανώς με κύκλους της αυτοκρατορικής αυλής. Εντούτοις, τόσο η ταυτότητα του κτήτορα όσο και η ακριβής χρονολογία ίδρυσης δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν με ακρίβεια, καθώς μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί κάποια επιγραφή ή άλλο τεκμήριο που να επιτρέπει τον ασφαλή προσδιορισμό τους. Το καθολικό, δηλαδή ο κυρίως ναός της μονής, χρονολογείται στο β΄μισό του 11ου αιώνα και ανήκει στον τύπο του ηπειρωτικού οκταγωνικού, χωρίς υπερώα με νάρθηκα και μεταγενέστερη διώροφη στοά στο δυτικό μέρος. Στο τύμπανο του τρούλου, δεκαέξι μονόλοβα παράθυρα επιτρέπουν στο φως να διαχέεται ομοιόμορφα στο εσωτερικό του ναού. Εξωτερικά, λόγω της απουσίας υπερώων, το κτίριο φαίνεται να υψώνεται πυραμιδωτά μέχρι την κορυφή του τρούλου. Για την κατασκευή των τοίχων έχει χρησιμοποιηθεί το πλινθοπερίκλειστο σύστημα, ενώ από το σημείο της γένεσης των παραθύρων και μέχρι το έδαφος έχουν χρησιμοποιηθεί μεγάλοι λευκοί κυβόλιθοι, οι οποίοι είναι τοποθετημένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν σταυρό, χαρακτηριστικό και αυτό της μεσοβυζαντινής παράδοσης στον ελλαδικό χώρο. Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος περιορίζεται σε ζώνη με μαιάνδρους στο άνω τμήμα της αψίδας του ιερού, οδοντωτές ταινίες γύρω από τα τόξα των παραθύρων και πάνω από τον κοσμήτη, ενώ υπάρχει περιορισμένη χρήση κουφικών κοσμημάτων. Στις αρχές του 12ου αιώνα προστέθηκε στο δυτικό τμήμα του ναού μία ανοικτή στοά, η οποία στη συνέχεια κτίστηκε και μετατράπηκε σε εξωνάρθηκα. Η όψη του εξωνάρθηκα αλλοιώθηκε από τους κιστεριανούς μοναχούς, στους οποίους παραχωρήθηκε η Μονή το 1207 από τον δούκα των Αθηνών, Όθων ντε λα Ρος. Έτσι, σήμερα σώζονται στην πρόσοψη οξυκόρυφα τόξα, χαρακτηριστικά της δυτικής αρχιτεκτονικής, τα οποία μάλλον αντικατέστησαν τα αρχικά βυζαντινά τόξα. Παράλληλα, η κρύπτη που βρίσκεται κάτω από το νάρθηκα μετατράπηκε σε μαυσωλείο για την ταφή των δουκών της Αθήνας, ενώ νοτίως του καθολικού δημιουργήθηκε τετράγωνη αυλή με στοές (το γνωστό cloître των δυτικών μοναστηριών). Όταν η Αθήνα κυριεύθηκε από τους Τούρκους, το 1458, η Μονή παραχωρήθηκε και πάλι στους ορθοδόξους μοναχούς. Κατά τη Μεταβυζαντινή εποχή κατασκευάστηκε δυτικά του εξωνάρθηκα ένα ιδιόμορφο παρεκκλήσι με βόρειο προσανατολισμό. Μετά την Επανάσταση, στα 1840, η Μονή ερημώθηκε και τελικά εγκαταλείφθηκε, και στη συνέχεια στέγασε το δημόσιο ψυχιατρείο. Στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά από συνεχείς σεισμούς, το καθολικό κινδύνευσε να καταρρεύσει. Ακολούθησε σειρά επισκευών, όπου αντικαταστάθηκε ο τρούλος, ενώ τα ψηφιδωτά επισκευάστηκαν από Ιταλούς συντηρητές. Η αρχική θέση ορισμένων παραστάσεων έχει διαταραχθεί μετά την επανατοποθέτησή τους, ενώ κάποιες άλλες δέχτηκαν συμπληρώσεις. Το εσωτερικό του καθολικού, είχε τη γνωστή στα επώνυμα κτίρια της Κωνσταντινούπολης διάταξη με ορθομαρμαρώσεις και γλυπτό διάκοσμο στο κατώτερο τμήμα του ναού, σήμερα κατεστραμμένα, και ψηφιδωτά στα ανώτερα μέρη. Το εξαιρετικό σύνολο ψηφιδωτών ακολουθεί το εικονογραφικό πρόγραμμα, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά από τη λήξη της εικονομαχίας και αντικατοπτρίζει τις νέες δογματικές αντιλήψεις με βασικό θέμα την Ενσάρκωση του Κυρίου. Έτσι στον τρούλο, ο οποίος συμβολίζει την ουράνια σφαίρα, δεσπόζει σε μετάλλιο η αυστηρή μορφή του Παντοκράτορα, η οποία πλαισιώνεται από προφήτες στο τύμπανο. Στην κόγχη του ιερού απεικονίζεται ένθρονη η Παναγία συνοδευόμενη από αρχαγγέλους. Στα ημιχώνια, στις καμάρες και στις επιφάνειες των κεραιών αποδίδονται σκηνές από τον Χριστολογικό κύκλο, ενώ σε άλλα σημεία του ναού αποδίδονται άγιοι και ιεράρχες. Στον νάρθηκα, το εικονογραφικό πρόγραμμα συμπληρώνεται με σκηνές από τον κύκλο του Πάθους και τον βίο της Παναγίας. Όλες οι μορφές αποδίδονται με σωστές αναλογίες και συγκρατημένες κινήσεις, ενώ η αρμονία και η συμμετρία των συνθέσεων φανερώνουν τέχνη με βαθιές καταβολές στην κλασική παράδοση. Χαρακτηριστική είναι η στάση των προφητών στο τύμπανο του τρούλου που θυμίζει φιλοσόφους της αρχαιότητας, αλλά και οι γεμάτες χάρη γυναικείες μορφές των παραστάσεων του νάρθηκα, ενώ η σκηνή της Σταύρωσης, στη βόρεια κεραία του κυρίως ναού, αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο τη θλίψη στα πρόσωπα της Παναγίας και του Ιωάννη. Η άψογη τεχνική εκτέλεση του διακόσμου φανερώνουν ιδρυτή με μεγάλα οικονομικά μέσα και καλλιτέχνες με θητεία σε εργαστήριο της Κωνσταντινούπολης. Η χρονολόγηση των λαμπρών αυτών ψηφιδωτών, που η ποιότητά τους τα εντάσσει στα αριστουργήματα της βυζαντινής τέχνης, κυμαίνεται από τον 10ο αιώνα, έως τα τέλη του 11ου αιώνα. Τελευταία, τα ψηφιδωτά τοποθετήθηκαν στην εποχή του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου (913-959), λόγω του κλασικιστικού τους χαρακτήρα· ωστόσο γενικά παραδεκτή είναι η χρονολόγησή τους στα τέλη του 11ου αιώνα. Το μνημείο έχει συμπεριληφθεί στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς (WHL) της UNESCO από το 1990.


Βιβλιογραφία (6)

1. Καζανάκη-Λάππα Μ., ‘Η Αθήνα από την Ύστερη Αρχαιότητα ως την Τουρκική κατάκτηση’ σε Αθήναι, από την Κλασική εποχή έως Σήμερα (5ος αι. π.Χ. – 2000 μ.Χ, Αθήνα, 2000

2. Μακρή Ι., Τσάκος Κ., Βαβυλωπούλου-Χαριτωνίδου Α., Το Ριζόκαστρο: σωζόμενα υπολείμματα, νέες παρατηρήσεις και επαναχρονολόγηση, 1987-1988

3. Μοσχονάς Ν., Η τοπογραφία της Αθήνας κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο, Αθήνα, 1996

4. Μπούρας Χαράλαμπος, ‘Μεσοβυζαντινή Αθήνα – Πολεοδομία και Αρχιτεκτονική’ σε Αθήναι, από την Κλασική εποχή έως Σήμερα (5ος αι. π.Χ. – 2000 μ.Χ.), Αθήνα, 2000

5. Τραυλός Ι. , Πολεοδομική εξέλιξις της πόλεως των Αθηνών από των προϊστορικών χρόνων μέχρι των αρχών του ΙΘ’ αιώνος, Αθήναι, 1960

6. Frantz A., Late Antiquity, A.D. 267-700, The Athenian Agora , Princeton, 1988


Σχόλια (0)