Η μονή Μεταμορφώσεως


Το μοναστήρι ιδρύθηκε από τον άγιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη, όταν αυτός, μαζί με τον πνευματικό του, τον γέροντα Γρηγόριο, κατέφυγαν στα Μετέωρα γύρω στο 1340. Οι δύο μοναχοί εγκαταστάθηκαν στο Μεγάλο Μετέωρο σε ασκηταριό που βρίσκεται στα αριστερά της σκάλας που οδηγεί στην είσοδο της μονής. Η φήμη του μοναχού Αθανασίου στάθηκε αφορμή για τη συγκέντρωση όλο και περισσότερων μοναχών γύρω του, με αποτέλεσμα την ίδρυση του πρώτου μετεωρίτικου κοινοβίου, κατά τα πρότυπα του αγιορείτικου μοναχισμού.

Δεύτερος κτήτορας της μονής υπήρξε ο Ιωάσαφ, μαθητής και διάδοχος του Αθανασίου, γιος του δεσπότη της Ηπείρου Συμεών Ούρεση Παλαιολόγου και απόγονος της σερβικής δυναστείας των Νεμάνια, ο οποίος εγκαταστάθηκε ως μοναχός στο Μεγάλο Μετέωρο το 1373. Ο Ιωάσαφ συγκέντρωσε μεγάλες δωρεές και ανέπτυξε εξαιρετική οικοδομική δραστηριότητα, προσδίδοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μεγάλο κύρος στη μονή.

Η μονή ανεξαρτητοποιήθηκε και έγινε σταυροπηγιακή στα μέσα του 16ου αι. από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Α’. Έκτοτε η μονή ακμάζει και την ίδια περίοδο αναδεικνύεται σε αυτήν η μορφή του μοναχού Συμεών, ο οποίος υπήρξε κτήτορας του νέου καθολικού, της τράπεζας και άλλων μικρότερων κτιρίων του συγκροτήματος του Μεγάλου Μετεώρου.
Στη διάρκεια των 600 χρόνων της ιστορίας της, η μονή δέχτηκε πλήθος επιθέσεων και λεηλασιών, όπως από τους Αγαρηνούς το 1609 και από τον Αρσλάν πασά το 1616, ενώ το 1633 υπέστη εκτενείς καταστροφές από πυρκαγιά.

Το καθολικό της Μονής, ο ναός της Μεταμόρφωσης, ίσως το πιο επιβλητικό από τα μετεωρίτικα καθολικά, διαμορφώθηκε σε τρεις οικοδομικές φάσεις. Στην πρώτη φάση ανήκει ο αρχικός ναός του αγίου Αθανασίου, τυπικός σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο, τμήματα του οποίου έχουν ενσωματωθεί στην τοιχοδομία του νεότερου ιερού βήματος, ενώ στη δεύτερη φάση, χρονολογείται ο τρίκογχος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός που ανεγέρθη από τον διάδοχο του Ιωάσαφ, κατά τις εργασίες ανοικοδόμησης και επέκτασης το 1388. Το νέο καθολικό κτίστηκε κατά την τρίτη φάση οικοδόμησης, το 1545. Η πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία του ναού είναι εξαιρετικά προσεγμένη και, χωρίς να είναι πομπώδης, επιβάλλεται στον χώρο.

Η εσωτερική διακόσμηση του ναού με τοιχογραφίες ολοκληρώθηκε επίσης σε τρεις φάσεις. Από την πρώτη φάση, λίγο μετά το 1388, σώζεται στην εξωτερική πλευρά του βόρειου τοίχου του ναού η σκηνή της Δευτέρας Παρουσίας, ενώ στο 1483 χρονολογούνται οι τοιχογραφίες του παλαιού καθολικού, δηλαδή οι τοιχογραφίες του σημερινού ιερού βήματος εκτός από αυτές του τρούλου και της αψίδας, οι οποίες ανάγονται στην Τρίτη φάση διακόσμησης, το 1552. Η δυναμική, λεπτομερής και πλούσια σε χρώματα ζωγραφική διακόσμηση του παλαιού καθολικού, που ολοκληρώθηκε σε διάστημα τριάντα χρόνων, παραμένει πιστή στα βυζαντινά εικονογραφικά και συνθετικά σχήματα της παλαιολόγειας τέχνης, τα οποία ωστόσο εμπλουτίζονται με δευτερεύουσες εικονογραφικές λεπτομέρειες από τη δυτική τέχνη, κυρίως την υστερογοτθική ζωγραφική της Ιταλίας. Το ζωγραφικό σύνολο του παλαιού καθολικού αποδίδεται στο καστοριανό καλλιτεχνικό εργαστήριο, το οποίο έδρασε στην περιοχή της Θεσσαλίας, της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας και γενικότερα στο χώρο της Βαλκανικής χερσονήσου (Σερβία, Βουλγαρία, Μολδαβία). Το ιδιαίτερα πλούσιο εικονογραφικό πρόγραμμα του νέου ναού ακολουθεί αγιορείτικα πρότυπα και την παλαιολόγεια παράδοση, ενώ εμφανίζει ελάχιστα και απόλυτα αφομοιωμένα δάνεια από τη δυτική τέχνη. Η τεχνοτροπία και οι καλλιτεχνικές επιλογές των ανώνυμων καλλιτεχνών μαρτυρούν τη στενή τους σχέση με την Κρητική Σχολή και τον κύκλο του Θεοφάνη του Κρητός, με πιθανή τη συμμετοχή του τελευταίου, ο οποίος άλλωστε σε νεαρή ηλικία, το 1527, είχε τοιχογραφήσει το καθολικό του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά. Επίσης, πιθανός καλλιτέχνης του νέου καθολικού της Μεταμόρφωσης θεωρείται ο κρητικός ζωγράφος Τζώρτζης, μαθητής του Θεοφάνη, με το εργαστήριό του.

Ιδιαίτερο μέρος της εσωτερικής διακόσμησης του ναού της Μεταμόρφωσης αποτελεί το ξυλόγλυπτο τέμπλο με τον εξαιρετικό πλούτο θεμάτων του. Το παλαιότερο τμήμα του τέμπλου διατηρείται πάνω από την Ωραία Πύλη και χρονολογείται στο 1634/5 και φέρει την υπογραφή διά χειρός κυρού Ιωάννη. Το μεγαλύτερο μέρος, ωστόσο, αντικαταστάθηκε το 1791 και φιλοτεχνήθηκε από τον Κωνσταντίνο από το Λινοτόπι και τον Κώστα από το Μέτσοβο.

Προσκολλημένο στη νότια πλευρά του ιερού βήματος του ναού της Μεταμόρφωσης βρίσκεται το παρεκκλήσι του Τιμίου Προδρόμου. Πρόκειται για μικρό θολωτό κτίσμα του 18ου αιώνα.
Το παρεκκλήσι του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης στα νοτιοδυτικά του καθολικού κτίστηκε το 1789, όταν ηγούμενος ήταν ο Παρθένιος, με έξοδα του μοναχού Διονυσίου και του γιου του ιερομονάχου Ζαχαρία.

Η τράπεζα της μονής, έργο του ηγουμένου Συμεών βρίσκεται στα βόρεια του ναού και εγκαινιάστηκε στις 10 Αυγούστου 1557. Πρόκειται για καμαροσκεπές επίμηκες κτίριο που απολήγει στα ανατολικά σε πολυγωνική κόγχη και εσωτερικά χωρίζεται σε δύο κλίτη χάρη σε μια τοξοστοιχία από πέντε κίονες. Ο χώρος σήμερα λειτουργεί ως μουσείο.

Το μαγειρείο της μονής, είναι κτισμένο σε επαφή με τη βόρεια πλευρά της τράπεζας. Πρόκειται για ευρύχωρη τετράγωνη αίθουσα που καλύπτεται εξολοκλήρου από ημισφαιρικό θόλο, ο οποίος απολήγει στην κορυφή σε μικρό τρουλίσκο. Η εστία σήμερα λειτουργεί ως επισκέψιμος μουσειακός χώρος.

Η μονή διέθετε και νοσοκομείο, το οποίο βρίσκεται απέναντι από το ιερό του καθολικού και ιδρύθηκε, μαζί με το γηροκομείο, το 1572. Το μεγαλοπρεπές θολωτό οικοδόμημα υπήρξε σε προηγούμενη φάση διώροφο.  


Γλωσσάρι (12)

σταυροπηγιακή μονή: η μονή που εξαρτάται απευθείας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
καθολικό: ο κυρίως ναός του μοναστηριού. Κατά κανόνα ήταν ο μεγαλοπρεπέστερος και βρισκόταν σε κεντρικό σημείο της αυλής.
σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με τρούλο: τύπος εκκλησίας στην οποία ο κεντρικός τρούλος στηρίζεται σε τέσσερις καμάρες που αποτελούν τις κεραίες ενός ισοσκελούς σταυρού. Στις τέσσερις γωνίες διαμορφώνονται γωνιακά διαμερίσματα, τα οποία στεγάζονται με σταυροθόλια ή τρουλίσκους. Έτσι ο ναός σχηματίζει σταυρό εγγεγραμμένο σε τετράγωνο ή ορθογώνιο χώρο, ενώ εξωτερικά μέσα από τον ξεχωριστό τρόπο κάλυψης των στεγών προβάλλει το σημείο του σταυρού.
βήμα (ιερό βήμα): πρόκειται για το ανατολικό τμήμα του ναού που καταλήγει σε αψίδα. Είναι συνήθως υπερυψωμένο σε σχέση με το δάπεδο του κυρίως ναού κατά ένα έως τρία σκαλοπάτια. Ο όρος προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «βαίνω», και λόγω της ιερότητας και ιδιαιτερότητάς του ο χώρος ονομάστηκε ιερό βήμα.
τρίκογχο: κτίριο που φέρει τρεις κόγχες στις τρεις πλευρές.
πλινθοπερίκλειστο σύστημα: τρόπος δόμησης κατά τον οποίο ισόδομοι λίθοι πλαισιώνονται από πλίνθους (τούβλα) οριζόντια και κάθετα τοποθετημένες μέσα στο κονίαμα των οριζόντιων και κάθετων αρμών, σε μονές ή διπλές σειρές.
τοιχογραφία: ζωγραφική παράσταση στην επιφάνεια τοίχου ή οροφής οικοδομήματος.
τρούλος: ημισφαιρικός θόλος που στηρίζεται σε κυλινδρικό ή πολυγωνικό τύμπανο. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στη χριστιανική εκκλησιαστική αρχιτεκτονική.
αψίδα: η ημικυκλική απόληξη της ανατολικής πλευράς των βασιλικών. Εσωτερικά καλύπτεται με θόλο και είναι ημικυκλική, ενώ εξωτερικά καλύπτεται με κλιμακωτή στέγη και μπορεί να είναι πεταλόσχημη, ορθογώνια ή και πολυγωνική.
καμαροσκεπής: ο χώρος που στεγάζεται με καμάρα.
κόγχη: η αψίδα. Εσωτερικά είναι ημικυκλική, ενώ εξωτερικά μπορεί να είναι πεταλόσχημη, ορθογώνια, τριφυλλόσχημη ή πολυγωνική.
κίονας: κυλινδρικό κατακόρυφο στήριγμα. Η χρήση τους ξεκινά από την αρχαιότητα και υιοθετείται και στους βυζαντινούς ναούς. Συχνά χρησιμοποιούνται σε χριστιανικές εκκλησίες από αρχαίους ναούς. Οι βυζαντινοί κίονες είναι κατά κανόνα μαρμάρινοι, συνήθως μονολιθικοί και αράβδωτοι.


Πληροφοριακά Κείμενα (1)

Η μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά: Η Μονή βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το χωριό Καστράκι, πάνω σε λόφο, που αναπτύσσεται σε εκατόν σαράντα τρία βαθμιδωτά επίπεδα. Ο επισκέπτης εισέρχεται στο χώρο της Μονής αφού ανέβει ογδόντα πέντε σκαλιά, λαξευμένα στο βράχο. Το περιορισμένο πλάτωμα στο οποίο οδηγούν τα σκαλοπάτια επέβαλε την καθ’ ύψος ανάπτυξη των κτιρίων της Μονής. Η πρόσβαση στο χώρο της Μονής επιτυγχάνεται μέσα από το μικρό νάρθηκα του καθολικού, στα δεξιά του οποίου, ανεβαίνοντας συνεχείς μικρές κλίμακες, ο επισκέπτης συναντά την τράπεζα, τα κελιά και τους άλλους χώρους, για να καταλήξει στην κορυφή, στο πλάτωμα του βράχου, από όπου η θέα είναι εκπληκτική.Τόσο η προέλευση της ονομασίας, Αναπαυσάς, όσο και η χρονική περίοδος της πρώτης κατοίκησης του βράχου παραμένουν ασαφείς. Σχετικά με την ονομασία, άλλοτε αποδίδεται στην ετυμολογία της λέξης, από το ρήμα αναπαύομαι, και άλλοτε υπονοείται, χωρίς ενδείξεις, το όνομα κάποιου αρχικού κτήτορα. Χρόνος ίδρυσης της Μονής θεωρείται ο 14ος αι., εποχή ανέγερσης του αρχικού καθολικού, το οποίο οι μελετητές θεωρούν σύγχρονο με το παρεκκλήσι του Αγίου Αντωνίου που σώζει τοιχογραφίες του ιδίου αιώνα.Το σημερινό καθολικό της Μονής, ωστόσο, κτίστηκε στις αρχές του 16ου αι. Είναι ακανόνιστου σχήματος, προσαρμοσμένο στο πλάτωμα του βράχου και ανήκει στον τύπο του συνεπτυγμένου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τη χαρακτηριστική στήριξη του τρούλου σε αβαθείς οξυκόρυφες καμάρες. Ανατολικά αναπτύσσεται το ακανόνιστου σχήματος ιερό που απολήγει σε χαμηλή κόγχη και δυτικά διαμορφώνεται τετράγωνη ξυλόστεγη λιτή που φέρει μικρή κόγχη στη δυτική της πλευρά. Σύμφωνα με τη γραπτή κτητορική επιγραφή που βρίσκεται στον ανατολικό τοίχο της λιτής, πάνω από τη θύρα που οδηγεί στον κυρίως ναό, ο ζωγραφικός διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά υπήρξε πρωτοβουλία του ιεροδιακόνου Κυπριανού, χρονολογείται στο 1527, και ο ζωγραφικός του διάκοσμος αποδίδεται στον μοναχό Θεοφάνη Στρελίτζα Μπαθά. Ο Άγιος Νικόλαος Αναπαυσάς αποτελεί το πρώτο μεγάλης κλίμακας ζωγραφικό έργο του κρητικού μοναχού, που κατόρθωσε να κατανείμει εξαιρετικά ένα πλούσιο εικονογραφικό πρόγραμμα με μεγάλο αριθμό θεμάτων με τις διάφορες σκηνές να έχουν γενικά το μέγεθος φορητών εικόνων. Εμφανείς είναι οι αρετές του ζωγράφου στο μνημείο αυτό, στο οποίο διαφαίνεται επιπλέον η επίδραση της Παλαιολόγειας τέχνης: σταθερό και σίγουρο σχέδιο, αρμονικές και ισορροπημένες σκηνές στερημένες από ανεκδοτολογικά στοιχεία, τονισμός του δογματικού περιεχομένου, καθαρότητα σύνθεσης, γλυκά χρώματα σε αρμονικούς συνδυασμούς, λεπτομερής απόδοση των στοχαστικών προσώπων με έκδηλο ένα βαθύτατο ανθρωπισμό. Το θέματα αντλούνται κυρίως από τον Χριστολογικό κύκλο, ωστόσο παρουσιάζονται και άγνωστα έως τότε στην μνημειακή ζωγραφική θέματα, όπως η σκηνή του Αδάμ να ονοματίζει τα ζώα. Η ζωγραφική του μικρού ναού του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά αποτελεί, όχι μόνο την αφετηρία της καλλιτεχνικής πορείας του Θεοφάνη στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, αλλά και τον πρόδρομο της Κρητικής Σχολής, της επίσημης καλλιτεχνικής έκφρασης της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά την Τουρκοκρατία.


Βιβλιογραφία (15)

1. Βελένης Γεώργιος, Πρώτες πληροφορίες για έναν ζωγράφο τού 16ου αι. από την Κωνσταντινούπολη, 1974

2. Bitha, I., Le monastère de la Transfiguration aux Météores dit le grand Météoron (1552). Son programme iconographique et sa place parmi les programmes des églises du XVIe s. en Grèce, Paris, 1984

3. Georgitsoyanni E., Les peintures murales du vieux catholicon du monastère de la Transfiguration aux Météores (1483), Athènes, 1993

4. Γεωργιτσογιάννη Ε., Εικονογραφικές παρατηρήσεις στις τοιχογραφίες του παλιού καθολικού στη Μονή Μεταμορφώσεως των Μετεώρων (1483), 1989

5. Θεοχαρίδης, Π, ‘Το παρεκκλήσι του Προδρόμου στο Μεγάλο Μετέωρο’ σε Εκκλησίες στην Ελλάδα μετά την Άλωση, Αθήνα, 1979

6. Μπούρας Χαράλαμπος, Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Μέλισσα, Αθήνα, 2001

7. Nicol, D. M, Meteora. The Rock Monasteries of Thessaly, London, 1963

8. Νικόνανος Ν, Μετέωρα. Τα μοναστήρια και η ιστορία τους, Αθήνα, 1987

9. Νικονάνος Ν., Βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλίας. Από τον 10ο αιώνα ως την κατάκτηση της περιοχής από του Τούρκους το 1393. Συμβολή στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, ΤΑΠΑ, Αθήνα, 1997

10. Ορλάνδος Α., Μοναστηριακή Αρχιτεκτονική, Αθήνα, 1958

11. Προβατάκης, Θ., Τα Μετέωρα - Ιστορία του μοναχισμού των Μετεώρων, Αθήνα, 1987

12. Σοφιανός, Δ, Ο όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης: Βίος, Ακολουθία, Συναξάρια - Προλεγόμενα, Μετάφραση του Βίου, Κριτική έκδοση των κειμένων, Μετέωρα, 1990

13. Σωτηρίου, Γ., Βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλίας ΙΓ΄ και ΙΔ΄ αιώνος, Αι μοναί των Μετεώρων, 1932

14. Χατζηδάκης Μ., Σοφιανός, Δ, Το Μεγάλο Μετέωρο. Ιστορία και Τέχνη, Αθήνα, 1990

15. Αλμπάνη Τ., Χούλια Σ., Μετέωρα, Αρχιτεκτονική - Ζωγραφική, Αθήνα, 1999


Σχόλια (0)