Η πόλη


Γύρω από το μυχό του Θερμαϊκού Κόλπου υπήρχαν αρκετά αρχαία πολίσματα με έντονη εμπορική κίνηση που ενισχύθηκε μετά την καταστροφή της Ολύνθου από τον Φίλιππο το 348 π.Χ. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο βασιλέας Κάσσανδρος συνοίκησε το 316 π.Χ. μια νέα πόλη και της έδωσε το όνομα της συζύγου του και αδερφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Θεσσαλονίκης. Τα ελάχιστα οικοδομικά ίχνη της Ελληνιστικής εποχής που έχουν εντοπιστεί ως σήμερα, το συγκρότημα ενός σημαντικού διοικητικού κτιρίου στην Πλατεία Διοικητηρίου και το ανατολικό σκέλος του τείχους, δείχνουν ότι η πόλη προοριζόταν εξαρχής να αποτελέσει μεγάλο πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο. Η γεωγραφική θέση της, σε νευραλγικό σημείο των χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων της Μακεδονίας, επεφύλαξε μεγάλη ανάπτυξη στη Θεσσαλονίκη στο πέρασμα των αιώνων.

Πράγματι, από τη δεύτερη πενηνταετία του 2ου αι. π.Χ. ήταν ο κυριότερος στρατιωτικός και εμπορικός σταθμός της Εγνατίας οδού, που διέσχιζε τη Βαλκανική χερσόνησο από το Δυρράχιο ως το Βυζάντιο (μετέπειτα Κωνσταντινούπολη), ενώ το λιμάνι της άρχισε να ακμάζει, αφού βρισκόταν στο τέρμα του δρόμου που οδηγούσε από το Δούναβη ως το Αιγαίο. Έτσι, η πόλη έγινε σταυροδρόμι των σημαντικότερων εμπορικών αρτηριών Ανατολής – Δύσης και Βορρά – Νότου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η χριστιανική ιστορία της Θεσσαλονίκης άρχισε με την έλευση του αποστόλου Παύλου, ο οποίος δίδαξε στη συναγωγή της πόλης το 51 ή στην αρχή του 52 μ.Χ., αλλά η παρουσία των χριστιανών γίνεται αρχαιολογικά ανιχνεύσιμη τουλάχιστον μετά από τρεις αιώνες. Τον 1ο αιώνα ιδρύθηκαν η ρωμαϊκή αγορά της πόλης και αρκετά δημόσια οικοδομήματα στα βόρεια και τα νότιά της, όπως η βιβλιοθήκη, το γυμνάσιο και η στοά των Ειδώλων, που ίσως ανήκε σε συγκρότημα αυτοκρατορικών Θερμών. Από το 298-299 ο καίσαρας Γαλέριος, γαμπρός του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, μετέφερε την έδρα του από το Σίρμιο της Πανοννίας στην πόλη και την κόσμησε με νέα μνημειακά κτίρια, όπως το ανάκτορο, τον ιππόδρομο, το θέατρο-στάδιο και τη Ροτόντα, που ήταν αρχικά ναός κατά το πρότυπο του Πανθέου της Ρώμης. Τότε ιδρύθηκε και η γνωστή Καμάρα, ένα αφιερωματικό τετράπυλο με διάκοσμο που υμνούσε τις νίκες που διεξήγαγε ο Γαλέριος εναντίον των Περσών. Το 322 ο Μέγας Κωνσταντίνος κατασκεύασε τον σκαπτόν λιμένα στο ΝΔ άκρο της παραλίας.

Από τα τέλη του 4ου αιώνα η Θεσσαλονίκη έγινε σημαντικό εκκλησιαστικό κέντρο. Το 380 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α’ που διέμεινε με την αυλή του στην πόλη προετοιμάζοντας εκστρατεία κατά των Γότθων βαπτίστηκε χριστιανός από τον επίσκοπο Αχόλιο (ή Ασχόλιο) και εξέδωσε διάταγμα που απαγόρευε την τέλεση θυσιών σε όλη την αυτοκρατορία. Την ίδια περίπου εποχή, ο επίσκοπος της πόλης προήχθη σε αρχιεπίσκοπο και αντιπρόσωπο (βικάριο) του πάπα της Ρώμης με δικαιοδοσία σε ολόκληρη την επαρχότητα (praefectura) του Ανατολικού Ιλλυρικού. Οι χριστιανικοί ναοί που οικοδομήθηκαν στους επόμενους δύο αιώνες άλλαξαν την εικόνα της πόλης, αποτελώντας τα ψηλότερα κτίρια και τα σημαντικότερα τοπόσημα στον νέο ιπποδάμειο πολεοδομικό ιστό που εφαρμόστηκε εκατέρωθεν της βασιλικής οδού (της via regia), στον άξονα της σημερινής Εγνατίας. Ο επισκοπικός ναός ήταν μια μεγάλη πεντάκλιτη βασιλική, ενδεχομένως αφιερωμένη στον άγιο Μάρκο· ο ναός του Aγίου Δημητρίου απέβη το μεγάλο προσκύνημα της πόλης. Τα παλαιά μεγάλα δημόσια κτίρια παρήκμασαν σταδιακά και είτε εγκαταλείφθηκαν, όπως η Αγορά που μετατράπηκε σε τόπο λιθορυχίας και εξόρυξης πηλού, είτε άλλαξαν χρήση, όπως η Ροτόντα που μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό.

Οι ανασκαφικές έρευνες στο ιστορικό κέντρο της πόλης έχουν φέρει στο φως πλήθος κτισμάτων της Παλαιοχριστιανικής Περιόδου, μεταξύ των οποίων υπερισχύουν αριθμητικά οι οικίες. Οι περισσότερες, στον βόρειο και τον ανατολικό τομέα της πόλης, ανήκουν στον τύπο της αστικής έπαυλης, με ευρύχωρη αψιδωτή αίθουσα συμποσίων (τρικλίνιο) στα βόρεια, ενός περιστυλίου με τριγύρω δωμάτια, λουτρά, αποθηκευτικούς χώρους ή δεξαμενές. Έξω από τα τείχη εκτείνονταν τα νεκροταφεία, με τάφους όλων των ειδών, λακκοειδείς, κιβωτιόσχημους, κεραμοσκεπείς κ.ά. Σημαντικότεροι είναι οι καμαροσκεπείς τάφοι που έφεραν τοιχογραφικό διάκοσμο στο εσωτερικό τους.

Από τα τέλη του 6ου αιώνα η Θεσσαλονίκη δέχθηκε επανειλημμένα επιδρομές Αβαροσλαβικών φύλων και πλήγηκε έντονα από συχνή σεισμική δραστηριότητα, λόγω της οποίας πολλά από τα υφιστάμενα κτίρια καταστράφηκαν. Οι επιδρομές και οι σεισμοί, σε συνδυασμό με τη γενικότερη οικονομική ύφεση του κράτους, οδήγησαν στην αλλαγή των όρων διαβίωσης στην πόλη. Η αλλαγή αυτή εκφράστηκε και μέσω της οικοδόμησης νέων οικιών που ιδρύθηκαν στα ερείπια των παλαιών κτιρίων και πλέον διέθεταν ένα ή δύο το πολύ δωμάτια, μικρότερων διαστάσεων και φτωχότερων φιλοδοξιών. Περιγραφές σπιτιών της Θεσσαλονίκης, που σώζονται σε νομικά έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους, μας προσφέρουν μια ιδέα για τη διαβίωση στην πόλη: εργαστήρια και σπίτια ήταν το ένα δίπλα στο άλλο, με κοινές αυλές που διέθεταν φούρνους και πηγάδια· οι τοίχοι των σπιτιών συχνά ενσωμάτωναν παλαιότερα ερείπια και δεν ήταν όλοι κατασκευασμένοι από τα ίδια υλικά – μερικοί τοίχοι μπορεί να ήταν από ξύλινα σανίδια επιχρισμένα με σοβά. Στις συνοικίες ιδρύονταν μικροί ναοί και παρεκκλήσια σε οικόπεδα που ανήκαν στα μοναστήρια. Παράλληλα, ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης υπήχθη στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και ένας νέος καθεδρικός ναός κτίστηκε στα τέλη του 8ου αιώνα, η Αγία Σοφία, και διακοσμήθηκε με ψηφιδωτά με αυτοκρατορική χορηγία. Στις αρχές του 9ου η ίδρυση του θέματος Θεσσαλονίκης πρόσφερε μεγαλύτερη σιγουριά στους κατοίκους και γενικότερη σταθερότητα στην περιφέρεια. Οι αγορές στην πόλη άρχισαν να γεμίζουν αγαθά και οι επισκέπτες της να αυξάνονται. Η πόλη επαιρόταν για τον λόγιο επίσκοπό της Λέοντα Μαθηματικό και για τους δύο αδελφούς, τον Κωνσταντίνο που εκάρη μοναχός με το όνομα Κύριλλος και τον Μεθόδιο, που το 863 μετέβησαν στη Μοραβία, επινόησαν το αλφάβητο της παλαιοσλαβικής γλώσσας και μετέφρασαν την Αγία Γραφή, τη θεία λειτουργία και σημαντικά νομοκανονικά κείμενα στη γλώσσα των νεοφώτιστων Σλάβων. Στους αιώνες που ακολούθησαν κτίστηκαν και άλλα παρεκκλήσια και ναοί, όπως ο Άγιος Ευθύμιος, δίπλα στον Άγιο Δημήτριο, και η Παναγία Χαλκέων (1028), ίδρυμα του βασιλικού πρωτοσπαθάριου Χριστόφορου και της οικογένειάς του, στη συνοικία όπου ήταν συγκεντρωμένα τα καταστήματα των χαλκωματάδων της πόλης.

Μετά την άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς το 904, η αμέσως επόμενη καταστροφή που βίωσαν οι κάτοικοι ήταν η βίαιη κατάληψή της από τους Νορμανδούς το 1185. Το 1204 οι Σταυροφόροι την έκαναν πρωτεύουσα του ομώνυμου φραγκικού βασιλείου μέχρι το 1224. Από τότε η Θεσσαλονίκη άλλαξε συχνά χέρια μεταξύ των Ελλήνων ηγεμόνων που διεκδικούσαν τον αυτοκρατορικό θρόνο μέχρι το 1246, όταν προσαρτήθηκε μαζί με όλη τη Μακεδονία στα εδάφη της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Το 1303 εγκαταστάθηκε στην πόλη η δεύτερη σύζυγος του Ανδρονίκου Β’, η Ειρήνη-Γιολάντα η Μομφερατική, μέχρι το θάνατό της το 1317, ενώ το 1320 απεβίωσε εκεί ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Θ’. Από το πρώτο τρίτο το 14ου αιώνα σώζονται σημαντικά μνημεία της παλαιολόγειας τέχνης και αρχιτεκτονικής όπως οι Άγιοι Απόστολοι, η Αγία Αικατερίνη, ο Άγιος Παντελεήμονας, ο Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός και οι Ταξιάρχες. Τις επόμενες ταραγμένες δεκαετίες, η τέχνη συνεχίστηκε, αλλά σε άλλες κλίμακες: ο Χριστός Σωτήρας, της εποχής μετά το 1340, είναι ο πιο μικρός ναός της πόλης, ενώ ο Προφήτης Ηλίας, της εποχής μετά το 1360, ένας από τους μεγαλύτερους. Αρκετοί αδόμητοι χώροι εντός των τειχών μετατράπηκαν σε λαχανόκηπους ή σε νεκροταφεία.

Με την εμφύλια διαμάχη Ανδρονίκου Β’ και του εγγονού του Ανδρονίκου Γ’, Σέρβοι και Οθωμανοί αναμείχθηκαν στα εσωτερικά πράγματα της αυτοκρατορίας ως σύμμαχοι της μιας ή της άλλης παράταξης που προσέβλεπε στο θρόνο και γι’ αυτό ήλθαν όλο και πιο κοντά στη Θεσσαλονίκη και την περιφέρειά της. Από το 1342 μέχρι το 1349 η πόλη ταλανίστηκε από την έριδα των Ησυχαστών με τους Ζηλωτές. Το 1387 παραδόθηκε με συνθήκη στους Οθωμανούς, ύστερα από τετράχρονη πολιορκία. Το 1403 επέστρεψε στη βυζαντινή διοίκηση του Μανουήλ Β’. Το 1412 και το 1416 πολιορκήθηκε από τον Μουσά, έναν από τους επίδοξους διαδόχους του σουλτάνου Βαγιαζήτ. Υπό το φόβο μιας νέας κατάληψης από τους Οθωμανούς, ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος την παρέδωσε το 1423 υπό όρους στους Βενετούς – οι συμφωνηθέντες όροι όμως δεν τηρήθηκαν ποτέ. Η πόλη πέρασε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών το 1430.


Γλωσσάρι (1)

Παλαιοχριστιανική Περίοδος: η Παλαιοχριστιανική περίοδος τυπικά ξεκινά από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μ. Κωνσταντίνο στα 330 μ.Χ. και τη μεταφορά σε αυτή της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, και λήγει με το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Α (565).


Πληροφοριακά Κείμενα (12)

Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Η Ροτόντα (ναός Αγίου Γεωργίου): Η Ροτόντα οφείλει το όνομά της στο κυκλικό της σχήμα και βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης, βόρεια και σε μικρή απόσταση από την οδό Εγνατία. Η χρονολογία ίδρυσής της τοποθετείται γύρω στο το 300 μ.Χ., γεγονός που τον καθιστά ένα από τα αρχαιότερα μνημεία της Θεσσαλονίκης. Τμήμα του συγκροτήματος που ανήγειρε ο Γαλέριος, βρίσκεται στον ίδιο άξονα με την Αψίδα του Γαλερίου, τα ανάκτορα και τον Ιππόδρομο. Παρόλο που η αρχική του χρήση παραμένει ασαφής, θεωρήθηκε ότι ήταν μαυσωλείο για τον ιδρυτή του ή σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη τόπος λατρείας αφιερωμένος στους Καβείρους ή στο Δία. Τελευταία διατυπώθηκε και η άποψη ότι το κτήριο χτίστηκε ως μαυσωλείο του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αρχιτεκτονικά ανήκει στα περίκεντρα οικοδομήματα, έχει εσωτερική διάμετρο 24,50 μ και καλύπτεται με θόλο από οπτόπλινθους που φθάνει σε ύψος τα 29,80 μέτρα. Εσωτερικά διασπάται σε οκτώ ορθογώνιες κόγχες που καλύπτονται με ημικυλινδρικές καμάρες, από τις οποίες η νότια, που είναι στραμμένη προς την αψίδα του Γαλερίου και τα ανάκτορα, αποτελούσε την κύρια είσοδο. Στην όψη των πεσσών διανοίγονται αβαθείς κόγχες που έδιναν την εντύπωση ναΐσκων, καθώς οι προσόψεις τους ήταν διαμορφωμένες με κιονίσκους που στήριζαν τόξο ή τριγωνικό αέτωμα. Το μνημείο μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο, αλλά η ακριβής χρονολογία της αλλαγής χρήσης και η νέα ονομασία δεν είναι γνωστές. Τότε πραγματοποιήθηκαν οικοδομικές επεμβάσεις και προσθήκες στο αρχικό κτίριο που όμως επηρέασαν τη στατική του επάρκεια και συνοχή. Διανοίχτηκε και διευρύνθηκε η ανατολική κόγχη και κατασκευάστηκε το ιερό βήμα, ένας ορθογώνιος χώρος με ημικυκλική αψίδα στα ανατολικά, κατασκευάστηκε κλειστή στοά περιμετρικά του ρωμαϊκού πυρήνα, που καταστράφηκε πιθανώς με τους σεισμούς των αρχών του 7ου αιώνα, διαμορφώθηκε στη δυτική κόγχη νέα είσοδος με νάρθηκα, ενώ στη νότια προστέθηκε πρόπυλο με δύο παρεκκλήσια, ένα κυκλικό ανατολικά και ένα οκταγωνικό δυτικά. Οι παραπάνω εργασίες θεωρείται πως μπορεί να εκτελέστηκαν από τα τέλη του 4ου αιώνα έως τις αρχές του 6ου αιώνα, με μεγαλύτερη πιθανότητα τα χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου (379-395 μ.Χ.), ενώ σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, ο ναός αφιερώθηκε στους Ασώματους, όπως φαίνεται να υποδεικνύει, σύμφωνα με τις πηγές, η ονομασία της γειτονικής πύλης των τειχών της πόλης και της συνοικίας γύρω από τον ναό. Καμία από τις προσθήκες των παλαιοχριστιανικών χρόνων, με εξαίρεση τη διαμόρφωση της ανατολικής κόγχης, δε σώζεται σήμερα. Εσωτερικά, όταν το κτίριο μετατράπηκε σε ναό, οι επιφάνειες καλύφθηκαν με ορθομαρμαρώσεις στη χαμηλότερη ζώνη, και εξαίρετα ψηφιδωτά στις ανώτερες, έργα σπουδαίου καλλιτεχνικού εργαστηρίου. Τα θέματα στις καμάρες των κογχών και στους φεγγίτες έχουν καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα και εντυπωσιάζουν με το πλήθος των φυτικών και γεωμετρικών μοτίβων που περιλαμβάνουν πουλιά, πανέρια με καρπούς, λουλούδια, τεμνόμενους κύκλους και τετράγωνα. Στο θόλο αναπτύσσονται μεγάλες συνθέσεις ιεραρχημένες σε τρεις ζώνες με θέμα, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, την θριαμβική εμφάνιση του Χριστού ως Ουράνιου Βασιλέα. Η κατώτερη ζώνη είναι η πιο πλατιά και διαιρείται σε οκτώ διάχωρα, από τα οποία το ανατολικό καταστράφηκε με την μερική κατάρρευση του θόλου. Στα υπόλοιπα διάχωρα διατηρούνται τα αρχικά ψηφιδωτά, με παραστάσεις δεόμενων πιθανώς μαρτύρων, συνθέτοντας ένα εικονογραφημένο ημερολόγιο, μπροστά σε διώροφα κτίρια με πυκνά ανοίγματα και σύνθετη διάρθρωση που θυμίζουν προσόψεις σκηνών θεάτρων και τάφων της Πετραίας Αραβίας. Στη μεσαία ζώνη, που έχει σχεδόν ολοκληρωτικά καταστραφεί, υπήρχαν μορφές αποστόλων από τις οποίες σώζονται μόνο τα πόδια. Από την ανώτερη ζώνη σώζονται τα κεφάλια τριών εκ των τεσσάρων αγγέλων που στηρίζουν δόξα από αστέρια και στεφάνι με φύλα και καρπούς. Μεταξύ των αγγέλων εικονίζεται το μυθικό πτηνό φοίνικας να προβάλλει πάνω σε ερυθρό ακτινοβόλο δίσκο. Το σύνθετο νόημα του διακόσμου ολοκληρώνεται στο κέντρο της δόξας, όπου διατηρούνται ίχνη από το αρχικό σχέδιο του ολόσωμου Χριστού σε στάση θριάμβου, σχεδιασμένο με κάρβουνο πάνω στις πλίνθους του θόλου. Σύμφωνα με μία διαφορετική ανάγνωση του διακόσμου θεωρείται πως οι παραστάσεις συνδέονται με την αυτοκρατορική εικονογραφία της ύστερης αρχαιότητας, οπότε θα μπορούσαν να είχαν εκτελεστεί τον 4ο αιώνα στο πλαίσιο μιας ενδεχόμενης μετατροπής του χώρου σε τρίτο μαυσωλείο του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Κατά τα τέλη του 9ου αιώνα το τεταρτοσφαίριο της κόγχης του Ιερού Βήματος τοιχογραφήθηκε με την παράσταση της Ανάληψης, που ανακαλεί σε τεχνοτροπικό επίπεδο την ψηφιδωτή παράσταση της Αγίας Σοφίας. Από τον εξαιρετικό μαρμάρινο άμβωνα της Ροτόντας σώζονται δύο τμήματά που σήμερα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης, ενώ η βάση του βρίσκεται ακόμη κοντά στο νότιο πρόπυλο του ναού, στη θέση όπου βρέθηκε κατά τις ανασκαφές του 1918. Ανήκει στην κατηγορία των αμβώνων με σχήμα ανοιχτού ριπιδίου και οι μορφές που τον κοσμούν συνθέτουν την παράσταση της Προσκύνησης των Μάγων, θέμα μοναδικό για το διάκοσμο των παλαιοχριστιανικών αμβώνων. Ο ναός φαίνεται πως με τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί χρησιμοποιήθηκε ως μητρόπολη της Θεσσαλονίκης από το 1523/24 έως το 1590/91, οπότε μετατράπηκε σε τζαμί. Στη σημερινή του μορφή, διακρίνονται ακόμη οι επεμβάσεις των οθωμανικών χρόνων: ο μιναρές και το σιντριβάνι, το οποίο χτίστηκε στα δυτικά του ναού, τα προστώα της δυτικής και νότιας εισόδου και άλλες επισκευές. Η ονομασία Άγιος Γεώργιος προέρχεται από το ναΐδριο του Αγίου Γεωργίου, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση στα δυτικά, όπου μεταφέρθηκαν τα σκεύη του ναού κατά τη μετατροπή του ναού σε τζαμί.
Μέγας Κωνσταντίνος (περ. 272-337): Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 324 έως το 337. Γεννήθηκε στη Ναϊσό περίπου το 272. Γονείς του ήταν ο Ρωμαίος Καίσαρας Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός και η Ελένη. Έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση, λαμβάνοντας μέρος σε εκστρατείες στο πλευρό του πατέρα του, καταλαμβάνοντας τον βαθμό του τριβούνου, του διοικητή της αυτοκρατορική σωματοφυλακής. Μετά από σειρά διαμαχών, και αφού εξουδετέρωσε τους αντιπάλους του, ανήλθε στον θρόνο το 324. Ως μοναδικός αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος αναδιάρθρωσε το διοικητικό και στρατιωτικό σύστημα, άλλαξε το νόμισμα και ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη, την οποία και έκανε πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας (330). Όντας διορατικός, και αντιλαμβανόμενος την αυξανόμενη δύναμη της νέας θρησκείας, υποστήριξε διακριτικά το χριστιανισμό, ενώ υπέγραψε το Διάταγμα των Μεδιολάνων το 313, με το οποίο θεσπιζόταν η αρχή της ανεξιθρησκίας. Αναμείχθηκε επιπλέον και σε θρησκευτικές διαμάχες και συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, την πλέον καθοριστική για την εξέλιξη της Χριστιανικής Εκκλησίας. Με τις ενέργειές του αυτές, και κυρίως με την υποστήριξη των χριστιανών και τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, διαμόρφωσε στην ουσία την μετέπειτα πορεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Θεοδόσιος Α' : Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 379 έως το 395. Ο Θεοδόσιος, αργότερα αποκαλούμενος και Μέγας, ήταν ο τελευταίος που κυβέρνησε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Προέβη ο ίδιος στην κατάτμησή της προκειμένου να διασφαλίσει αυτοκρατορικό θρόνο στους γιους του, Αρκάδιο και Ονώριο, ενώ αντιμετώπισε επιτυχώς τις βαρβαρικές εισβολές και στερέωσε την αυτοκρατορία παραδίδοντας στους απογόνούς του κράτος στα όρια αυτού του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Υπήρξε υπέρμαχος του Χριστιανισμού, τον οποίο διέδωσε σε όλη την αυτοκρατορία, καταστρατηγώντας το περίφημο Διάταγμα των Μεδιολάνων. Ακολούθησε αδιάλλακτη θρησκευτική πολιτική στο πλαίσιο της οποίας έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες λατρείες. Πεθαίνοντας ο Θεοδόσιος τον Ιανουάριο του 395, κληροδότησε την αυτοκρατορία στους δύο γιους του: στον Αρκάδιο, το ανατολικό τμήμα και στον Ονώριο το δυτικό.
Γότθοι: Γερμανικό φύλο που κατά πάσα πιθανότητα προερχόταν από τη Σκανδιναβία. Περίπου τον 1ο αιώνα μετανάστευσαν νότια κατά μήκος του Βιστούλα ποταμού και εγκαταστάθηκαν στη Σκυθία (περίπου στη σημερινή Ουκρανία). Τον 3ο αι. χωρίστηκαν σε Βησιγότθους και Οστρογότθους. Αρκετοί Γότθοι στρατηγοί φαίνεται πως είχαν αποκτήσει σημαντική επιρροή στη βυζαντινή αυτοκρατορική αυλή, προκαλώντας την αντιπάθεια της αριστοκρατίας και του λαού. Στις αρχές του 5ου αιώνα, έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη μια μεγάλης έκτασης σφαγή Γότθων στρατιωτών, με σκοπό και αποτέλεσμα τον ολοκληρωτικό αποκλεισμό τους από τα στρατιωτικά αξιώματα. Το γεγονός αυτό στοίχησε τελικά στην αυτοκρατορία, καθώς στερήθηκε ιδιαίτερα ικανών στρατιωτικών δυνάμεων.
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου: Ο ναός του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου της πόλης της Θεσσαλονίκης, βρίσκεται στο κέντρο του ιστορικού πυρήνα της πόλης, στη διασταύρωση της ομώνυμης οδού με τη νοητή προέκταση της οδού Αριστοτέλους. Στη θέση του, στα ρωμαϊκά χρόνια, υπήρχε μεγάλο συγκρότημα λουτρών, στο ανατολικό τμήμα του οποίου, την αποκαλούμενη σήμερα Κρύπτη, μαρτύρησε σύμφωνα με την παράδοση ο άγιος Δημήτριος. Μετά την έκδοση του Διατάγματος των Μεδιολάνων, οι πιστοί διαμόρφωσαν στην Κρύπτη ένα μικρό λατρευτικό οικίσκο, ενώ στον ίδιο χώρο ο έπαρχος του Ιλλυρικού Λεόντιος ανέγειρε το 412 μια βασιλική, στην οποία μεταφέρθηκε ο τάφος του αγίου μέσα σε κιβώριο που τοποθετήθηκε στο κεντρικό κλίτος. Το αρχικά ασημένιο κιβώριο που στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με μαρμάρινο περιείχε την λάρνακα, πιθανότατα κενοτάφιο, και την εικόνα του αγίου. Η βασιλική (του 5ου αιώνα) δεν πρέπει να διέφερε σημαντικά από τον σημερινό ναό, εντούτοις η ακριβής μορφή της παραμένει άγνωστη, καθώς το κτίριο καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά, λίγο μετά τον ισχυρότατο σεισμό του 620. Ακολούθησε ανακαίνιση σε αξιοθαύμαστα σύντομο διάστημα, με την επιστασία του επισκόπου της Θεσσαλονίκης και του επάρχου Λέοντος, και το αποτέλεσμα αυτής της ανακαίνισης είναι πολύ κοντά στη σημερινή μορφή του ναού. Ήδη από τα βυζαντινά χρόνια, η τιμή του αγίου Δημητρίου, στον οποίο αποδιδόταν η προστασία της πόλης από τις εχθρικές επιδρομές, ξεπέρασε τα όρια της πόλης. Έτσι, στις εορταστικές εκδηλώσεις που πραγματοποιούνταν προς τιμήν του αγίου στη γιορτή του, κάθε Οκτώβριο, συγκεντρώνονταν προσκυνητές από πολλές χώρες της Ευρώπης και της Ασίας. Το 1493 ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί, αφήνοντας στους χριστιανούς μόνο ένα χώρο στα βορειοδυτικά του, όπου μεταφέρθηκε το κενοτάφιο του αγίου. Το 1912 αποδόθηκε πάλι στη χριστιανική λατρεία. Το 1917, ο ναός υπέστη μεγάλες ζημιές στη διάρκεια της μεγάλης πυρκαγιά που έπληξε μεγάλο τμήμα της άνω πόλης. Οι αναστηλωτικές εργασίες που ακολούθησαν διήρκησαν μέχρι το 1949. Στη διάρκεια αυτών των εργασιών αποκαταστάθηκε και η Κρύπτη, που φιλοξενεί σήμερα έκθεση για την ιστορική εξέλιξη του μνημείου. Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί ο ναός σήμερα, αναγνωρίζεται ως ένα έξοχο δείγμα πεντάκλιτης βασιλικής των αρχών του 7ου αιώνα με εγκάρσιο κλίτος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο σωζόμενος ψηφιδωτός διάκοσμος, που αν και διατηρείται αποσπασματικά, περιλαμβάνει έργα υψηλής ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας, ενδεικτικά της εξέλιξης της Βυζαντινής τέχνης κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο, αλλά και αργότερα. Πρόκειται για κιονόκρανα σε μεγάλη ποικιλία τυπολογίας, μορφής και τεχνικής εξέλιξης, κοσμήτες, μαρμαροθετήματα, πίνακες με opus sectile, από τους οποίους σήμερα σώζονται ελάχιστα δείγματα, το μαρμάρινο επιτύμβιο μνημείο του Λουκά Σπαντούνη (εξαίρετο δείγμα της αναγεννησιακής τέχνης της Βενετίας), ψηφιδωτούς αναθηματικούς πίνακες, προσφορές απλών πολιτών ή αξιωματούχων της πόλης, και μικρό αριθμό τοιχογραφιών. Από τα ψηφιδωτά σώθηκαν μετά την πυρκαγιά του 1917 μόνο εννέα παραστάσεις που εντοπίζονται στους δύο μεγάλους πεσσούς, μπροστά από το Ιερό και στον δυτικό τοίχο του κυρίως ναού, και καλύπτουν την περίοδο από τον 5ο ως τον 9ο αιώνα. Χαρακτηριστικό είναι το ψηφιδωτό του νότιου από τους δύο πεσσούς, στον οποίο σώζεται παράσταση που, σύμφωνα με τη συνοδευτική κτητορική επιγραφή, εικονίζει τον άγιο Δημήτριο ανάμεσα στον επίσκοπο της πόλης και τον έπαρχο Λέοντα (ανακαινιστές του ναού). Από τις ελάχιστες τοιχογραφίες που διασώθηκαν σημαντική από ιστορικής πλευράς είναι η παράσταση στον νότιο τοίχο του ναού που παριστάνει την είσοδο στην πόλη ενός έφιππου αυτοκράτορα, που ταυτίζεται από τους μελετητές είτε με τον Ιουστινιανό Β’ (7ος-8ος αι.) είτε με τον Βασίλειο Β΄(11ος αι.). Επίσης, στον πρώτο πεσσό της νότιας κιονοστοιχίας υπάρχει παράσταση του αγίου Δημητρίου με ένα ιεράρχη σε μικρότερη κλίμακα που θυμιατίζει δίπλα του, και έχει ταυτιστεί με τον Γρηγόριο Παλαμά, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Η τοιχογραφία χρονολογείται στην περίοδο 1360-1380 και συνδέεται με τις θεολογικές έριδες του 14ου αιώνα και το κίνημα του Ησυχασμού στη Θεσσαλονίκη. Στην ανατολική πλευρά του νότιου πτερυγίου του εγκαρσίου κλίτους είναι προσκολλημένο το μεσοβυζαντινό παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου που έχει μορφή μικρής τρίκλιτης βασιλικής. Τη δαπάνη της τοιχογράφησής του, σύμφωνα με την επιγραφή, ανέλαβε στα 1302-1303 ο πρωτοστράτωρ Μιχαήλ Δούκας Γλαβάς Ταρχανειώτης, κτήτορας της μονής Παμμακαρίστου στην Κωνσταντινούπολη, και η σύζυγός του Μαρία Παλαιολογίνα. Οι τοιχογραφίες, που αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα της παλαιολόγειας ζωγραφικής, βρίσκονται πολύ κοντά στην τεχνοτροπία των τοιχογραφιών του Πρωτάτου στο Άγιο Όρος, που έχουν αποδοθεί στον ζωγράφο Μανουήλ Πανσέληνο.
Ο ναός της Αγίας Σοφίας: Ο μητροπολιτικός ναός της Αγίας Σοφίας, αφιερωμένος στη Σοφία και τον Λόγο του Θεού, βρίσκεται εντός του παλαιότερα τειχισμένου πυρήνα της ιστορικής πόλης, σε μικρή απόσταση και νότια της οδού Εγνατίας. Στα κείμενα του 10ου μέχρι και 13ου αιώνα αναφέρεται ως: η Μεγάλη Εκκλησία, ή της Mητροπόλεως Kαθολική, ή Μητρόπολις. Στη διάρκεια της Λατινοκρατίας στη Θεσσαλονίκη (1204-1224) ο ναός μετατράπηκε προσωρινά σε καθεδρικό των Λατίνων, αλλά μετά την παλινόρθωση της βυζαντινής κυριαρχίας αποτέλεσε και πάλι την ορθόδοξη επισκοπική έδρα της πόλης έως το 1523/1524, οπότε μετατράπηκε σε τζαμί. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης αποδόθηκε ξανά στη χριστιανική λατρεία. Ο υφιστάμενος ναός κτίστηκε στον 8ο αιώνα, πάνω στα λείψανα προϋπάρχουσας πεντάκλιτης επισκοπικής βασιλικής του 5ου αιώνα, η οποία καταστράφηκε από σεισμό περίπου το 620. Με τη σειρά της η πεντάκλιτη βασιλική είχε κτιστεί στη θέση πρωιμότερης τρίκλιτης πιθανότατα βασιλικής του 4ου αιώνα, η οποία είχε υποστεί καταστροφή από πυρκαγιά στο β’ τέταρτο του 5ου αιώνα. Τυπολογικά, ο σημερινός ναός ακολουθεί τον τύπο του μεταβατικού σταυροειδούς τρουλαίου ναού με περίστωο, και αποτελεί εξέλιξη της τρουλαίας βασιλικής. Η ιδιαιτερότητα αυτή, σε συνδυασμό με τον χρόνο ανέγερσης, αναδεικνύουν την Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης ως ένα από τα σημαντικότερα εκκλησιαστικά οικοδομήματα της Βυζαντινής περιόδου. Στη σημερινή του μορφή, που διαμορφώθηκε μετά από μια σειρά διαδοχικών προσθηκών και τροποποιήσεων, παραμένει ευκρινής η εξαρχής ογκώδης και ταυτόχρονα μνημειακή φυσιογνωμία, που στο εσωτερικό συμπληρωνόταν κατά τη Βυζαντινή περίοδο με ψηφιδωτά, τοιχογραφίες και ορθομαρμαρώσεις. Από τον γλυπτό διάκοσμο του ναού σώζονται μόνο οι κίονες και τα κιονόκρανα της βόρειας κιονοστοιχίας του ισογείου, τα οποίο κατά πάσα πιθανότητα προέρχονται από την παλαιότερη βασιλική, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η Αγία Σοφία. Τα ψηφιδωτά του ναού προέρχονται από διαφορετικές περιόδους. Ο ανεικονικός διάκοσμος της καμάρας του ιερού βήματος χρονολογείται ανάμεσα στα έτη 780-788, όπως πιστοποιούν τα σταυρόσχημα μονογράμματα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Στ΄ και της μητέρας του Ειρήνης της Αθηναίας και η επιγραφή που αναφέρει τον επίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεόφιλο. Τμήμα της ίδιας ανεικονικής διακόσμησης αποτελούσε και ο μεγάλος σταυρός στην κόγχη, ίχνη του οποίου διακρίνονται πάνω από το φωτοστέφανο και δίπλα από τους ώμους της ένθρονης Βρεφοκρατούσας. Η ψηφιδωτή παράσταση της Παναγίας είναι προβληματική στη χρονολόγησή της. Έχει παλαιότερα θεωρηθεί πως το κάτω μέρος της είναι αρχαιότερο (9ος αι.) και πως το πάνω μέρος ανήκει σε μεταγενέστερη φάση του 11ου ή του 12ου αιώνα. Νεότερες έρευνες φανερώνουν πως δεν διαφοροποιείται ο κορμός από το κάτω τμήμα και κατά συνέπεια υποστηρίζεται πως η παράσταση είναι σύγχρονη με αυτή του τρούλου. Η μεγάλη μνημειακή παράσταση της Ανάληψης στο κέντρο του τρούλου τοποθετείται στα τέλη του 9ου αιώνα και πιθανότατα στο 885, αν δεχτούμε πως ο αρχιεπίσκοπος Παύλος, που αναφέρεται σε επιγραφή στη διακοσμητική ταινία που περιτρέχει το θέμα, ταυτίζεται με τον ομώνυμο μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, που συνδεόταν με τον οικουμενικό πατριάρχη Φώτιο. Η παράσταση εικονίζει τον Χριστό, στο κέντρο κυκλικής δόξας, που στηρίζουν ιπτάμενοι άγγελοι, ενώ χαμηλότερα, στη βάση του τρούλου, αποδίδεται βραχώδες τοπίο, με ελιές στο οποίο κινούνται οι μορφές των αποστόλων. Ανάμεσά τους εικονίζεται η Παναγία, η οποία πλαισιώνεται από δύο αρχαγγέλους που δείχνουν τη Θεία Παρουσία στον ουράνιο θόλο. Στον 11ο αιώνα χρονολογούνται οι τοιχογραφίες στα τόξα του δυτικού τοίχου του νάρθηκα. Διατηρούνται μορφές μοναχών, ενώ ανάμεσά τους διακρίνονται και τοπικοί άγιοι της Θεσσαλονίκης, όπως η αγία Θεοδώρα. Ο ζωγραφικός διάκοσμος που μιμείται ορθομαρμάρωση οφείλεται στις επισκευές που έγιναν κατά την Οθωμανική περίοδο. Το 1890 πυρκαγιά προκάλεσε καταστροφές στο κτίριο, το οποίο αναστηλώθηκε το 1907-1909 από τον Κάρολο Ντηλ. Η επίδραση των σεισμών του 1978 ήταν όμως που οδήγησε στη συστηματική μελέτη και συντήρηση, βήμα απαραίτητο για την ανάδειξη αυτού του τόσο ξεχωριστού μνημείου, μέρους της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς και σημαίνοντος λατρευτικού χώρου στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη.
Ο ναός της Παναγίας Χαλκέων: Ο ναός της Παναγίας Χαλκέων βρίσκεται κοντά στο σημείο διασταύρωσης των οδών Εγνατίας και Αριστοτέλους, σε περιοχή όπου, ήδη από την αρχαιότητα, λειτουργούσαν χαλκοπρατεία. Σύμφωνα με την εγχάρακτη επιγραφή του υπερθύρου της δυτικής εισόδου, ο ναός ανεγέρθηκε το 1028, στη θέση ειδωλολατρικού ιερού, από τον πρωτοσπαθάριο Χριστόφορο, τον κατεπάνω (διοικητή) της Λαγουβαρδίας, τη σύζυγό του Μαρία και τα παιδιά του: Νικηφόρο, Άννα και Κατακαλή. Ο τάφος του κτήτορα βρίσκεται μέσα σε αρκοσόλιο στο μέσο του βόρειου τοίχου. Ο ναός παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό και μορφολογικό ενδιαφέρον. Ανήκει στον τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου, με κεντρικό και δύο περιφερειακούς τρούλους (στα άκρα του διώροφου νάρθηκα), ενώ στην ανατολική του πλευρά διαμορφώνεται τριμερές ιερό με τρίπλευρή αψίδα. Είναι κτισμένος με πλίνθους με την τεχνική της κρυμμένης πλίνθου, κατά την οποία οι σειρές παχύτερων και λεπτότερων πλίνθων εναλλάσσονται, και οι λεπτότεροι που υποχωρούν ελαφρά καλύπτονται με κονίαμα, δημιουργώντας έτσι εναλλαγές κόκκινων (πλίνθοι) και ανοιχτόχρωμων (κονίαμα) επιφανειών. Οι ραδινοί τρούλοι, τα αετώματα, τα τυφλά αψιδώματα, οι πλίνθινοι ημικίονες, οι τοξωτές απολήξεις, τα επάλληλα ανοίγματα, και οι κόγχες αποτελούν μορφολογικά στοιχεία που προσδίδουν στο μνημείο έντονη πλαστικότητα, με αρμονική σύνθεση των επιμέρους όγκων και προσεκτικά ισορροπημένες αναλογίες. Την περίμετρο του ναού περιτρέχει μαρμάρινος κοσμήτης, ενώ κάτω από τον κοσμήτη της νότιας όψης σώζονται πήλινες πλάκες με κουφική διακόσμηση που σχημάτιζαν ζωφόρο. Οι κίονες του ναού φέρουν τεκτονικά κιονόκρανα με σχοινόσχημο κόσμημα στις ακμές και κυκλικά πλαίσια με σταυρούς, ρόδακες και πυροστρόβιλους στις όψεις. Το μεγαλύτερο μέρος του ζωγραφικού διακόσμου είναι σύγχρονο με την ανέγερση του μνημείου, σύμφωνα με επιγραφή στο εσωράχιο του τόξου του ιερού που αναφέρει τους ίδιους κτήτορες. Το εικονογραφικό πρόγραμμα περιλαμβάνει σκηνές από τον Χριστολογικό κύκλο στον κυρίως ναό (Γέννηση, Υπαπαντή, Προσκύνηση των Μάγων, Πεντηκοστή), ενώ αξίζει να σημειωθεί η τοποθέτηση της Ανάληψης στον τρούλο. Στο Ιερό Βήμα εικονίζεται η Πλατυτέρα δεομένη, μετωπικοί Ιεράρχες και η Κοινωνία των Αποστόλων. Στον νάρθηκα αναπτύσσεται το θέμα της Δευτέρας Παρουσίας. Κατά την Παλαιολόγεια περίοδο, ο αρχικός διάκοσμος σε μέρος του βόρειου και νότιου τοίχου, καθώς και στη δυτική πλευρά φαίνεται πως αντικαταστάθηκε. Από αυτές τις παραστάσεις σώζονται σήμερα λίγα λείψανα από την Κοίμηση της Θεοτόκου, κάποιες σκηνές του Ακαθίστου Ύμνου και μορφές μεμονωμένων αγίων. Σημειώνεται ότι κατά την Οθωμανική περίοδο, ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί για να αποδοθεί εκ νέου στη χριστιανική λατρεία με τη λήξη της περιόδου. Κατά τους σεισμούς του 1933, υπέστη σοβαρές ζημιές, των οποίων η αποκατάσταση ολοκληρώθηκε πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Βλάβες υπέστη επίσης και κατά τους σεισμούς του 1978, οι οποίες οδήγησαν σε νέο κύκλο εργασιών συντήρησης από τη δεκαετία του 1980 και εξής.
Αυτοκρατορία της Νίκαιας: ένα από τα διάδοχα κράτη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που ιδρύθηκαν από τη βυζαντινή αριστοκρατία, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της τέταρτης σταυροφορίας, τον Απρίλιο του 1204. Ιδρύθηκε από τον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη, οι διάδοχοι του οποίου ηγήθηκαν της αυτοκρατορίας μέχρι την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το 1261.
Ο ναός των Αγίων Αποστόλων: Ο ναός των Αγίων Αποστόλων βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης, σε μικρή απόσταση από τα δυτικά τείχη και το σημείο όπου βρισκόταν η κατεστραμμένη σήμερα Ληταία Πύλη. Πρόκειται για καθολικό μοναστηριού, από το οποίο διασώθηκαν επίσης μέρος του άλλοτε επιβλητικού πυργοειδούς πυλώνα στα νοτιοδυτικά του ναού και μεγάλης χωρητικότητας κινστέρνα στα βορειοδυτικά του. Η τελευταία μαρτυρεί με το μέγεθός της τον μεγάλο αριθμό των μοναχών που εξυπηρετούσε και κατ΄ επέκταση τον πλούτο της μονής. Σύμφωνα με την παράδοση, η σημερινή του η ονομασία οφείλεται στη λαϊκή δοξασία περί κάλυψης του ναού με δώδεκα θόλους που συμβόλιζαν τους αποστόλους, ενώ αρχικά θα πρέπει να ήταν αφιερωμένος στην Παναγία, όπως μαρτυρά το θεματολόγιο των τοιχογραφιών του περιστώου του ναού. Το ίδιο το καθολικό κτίστηκε στο διάστημα 1310 - 1314, με χορηγία του πατριάρχη Νίφωνος Α΄, όπως μαρτυρά η επιγραφή στο υπέρθυρο της εισόδου, τα μονογράμματα στα κιονόκρανα της δυτικής όψης και οι κεραμοπλαστικές επιγραφές στη δυτική και νότια όψη. Ως δεύτερος κτήτορας αναφέρεται ο μαθητής του και ηγούμενος της μονής Παύλος, ο οποίος εικονίζεται δεόμενος μπροστά στην ένθρονη Θεοτόκο στο υπέρθυρο της εισόδου από τον νάρθηκα προς τον κυρίως ναό. Περί το 1520-1530 η μονή μετατράπηκε σε τζαμί. Τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες καλύφθηκαν με επίχρισμα, αφού πρώτα αφαιρέθηκαν προσεκτικά οι χρυσές ψηφίδες του βάθους των παραστάσεων. Αποδόθηκε εκ νέου στη χριστιανική λατρεία μετά την απελευθέρωση του 1912. Αρχιτεκτονικά ανήκει στον τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου, με νάρθηκα και περίστωο σχήματος Π. Το περίστωο καταλήγει ανατολικά σε δύο παρεκκλήσια και στεγάζεται με τέσσερις χαμηλούς τρούλλους στις γωνιές. Στην ανατολική όψη κυριαρχεί η μεγάλη επτάπλευρη κόγχη του Ιερού Βήματος που περιβάλλεται από τις μικρότερες τρίπλευρες της πρόθεσης και του διακονικού. Η εξωτερική διαμόρφωση των όψεων περιλαμβάνει στοιχεία τυπικά για την παλαιολόγεια αρχιτεκτονική (πολλά αψιδώματα, κόγχες και πλίνθινους ημικιονίσκους) σε άριστη εκτέλεση. Εξωτερικά, οι προσεγμένες αναλογίες, σε συνδυασμό με την ποικιλία των μορφολογικών στοιχείων, συνθέτουν ένα έξοχα ισορροπημένο και εκλεπτυσμένο σύνολο. Τα υπολείμματα του εσωτερικού διακόσμου περιλαμβάνουν ψηφιδωτά και τοιχογραφίες εξαιρετικής ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας. Τα ψηφιδωτά πραγματοποιήθηκαν χάρη στη χορηγία του πατριάρχη Νίφωνος, που προφανώς σκόπευε να διακοσμήσει τα κατώτερα τμήματα με ορθομαρμαρώσεις. Απεικονίζουν στον κεντρικό τρούλο τον Παντοκράτορα σε προτομή περιστοιχισμένο από δέκα ολόσωμους προφήτες. Χαμηλότερα σώζονται οι τέσσερις ευαγγελιστές, ενώ στις καμάρες διατηρούνται σκηνές του Δωδεκαόρτου: η Γέννηση, η Μεταμόρφωση, η Βαϊοφόρος, η Ανάσταση, η Σταύρωση και η Κοίμηση της Θεοτόκου. Ανάμεσα στα τελευταία δείγματα αυτού του είδους διακόσμησης στο Βυζάντιο, τα ψηφιδωτά των Αγίων Αποστόλων συγκαταλέγονται μαζί με αυτά της Μονής της Χώρας και της Παμμακαρίστου στην Κωνσταντινούπολη στις ύψιστες εκδηλώσεις της τέχνης των παλαιολόγειων χρόνων. Η καθαίρεση του Νίφωνος από τον πατριαρχικό θρόνο το 1314 δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει το φιλόδοξο σχέδιο. Ο διάκοσμος του ναού συμπληρώθηκε με τις εξίσου υψηλής ποιότητας τοιχογραφίες στα χαμηλότερα τμήματα του κυρίως ναού, το νάρθηκα, το περίστωο και το βόρειο παρεκκλήσι του Προδρόμου με σκηνές από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη και με θέματα συμβολικά ή εμπνευσμένα από την υμνογραφία. Η τοιχογράφηση έχει συνδεθεί με την ηγουμενία του δεύτερου κτήτορα Παύλου, και τοποθετείται στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του 14ου αιώνα.
Ο ναός της Αγίας Αικατερίνης: Ο ναός της Αγίας Αικατερίνης βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του οικισμού της Άνω Πόλης στη Θεσσαλονίκη. Μέχρι σήμερα αγνοείται το βυζαντινό όνομα του ναού και δεν έχει καταστεί δυνατό να ταυτιστεί με κάποια από τις αναφερόμενες στις πηγές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης. Πάντως οι ενδείξεις που παρέχει το ίδιο το μνημείο υπονοούν ότι ήταν αρχικά αφιερωμένο στο Χριστό, και ορισμένοι ερευνητές το ταύτισαν με το καθολικό της μονής του Χριστού Παντοδυνάμου. Πρόκειται για σύνθετο τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό με περίστωο που απολήγει ανατολικά σε δύο συμμετρικά παρεκκλήσια. Το κτίριο έχει συνολικά πέντε τρούλλους, τον κεντρικό, που στεγάζει τον κυρίως ναό, και τέσσερις μικρότερους, από ένα σε κάθε γωνία του περιστώου. Εξωτερικά, το μνημείο παρουσιάζει ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη μορφή, αποτέλεσμα της κλιμάκωσης του κτηριακού όγκου, που συγκροτείται με κομψές αναλογίες και σειρά επιμέρους διακοσμητικών στοιχείων (οδοντωτές ταινίες, τυφλές κόγχες και αψιδώματα, ημικίονες, παράθυρα τρίλοβα και δίλοβα, ανοίγματα με επάλληλα αψιδώματα, κεραμοπλαστικά θέματα), ενώ ένας μαρμάρινος κοσμήτης διαιρεί το κυβικό σώμα του ναού δημιουργώντας έντονο οριζόντιο άξονα. Η χρονολόγηση του ναού τοποθετείται από διάφορους ερευνητές από το τέλος του 13ου έως τις αρχές του 14ου αιώνα. Εντούτοις, υπάρχουν ενδείξεις για την ενσωμάτωση παλαιότερου κτίσματος, οπότε παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο μιας ακόμη παλαιότερης χρονολόγησης. Στο εσωτερικό, σώζεται μικρό μέρος των αρχικών τοιχογραφιών, που με βάση τα τεχνοτροπικά τους χαρακτηριστικά έχουν χρονολογηθεί στις αρχές του 14ου αιώνα, γύρω στα 1315-1325. Στην κόγχη του Ιερού Βήματος διακρίνονται ιεράρχες και η Κοινωνία των Αποστόλων. Στον κεντρικό τρούλλο διατηρούνται προφήτες και άγγελοί γύρω από τον κατεστραμμένο σήμερα Παντοκράτορα. Στον κυρίως ναό το εικονογραφικό πρόγραμμα περιλαμβάνει σκηνές από τα Θαύματα του Χριστού, ενώ στο δυτικό σκέλος του περιστώου παρουσιάζονται μεμονωμένοι άγιοι, κυρίως ασκητές και στυλίτες. Η περιορισμένη διατήρηση του διακόσμου σχετίζεται με τις σημαντικές παρεμβάσεις που συνόδευσαν τη μετατροπή του ναού σε τζαμί κατά την οθωμανική περίοδο. Οι παρεμβάσεις αυτές οδήγησαν σε εκτεταμένες εργασίες συντήρησης κατά την περίοδο 1947-1951, δίνοντας στο ναό τη σημερινή του μορφή, ενώ ακολούθησαν κι άλλες εργασίες στη στέγη και τους θόλους κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990.
Ζηλωτές: Οι Ζηλωτές εμφανίστηκαν ως οργανωμένη ομάδα με κοινωνικά αιτήματα, μαζί με τη συντεχνία των ναυτών το 1342, και ως το 1350 κυριάρχησαν στις πολιτικές εξελίξεις της Θεσσαλονίκης. Ως ομάδα είχαν σαφή αντιαριστοκρατικό πολιτικό προσανατολισμό. Ενεπλάκησαν στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο (1341-1354) υποστηρίζοντας τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο εναντίον του ανταπαιτητή του θρόνου Ιωάννη Καντακουζηνού. Όταν το 1345 ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Ιωάννης Απόκαυκος αποφάσισε την παράδοση της πόλης στον Καντακουζηνό, οι Ζηλωτές εξεγέρθηκαν και κατέλαβαν την εξουσία, την οποία και διατήρησαν μέχρι το 1350. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της πόλης από τους Ζηλωτές, δημεύτηκαν οι περιουσίες της ανώτερης τάξης με σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της πόλης. Το 1350 ο Καντακουζηνός και ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε', εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη και κατέλυσαν το επαναστατικό καθεστώς των Ζηλωτών.


Βιβλιογραφία (10)

1. Θεσσαλονίκη, Μάιος 1983

2. Η Θεσσαλονίκη και τα μνημεία της, Θεσσαλονίκη, 1985

3. Μαυροπούλου - Τσιούμη Χ., Βυζαντινή Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη, 1993

4. Κωνσταντακοπούλου, Α., Βυζαντινή Θεσσαλονίκη: χώρος και ιδεολογία, Γιάννενα, 1996

5. Τούρτα Α., Κουρκουτίδου - Νικολαϊδου Ε., "Περίπατοι στη Βυζαντινή Θεσσαλονίκη", 1997

6. Μουτσόπουλος Ν.Κ., Κοσμική Μεσαιωνική Αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια 1300 - 1500 και η Διατήρησή της, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1999

7. Αδάμ-Βλένη, Π, Θεσσαλονίκη, νεράιδα, βασίλισσα, γοργόνα, Θεσσαλονίκη, 2001

8. Λευκός Πύργος Θεσσαλονίκης, http://www.lpth.gr/gr/

9. Θεόδωρος Κορρές - Βυζαντινή Μακεδονία (324-125), http://www.imma.edu.gr/imma/history/04.html

10. Η Καθημερινή Επτά Ημέρες 23071995, http://wwk.kathimerini.gr/kath/7days/1995/07/23071995.pdf


Σχόλια (0)