Ο ναός της Αγίας Σοφίας


Ο μητροπολιτικός ναός της Αγίας Σοφίας, αφιερωμένος στη Σοφία και τον Λόγο του Θεού, βρίσκεται εντός του παλαιότερα τειχισμένου πυρήνα της ιστορικής πόλης, σε μικρή απόσταση και νότια της οδού Εγνατίας. Στα κείμενα του 10ου μέχρι και 13ου αιώνα αναφέρεται ως: η Μεγάλη Εκκλησία, ή της Mητροπόλεως Kαθολική, ή Μητρόπολις. Στη διάρκεια της Λατινοκρατίας στη Θεσσαλονίκη (1204-1224) ο ναός μετατράπηκε προσωρινά σε καθεδρικό των Λατίνων, αλλά μετά την παλινόρθωση της βυζαντινής κυριαρχίας αποτέλεσε και πάλι την ορθόδοξη επισκοπική έδρα της πόλης έως το 1523/1524, οπότε μετατράπηκε σε τζαμί. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης αποδόθηκε ξανά στη χριστιανική λατρεία.

Ο υφιστάμενος ναός κτίστηκε στον 8ο αιώνα, πάνω στα λείψανα προϋπάρχουσας πεντάκλιτης επισκοπικής βασιλικής του 5ου αιώνα, η οποία καταστράφηκε από σεισμό περίπου το 620. Με τη σειρά της η πεντάκλιτη βασιλική είχε κτιστεί στη θέση πρωιμότερης τρίκλιτης πιθανότατα βασιλικής του 4ου αιώνα, η οποία είχε υποστεί καταστροφή από πυρκαγιά στο β’ τέταρτο του 5ου αιώνα.

Τυπολογικά, ο σημερινός ναός ακολουθεί τον τύπο του μεταβατικού σταυροειδούς τρουλαίου ναού με περίστωο, και αποτελεί εξέλιξη της τρουλαίας βασιλικής. Η ιδιαιτερότητα αυτή, σε συνδυασμό με τον χρόνο ανέγερσης, αναδεικνύουν την Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης ως ένα από τα σημαντικότερα εκκλησιαστικά οικοδομήματα της Βυζαντινής περιόδου.

Στη σημερινή του μορφή, που διαμορφώθηκε μετά από μια σειρά διαδοχικών προσθηκών και τροποποιήσεων, παραμένει ευκρινής η εξαρχής ογκώδης και ταυτόχρονα μνημειακή φυσιογνωμία, που στο εσωτερικό συμπληρωνόταν κατά τη Βυζαντινή περίοδο με ψηφιδωτά, τοιχογραφίες και ορθομαρμαρώσεις.

Από τον γλυπτό διάκοσμο του ναού σώζονται μόνο οι κίονες και τα κιονόκρανα της βόρειας κιονοστοιχίας του ισογείου, τα οποίο κατά πάσα πιθανότητα προέρχονται από την παλαιότερη βασιλική, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η Αγία Σοφία.

Τα ψηφιδωτά του ναού προέρχονται από διαφορετικές περιόδους. Ο ανεικονικός διάκοσμος της καμάρας του ιερού βήματος χρονολογείται ανάμεσα στα έτη 780-788, όπως πιστοποιούν τα σταυρόσχημα μονογράμματα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Στ΄ και της μητέρας του Ειρήνης της Αθηναίας και η επιγραφή που αναφέρει τον επίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεόφιλο. Τμήμα της ίδιας ανεικονικής διακόσμησης αποτελούσε και ο μεγάλος σταυρός στην κόγχη, ίχνη του οποίου διακρίνονται πάνω από το φωτοστέφανο και δίπλα από τους ώμους της ένθρονης Βρεφοκρατούσας. Η ψηφιδωτή παράσταση της Παναγίας είναι προβληματική στη χρονολόγησή της. Έχει παλαιότερα θεωρηθεί πως το κάτω μέρος της είναι αρχαιότερο (9ος αι.) και πως το πάνω μέρος ανήκει σε μεταγενέστερη φάση του 11ου ή του 12ου αιώνα. Νεότερες έρευνες φανερώνουν πως δεν διαφοροποιείται ο κορμός από το κάτω τμήμα και κατά συνέπεια υποστηρίζεται πως η παράσταση είναι σύγχρονη με αυτή του τρούλου.

Η μεγάλη μνημειακή παράσταση της Ανάληψης στο κέντρο του τρούλου τοποθετείται στα τέλη του 9ου αιώνα και πιθανότατα στο 885, αν δεχτούμε πως ο αρχιεπίσκοπος Παύλος, που αναφέρεται σε επιγραφή στη διακοσμητική ταινία που περιτρέχει το θέμα, ταυτίζεται με τον ομώνυμο μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, που συνδεόταν με τον οικουμενικό πατριάρχη Φώτιο. Η παράσταση εικονίζει τον Χριστό, στο κέντρο κυκλικής δόξας, που στηρίζουν ιπτάμενοι άγγελοι, ενώ χαμηλότερα, στη βάση του τρούλου, αποδίδεται βραχώδες τοπίο, με ελιές στο οποίο κινούνται οι μορφές των αποστόλων. Ανάμεσά τους εικονίζεται η Παναγία, η οποία πλαισιώνεται από δύο αρχαγγέλους που δείχνουν τη Θεία Παρουσία στον ουράνιο θόλο.

Στον 11ο αιώνα χρονολογούνται οι τοιχογραφίες στα τόξα του δυτικού τοίχου του νάρθηκα. Διατηρούνται μορφές μοναχών, ενώ ανάμεσά τους διακρίνονται και τοπικοί άγιοι της Θεσσαλονίκης, όπως η αγία Θεοδώρα.

Ο ζωγραφικός διάκοσμος που μιμείται ορθομαρμάρωση οφείλεται στις επισκευές που έγιναν κατά την Οθωμανική περίοδο. Το 1890 πυρκαγιά προκάλεσε καταστροφές στο κτίριο, το οποίο αναστηλώθηκε το 1907-1909 από τον Κάρολο Ντηλ. Η επίδραση των σεισμών του 1978 ήταν όμως που οδήγησε στη συστηματική μελέτη και συντήρηση, βήμα απαραίτητο για την ανάδειξη αυτού του τόσο ξεχωριστού μνημείου, μέρους της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς και σημαίνοντος λατρευτικού χώρου στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη.


Γλωσσάρι (11)

βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.
ημισύνθετος σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο: πρόκειται για μια από τις τέσσερις παραλλαγές του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού. Στον τύπο αυτόν, τμήμα του ορθογώνιου χώρου του ιερού βήματος εισχωρεί και εγγράφεται στο κεντρικό τετράγωνο, χάνοντας έτσι την αρχιτεκτονική του αυτοτέλεια, καθώς οι δύο χώροι δεν διαχωρίζονται με σαφήνεια.
περίστωο: ο ενιαίος χώρος που περιβάλλει περιμετρικά τον κυρίως ναό ή τον περίκεντρο πυρήνα ενός κτίσματος. Στις τρουλλαίες βασιλικές το περίστωο σχηματίζεται από τα πλάγια κλίτη και το δυτικό τμήμα του ναού. Αργότερα περίστωα περιέκλειαν και σταυροειδείς εγγεγραμμένους πυρήνες. Στην Παλαιολόγεια περίοδο πολλοί μεσοβυζαντινοί ναοί της Κωνσταντινούπολης αποκτούν περίστωα, τα οποία συχνά φιλοξενούν ταφικά παρεκκλήσια.
ψηφιδωτό: σχέδιο ή παράσταση που σχηματίζεται με τη συναρμολόγηση και συγκόλληση ποικιλόχρωμων ψηφίδων. Ψηφιδωτή διακόσμηση μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις επιφάνειες ενός κτιρίου, δάπεδο τοίχους ή οροφή.
τοιχογραφία: ζωγραφική παράσταση στην επιφάνεια τοίχου ή οροφής οικοδομήματος.
ορθομαρμάρωση: η κάλυψη της επιφάνειας τοίχου με μαρμάρινες πλάκες
κίονας: κυλινδρικό κατακόρυφο στήριγμα. Η χρήση τους ξεκινά από την αρχαιότητα και υιοθετείται και στους βυζαντινούς ναούς. Συχνά χρησιμοποιούνται σε χριστιανικές εκκλησίες από αρχαίους ναούς. Οι βυζαντινοί κίονες είναι κατά κανόνα μαρμάρινοι, συνήθως μονολιθικοί και αράβδωτοι.
κιονόκρανο: το ανώτερο τμήμα ενός κίονα που φέρει διακόσμηση και πάνω στο οποίο στηρίζεται το επιστύλιο. Υπήρχουν τρεις βασικοί τύποι κιονοκράνων: το δωρικό, το ιωνικό και το κορινθιακό, οι οποίοι εμπλουτίστηκαν στους Βυζαντινούς ναούς, όπου επικρατούσε το κορινθιακού τύπου κιονόκρανο σε διάφορες παραλλαγές.
κιονοστοιχία: σειρά κιόνων που τοποθετούνται γύρω και μέσα σε οικοδομήματα.
ανεικονικός διάκοσμος: διακόσμηση που βασίζεται σε φυτικά η γεωμετρικά μοτίβα, χωρίς απεικονίσεις προσώπων ή παραστάσεις. Τέτοιου τύπου διάκοσμος συναντάται συνήθως σε δάπεδα, ψηφιδωτά, και τοιχογραφίες τάφων κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο, συνεχίζεται στα πρώτα βυζαντινά χρόνια σε διάφορα μνημεία, και αναβιώνει στο ζωγραφικό πρόγραμμα μνημείων της εποχής της Εικονομαχίας.
δόξα: το κυκλικό ή ωοειδές φωτεινό σχήμα που περιβάλλει σε ορισμένες απεικονίσεις τον Χριστό, ως σύμβολο της Θείας φύσης του. Η δόξα μπορεί επίσης να μοιάζει με άστρο ή να αποτελείται από διπλούς ρόμβους. Στις περιπτώσεις που ο Χριστός περιβάλλεται από διπλή δόξα (μία ωοειδή και μία ρομβοειδή) υποδηλώνεται η παρουσία της Αγίας Τριάδας.


Πληροφοριακά Κείμενα (0)


Βιβλιογραφία (7)

1. Βελένης Γεώργιος, Η χρονολόγηση του ναού της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης μέσα από τα επιγραφικά δεδομένα, 1997

2. Θεοχαρίδου Κ., Η αρχιτεκτονική του ναού της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα, 1994

3. ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ- ΤΣΙΟΥΜΗ Χ., Μπακιρτζής Χαράλαμπος, Ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης. 4ος-14ος αιώνας, Καπόν, Αθήνα, 2012

4. Τούρτα Α., Κουρκουτίδου - Νικολαϊδου Ε., "Περίπατοι στη Βυζαντινή Θεσσαλονίκη", 1997

5. Μέντζος Α, Αγία Σοφία ή Άγιος Μάρκος, 2000

6. Μέντζος Α, Συμβολή στην έρευνα του αρχαιότερου ναού της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης, 1981

7. Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού | Ναός Αγίας Σοφίας, http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=1661


Σχόλια (0)