Ο ναός του Μιχαήλ Αρχαγγέλου


Ο ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στον οικισμό της Κάτω Επισκοπής Κισσάμου χρονολογείται στο β’ μισό του 6ου αι. και θεωρείται το σημαντικότερο παλαιοχριστιανικό μνημείο της Κρήτης. Η εκκλησία παρουσιάζει μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον τόσο από αρχιτεκτονικής, όσο και από ζωγραφικής άποψης. Πρόκειται για μοναδικό στην Κρήτη περίκεντρο οικοδόμημα, το οποίο εγγράφεται σε ορθογώνια κάτοψη, με ημικυλινδρική κόγχη και θολοσκέπαστα παστοφόρια εκατέρωθεν, θολοσκέπαστο νάρθηκα και αίθριο. Χαρακτηριστικός είναι ο μεγάλων διαστάσεων τρούλλος που καλύπτει τον πυρήνα του ναού και ο οποίος εξωτερικά παρουσιάζει βαθμιδωτή διάρθρωση από ομόκεντρες στεφάνες. Τα ψηφιδωτά δάπεδα φέρουν διάκοσμο που σύμφωνα με την τάση της εποχής συνδυάζει φυτικά (κληματίδες, φύλλα κισσού) και διακοσμητικά (φολίδες, πλαίσια από τεμνόμενα ημικύκλια) μοτίβα με την παρεμβολή έμψυχων όντων (ιχθύων).
 
Οι τοιχογραφίες του ναού έχουν διασωθεί αποσπασματικά σε τέσσερα ή πέντε στρώματα. Το αρχικό στρώμα έχει χρονολογηθεί στον 7ο αι. και περιλαμβάνει παράσταση Ανάληψης και στηθάρια αγίων στον τρούλο, παράσταση του Ευαγγελιστή Ματθαίου στο νάρθηκα, του Αγίου Γεωργίου και αφιερωτή στο νότιο παστοφόριο και αρχαγγέλου στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του ιερού. Στο δεύτερο στρώμα έχουν αποκαλυφθεί τμήματα τοιχογραφιών που ανάγονται στην περίοδο της Εικονομαχίας με ανεικονικά θέματα σταυρών. Το τρίτο στρώμα, των μέσων βυζαντινών χρόνων, αποτελεί δείγμα υψηλής ζωγραφικής τέχνης με επιρροές από την κομνήνεια τέχνη της πρωτεύουσας και συνδέεται με το ιστορικό γεγονός της μεταφοράς της έδρας της Επισκοπής Κισσάμου στο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο (961-1204).


Γλωσσάρι (12)

Παλαιοχριστιανική Περίοδος: η Παλαιοχριστιανική περίοδος τυπικά ξεκινά από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μ. Κωνσταντίνο στα 330 μ.Χ. και τη μεταφορά σε αυτή της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, και λήγει με το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Α (565).
περίκεντρο κτήριο: αρχιτεκτονική μορφή που χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατά τα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Σε αντίθεση με τη βασιλική, στην οποία τονίζεται ο κατά μήκος άξονας, εδώ δίδεται έμφαση στον κατακόρυφο άξονα, γύρω απ’ τον οποίο οργανώνεται ο χώρος. Ανάλογα με τη μορφή τους, τα κτήρια αυτά διακρίνονται σε κυκλικά, οκταγωνικά, εξαγωνικά, τρίκογχα και τετράκογχα.
κόγχη: η αψίδα. Εσωτερικά είναι ημικυκλική, ενώ εξωτερικά μπορεί να είναι πεταλόσχημη, ορθογώνια, τριφυλλόσχημη ή πολυγωνική.
παστοφόρια: πρόκειται για τους δύο ορθογώνιους ή τετράγωνους χώρους που πλαισίωναν την αψίδα του ιερού σε παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Η λέξη προοέρχεται από το "παστάς" που σημαίνει νυφικό κρεβάτι, και αναφέρεται στη μυστική ένωση του πιστού με τον Νυμφίο Χριστό. Πολύ νωρίς το βόρειο ονομάστηκε πρόθεση, λόγω της προετοιμασίας των Τιμίων Δώρων και νότιο, όπου χρησίμευε ως σκευοφυλάκιο, διακονικό.
νάρθηκας: ο νάρθηκας είναι η στενόμακρη αίθουσα που εκτείνεται σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς της βασιλικής. Προήλθε από την ανατολική στοά του αιθρίου, η οποία ενσωματώθηκε στον ναό. Χρησίμευε ως χώρος παραμονής των κατηχουμένων, οι οποίοι δεν επιτρεπόταν να παρακολουθήσουν το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας.
αίθριο: τετράπλευρη αυλή που αναπτυσσόταν μπροστά από τη δυτική πλευρά (κύρια είσοδος) των χριστιανικών βασιλικών και περικλειόταν από στοές. Οι στοές εξυπηρετούσαν λειτουργικούς λόγους, όπως την παραμονή εκεί των πιστών πριν την είσοδο στον ναό για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας αλλά και πρακτικούς σκοπούς, όπως προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Γενικά το αίθριο χάριζε μεγαλοπρέπεια στον ναό και τον απομόνωνε από τον γύρω χώρο. Στο εσωτερικό του υπήρχαν κρήνες για το συμβολικό καθαρμό των χεριών και των ποδιών των πιστών, καθώς και για την τέλεση της ακολουθίας του Αγιασμού.
τρούλος: ημισφαιρικός θόλος που στηρίζεται σε κυλινδρικό ή πολυγωνικό τύμπανο. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στη χριστιανική εκκλησιαστική αρχιτεκτονική.
ψηφιδωτό: σχέδιο ή παράσταση που σχηματίζεται με τη συναρμολόγηση και συγκόλληση ποικιλόχρωμων ψηφίδων. Ψηφιδωτή διακόσμηση μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις επιφάνειες ενός κτιρίου, δάπεδο τοίχους ή οροφή.
τοιχογραφία: ζωγραφική παράσταση στην επιφάνεια τοίχου ή οροφής οικοδομήματος.
τεταρτοσφαίριο: τρόπος κάλυψης συνήθως της κόγχης του ιερού βήματος που έχει τη μορφή 1/4 της σφαίρας.
βήμα (ιερό βήμα): πρόκειται για το ανατολικό τμήμα του ναού που καταλήγει σε αψίδα. Είναι συνήθως υπερυψωμένο σε σχέση με το δάπεδο του κυρίως ναού κατά ένα έως τρία σκαλοπάτια. Ο όρος προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «βαίνω», και λόγω της ιερότητας και ιδιαιτερότητάς του ο χώρος ονομάστηκε ιερό βήμα.
ανεικονικός διάκοσμος: διακόσμηση που βασίζεται σε φυτικά η γεωμετρικά μοτίβα, χωρίς απεικονίσεις προσώπων ή παραστάσεις. Τέτοιου τύπου διάκοσμος συναντάται συνήθως σε δάπεδα, ψηφιδωτά, και τοιχογραφίες τάφων κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο, συνεχίζεται στα πρώτα βυζαντινά χρόνια σε διάφορα μνημεία, και αναβιώνει στο ζωγραφικό πρόγραμμα μνημείων της εποχής της Εικονομαχίας.


Πληροφοριακά Κείμενα (1)

Εικονομαχία: με τον όρο Εικονομαχία προσδιορίζεται το κίνημα που στράφηκε κατά της λατρείας εικόνων που απεικόνιζαν τον Θεό ή τους Αγίους. Η περίοδος της εικονομαχίας ξεκίνησε το 726 ή το 730 από τον Λέοντα τον Γ΄, διακόπηκε το 787 από την αυτοκράτειρα Ειρήνη, αποκαταστάθηκε το 815 από τον Λέοντα Ε΄, και έληξε το 843 από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Κατά τις δύο περιόδους της Εικονομαχίας, τα εικονογραφικά προγράμματα των ναών αντικαταστάθηκαν από γεωμετρικά σχήματα, φυτικά θέματα, το σημείο του σταυρού κ.α., ενώ διώχθηκαν όσοι επέμεναν στην προσκύνηση των εικόνων.


Βιβλιογραφία (3)

1. Ανδριανάκης Μ., Ναός του Μιχαήλ Αρχαγγέλου στην Επισκοπή Κισσάμου, Αθήνα, 1984

2. Ανδριανάκης Μ., Η Παλιά Πόλη των Χανίων, Αθήνα, 1997

3. Πασαρέλι Γκ., Βυζαντινή Κρήτη, Αθήνα, 2005


Σχόλια (0)