Το νησί


Η Κρήτη, η Μεγαλόνησος του ελληνικού αρχιπελάγους, με την πρωταγωνιστική και ρηξικέλευθη ιδιοσυγκρασία και τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του πολιτισμού της στιγμάτισε και συχνά καθόρισε τη ροή της ιστορίας του ελλαδικού χώρου.

Με συγκροτημένο πολιτισμό ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους τέθηκε στο προσκήνιο της αυγής του πολιτισμού στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Η μακραίωνη περίοδος ακμής του νησιού, στους χρόνους από το 2800 μέχρι το 1100 π.Χ., ταυτίστηκε με το μινωικό πολιτισμό. Η ανέγερση των παλαιών και νέων ανακτόρων της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων και της Ζάκρου, η ανάπτυξη πλήθους σημαντικών θέσεων όπως η Αγία Τριάδα, η Γόρτυνα, η Ζώμινθος, ο Μύρτος, η Φούρνου Κορυφή, κ.α., η ανάπτυξη μιας εκλεπτυσμένης, πλούσιας και ζωηρής τέχνης, η εμπορική θαλασσοκρατία των Μινωιτών με την εξάπλωση των προϊόντων, της κεραμικής, των τεχνουργημάτων και των καλλιτεχνικών τάσεων σε ολόκληρη την περιφέρεια της μεσογειακής λεκάνης είναι οι αδιάψευστοι μάρτυρες του βεληνεκούς και της ακτινοβολίας του μινωικού πολιτισμού.

Η κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος και η πτώση του μινωικού πολιτισμού ακολουθήθηκαν από τη διείσδυση των Μυκηναίων και το πέρασμα στην εποχή του σιδήρου, η οποία κάθε άλλο παρά την προηγούμενη αίγλη του νησιού θυμίζει. Στους ιστορικούς χρόνους, η Κρήτη δεν έχει χάσει μεν τη θέση της ως εμπορικό κέντρο, έχει όμως περάσει στο περιθώριο των εξελίξεων του ελληνικού κόσμου που συναρτώνται πια με τα μεγάλα κέντρα των Αθηνών, της Σπάρτης και της Μακεδονίας, αργότερα. Την εποχή αυτή σημαντικά αστικά κέντρα του νησιού εντοπίζονται στην Κνωσό, τη Λατώ, την Πραισό, την Κυδωνία και τη Γόρτυνα.

Το 69 π.Χ. το νησί πέρασε βίαια στην κατοχή των Ρωμαίων. Έδρα της διοίκησής τους όρισαν τη Γόρτυνα, η οποία αναδείχθηκε σε σημαντικό κέντρο της εποχής. Στον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα η Κρήτη δέχτηκε το κήρυγμα του χριστιανισμού από τον Απόστολο Παύλο. Την οργάνωση των εκκλησιών στο νησί ανέλαβε το 63 ο μαθητής του Παύλου, Τίτος.  Με τη διάδοση του χριστιανισμού, ανάμεσα στον 4ο και τον 8ο αι., οικοδομήθηκε μεγάλος αριθμός βασιλικών, γεγονός χαρακτηριστικό στην παλαιοχριστιανική εποχή. Μεταξύ αυτών, οι βασιλικές της Σούγιας, της Χερσονήσου, της Πανόρμου, της Ελεύθερνας, της Συβρίτου, του Φραγκοκάστελλου και της Γόρτυνας. Οι πηγές μαρτυρούν πως η Κρήτη αποτελούσε τότε μέρος της διοικητικής περιφέρειας της Μέσσιας (Dioecesis Moesiarum ή Illyricum Orientale), εξαρτώμενη άμεσα από την Εκκλησία της Ρώμης και πως η Επισκοπική Επαρχία της Κρήτης την εποχή αυτή αριθμούσε περίπου είκοσι επισκοπικές έδρες, με τη Γόρτυνα ως μητροπολιτική έδρα. Στην περίοδο της Εικονομαχίας, περί το 754, επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε’, η εκκλησία της Κρήτης αποσπάστηκε από τη Ρώμη και προσαρτήθηκε στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης.

Η εμφύλια σύρραξη που ξέσπασε στην Κρήτη το 823 μεταξύ του Θωμά του Σλάβου και του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β’ καθώς και μια σειρά εξεγέρσεων που έλαβαν χώρα στο δυτικό τμήμα της μεσογειακής λεκάνης –και συγκεκριμένα των Ανδαλουσιανών Αράβων ενάντια στο χαλίφη της Κόρδοβας- έμελλαν να αφήσουν τη Μεγαλόνησο ευάλωτη στους Άραβες. Οι εξεγερθέντες έχοντας εξοριστεί από την ιβηρική χερσόνησο και μην έχοντας πρόσβαση στα βόρεια παράλια της Αφρικής, προσέβλεψαν στην Κρήτη. Το 826 ξεκίνησε μια σειρά επιθέσεων, η οποία κατέληξε με εισβολή σαράντα πολεμικών αραβικών πλοίων στον κόλπο της Σούδας, πολυήμερη λεηλασία και κατάληψη τελικά του νησιού. Η Γόρτυνα ισοπεδώθηκε και οι Άραβες ίδρυσαν τη νέα τους πρωτεύουσα στη θέση της αρχαίας Ηράκλειας ανεγείροντας ένα ισχυρό φρούριο με βαθιές τάφρους, το οποίο ονόμασαν αλ-Χαντάκ, τον μεταγενέστερο Χάνδακα. Με αφετηρία τον Χάνδακα οι Άραβες οργάνωσαν ένα εκτεταμένο πλέγμα επιθέσεων στα νησιά του Αιγαίου, τα οποία βυθίστηκαν στην καταστροφή και την ερήμωση. Οι προσπάθειες του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β’ για την ανάκτηση του νησιού μέχρι το 829, καθώς και η βραχυπρόθεσμα επιτυχής απόπειρα του αντιβασιλέως Μιχαήλ Γ’ το 843 δεν κατόρθωσαν να απαλλάξουν το νησί από την αραβική παρουσία.

Τη σκυτάλη στην προσπάθεια εκτοπισμού των Αράβων ανέλαβε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος, στα χρόνια της βασιλείας του οποίου αναδείχτηκε λόγω των στρατιωτικών του ικανοτήτων ο Νικηφόρος Φωκάς. Με τη διαδοχή του Πορφυρογέννητου από τον αυτοκράτορα Ρωμανό Β’, ο Νικηφόρος ανέλαβε το 960 εκστρατεία προκειμένου να απελευθερώσει την Κρήτη, η οποία μετά από πολύμηνες επιχειρήσεις κατέληξε τον επόμενο χρόνο στην παράδοση του Χάνδακα. Το νησί επέστρεψε ως θέμα στη βυζαντινή κυριαρχία και αναδιοργανώθηκε διοικητικά και εκκλησιαστικά από τον Φωκά. Υπό το φόβο μιας νέας αραβικής απειλής, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε προσωρινά στην ενδοχώρα της περιοχής του Χάνδακα και οικοδομήθηκε ισχυρό τείχος. Στο θρησκευτικό τομέα, ο Φωκάς συνδέθηκε με πνευματικούς ανθρώπους, όπως ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε και ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος, και αναδιοργάνωσε νέες επισκοπικές έδρες μακριά από τις ακτές, ενώ μετέφερε άλλες σε νέες τοποθεσίες. Στα τέλη του 10ου αι. οικοδομήθηκε στη Γόρτυνα ο ναός του Αγίου Τίτου ως μητροπολιτικός ναός πάνω στα ερείπια τρίκλιτης θολοσκεπούς βασιλικής της παλαιοχριστιανικής περιόδου. Ο ναός ανήκει στον σταυροειδή τρίκογχο αρχιτεκτονικό τύπο και στεγάζεται με τρούλλο.

Η περίοδος της δεύτερης βυζαντινής κυριαρχίας στην Κρήτη διήρκεσε μέχρι την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. Με την πτώση της πρωτεύουσας, παρεμβλήθηκε μια σύντομη –μέχρι το 1217- κατοχή του νησιού από τον Γενουάτη κόμη της Μάλτας, Ερρίκο Πεσκατόρε, ο οποίος μερίμνησε με ζέση για την ενίσχυση των φρουρίων του Χάνδακα, του Ρεθύμνου και της Σητείας, καθώς και για την τείχιση άλλων σημαντικών θέσεων του νησιού. Από το 1217 η Κρήτη εδραιώνεται ως μία από τις σημαντικότερες κτήσεις της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας. Ο Χάνδακας, με τη νέα βενετική του ονομασία Candia, εξακολουθεί να είναι η πρωτεύουσα και το διοικητικό κέντρο του νησιού, το οποίο διαιρέθηκε σε έξι τμήματα διοικούμενα από αντίστοιχους Βενετούς διοικητές. Η εγκατάσταση Ενετών αποίκων αύξησε τον πληθυσμό και ανατροφοδότησε την πόλη, η οποία αναμορφώθηκε δραστικά με την ενίσχυση της οχύρωσης και του λιμανιού και την πλούσια ανοικοδόμηση. Οι θαλάσσιοι εμπορικοί δρόμοι διευρύνθηκαν και το εμπόριο άνθισε. Η εκκλησιαστική οργάνωση διατήρησε τη βυζαντινή της μορφή, τοποθετήθηκαν όμως επικεφαλής των επισκοπικών εδρών ένας Έλληνας κι ένας Λατίνος επίσκοπος. Επανειλημμένες εξεγέρσεις των Κρητών κατά της ενετικής κυριαρχίας σημειώθηκαν σε όλη τη διάρκεια του 13ου αι., με αυτή των Σκορδίληδων και των Μελισσηνών στο α’ τέταρτο του αιώνα να ξεχωρίζει, καθώς έτυχε της υποστήριξης των βυζαντινών στρατευμάτων της αυτοκρατορίας της Νίκαιας του Ιωάννη Βατάτζη. Η επανάκτηση της πρωτεύουσας από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο το 1261 πυροδότησε λίγα χρόνια αργότερα επίσης νέο κύμα αναταραχών στο νησί. Ο κύκλος αυτών των επαναστάσεων έκλεισε με την απόπειρα των Ενετών φεουδαρχών μεταξύ του 1363 και 1364 να αποσχιστούν από τη Βενετία προβαίνοντας στη Διακήρυξη της Δημοκρατίας του Αγίου Τίτου.

Με την άλωση της πρωτεύουσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς το 1453 η Κρήτη αναδεικνύεται σε καταφύγιο Κωνσταντινουπολιτών. Παρόλο που η εισροή νέου πληθυσμού αποτέλεσε αναμφίβολα σημαντική μεταβολή, η ομαλή συνύπαρξη που επιτεύχθηκε με τον ντόπιο πληθυσμό και τους Βενετούς, εξαιτίας της προβολής των Οθωμανών ως του κοινού κινδύνου, λειτούργησε γόνιμα και εποικοδομητικά για την Κρήτη, με αποτέλεσμα την κρητική αναγέννηση του 16ο και 17ου αι.

Μεταξύ των ετών 1645 και 1669 λαμβάνει χώρα στο νησί ο Πέμπτος Ενετοτουρκικός πόλεμος. Οι Οθωμανοί που αποβιβάστηκαν  και κατέλαβαν την Κρήτη το 1645, τρία χρόνια αργότερα άρχισαν να πολιορκούν το Χάνδακα. Το 1645 κατέλαβαν τα Χανιά και το 1646 το Ρέθυμνο. Από το Μάιο του 1648 και για 21 ολόκληρα χρόνια θα διαρκέσει η μνημειώδης πολιορκία της πόλης του Χάνδακα, η οποία σφυροκοπήθηκε από καθημερινούς βομβαρδισμούς και επιθέσεις, αλλά κατόρθωσε να αντέξει εφοδιαζόμενη από τη θάλασσα. Η τελευταία φάση της πολύχρονης πολιορκίας αρχίζει το 1666 με την έλευση των πολυάριθμων ενισχύσεων του πασά Φαζήλ Αχμέτ Κιοπρουλού (Köprülü Fazıl Ahmed Paşa). Η δεινή θέση στην οποία περιήλθαν οι πολιορκούμενοι ανάγκασε τον Βενετό στρατηγό Φραγκίσκο Μοροζίνι (Francesco Morosini) να προβεί σε συνθηκολόγηση με τους Οθωμανούς και να τους παραδώσει το νησί.


Γλωσσάρι (5)

βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.
Παλαιοχριστιανική Περίοδος: η Παλαιοχριστιανική περίοδος τυπικά ξεκινά από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μ. Κωνσταντίνο στα 330 μ.Χ. και τη μεταφορά σε αυτή της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, και λήγει με το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Α (565).
τρίκλιτη βασιλική: βασιλική με τρία κλίτη.
τρίκογχο: κτίριο που φέρει τρεις κόγχες στις τρεις πλευρές.
τρούλος: ημισφαιρικός θόλος που στηρίζεται σε κυλινδρικό ή πολυγωνικό τύμπανο. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στη χριστιανική εκκλησιαστική αρχιτεκτονική.


Πληροφοριακά Κείμενα (4)

Η πόλη: Από τα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα της αυτοκρατορίας, η Αθήνα στον 1ο και τον 2ο αιώνα ήταν μια ευημερούσα πόλη που συγκέντρωνε την προσοχή και τις χορηγίες αυτοκρατόρων, όπως ο Αδριανός που αύξησε την περίμετρο των τειχών και διπλασίασε σχεδόν την έκτασή της, και πλούσιων ιδιωτών, όπως ο Ηρώδης ο Αττικός που την κόσμησε με μνημειακά σύνολα που διατηρούνται εν μέρει μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, το 267 η κατάληψη της πόλης από τους Έρουλους και το 396 η επιδρομή των Γότθων του Αλάριχου προκάλεσαν πλήγματα στην άλλοτε λαμπρή πόλη. Ένα τείχος, που στο εξής θα αποτελούσε την κύρια οχύρωση της Αθήνας, περιέκλεισε την Ακρόπολη, τη ρωμαϊκή αγορά και τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Από τις αρχές του 4ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 6ου, οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι έδωσαν ζωή στην Ακαδημία διδάσκοντας ρητορική και φιλοσοφία σε φερέλπιδες νέους, χριστιανούς και ειδωλολάτρες, από όλη την αυτοκρατορία· ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Ιουλιανός ο αυτοκράτορας ήταν τρεις από αυτούς που εκπαιδεύτηκαν εκεί. Η Αθηναΐδα, κόρη του σοφιστή Λεοντίου, με τη μόρφωσή της εντυπωσίασε την αυγούστα Πουλχερία, που της επέβαλε το 421να βαπτιστεί χριστιανή με το νέο όνομα Ευδοκία και να λάβει σύζυγο τον αδελφό της, τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Το λεγόμενο Παλάτι των Γιγάντων στην αρχαία Αγορά, που ιδρύθηκε ακριβώς εκείνη την περίοδο, θα μπορούσε να ανήκει στην ίδια την Ευδοκία και την οικογένειά της. Στις αρχές του 5ου αιώνα αρχίζει να γίνεται αισθητή η χριστιανική παρουσία στην πόλη. Πράγματι, στο εσωτερικό της Βιβλιοθήκης του Αδριανού ιδρύθηκε ένα τετράκογχο, που ίσως ήταν εξαρχής χριστιανικός ναός, ενώ μια τρίκλιτη βασιλική κτίστηκε στο νησί της κοίτης του ποταμού Ιλισού, ίσως αφιερωμένη στη μνήμη του Λεωνίδη, επισκόπου της πόλης. Λίγο πριν από τα μέσα του ίδιου αιώνα ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε ναό αφιερωμένο στη Θεοτόκο και έκτοτε αποτέλεσε τον καθεδρικό ναό. Το τμήμα του πληθυσμού που είχε παραμείνει πιστό στη λατρεία των ειδώλων φαίνεται ότι δεν μπορούσε πλέον να επιβιώσει παρά μόνο με το φόβο, και η πομπή των Παναθηναίων, που συνέχισε να τελείται τον 5ο αιώνα δίνοντας μάλλον μια αίσθηση ανάπαυλας, απογυμνώθηκε από τις παγανιστικές τελετουργίες. Το κλείσιμο της Ακαδημίας και των υπολοίπων σχολών με διάταγμα του Ιουστινιανού το 529 (αν είχε πράγματι ισχύ αυτό το διάταγμα, γιατί υπάρχει διχογνωμία για το θέμα αυτό), επισφράγισε τον οικονομικό μαρασμό της πόλης, η οποία έχασε οριστικά τον ρόλο του εκπαιδευτικού κέντρου. Οι πλούσιες οικίες που αποκαλύφθηκαν σε ανασκαφές στην περιοχή του Αρείου Πάγου εγκαταλείφθηκαν από τους ενοίκους τους ενδεχομένως επειδή δεν μπορούσαν να τις συντηρήσουν λόγω της οικονομικής ύφεσης ή λόγω της εμφάνισης των Σλάβων στα τέλη του 6ου αιώνα. Οι μαρτυρίες των γραπτών πηγών για την Αθήνα στους επόμενους αιώνες είναι σποραδικές. Ο αυτοκράτορας Κώνστας Β’ με τον στρατό και την αυλή του διαχείμασε στην πόλη το 662-663 για να ετοιμάσει την εκστρατεία του στη Σικελία. Από τότε ίσως θα μπορούσαμε να χρονολογήσουμε τις σχέσεις της τοπικής αριστοκρατίας με το παλάτι της Κωνσταντινούπολης: δύο Αθηναίες έγιναν αυτοκράτειρες, η Ειρήνη (στον θρόνο κατά το διάστημα 780-802) και η ανιψιά της Θεοφανώ (στον θρόνο λίγους μήνες του 811). Η προαγωγή της πόλης από επισκοπή σε μητρόπολη. στις αρχές του 9ου αιώνα δεν φαίνεται ότι συνδεόταν με κάποια θεαματική αύξηση του πληθυσμού της, αλλά θα μπορούσε να ήταν επιλογή του παλατιού. Οι οικίες των κατοίκων βρίσκονταν σε συνοικίες (γειτονίες) στα βόρεια, τα δυτικά και τα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης, εντός και εκτός του υστερορρωμαϊκού τείχους. Τα σπίτια είναι γενικά πρόχειρης κατασκευής, με δωμάτια γύρω από μια αυλή και ανάμεσά τους εργαστήρια και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις. Οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως κυρίως τα κατώγια των οικιών, που ήταν γεμάτα αποθηκευτικά πιθάρια. Από τα τέλη του 10ου αιώνα άρχισαν να κτίζονται στην περιοχή βορείως της Ακρόπολης ναοί μικρών διαστάσεων με όγκους που διαγράφονταν με σαφήνεια, με κατασκευή στέρεη, με τοιχοποιία πλινθοπερίκλειστη, και με τρούλους που φέρουν μαρμάρινους κιονίσκους στις ακμές. Χρονολογημένη με ακρίβεια είναι μόνον η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων στην πλατεία Κλαυθμώνος (1049)· ο αρχαιότερος σωζόμενος ναός είναι πιθανότατα το καθολικό της μονής των Ασωμάτων, που είναι ευρύτερα γνωστή ως μονή Πετράκη, του τέλους του 10ου αιώνα, ενώ ο Άγιος Ελευθέριος (ή Μικρή Μητρόπολη) μπορεί να τοποθετηθεί στα τέλη του 12ου αιώνα. Αγνοούμε αν οι ναοί αυτοί ήταν ιδιωτικοί ή καθολικά μικρών μοναστηριών. Η επίσκεψη του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου στην πόλη έγινε το 1018, για να εκπληρωθεί η επιθυμία του να προσευχηθεί στην Παναγία την Αθηνιώτισσα, όπως είχε μετονομαστεί ο Παρθενώνας. Η επίσκεψη αυτή εγκαινίασε μια περίοδο ανάπτυξης του καθεδρικού ναού της πόλης σε κέντρο προσκύνησης. Ωστόσο, ο λόγιος μητροπολίτης Νικήτας Χωνιάτης στα τέλη του 12ου αιώνα εκφράζει πικρία σε λόγους και επιστολές του για τη φτώχεια και την αγραμματοσύνη των κατοίκων, την καταστροφή των οικιών, την ερείπωση των τειχών, την πλεονεξία των κρατικών υπαλλήλων και τις επιδρομές των πειρατών. Το 1204 ο Χωνιάτης αντιστάθηκε στον Λέοντα Σγουρό, συγκεντρώνοντας τον πληθυσμό στην Ακρόπολη. Όμως, λίγο μετά αναγκάστηκε να παραχωρήσει την πόλη στο Βονιφάτιο Μομφερατικό που όρισε τον Γκυ Ντελαρός πρώτο Μεγάλο Κύρη της ηγεμονίας, η οποία μετά το 1259 ονομάστηκε Δουκάτο των Αθηνών που τα εδάφη του εκτείνονταν από τη Λοκρίδα μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο και από την Εύβοια μέχρι τη Δωρίδα. Οι Βουργουνδοί Ντελαρός ύψωσαν το Ριζόκαστρο, ένα νέο τείχος γύρω από την Ακρόπολη, που ενσωμάτωσε μεγάλο μέρος του υστερορρωμαϊκού. Η περίοδος προσαρμογής των ντόπιων κάτω από την κυριαρχία των Ντελαρός και η εγκατάσταση Λατίνου μητροπολίτη στον καθεδρικό ναό από το 1204, δεν ευνόησαν την ίδρυση νέων ή την ανακαίνιση παλαιών εκκλησιών, παρά μόνο στην περιφέρεια, όπως μαρτυρεί ο Άγιος Πέτρος στη σπηλιά της Πεντέλης (1233-1234) και η τοιχογράφηση της Όμορφης εκκλησιάς στο Γαλάτσι, στα τέλη του 13ου αιώνα. Η μονή Δαφνίου παραχωρήθηκε σε Κιστερκιανούς μοναχούς, και το καθολικό της αποτέλεσε τόπο ταφής των Δουκών των Αθηνών. Από το 1311 έως το 1388 η πόλη πέρασε στα χέρια της Καταλανικής Εταιρείας, που έμεινε ονομαστή για τη βαναυσότητα της διοίκησής της. Το 1385 οι Καταλανοί την παρέδωσαν στον Νέριο Ατζαϊουόλι, γόνο γνωστής Φλωρεντινής οικογένειας, που είχε την κυριαρχία της Αθήνας, εκτός από το διάστημα μεταξύ 1394 και 1403 που πέρασε στον έλεγχο των Βενετών μέχρι το 1456. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Ατζαϊουόλι, η πρωτεύουσα του δουκάτου μεταφέρθηκε από τη Θήβα στην Αθήνα. Οι Φλωρεντινοί ανακαίνισαν το παλάτι των Προπυλαίων και τον Παρθενώνα, έκαναν έργα οδοποιίας και κατασκεύασαν ψηλό πύργο στην είσοδο του κάστρου της Ακρόπολης. Το 1456 ο τελευταίος Φλωρεντινός δούκας παρέδωσε την Αθήνα στους Τούρκους και για το λόγο αυτό το 1458 ο Μωάμεθ ο Πορθητής παραχώρησε προνόμια στους Αθηναίους, ανάμεσα στα οποία ήταν η διατήρηση των ναών τους, εκτός του Παρθενώνα, που μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος.
Εικονομαχία: με τον όρο Εικονομαχία προσδιορίζεται το κίνημα που στράφηκε κατά της λατρείας εικόνων που απεικόνιζαν τον Θεό ή τους Αγίους. Η περίοδος της εικονομαχίας ξεκίνησε το 726 ή το 730 από τον Λέοντα τον Γ΄, διακόπηκε το 787 από την αυτοκράτειρα Ειρήνη, αποκαταστάθηκε το 815 από τον Λέοντα Ε΄, και έληξε το 843 από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Κατά τις δύο περιόδους της Εικονομαχίας, τα εικονογραφικά προγράμματα των ναών αντικαταστάθηκαν από γεωμετρικά σχήματα, φυτικά θέματα, το σημείο του σταυρού κ.α., ενώ διώχθηκαν όσοι επέμεναν στην προσκύνηση των εικόνων.
Γενικές πληροφορίες: Η Κωνσταντινούπολη, η βασιλεύουσα πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καταλάμβανε την τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά. Η πόλη κτίστηκε στη θέση μιας αποικίας των Μεγαρέων, που είχε πάρει το όνομα του ιδρυτή της, του Βύζαντα. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αναγνώρισε τη στρατηγική θέση της περιοχής που δέσποζε στο Βόσπορο και ήλεγχε τον εμπορικό δρόμο μεταξύ Αιγαίου πελάγους και Εύξεινου Πόντου. Η πόλη προστατευόταν από τις τρεις πλευρές της από τη θάλασσα, ενώ τα ισχυρά ρεύματα του Βοσπόρου καθιστούσαν την προσέγγιση ιδιαίτερα δύσκολη. Ο Κωνσταντίνος τέλεσε όλες τις απαραίτητες ειδωλολατρικές ιερουργίες για τη θεμελίωση και την οριοθέτηση της νέας πρωτεύουσας από το 324 έως το 326. Τα επίσημα εγκαίνια τελέστηκαν με λαμπρότητα στις 11 Μαΐου του 330, ταυτόχρονα με τον εορτασμό της 25ης επετείου της βασιλείας του και έκτοτε τα εγκαίνια της πόλης γιορτάζονταν πάντα με επισημότητα. Ύστερη ΑρχαιότηταΟ Κωνσταντίνος επεδίωξε να δημιουργήσει μια νέα πρωτεύουσα ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Ελάχιστα είναι τα κτίσματα της κωνσταντίνειας περιόδου που έχουν διασωθεί, αλλά οι μαρτυρίες των πηγών τονίζουν ότι ήταν μια πόλη αυτοκρατορική που είχε όλα τα εχέγγυα για την ευημερίας της, ήταν προστατευμένη με τείχη, κοσμημένη με μεγαλόπρεπα μνημεία και έργα τέχνης από όλες τις πόλεις και τις επαρχίες της αυτοκρατορίας και διέθετε μεγάλα δημόσια κτίρια, σύγκλητο, ιππόδρομο θέατρα, θέρμες και λουτρά, ναούς. Η αυτοκρατορική εξουσία στεγαζόταν στο Ιερό Παλάτιο, που διατηρήθηκε ως έδρα των βυζαντινών ηγεμόνων μέχρι και τον 12ο αιώνα. Με κύριο άξονα το μεγάλο αυτό συγκρότημα, το οποίο συμπληρωνόταν σε κάθε εποχή με νέα κτίσματα, η Κωνσταντινούπολη ήταν η κεφαλή του κράτους και συγκέντρωνε την αφρόκρεμα του πολιτικού, εκκλησιαστικού και πνευματικού βίου της αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη δεν ιδρύθηκε ως χριστιανική πρωτεύουσα. Τα ολιγάριθμα χριστιανικά οικοδομήματα που ανεγέρθηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου ήταν λιγότερα από τα ιερά της ελληνορωμαϊκής λατρείας. Οι τρεις αρχαίοι ναοί της Αρτέμιδος-Σελήνης, του Απόλλωνα και της Αφροδίτης, στην ακρόπολη του Βυζαντίου, εξακολούθησαν να δέχονται πιστούς, ενώ συγχρόνως ιδρύθηκαν και άλλοι, γεγονός που σήμαινε ότι η παλαιά θρησκεία είχε ακόμη οπαδούς. Άλλωστε, το διάταγμα των Μεδιολάνων δεν επέβαλε τον Χριστιανισμό, απλώς τον νομιμοποίησε. Ωστόσο, η νέα θρησκεία, που αναμφισβήτητα ευνοήθηκε με αυτοκρατορικές χορηγίες, διαδόθηκε πολύ γρήγορα, και η Εκκλησία έγινε ισχυρός θεσμός του κράτους. Το χερσαίο τείχος της εποχής του Κωνσταντίνου, από προστατευτικό όριο γρήγορα έγινε εμπόδιο στην ανάπτυξη της πόλης, που γρήγορα συγκέντρωνε νέους κατοίκους που κατέφταναν από όλη την αυτοκρατορία με τις οικογένειές τους. Οι πηγές αναφέρουν ότι μέσα σε μισόν αιώνα περίπου δεν υπήρχε σημείο στην πόλη που να μην είχε καταληφθεί από κτίσματα, πλούσια σπίτια ή παραπήγματα. Η κατάσταση ήταν ανυπόφορη, και για έναν άλλον λόγο: δεν είχαν προβλεφθεί εξαρχής αρκετές δεξαμενές νερού, υπόγειες ή επίγειες, για την εξασφάλιση των κατοίκων και της φρουράς της πόλης σε καιρό πολιορκίας. Ο Θεοδόσιος ο Β’, δύο μόλις χρόνια μετά την κυρίευση της Ρώμης από τους Βησιγότθους του Αλάριχου το 410, πραγματοποίησε την επέκταση του δυτικού ορίου της πόλης κτίζοντας νέα τείχη, που διπλασίασαν σχεδόν την έκτασή της (412-413) και κινστέρνες μεταξύ του κωνσταντίνειου και του νέου τείχους. Το χερσαίο τείχος περιλάμβανε τάφρο, προτείχισμα, και κύρια γραμμή τειχών με μεσοπύργια και ψηλούς ορθογώνιους και οκτάπλευρους πύργους, ενώ το θαλάσσιο δεν διέθετε προτείχισμα και τάφρο. Τα θεοδοσιανά τείχη αποτέλεσαν την γραμμή άμυνας της Κωνσταντινούπολης μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο πολεοδομικός ιστός της Κωνσταντινούπολης περιελάμβανε πολλά στοιχεία που θύμιζαν τη Ρώμη και το άμεσο ρωμαϊκό παρελθόν. Ο κύριος δρόμος της πόλης ήταν η γνωστή Μέση, οδική αρτηρία της πόλης που συνέδεε τη Χρυσή πύλη των τειχών με το συγκρότημα των ανακτόρων. Ήταν ένας πλατύς δρόμος πλαισιωμένος με στοές, όπου στεγάζονταν καταστήματα ενδυμάτων και επίπλων, εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας, κ.α. Ο Κωνσταντίνος ίδρυσε πάνω στη Μέση τον Φόρο (forum) που πήρε το όνομά του, μια κυκλική ή ελλειψοειδή πλατεία με κίονα στη μέση από πορφυρίτη λίθο και άγαλμα του ίδιου στην κορυφή με τα χαρακτηριστικά του Απόλλωνα ή του Ήλιου. Στην πλατεία αυτή βρισκόταν το κτίριο της Συγκλήτου, ο παλαιός ναός της θεάς Ρέας και ο ναός της Τύχης της Κωνσταντινούπολης. Ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος ίδρυσαν δυτικότερα πάνω στη Μέση δύο ακόμη Φόρους, που πήραν τα ονόματά τους. Ο Φόρος του Θεοδοσίου, μάλιστα, λέγεται ότι μιμούνταν τον Φόρο του Τραϊανού στη Ρώμη. Στον 6ον αιώνα, επί Ιουστινιανού, η Κωνσταντινούπολη γνώρισε στιγμές αναταραχής και αγωνίας και ταυτόχρονα κοσμήθηκε με λαμπρά μνημεία. Κατά την καταστολή της στάσης του Νίκα, το 532, τα αυτοκρατορικά στρατεύματα σφαγίασαν περίπου τριάντα χιλιάδες άτομα στον Ιππόδρομο, ενώ προκλήθηκαν μεγάλες καταστροφές στην πόλη από πυρκαγιά που κατέκαυσε τον παλαιό ναό της Αγίας Σοφίας. Αυτό το καταστροφικό γεγονός έδωσε τη δυνατότητα στον Ιουστινιανό να εκπονήσει ένα πρόγραμμα εξωραϊσμού της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με το οποίο οικοδομήθηκαν λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια, και τη λεγόμενη Βασιλική Κινστέρνα, μια υπόγεια δεξαμενή με κτιστούς θόλους που στηρίζονταν πάνω σε κίονες που έφεραν ποικίλα κιονόκρανα, από παλαιότερα κτίρια της πόλης σε δεύτερη χρήση. Το σημαντικότερο ίσως μνημείο που κατασκευάστηκε τον 6ο αιώνα ήταν ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι δύσκολοι αιώνεςΗ Κωνσταντινούπολη εισήλθε σε κρίσιμη περίοδο κατά τον 7ο αιώνα, που επιδεινώθηκε από πολιορκίες, σεισμούς, επιδημίες και εσωτερικές συγκρούσεις. Το 626, επί βασιλείας του αυτοκράτορα Ηράκλειου, οι Άβαροι την πολιόρκησαν, αλλά δεν κατάφεραν να την καταλάβουν, ενώ δύο επιθέσεις των Αράβων το 674 και το 717-718 είχαν την ίδια τύχη. Στην ήδη αποδυναμωμένη πόλη ενέσκηψε ο μεγάλος σεισμός του 740 και η επιδημία πανώλης του 747, που αποδεκάτισαν τους εναπομείναντες κατοίκους. Έχει υπολογιστεί ότι κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας ο πληθυσμός ανερχόταν σε λίγες δεκάδες χιλιάδες, ενώ από τα τέσσερα λιμάνια της λειτουργούσε μόνο το ένα. Κατά τη διάρκεια του 8ου και μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα παρατηρήθηκε πολύ μικρή οικοδομική δραστηριότητα, η οποία επικεντρώθηκε σε οχυρωματικά έργα που στόχευαν στην προστασία της πόλης από εξωτερικούς εχθρούς. Οι Μέσοι και Ύστεροι Βυζαντινοί χρόνοιΗ πορεία ανάκαμψης της αυτοκρατορίας ξεκίνησε από τα μέσα του 9ου αιώνα, οπότε και παρατηρήθηκε αύξηση του πληθυσμού. Μέχρι τον 11ο αιώνα οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης είχαν αυξηθεί τόσο, ώστε να θεωρείται η πολυπληθέστερη πόλη του χριστιανικού κόσμου της εποχής. Αν και η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Ελληνόφωνη, εντούτοις υπήρχαν Αρμένιοι και Ρώσοι, ενώ αρκετά μεγάλη ήταν η Εβραϊκή κοινότητα. Χαρακτηριστικό της ανάπτυξης της πόλης αποτελούσε και η παρουσία Ιταλών εμπόρων από τη Βενετία, τη Γένοβα και την Πίζα, αλλά και η ύπαρξη μικρής Αραβικής κοινότητας με εμπορικές κυρίως δραστηριότητες. Στον πληθυσμό της πόλης θα πρέπει να προσμετρηθούν και οι μισθοφόροι του στρατού από τη δυτική Ευρώπη, αλλά και από τη Σκανδιναβία, οι οποίοι μάλιστα αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα. Ο πλούτος της Κωνσταντινούπολης αποτυπωνόταν στα κτίριά της, δημόσια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά. Κατά την περίοδο αυτή ιδρύθηκαν πολλά μοναστήρια από την αυτοκρατορική οικογένεια και την ανώτερη τάξη, τα οποία συχνά διατηρούσαν υπό την επίβλεψή τους ευαγή ιδρύματα, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία ή και απλά σχολεία. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος ενδιαφέρθηκε προσωπικά για την ανέγερση κτισμάτων στο Ιερό Παλάτιο και ενός νέου παλατιού στον Βρύα, στην ασιατική ακτή της πρωτεύουσας, ενώ ο Βασίλειος ο Α’ χρηματοδότησε την ανέγερση ή την ανακαίνιση εικοσιπέντε ναών στην Κωνσταντινούπολη, ενώ χορήγησε οκτώ ναούς μέσα στα όρια του Ιερού Παλατίου. Η περίοδος του 9ου και του 10ου αιώνα έχει χαρακτηριστεί ως περίοδος αναγέννησης, εξαιτίας της ακμής ενός σημαντικού κύκλου λογίων και της κρατικής μέριμνας για την ανώτερη εκπαίδευση στην πρωτεύουσα. Κεντρικό σημείο υπήρξε το ενδιαφέρον για τη μελέτη του έργου συγγραφέων της Αρχαιότητας που θεωρούνταν θεμελιώδες για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της ανώτερης τάξης της Κωνσταντινούπολης. Η περίοδος ακμής συνεχίστηκε μέχρι και τα μέσα του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν να υπάρχουν οικονομικά προβλήματα ιδίως εξαιτίας της κατασπατάλησης του πλούτου από τους διαδόχους του Βασιλείου Β’. Η ήττα στο Μαντζικέρτ στην ανατολική Μικρά Ασία από τις δυνάμεις των Σελτζούκων Τούρκων και η οριστική απώλεια της Βάριδος (του σημερινού Μπάρι) στην Ιταλία από τους Νορμανδούς του Ροβέρτου Γισκάρδου το 1071 προκάλεσαν μεγάλες απώλειες και τεράστια απογοήτευση. Κατά την Α’ σταυροφορία οι «στρατιώτες του Θεού» από τη δυτική Ευρώπη έφτασαν μπροστά στα τείχη της Πόλης χωρίς εχθρικές διαθέσεις· η Κωνσταντινούπολη ήταν ένας ενδιάμεσος σταθμός στην πορεία τους προς τους Αγίους Τόπους. Αν και δημιουργήθηκαν μικρές αναταραχές και επεισόδια οι σταυροφόροι διαπεράστηκαν στην απέναντι πλευρά του Βοσπόρου και συνέχισαν την πορεία τους. Τα γεγονότα όμως ήταν πολύ διαφορετικά κατά την Δ’ σταυροφορία. Στο τέλος του 12ου αιώνα, μετά το θάνατο του Μανουήλ Κομνηνού η Κωνσταντινούπολη διήνυσε μία περίοδο αστάθειας: έξι αυτοκράτορες αναρρήθηκαν στον θρόνο και εκθρονίστηκαν στο διάστημα από το 1180 ως το 1204. Οι Φράγκοι έφθασαν μπροστά στα τείχη της πόλης τον Ιούνιο του 1203 και την κατέλαβαν οριστικά τον Απρίλιο του 1204, ενώ ο αυτοκράτορας Αλέξιος Ε’ είχε ήδη τραπεί σε φυγή, εγκαταλείποντάς την στις άγριες διαθέσεις των σταυροφόρων. Η λεηλασία που ακολούθησε ήταν πραγματικά φρικτή: ναοί, ανάκτορα και μνημεία πυρπολήθηκαν και απογυμνώθηκαν από τα πολύτιμα αφιερώματά τους, καταστήματα δηώθηκαν, θησαυροφυλάκια διηρπάγησαν, λείψανα και πολύτιμα σκεύη κλάπηκαν και φυγαδεύτηκαν, βιβλιοθήκες κάηκαν ή διαμελίστηκαν, ιερείς και αρχιερείς εκδιώχθηκαν, κάτοικοι σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν για να πουληθούν ως δούλοι. Επί μέρες η Πόλη ζούσε έναν πραγματικό εφιάλτη. Μετά την κατασίγαση του ολέθρου, η διοίκηση της Κωνσταντινούπολης μοιράστηκε ανάμεσα στον Βαλδουίνο της Φλάνδρας και τους Βενετούς. Ο Βαλδουίνος, που στέφθηκε αυτοκράτορας, πήρε το μεγαλύτερο τμήμα της Πόλης που περιελάμβανε τα ανάκτορα των Βλαχερνών και του Βουκολέοντος, και οι Βενετοί την Αγία Σοφία και μια μεγάλη εμπορική συνοικία, ενώ ταυτόχρονα εξασφάλισαν τον αποκλεισμό των Γενοβέζων και των Πιζάνων από το εμπόριο της αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη ανακαταλήφθηκε το 1261από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, που εκμεταλλεύτηκε τις περιστάσεις και την έλλειψη φύλαξης των τειχών. Ο Μιχαήλ προσπάθησε να ανοικοδομήσει τα περισσότερα μνημεία που είχαν καταστραφεί και τα τείχη, και ταυτόχρονα επιχείρησε την αναδιοργάνωση της διοίκησης της πόλης, αλλά και της αυτοκρατορίας. Παρά τις προσπάθειές του, όμως, δεν μπόρεσε να ξαναδώσει στην Κωνσταντινούπολη την αίγλη, τη λάμψη και τη δύναμη του παρελθόντος. Στερημένη ουσιαστικά από στρατό και στόλο η αυτοκρατορία δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την οθωμανική απειλή. Η προέλαση του Οθωμανικού στρατού στα εδάφη της αυτοκρατορίας ήταν ταχύτατη και οδήγησε σε απώλεια πολλών περιοχών της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων κατά το 14ο αιώνα. Ήδη από το 1372 η διασπασμένη αυτοκρατορία ήταν υποτελής του σουλτάνου, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν αναγκασμένοι να εκστρατεύουν μαζί του και η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν ουσιαστικά σε κατάσταση πολιορκίας. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος, αφού εγκατέστησε την οικογένειά του στο Μυστρά, ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι το 1399 ως το Παρίσι και το Λονδίνο, με σκοπό την εξασφάλιση συμμαχιών εναντίον των Οθωμανών. Η ήττα των Οθωμανών το 1402 από τους Μογγόλους του Ταμερλάνου στη μάχη της Άγκυρας έδωσε μια ανάσα στους Βυζαντινούς και την ευκαιρία στην Κωνσταντινούπολη να αναδιοργανωθούν μετά την πολυετή πολιορκία. Επικράτησε μια περίοδος σχετικής ηρεμίας που διήρκεσε μέχρι την επανάληψη της πολιορκίας της Πόλης το 1422 από τον Μουράτ τον Β’. Το εγχείρημά του όμως οδηγήθηκε σε αποτυχία, αφού ο αποκλεισμός από τη θάλασσα κατέστη αδύνατος εξαιτίας της αλυσίδας που έφραζε τον Κεράτιο, αλλά και εξαιτίας της αντοχής των τειχών της. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης έγινε τελικά από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’, ο οποίος για το σκοπό αυτό οικοδόμησε στις ευρωπαϊκές ακτές των στενών του Βοσπόρου ένα φρούριο, ώστε να αποκόψει την πρωτεύουσα από τα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου και τη δυνατότητα να προμηθεύεται σιτηρά από τις περιοχές αυτές. Παράλληλα, για να εξασφαλίσει ότι η Κωνσταντινούπολη δε θα είχε βοήθεια από τις περιοχές της ελληνικής επικράτειας που ήταν ακόμα ελεύθερες, επιτέθηκε στο Δεσποτάτο του Μορέως στην Πελοπόννησο. Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης κράτησε περίπου δύο μήνες, αφού πρώτα μεταφέρθηκαν στην περιοχή κανόνια από την Αδριανούπολη και τακτικός στρατός που υπολογίζεται γύρω στις 150.000. Ο στρατός παρατάχθηκε κατά μήκος των χερσαίων τειχών και η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης άρχισε επίσημα στις 7 Απριλίου του 1453. Αρχικά η άμυνα της Πόλης διεξαγόταν με επιτυχία, παρά το συνεχή βομβαρδισμό των τειχών. Ο σουλτάνος κατάλαβε ότι, όσο ο Κεράτιος έμενε στα χέρια των Βυζαντινών, η Κωνσταντινούπολη δε θα ήταν δυνατόν να κατακτηθεί. Για τον λόγο αυτό κατασκεύασε σε πολύ μικρό διάστημα δίολκο, μέσω της οποίας έσυρε πλοία από τον Βόσπορο στον Κεράτιο. Η πολιορκία συνεχίστηκε με επιθέσεις που αποκρούονταν μέχρι την 21η Μαΐου, οπότε ο Μωάμεθ έστειλε πρεσβεία στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ’ και ζήτησε την παράδοση της Πόλης, με την υπόσχεση ότι θα επέτρεπε σε αυτόν αλλά και σε όλους όσους επιθυμούσαν να φύγουν, να εγκαταλείψουν την πόλη με τα υπάρχοντά τους, και διαβεβαίωσε ότι ο πληθυσμός που θα παρέμενε θα είχε ευνοϊκή μεταχείριση. Οι προτάσεις αυτές απορρίφθηκαν από τον αυτοκράτορα και ο Μωάμεθ προχώρησε στην τελική επίθεση, η οποία κορυφώθηκε στις 29 Μαΐουτου 1453. Σύμφωνα με τις πηγές του Φραντζή και του Δούκα, αλλά και τους μεταγενέστερους θρύλους, οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη από τη λεγόμενη Κερκόπορτα, που βρισκόταν κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών. Άλλη μια αιματηρή μάχη εκτυλίχθηκε κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού και πιθανόν εκεί σκοτώθηκε ο αυτοκράτορας. Στη συνέχεια επεκράτησε πανικός, καθώς οι Βυζαντινοί υποχωρούσαν προς το κέντρο της πόλης ακολουθούμενοι από τους Τούρκους που τους αποδεκάτιζαν. Οι ανελέητες φρικιαστικές σφαγές και οι λεηλασίες που ακολούθησαν κράτησαν επί τρεις ημέρες μέχρι ο Μωάμεθ να διατάξει επίσημα την παύση των επιχειρήσεων. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Αυτοκρατορία της Νίκαιας: ένα από τα διάδοχα κράτη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που ιδρύθηκαν από τη βυζαντινή αριστοκρατία, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της τέταρτης σταυροφορίας, τον Απρίλιο του 1204. Ιδρύθηκε από τον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη, οι διάδοχοι του οποίου ηγήθηκαν της αυτοκρατορίας μέχρι την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το 1261.


Βιβλιογραφία (3)

1. Ανδριανάκης Μ., Ναός του Μιχαήλ Αρχαγγέλου στην Επισκοπή Κισσάμου, Αθήνα, 1984

2. Ανδριανάκης Μ., Η Παλιά Πόλη των Χανίων, Αθήνα, 1997

3. Πασαρέλι Γκ., Βυζαντινή Κρήτη, Αθήνα, 2005


Σχόλια (0)