Κωνσταντινούπολη - Ρώμη: «Μέγας Κωνσταντίνος»

Θεσσαλονίκη - Μυστράς: «Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος»

Κωνσταντινούπολη - Κρήτη: «Νικηφόρος Φωκάς»

diadromi map

Aναζήτηση Διαδρομών

anan

Το νησί
Convert HTML to PDF

Η Κρήτη, η Μεγαλόνησος του ελληνικού αρχιπελάγους, με την πρωταγωνιστική και ρηξικέλευθη ιδιοσυγκρασία και τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του πολιτισμού της στιγμάτισε και συχνά καθόρισε τη ροή της ιστορίας του ελλαδικού χώρου.

Με συγκροτημένο πολιτισμό ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους τέθηκε στο προσκήνιο της αυγής του πολιτισμού στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Η μακραίωνη περίοδος ακμής του νησιού, στους χρόνους από το 2800 μέχρι το 1100 π.Χ., ταυτίστηκε με το μινωικό πολιτισμό. Η ανέγερση των παλαιών και νέων ανακτόρων της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων και της Ζάκρου, η ανάπτυξη πλήθους σημαντικών θέσεων όπως η Αγία Τριάδα, η Γόρτυνα, η Ζώμινθος, ο Μύρτος, η Φούρνου Κορυφή, κ.α., η ανάπτυξη μιας εκλεπτυσμένης, πλούσιας και ζωηρής τέχνης, η εμπορική θαλασσοκρατία των Μινωιτών με την εξάπλωση των προϊόντων, της κεραμικής, των τεχνουργημάτων και των καλλιτεχνικών τάσεων σε ολόκληρη την περιφέρεια της μεσογειακής λεκάνης είναι οι αδιάψευστοι μάρτυρες του βεληνεκούς και της ακτινοβολίας του μινωικού πολιτισμού.

Η κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος και η πτώση του μινωικού πολιτισμού ακολουθήθηκαν από τη διείσδυση των Μυκηναίων και το πέρασμα στην εποχή του σιδήρου, η οποία κάθε άλλο παρά την προηγούμενη αίγλη του νησιού θυμίζει. Στους ιστορικούς χρόνους, η Κρήτη δεν έχει χάσει μεν τη θέση της ως εμπορικό κέντρο, έχει όμως περάσει στο περιθώριο των εξελίξεων του ελληνικού κόσμου που συναρτώνται πια με τα μεγάλα κέντρα των Αθηνών, της Σπάρτης και της Μακεδονίας, αργότερα. Την εποχή αυτή σημαντικά αστικά κέντρα του νησιού εντοπίζονται στην Κνωσό, τη Λατώ, την Πραισό, την Κυδωνία και τη Γόρτυνα.

Το 69 π.Χ. το νησί πέρασε βίαια στην κατοχή των Ρωμαίων. Έδρα της διοίκησής τους όρισαν τη Γόρτυνα, η οποία αναδείχθηκε σε σημαντικό κέντρο της εποχής. Στον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα η Κρήτη δέχτηκε το κήρυγμα του χριστιανισμού από τον Απόστολο Παύλο. Την οργάνωση των εκκλησιών στο νησί ανέλαβε το 63 ο μαθητής του Παύλου, Τίτος.  Με τη διάδοση του χριστιανισμού, ανάμεσα στον 4ο και τον 8ο αι., οικοδομήθηκε μεγάλος αριθμός βασιλικών , γεγονός χαρακτηριστικό στην παλαιοχριστιανική εποχή . Μεταξύ αυτών, οι βασιλικές της Σούγιας, της Χερσονήσου, της Πανόρμου, της Ελεύθερνας, της Συβρίτου, του Φραγκοκάστελλου και της Γόρτυνας. Οι πηγές μαρτυρούν πως η Κρήτη αποτελούσε τότε μέρος της διοικητικής περιφέρειας της Μέσσιας (Dioecesis Moesiarum ή Illyricum Orientale), εξαρτώμενη άμεσα από την Εκκλησία της Ρώμης και πως η Επισκοπική Επαρχία της Κρήτης την εποχή αυτή αριθμούσε περίπου είκοσι επισκοπικές έδρες, με τη Γόρτυνα ως μητροπολιτική έδρα. Στην περίοδο της Εικονομαχίας , περί το 754, επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε’, η εκκλησία της Κρήτης αποσπάστηκε από τη Ρώμη και προσαρτήθηκε στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης.

Η εμφύλια σύρραξη που ξέσπασε στην Κρήτη το 823 μεταξύ του Θωμά του Σλάβου και του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β’ καθώς και μια σειρά εξεγέρσεων που έλαβαν χώρα στο δυτικό τμήμα της μεσογειακής λεκάνης –και συγκεκριμένα των Ανδαλουσιανών Αράβων ενάντια στο χαλίφη της Κόρδοβας- έμελλαν να αφήσουν τη Μεγαλόνησο ευάλωτη στους Άραβες. Οι εξεγερθέντες έχοντας εξοριστεί από την ιβηρική χερσόνησο και μην έχοντας πρόσβαση στα βόρεια παράλια της Αφρικής, προσέβλεψαν στην Κρήτη. Το 826 ξεκίνησε μια σειρά επιθέσεων, η οποία κατέληξε με εισβολή σαράντα πολεμικών αραβικών πλοίων στον κόλπο της Σούδας, πολυήμερη λεηλασία και κατάληψη τελικά του νησιού. Η Γόρτυνα ισοπεδώθηκε και οι Άραβες ίδρυσαν τη νέα τους πρωτεύουσα στη θέση της αρχαίας Ηράκλειας ανεγείροντας ένα ισχυρό φρούριο με βαθιές τάφρους, το οποίο ονόμασαν αλ-Χαντάκ, τον μεταγενέστερο Χάνδακα. Με αφετηρία τον Χάνδακα οι Άραβες οργάνωσαν ένα εκτεταμένο πλέγμα επιθέσεων στα νησιά του Αιγαίου, τα οποία βυθίστηκαν στην καταστροφή και την ερήμωση. Οι προσπάθειες του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β’ για την ανάκτηση του νησιού μέχρι το 829, καθώς και η βραχυπρόθεσμα επιτυχής απόπειρα του αντιβασιλέως Μιχαήλ Γ’ το 843 δεν κατόρθωσαν να απαλλάξουν το νησί από την αραβική παρουσία.

Τη σκυτάλη στην προσπάθεια εκτοπισμού των Αράβων ανέλαβε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος, στα χρόνια της βασιλείας του οποίου αναδείχτηκε λόγω των στρατιωτικών του ικανοτήτων ο Νικηφόρος Φωκάς. Με τη διαδοχή του Πορφυρογέννητου από τον αυτοκράτορα Ρωμανό Β’, ο Νικηφόρος ανέλαβε το 960 εκστρατεία προκειμένου να απελευθερώσει την Κρήτη, η οποία μετά από πολύμηνες επιχειρήσεις κατέληξε τον επόμενο χρόνο στην παράδοση του Χάνδακα. Το νησί επέστρεψε ως θέμα στη βυζαντινή κυριαρχία και αναδιοργανώθηκε διοικητικά και εκκλησιαστικά από τον Φωκά. Υπό το φόβο μιας νέας αραβικής απειλής, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε προσωρινά στην ενδοχώρα της περιοχής του Χάνδακα και οικοδομήθηκε ισχυρό τείχος. Στο θρησκευτικό τομέα, ο Φωκάς συνδέθηκε με πνευματικούς ανθρώπους, όπως ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε και ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος, και αναδιοργάνωσε νέες επισκοπικές έδρες μακριά από τις ακτές, ενώ μετέφερε άλλες σε νέες τοποθεσίες. Στα τέλη του 10ου αι. οικοδομήθηκε στη Γόρτυνα ο ναός του Αγίου Τίτου ως μητροπολιτικός ναός πάνω στα ερείπια τρίκλιτης θολοσκεπούς βασιλικής της παλαιοχριστιανικής περιόδου. Ο ναός ανήκει στον σταυροειδή τρίκογχο αρχιτεκτονικό τύπο και στεγάζεται με τρούλλο .

Η περίοδος της δεύτερης βυζαντινής κυριαρχίας στην Κρήτη διήρκεσε μέχρι την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. Με την πτώση της πρωτεύουσας, παρεμβλήθηκε μια σύντομη –μέχρι το 1217- κατοχή του νησιού από τον Γενουάτη κόμη της Μάλτας, Ερρίκο Πεσκατόρε, ο οποίος μερίμνησε με ζέση για την ενίσχυση των φρουρίων του Χάνδακα, του Ρεθύμνου και της Σητείας, καθώς και για την τείχιση άλλων σημαντικών θέσεων του νησιού. Από το 1217 η Κρήτη εδραιώνεται ως μία από τις σημαντικότερες κτήσεις της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας. Ο Χάνδακας, με τη νέα βενετική του ονομασία Candia, εξακολουθεί να είναι η πρωτεύουσα και το διοικητικό κέντρο του νησιού, το οποίο διαιρέθηκε σε έξι τμήματα διοικούμενα από αντίστοιχους Βενετούς διοικητές. Η εγκατάσταση Ενετών αποίκων αύξησε τον πληθυσμό και ανατροφοδότησε την πόλη, η οποία αναμορφώθηκε δραστικά με την ενίσχυση της οχύρωσης και του λιμανιού και την πλούσια ανοικοδόμηση. Οι θαλάσσιοι εμπορικοί δρόμοι διευρύνθηκαν και το εμπόριο άνθισε. Η εκκλησιαστική οργάνωση διατήρησε τη βυζαντινή της μορφή, τοποθετήθηκαν όμως επικεφαλής των επισκοπικών εδρών ένας Έλληνας κι ένας Λατίνος επίσκοπος. Επανειλημμένες εξεγέρσεις των Κρητών κατά της ενετικής κυριαρχίας σημειώθηκαν σε όλη τη διάρκεια του 13ου αι., με αυτή των Σκορδίληδων και των Μελισσηνών στο α’ τέταρτο του αιώνα να ξεχωρίζει, καθώς έτυχε της υποστήριξης των βυζαντινών στρατευμάτων της αυτοκρατορίας της Νίκαιας του Ιωάννη Βατάτζη. Η επανάκτηση της πρωτεύουσας από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο το 1261 πυροδότησε λίγα χρόνια αργότερα επίσης νέο κύμα αναταραχών στο νησί. Ο κύκλος αυτών των επαναστάσεων έκλεισε με την απόπειρα των Ενετών φεουδαρχών μεταξύ του 1363 και 1364 να αποσχιστούν από τη Βενετία προβαίνοντας στη Διακήρυξη της Δημοκρατίας του Αγίου Τίτου.

Με την άλωση της πρωτεύουσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς το 1453 η Κρήτη αναδεικνύεται σε καταφύγιο Κωνσταντινουπολιτών. Παρόλο που η εισροή νέου πληθυσμού αποτέλεσε αναμφίβολα σημαντική μεταβολή, η ομαλή συνύπαρξη που επιτεύχθηκε με τον ντόπιο πληθυσμό και τους Βενετούς, εξαιτίας της προβολής των Οθωμανών ως του κοινού κινδύνου, λειτούργησε γόνιμα και εποικοδομητικά για την Κρήτη, με αποτέλεσμα την κρητική αναγέννηση του 16ο και 17ου αι.

Μεταξύ των ετών 1645 και 1669 λαμβάνει χώρα στο νησί ο Πέμπτος Ενετοτουρκικός πόλεμος. Οι Οθωμανοί που αποβιβάστηκαν  και κατέλαβαν την Κρήτη το 1645, τρία χρόνια αργότερα άρχισαν να πολιορκούν το Χάνδακα. Το 1645 κατέλαβαν τα Χανιά και το 1646 το Ρέθυμνο. Από το Μάιο του 1648 και για 21 ολόκληρα χρόνια θα διαρκέσει η μνημειώδης πολιορκία της πόλης του Χάνδακα, η οποία σφυροκοπήθηκε από καθημερινούς βομβαρδισμούς και επιθέσεις, αλλά κατόρθωσε να αντέξει εφοδιαζόμενη από τη θάλασσα. Η τελευταία φάση της πολύχρονης πολιορκίας αρχίζει το 1666 με την έλευση των πολυάριθμων ενισχύσεων του πασά Φαζήλ Αχμέτ Κιοπρουλού (Köprülü Fazıl Ahmed Paşa). Η δεινή θέση στην οποία περιήλθαν οι πολιορκούμενοι ανάγκασε τον Βενετό στρατηγό Φραγκίσκο Μοροζίνι (Francesco Morosini) να προβεί σε συνθηκολόγηση με τους Οθωμανούς και να τους παραδώσει το νησί.


Βιβλιογραφία (3)


Σχόλια (0)

Νέο Σχόλιο