Το κάστρο


Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 υπήρξε κομβικό σημείο της βυζαντινής ιστορίας με μεγάλο αντίκτυπο σε όλα τα εδάφη της αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό εισήγαγε στη Νάξο την περίοδο της Φραγκοκρατίας και επιπλέον καθόρισε την ανάδειξή της σε πρωτεύουσα του νεοσυσταθέντος Δουκάτου του Αιγαίου. Έργο του πρώτου Ενετού ηγεμόνα του νησιού, Μάρκου Β’ Σανούδου, το κάστρο της Νάξου οικοδομήθηκε στη θέση αρχαίας ακρόπολης στις αρχές του 13ου αιώνα και σήμερα θεωρείται το πλέον χαρακτηριστικό δείγμα οχυρωμένου μεσαιωνικού οικισμού στις Κυκλάδες.

Το τείχος, ακανόνιστης κυκλοτερούς κάτοψης, περικλείει έκταση περίπου 20 στρεμμάτων. Το περίγραμμα του αρχικού περιτειχίσματος ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό το φυσικό ανάγλυφο του εδάφους με αποτέλεσμα να μην καταστεί απαραίτητη η κατασκευή περιμετρικής τάφρου ή προτειχίσματος. Το τείχος ενισχυόταν με 16 πύργους, από τους οποίους σήμερα οι 7 είναι εμφανείς, ενώ εξ ολοκλήρου σώζεται μόνο ένας, ο πύργος του Γλέζου ή Κρίσπι, κοντά στην κύρια πύλη του κάστρου, την λεγόμενη Τρανή Πόρτα. Η Τρανή Πόρτα, στα ΒΔ. του τείχους, παρείχε τη συντομότερη διαδρομή προς το λιμάνι, ενώ η δεύτερη σημαντική πύλη του κάστρου, η επονομαζόμενη και Παραπόρτι, στα ΝΔ. του τείχους, διανοίχτηκε στο σημείο της ομαλότερης πρόσβασης στο κάστρο και το συνδέει με το εσωτερικό του νησιού.

Οι πολλαπλές επισκευές των τειχών επιβεβαιώνουν τη διαρκή αναδιαμόρφωση του μνημείου, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στο εσωτερικό του κάστρου με κτήρια διαφόρων εποχών. Στην πρώτη ενετική περίοδο ανήκει η Καθολική Μητρόπολη, η οποία συνδέεται με την απόσπαση της Επισκοπής της Νάξου από αυτή των Αθηνών και την ανεξαρτητοποίησή της και οικοδομήθηκε για την ενθρόνιση του Λατίνου Αρχιεπισκόπου το 1244. Ο ναός, αρχικά τρίκλιτος με υπερυψωμένο κεντρικό και εγκάρσιο κλίτος και με τρούλο στην τομή των κλιτών, από το 1616 δέχτηκε δραστικές επεμβάσεις και αναμορφώσεις για να καταλήξει στη σημερινή του πεντάκλιτη κάτοψη.

Στην εποχή αυτή ανάγονται τα ερείπια του κεντρικού πύργου, που λειτούργησε ως τόπος κατοικίας του Ενετού ηγεμόνα, καθώς και η Καγκελαρία, το δουκικό διοικητικό κέντρο και νυν καθολικό επισκοπικό μέγαρο. Τα τρία κτήρια ήταν χωροθετημένα σύμφωνα με το τυπικό μεσαιωνικό κέντρο της οχυρής πόλης. Ο προϋπάρχων του τείχους μοναδικός ορθόδοξος ναός του κάστρου, η Παναγία η Θεοσκέπαστη, η πρώην Εμπορική Σχολή των Ιησουιτών, όπου σήμερα στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείου του νησιού, καθώς και το συγκρότημα της Μονής και της Σχολής των Ουρσουλίνων συμπληρώνουν την πλούσια αρχιτεκτονική εικόνα του κάστρου.


Γλωσσάρι (1)

κλίτη: οι διάδρομοι που διαμορφώνονται στο εσωτερικό των ναών μεταξύ των κιονοστοιχιών στις βασιλικές. Ο αριθμός τους ποικίλλει από τρία ως εννέα με ευρύτερο και ψηλότερο το κεντρικό.


Πληροφοριακά Κείμενα (1)

Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.


Βιβλιογραφία (3)

1. Βαβατσιούλας Ο., Το Κάστρο της Νάξου – Οικοδομική Ιστορία (13ος-20ος αι.), Αθήνα, 2009

2. Μαστορόπουλος, Γ, Η Νάξος: Το Άλλο Κάλλος. Περιηγήσεις σε βυζαντινά μνημεία, Ελληνικές Ομοιογραφικές Εκδόσεις

3. Σαββίδης Γ.Κ., ‘Η Νάξος κατά τα βυζαντινά χρόνια (4ος αι.-1207 μ.Χ.)’ σε Νάξος: Αρμενίζοντας στο χρόνο, Αθήνα, 2005


Σχόλια (0)