Το νησί


Η Νάξος είναι το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων. Η εκτεταμένη ενδοχώρα αναπτύσσεται σε έντονο ανάγλυφο, με κορμό μια μεγάλη οροσειρά που διασχίζει το νησί. Οι υψηλές κορυφές και οι απότομες πλαγιές των ορεινών, αλλά και οι πεδινές εύφορες εκτάσεις, σε συνδυασμό με το νησιωτικό τοπίο, συνθέτουν ένα περιβάλλον αντιθέσεων. Η Νάξος είναι τόπος φιλόξενος για τη γεωργία και την κτηνοτροφία, βασικές ασχολίες των κατοίκων του νησιού, με ορυκτό πλούτο και ναυτεμπορική δραστηριότητα.
 
Την πρώιμη εποχή του Χαλκού (3200-2000 π.Χ.) η Νάξος αποτέλεσε ένα από τα εξέχοντα εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα του κυκλαδικού πολιτισμού. Το εκτεταμένο δίκτυο οικισμών και νεκροταφείων που έχει αποκαλυφθεί μαρτυρά την πυκνότητα της κατοίκησης, ενώ οι ομάδες κυκλαδικών ειδωλίων καταδεικνύουν την ύπαρξη επιμέρους εργαστηρίων στο νησί. Θέσεις όπως η ακρόπολη στο Κορφάρι των Αμυγδαλιών στον Πάνορμο, ο οικισμός της Γρόττας με τα νεκροταφεία της στα Απλώματα και στο Καμίνι, το νεκροταφείο των Αγίων Αναργύρων και η εγκατάσταση στο σπήλαιο του Ζα, η οποία χρονολογείται από τους ύστερους νεολιθικούς χρόνους, καταδεικνύουν με την πληθώρα των στοιχείων που παρέχουν για την ανασύσταση της εικόνας τους την οργάνωση και ευημερία του νησιού. Επίσης, το υψηλής ποιότητας ναξιακό μάρμαρο και η σμύριδα, καθώς και το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός μαρμάρινων ευρημάτων βρέθηκαν στο νησί, δεν αφήνουν αμφιβολία για την εμπορική και καλλιτεχνική σημασία της Νάξου στον πολιτισμό των Κυκλάδων της εποχής του Χαλκού.
 
Τη σημαίνουσα θέση της στο Αιγαίο διατήρησε η Νάξος και στους ιστορικούς χρόνους. Τα ιερά των αρχαϊκών χρόνων και τα έργα της γλυπτικής αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες. Το 490 π.Χ. το νησί καταστράφηκε από τους Πέρσες και στη συνέχεια συνδέθηκε με την Αθήνα είτε ως μέλος της Α’ και Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας είτε με σχέση υποτέλειας. Στην ελληνιστική περίοδο η Νάξος υπήρξε μέλος του Κοινού των Νησιωτών (2ος αι. π.Χ.), ενώ το 41 π.Χ. περιελήφθη στη ρωμαϊκή Επαρχία των Νήσων του Αιγαίου (Provincia Insularum).
 
Οι πληροφορίες για τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους στο νησί προέρχονται από κείμενα εκκλησιαστικής ιστορίας. Η Νάξος υπαγόταν εκκλησιαστικά στη Ρόδο και πρώτοι της επίσκοποι υπήρξαν ο Αυξέντιος και ο Βάραχος, οι οποίοι συμμετείχαν μάλιστα στις Οικουμενικές Συνόδους της Σαρδικής (343) και της Χαλκηδόνος (451), αντίστοιχα. Σημαντικός αριθμός βυζαντινών εκκλησιών απαντάται στη Νάξο με χαρακτηριστικό τον αρχιτεκτονικό τύπο της μονόχωρης καμαροσκέπαστης δρομικής βασιλικής. Αρκετοί από τους ναούς οικοδομήθηκαν πάνω σε αρχαία ιερά. Η Παναγία η Δροσιανή στη Μονή και η Παναγία η Πρωτόθρονη στο Χαλκί ξεχωρίζουν μεταξύ των ναών της παλαιοχριστιανικής περιόδου και διατηρούν μάλιστα τα πρώτα στρώματα του τοιχογραφικού τους διακόσμου που ανήκουν στον 6ο και 7ο αιώνα. Μεγάλου ενδιαφέροντος, λόγω της  συγκέντρωσης των περιπτώσεων και της άμεσης σύνδεσής τους με τα ιστορικά τεκταινόμενα της εποχής, αποτελούν τοιχογραφικά σύνολα ανεικονικών εικονογραφικών προγραμμάτων, τα οποία προέρχονται από την περίοδο της Εικονομαχίας (724-843) και αποκαλύφθηκαν στις εκκλησίες της Παναγίας της Πρωτόθρονης, στον Άγιο Αρτέμιο, την Αγία Κυριακή και τον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο.

Στον 7ο αι. η Νάξος έγινε στόχος επιθέσεων Σαρακηνών πειρατών, γεγονός που συνδέεται με την κομβική θέση του νησιού στη θαλάσσια οδό που ξεκινούσε από την Κωνσταντινούπολη και κατέληγε στην Αλεξάνδρεια. Το ενδιαφέρον των Αράβων για το νησί διατηρήθηκε έντονο και στους επόμενους αιώνες, με αποτέλεσμα επανειλημμένες επιδρομές των Αράβων του Εμιράτου της Κρήτης (824-961) να σημειωθούν στον 9ο και τον 10ο αιώνα. Φαίνεται μάλιστα πως περί τα μέσα του 10ου αι. η Νάξος, όπως και άλλα νησιά του Αιγαίου, είχαν –σύμφωνα με μια άποψη- περιέλθει στην κατοχή των Αράβων της Κρήτης.

Με την έναρξη των Σταυροφοριών, η εμπορική θέση της Νάξου αναβαθμίζεται. Πηγές της εποχής καταγράφουν πως βασική απασχόληση των Ναξίων ήταν η κτηνοτροφία και η εμπορία των προϊόντων της. Το 1198, με το χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ’ Αγγέλου, η Νάξος περιλαμβάνεται στους τόπους όπου οι Βενετοί απολαμβάνουν φορολογική ατέλεια και εμπορικά προνόμια. Πρωτεύουσα του νησιού καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου ήταν το Κάστρο τ’Απαλίρου στα νότια του Σαγκριού.
 
Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 και την υπογραφή της Συνθήκης Διαμοιρασμού της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας (Partitio Terrarum Imperii Romaniae), η Νάξος έγινε αρχικά έδρα του "ορίου της Δωδεκανήσου". Λίγα χρόνια αργότερα, το 1207, ο Βενετός ευγενής Μάρκος Σανούδος αποβιβάζεται με τους άντρες του στον κόλπο της Αγιάσσου και καταλαμβάνει το νησί. Αφού κατακτήσει άλλα 18 νησιά, ιδρύει το Δουκάτο του Αιγαίου, έδρα του οποίου ορίζει τη Νάξο. Από τα πρώτα έργα του Σανούδου στο νησί ήταν η οικοδόμηση του τείχους της Χώρας της Νάξου στη θέση της αρχαίας ακρόπολης. Τότε ήταν που η πρωτεύουσα του νησιού μεταφέρθηκε από το Κάστρο τ’ Απαλίρου στη Χώρα. Η προσπάθεια των Βυζαντινών του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου το 1262 να ανακαταλάβουν το νησί τελεσφόρησε για σύντομο μόνο χρονικό διάστημα, καθώς ο επόμενος Βενετός δούκας, Γουλιέλμος Σανούδος, ανακατέλαβε τη Νάξο και αποκατέστησε μέχρι τα μέσα περίπου του 16ου αι.την ενετική εξουσία. Η περίοδος της Ενετοκρατίας έληξε το 1537, όταν ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα, ως επικεφαλής του οθωμανικού στόλου, κατέλαβε τη Νάξο και την κατέστησε φόρου υποτελή στο σουλτάνο.


Γλωσσάρι (5)

βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.
Παλαιοχριστιανική Περίοδος: η Παλαιοχριστιανική περίοδος τυπικά ξεκινά από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μ. Κωνσταντίνο στα 330 μ.Χ. και τη μεταφορά σε αυτή της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, και λήγει με το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Α (565).
τοιχογραφία: ζωγραφική παράσταση στην επιφάνεια τοίχου ή οροφής οικοδομήματος.
ανεικονικός διάκοσμος: διακόσμηση που βασίζεται σε φυτικά η γεωμετρικά μοτίβα, χωρίς απεικονίσεις προσώπων ή παραστάσεις. Τέτοιου τύπου διάκοσμος συναντάται συνήθως σε δάπεδα, ψηφιδωτά, και τοιχογραφίες τάφων κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο, συνεχίζεται στα πρώτα βυζαντινά χρόνια σε διάφορα μνημεία, και αναβιώνει στο ζωγραφικό πρόγραμμα μνημείων της εποχής της Εικονομαχίας.
χρυσόβουλλο: επίσημο δημόσιο έγγραφο – διάταγμα των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου που έφερε χρυσή σφραγίδα στη μεταξωτή ταινία που το συνόδευε, με την οποία βεβαιωνόταν η αυθεντικότητα του διατάγματος.


Πληροφοριακά Κείμενα (8)

Η πόλη: Από τα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα της αυτοκρατορίας, η Αθήνα στον 1ο και τον 2ο αιώνα ήταν μια ευημερούσα πόλη που συγκέντρωνε την προσοχή και τις χορηγίες αυτοκρατόρων, όπως ο Αδριανός που αύξησε την περίμετρο των τειχών και διπλασίασε σχεδόν την έκτασή της, και πλούσιων ιδιωτών, όπως ο Ηρώδης ο Αττικός που την κόσμησε με μνημειακά σύνολα που διατηρούνται εν μέρει μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, το 267 η κατάληψη της πόλης από τους Έρουλους και το 396 η επιδρομή των Γότθων του Αλάριχου προκάλεσαν πλήγματα στην άλλοτε λαμπρή πόλη. Ένα τείχος, που στο εξής θα αποτελούσε την κύρια οχύρωση της Αθήνας, περιέκλεισε την Ακρόπολη, τη ρωμαϊκή αγορά και τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Από τις αρχές του 4ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 6ου, οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι έδωσαν ζωή στην Ακαδημία διδάσκοντας ρητορική και φιλοσοφία σε φερέλπιδες νέους, χριστιανούς και ειδωλολάτρες, από όλη την αυτοκρατορία· ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Ιουλιανός ο αυτοκράτορας ήταν τρεις από αυτούς που εκπαιδεύτηκαν εκεί. Η Αθηναΐδα, κόρη του σοφιστή Λεοντίου, με τη μόρφωσή της εντυπωσίασε την αυγούστα Πουλχερία, που της επέβαλε το 421να βαπτιστεί χριστιανή με το νέο όνομα Ευδοκία και να λάβει σύζυγο τον αδελφό της, τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Το λεγόμενο Παλάτι των Γιγάντων στην αρχαία Αγορά, που ιδρύθηκε ακριβώς εκείνη την περίοδο, θα μπορούσε να ανήκει στην ίδια την Ευδοκία και την οικογένειά της. Στις αρχές του 5ου αιώνα αρχίζει να γίνεται αισθητή η χριστιανική παρουσία στην πόλη. Πράγματι, στο εσωτερικό της Βιβλιοθήκης του Αδριανού ιδρύθηκε ένα τετράκογχο, που ίσως ήταν εξαρχής χριστιανικός ναός, ενώ μια τρίκλιτη βασιλική κτίστηκε στο νησί της κοίτης του ποταμού Ιλισού, ίσως αφιερωμένη στη μνήμη του Λεωνίδη, επισκόπου της πόλης. Λίγο πριν από τα μέσα του ίδιου αιώνα ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε ναό αφιερωμένο στη Θεοτόκο και έκτοτε αποτέλεσε τον καθεδρικό ναό. Το τμήμα του πληθυσμού που είχε παραμείνει πιστό στη λατρεία των ειδώλων φαίνεται ότι δεν μπορούσε πλέον να επιβιώσει παρά μόνο με το φόβο, και η πομπή των Παναθηναίων, που συνέχισε να τελείται τον 5ο αιώνα δίνοντας μάλλον μια αίσθηση ανάπαυλας, απογυμνώθηκε από τις παγανιστικές τελετουργίες. Το κλείσιμο της Ακαδημίας και των υπολοίπων σχολών με διάταγμα του Ιουστινιανού το 529 (αν είχε πράγματι ισχύ αυτό το διάταγμα, γιατί υπάρχει διχογνωμία για το θέμα αυτό), επισφράγισε τον οικονομικό μαρασμό της πόλης, η οποία έχασε οριστικά τον ρόλο του εκπαιδευτικού κέντρου. Οι πλούσιες οικίες που αποκαλύφθηκαν σε ανασκαφές στην περιοχή του Αρείου Πάγου εγκαταλείφθηκαν από τους ενοίκους τους ενδεχομένως επειδή δεν μπορούσαν να τις συντηρήσουν λόγω της οικονομικής ύφεσης ή λόγω της εμφάνισης των Σλάβων στα τέλη του 6ου αιώνα. Οι μαρτυρίες των γραπτών πηγών για την Αθήνα στους επόμενους αιώνες είναι σποραδικές. Ο αυτοκράτορας Κώνστας Β’ με τον στρατό και την αυλή του διαχείμασε στην πόλη το 662-663 για να ετοιμάσει την εκστρατεία του στη Σικελία. Από τότε ίσως θα μπορούσαμε να χρονολογήσουμε τις σχέσεις της τοπικής αριστοκρατίας με το παλάτι της Κωνσταντινούπολης: δύο Αθηναίες έγιναν αυτοκράτειρες, η Ειρήνη (στον θρόνο κατά το διάστημα 780-802) και η ανιψιά της Θεοφανώ (στον θρόνο λίγους μήνες του 811). Η προαγωγή της πόλης από επισκοπή σε μητρόπολη. στις αρχές του 9ου αιώνα δεν φαίνεται ότι συνδεόταν με κάποια θεαματική αύξηση του πληθυσμού της, αλλά θα μπορούσε να ήταν επιλογή του παλατιού. Οι οικίες των κατοίκων βρίσκονταν σε συνοικίες (γειτονίες) στα βόρεια, τα δυτικά και τα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης, εντός και εκτός του υστερορρωμαϊκού τείχους. Τα σπίτια είναι γενικά πρόχειρης κατασκευής, με δωμάτια γύρω από μια αυλή και ανάμεσά τους εργαστήρια και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις. Οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως κυρίως τα κατώγια των οικιών, που ήταν γεμάτα αποθηκευτικά πιθάρια. Από τα τέλη του 10ου αιώνα άρχισαν να κτίζονται στην περιοχή βορείως της Ακρόπολης ναοί μικρών διαστάσεων με όγκους που διαγράφονταν με σαφήνεια, με κατασκευή στέρεη, με τοιχοποιία πλινθοπερίκλειστη, και με τρούλους που φέρουν μαρμάρινους κιονίσκους στις ακμές. Χρονολογημένη με ακρίβεια είναι μόνον η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων στην πλατεία Κλαυθμώνος (1049)· ο αρχαιότερος σωζόμενος ναός είναι πιθανότατα το καθολικό της μονής των Ασωμάτων, που είναι ευρύτερα γνωστή ως μονή Πετράκη, του τέλους του 10ου αιώνα, ενώ ο Άγιος Ελευθέριος (ή Μικρή Μητρόπολη) μπορεί να τοποθετηθεί στα τέλη του 12ου αιώνα. Αγνοούμε αν οι ναοί αυτοί ήταν ιδιωτικοί ή καθολικά μικρών μοναστηριών. Η επίσκεψη του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου στην πόλη έγινε το 1018, για να εκπληρωθεί η επιθυμία του να προσευχηθεί στην Παναγία την Αθηνιώτισσα, όπως είχε μετονομαστεί ο Παρθενώνας. Η επίσκεψη αυτή εγκαινίασε μια περίοδο ανάπτυξης του καθεδρικού ναού της πόλης σε κέντρο προσκύνησης. Ωστόσο, ο λόγιος μητροπολίτης Νικήτας Χωνιάτης στα τέλη του 12ου αιώνα εκφράζει πικρία σε λόγους και επιστολές του για τη φτώχεια και την αγραμματοσύνη των κατοίκων, την καταστροφή των οικιών, την ερείπωση των τειχών, την πλεονεξία των κρατικών υπαλλήλων και τις επιδρομές των πειρατών. Το 1204 ο Χωνιάτης αντιστάθηκε στον Λέοντα Σγουρό, συγκεντρώνοντας τον πληθυσμό στην Ακρόπολη. Όμως, λίγο μετά αναγκάστηκε να παραχωρήσει την πόλη στο Βονιφάτιο Μομφερατικό που όρισε τον Γκυ Ντελαρός πρώτο Μεγάλο Κύρη της ηγεμονίας, η οποία μετά το 1259 ονομάστηκε Δουκάτο των Αθηνών που τα εδάφη του εκτείνονταν από τη Λοκρίδα μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο και από την Εύβοια μέχρι τη Δωρίδα. Οι Βουργουνδοί Ντελαρός ύψωσαν το Ριζόκαστρο, ένα νέο τείχος γύρω από την Ακρόπολη, που ενσωμάτωσε μεγάλο μέρος του υστερορρωμαϊκού. Η περίοδος προσαρμογής των ντόπιων κάτω από την κυριαρχία των Ντελαρός και η εγκατάσταση Λατίνου μητροπολίτη στον καθεδρικό ναό από το 1204, δεν ευνόησαν την ίδρυση νέων ή την ανακαίνιση παλαιών εκκλησιών, παρά μόνο στην περιφέρεια, όπως μαρτυρεί ο Άγιος Πέτρος στη σπηλιά της Πεντέλης (1233-1234) και η τοιχογράφηση της Όμορφης εκκλησιάς στο Γαλάτσι, στα τέλη του 13ου αιώνα. Η μονή Δαφνίου παραχωρήθηκε σε Κιστερκιανούς μοναχούς, και το καθολικό της αποτέλεσε τόπο ταφής των Δουκών των Αθηνών. Από το 1311 έως το 1388 η πόλη πέρασε στα χέρια της Καταλανικής Εταιρείας, που έμεινε ονομαστή για τη βαναυσότητα της διοίκησής της. Το 1385 οι Καταλανοί την παρέδωσαν στον Νέριο Ατζαϊουόλι, γόνο γνωστής Φλωρεντινής οικογένειας, που είχε την κυριαρχία της Αθήνας, εκτός από το διάστημα μεταξύ 1394 και 1403 που πέρασε στον έλεγχο των Βενετών μέχρι το 1456. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Ατζαϊουόλι, η πρωτεύουσα του δουκάτου μεταφέρθηκε από τη Θήβα στην Αθήνα. Οι Φλωρεντινοί ανακαίνισαν το παλάτι των Προπυλαίων και τον Παρθενώνα, έκαναν έργα οδοποιίας και κατασκεύασαν ψηλό πύργο στην είσοδο του κάστρου της Ακρόπολης. Το 1456 ο τελευταίος Φλωρεντινός δούκας παρέδωσε την Αθήνα στους Τούρκους και για το λόγο αυτό το 1458 ο Μωάμεθ ο Πορθητής παραχώρησε προνόμια στους Αθηναίους, ανάμεσα στα οποία ήταν η διατήρηση των ναών τους, εκτός του Παρθενώνα, που μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος.
Το νησί: Η παρουσία για δύο και πλέον αιώνες των Ιωαννιτών ιπποτών στη Ρόδο υπήρξε τόσο καθοριστική στην ιστορική της πορεία και στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της, ώστε να συνδεθεί στην ελληνική συνείδηση με το "νησί των Ιπποτών". Ωστόσο, η Ρόδος έχει να επιδείξει πλούσιο παρελθόν, σπουδαία τέχνη, μνημεία και ανθηρό πολιτισμό πολύ πριν τον ακμαίο ιπποτικό της μεσαίωνα. Βεβαιωμένη είναι η κατοίκηση από τους προϊστορικούς χρόνους. Το νησί εποικίστηκε από τους Μυκηναίους και στη συνέχεια από Δωριείς της Αργολίδας, οι οποίοι κατά τον ύστερο 10ο αι. εξαπλώθηκαν στην ευρύτερη περιοχή του ΝΔ Αιγαίου. Στο γεγονός αυτό οφείλεται η γέννηση ενός σημαντικού ομόσπονδου οργανισμού, της Δωρικής Εξάπολης, στον οποίο συνήλθαν οι δωρικές πόλεις της περιοχής με τη συμμετοχή των τριών ροδιακών πόλεων, της Ιαλυσού, της Λίνδου και της Καμείρου. Την ομοσπονδία συμπλήρωναν η Κνίδος, η Αλικαρνασσός και η Κως και κοινό θρησκευτικό κέντρο είχε οριστεί το ιερό του Τριοπίου Απόλλωνα στην Κνίδο. Η αρχαϊκή εποχή υπήρξε για τη Ρόδο περίοδος προόδου και ευημερίας. Η ανάπτυξη της ναυτιλίας επέκτεινε τον ιστό των εμπορικών σχέσεων του νησιού, με αποτέλεσμα η οικονομία να ανθίσει. Στην Κάμειρο τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν τις επαφές της πόλης με τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και την ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ αντίστοιχα τα ροδιακά αγγεία που έχουν βρεθεί σε πολυάριθμες θέσεις στην περιφέρεια της μεσογειακής λεκάνης επιβεβαιώνουν το εύρος των εμπορικών προορισμών. Η κοπή νομισμάτων, αλλά και η ίδρυση αποικιών, με ενδεικτική την ίδρυση της Γέλας στη Σικελία στο α’ μισό του 7ου αι. π.Χ. από Λινδίους, ενισχύουν την εικόνα ακμής. Τομή στην ιστορία του νησιού σημειώνεται το 408-407 π.Χ. όταν η Κάμειρος, η Ιαλυσός και η Λίνδος προβαίνουν στο συνοικισμό της πόλης της Ρόδου με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου κοινού πολιτικού και οικιστικού κέντρου. Η ομώνυμη του νησιού πόλη, περίφημη για τον ιπποδάμειο πολεοδομικό της σχεδιασμό, έλαμψε στην ελληνιστική περίοδο με τον πλούτο, τη δύναμη και τον πολιτισμό της και ανέλαβε την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των ροδιακών πόλεων. Η Ρόδος με τα πέντε λιμάνια της διαδραμάτισε καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας κομβικό εμπορικό σταθμό. Η ισχύς και ο πολιτισμός της βρήκαν το σύμβολό τους στο κολοσσικό άγαλμα του θεού Ήλιου, έργο του γλύπτη Χάρη και ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, που ήταν δέσποζε στη θαλάσσια είσοδο της πόλης. Η Ρόδος χάνει την αίγλη της και περιέρχεται σε ύφεση κατά την ύστερη αρχαιότητα, τραυματισμένη από γεγονότα, όπως τη λεηλασία από τον Κάσσιο το 42 π.Χ., τον ισχυρό καταστροφικό σεισμό του 155 και την επιδρομή των Γότθων το 269. Το 297 ενσωματώνεται στην Επαρχία των Νήσων (Provincia insularum) και με τη μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντινούπολη το νησί φαίνεται να ανακτά κάποια από την παλαιότερη δύναμή του λόγω της κομβικής θέσης του στο θαλάσσιο δρόμο που συνέδεε την πρωτεύουσα με τις ανατολικές και νότιες επαρχίες. Ωστόσο, οι νέοι σεισμοί που σημειώθηκαν το 344 και το 515 υπονόμευσαν την ομαλή ανάκαμψη του νησιού. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε στη Ρόδο –όπως και σε ολόκληρο το Αιγαίο- ήδη από νωρίς και το 325, στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, συμμετείχε και ο επίσκοπος του νησιού. Η γενική ευημερία της παλαιοχριστιανικής περιόδου για τα νησιά μαρτυρείται και στη Ρόδο από την ανέγερση μεγάλων οικιών και πλήθους βασιλικών. Ενδεικτική των μνημείων της εποχής είναι η μεγάλη τρίκλιτη βασιλική που έχει αποκαλυφθεί ανατολικά της αρχαίας ακρόπολης στην πόλη της Ρόδου, με μήκος μεγαλύτερο των 60μ., τρίκλιτο εγκάρσιο κλίτος και πλούσια διακόσμηση με τοιχογραφίες, εντοίχια ψηφιδωτά και ψηφιδωτά δάπεδα. Η ανασκαφική έρευνα έχει φέρει στο φως δύο ακόμη παλαιοχριστιανικές βασιλικές στην περιοχή της μεσαιωνικής πόλης, ενώ έχει επίσης επιβεβαιώσει την ύπαρξη αξιόλογου πρωτοβυζαντινού κάστρου με προτείχισμα και τάφρο κατά τόπους, καθώς και τειχισμένη ακρόπολη στη θέση του μεταγενέστερου παλατιού του Μεγάλου Μαγίστρου. Όλες οι αρχαιολογικές ενδείξεις συνηγορούν ότι ο οικισμός των πρώτων χριστιανικών αιώνων ήταν εκτεταμένος και απλωνόταν έξω από τον τειχισμένο τομέα. Το νησί της Ρόδου ακολουθεί από τον 7ο αι. την κοινή μοίρα των νησιών του Αιγαίου σε μια εποχή ανάσχεσης, φόβου και παρακμής, λόγω της εμφάνισης του αραβικού κινδύνου. Οι Άραβες προβαίνουν σε επιθέσεις και λεηλασίεςστα νησιά, περιλαμβανομένης και της Ρόδου, δεν καταφέρνουν όμως να διακόψουν την εμπορική δραστηριότητα του νησιού. Μολυβδόβουλλα "κομμερκιαρίων", δηλ. τελωνειακών υπαλλήλων της Ρόδου, που χρονολογούνται στο τέλος του 7ου και στον 8ο αι., αποτελούν ένδειξη ότι το νησί παίζει σημαντικό ρόλο στην οποιαδήποτε εμπορική κίνηση της Ανατολικής Μεσογείου. Στους μέσους βυζαντινούς χρόνους, η Ρόδος έρχεται σε επαφή με τη Δύση. Οι Βενετοί το 1082 λαμβάνουν από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό άδεια να εγκαταστήσουν στη Ρόδο σταθμό, γεγονός που εδραιώνει το σύνδεσμο της πόλης με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό και την αναδεικνύει για άλλη μια φορά σε σημαίνουσα εμπορική θέση. Η οικονομική ευρωστία αποτυπώνεται στην έντονη νομισματική κίνηση του 11ου και του 12ου αι., καθώς και στην καλλιτεχνική δραστηριότητα. Στον 11ο αι. χρονολογείται η εκκλησία της Παναγίας του Κάστρου, η οποία υπήρξε ο καθεδρικός ναός των ορθοδόξων χριστιανών στα βυζαντινά χρόνια και αργότερα -όταν οι Ιωαννίτες κατέλαβαν τη Ρόδο- μετατράπηκε σε καθεδρικό των καθολικών, ο Άγιος Φανούριος και οι τοιχογραφίες του καθολικού του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Θάρρι. Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, η Ρόδος κηρύσσεται ανεξάρτητη από τον διοικητή της Λέοντα Γαβαλά. Η ροή των Δυτικών στο νησί αυξάνεται και προλειαίνει το έδαφος για την έλευση των Ιωαννιτών ιπποτών. Οι ιππότες του τάγματος του Αγίου Ιωάννη, μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ και την κατάληψη της Άκκρα το 1291 και έχοντας απωλέσει το έρεισμά τους στα παλαιστινιακά εδάφη, κατέλαβαν τη Ρόδο το 1309. Το γεγονός αυτό σηματοδότησε μια εποχή μεγάλης ακτινοβολίας για το νησί και υπήρξε η αφορμή να διαμορφώσει η πόλη της Ρόδου την χαρακτηριστική μεσαιωνική της φυσιογνωμία, την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα. Η Ρόδος αναδεικνύεται την εποχή αυτή ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Ευρώπης. Ο πληθυσμός αυξάνεται και αποκτά χαρακτήρα πολυπολιτισμικό, εξαιτίας των Ελλήνων, Φράγκων, Εβραίων εμπόρων, ταξιδιωτών και στρατιωτών. Η οικονομική ευρωστία συμβαδίζει με την ανάπτυξη όχι μόνο της ναυτιλίας, αλλά και της βιοτεχνίας. Ο αντίκτυπος όλων αυτών των μεταβολών διαγράφεται στην κοινωνία με τη διαμόρφωση μιας νέας ταξικής διαστρωμάτωσης, στους δύο πόλους της οποίας βρίσκονται οι πλούσιοι ευγενείς και ο φτωχός λαός. Στους αιώνες της ιπποτικής παρουσίας στο νησί οι τέχνες ανθούν. Η νέα χωροταξία και η εκτεταμένη οικοδομική δραστηριότητα των ιπποτών μετέβαλλαν δραστικά το τοπίο της πόλης. Η βυζαντινή διάκριση της πόλης σε τρεις τομείς, διατηρήθηκε ως εξής: α. το Διοικητήριο ή το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, το οποίο είχε κτιστεί στο υψηλότερο βορειοδυτικό σημείο της πόλης, β. το Κάστρο ή Κολλάκιο (Chollachio), στο βόρειο μέρος της πόλης όπου βρίσκονταν τα σημαντικότερα κτίρια της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, όπως τα Καταλύματα των Γλωσσών στην οδό Ιπποτών, η Παναγία του Κάστρου, ο Άγιος Ιωάννης, το Νοσοκομείο, η Αρχιεπισκοπή, η συνοικία των Ιπποτών, η Οπλοθήκη και ο Ναύσταθμος και γ. στη Χώρα (Burgus), η οποία βρισκόταν στο νότιο μέρος της πόλης. Η λιθόστρωτη οδός των Ιπποτών, μήκους 200μ. και πλάτους 6μ., ένας από τους καλύτερα διατηρημένους μεσαιωνικούς δρόμους, οδηγούσε από το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου στο λιμάνι. Το κέντρο της οικονομικής δραστηριότητας βρισκόταν στην αγορά, την Magna et Communis Platea ή Macellus Rhodi, έναν φαρδύ και μακρύ δρόμο, πλάτους 40-50μ., που διέσχιζε την πόλη από τα δυτικά στα ανατολικά. Η κατάληψη της Ρόδου από τους Οθωμανούς το 1522 έθεσε τέλος στους "χρυσούς αιώνες" του νησιού. Η πόλη της Ρόδου άλλαξε όψη για άλλη μια φορά, με τη δημιουργία των ελληνικών εκτός των τειχών συνοικιών, την τροποποίηση των υπαρχόντων δημοσίων κτηρίων και την ανέγερση πολλών νέων, κυρίως τεμενών και λουτρών. Το 1912 η Ρόδος, όπως και ολόκληρη η Δωδεκάνησος, πέρασε στην ιταλική κυριαρχία. Οι Ιταλοί εφάρμοσαν ένα εκτεταμένο αναστηλωτικό πρόγραμμα των ιπποτικών μνημείων της πόλης και σε πολλές περιπτώσεις κατεδάφισαν τις οθωμανικές προσθήκες. Προέβησαν επίσης σε έργα υποδομής και εκσυγχρονισμού της πόλης. Το νησί ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος το 1948. Η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου ως εξέχον δείγμα αρχιτεκτονικού συνόλου, στο οποίο μοναδικά διατηρούνται και συνυπάρχουν μνημεία ενδεικτικά του συγχρωτισμού και της συνύπαρξης πολλών πολιτισμών στο βάθος του χρόνου, ενεγράφη το 1988 στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Ο ναός της Παναγίας της Δροσιανής: Ο ναός της Παναγίας της Δροσιανής, μοναδικό κατάλοιπο του ομώνυμου μοναστηριού, βρίσκεται στην ενδοχώρα της Νάξου, στο δρόμο για το χωριό Χαλκί, στην περιοχή της Τραγαίας. Η μονή αναφέρεται σε πηγές του 16ου και 17ου αιώνα, όμως ο ναός της Παναγίας είναι πολύ παλαιότερος, με πιθανή χρονολογία ίδρυσης στον 6ο αιώνα. Αρχιτεκτονικά ο ναός, αφιερωμένος στο Γενέσιο της Παναγίας, διακρίνεται από πολλές κατασκευαστικές φάσεις. Ο αρχικός ναός είναι μονώχορος, μικρών διαστάσεων, τρίκογχος με τρούλο, χτισμένος με ακατέργαστους πλακοειδείς λίθους. Η κατασκευή του ναού διακρίνεται από αδεξιότητα και απειρία. Ο ίδιος ο τρούλος υψώνεται σχεδόν κωνικός και συγκροτείται από οξυκόρυφα τόξα. Η βάση του τρούλου δεν είναι κυκλική, μοιάζει περισσότερο με τετράπλευρο με στρογγυλεμένες γωνίες. Η ανατολική από τις τρεις κόγχες, που αντιστοιχεί στο Ιερό Βήμα, φέρει μεγάλο δίλοβο τοξωτό παράθυρο που όμως φράσσεται εν μέρει στο κατώτερό τμήμα, όταν ο ναός τοιχογραφήθηκε για πρώτη φορά κατά τον 7ο αιώνα. Στην κόγχη διακρίνονται επίσης τα κατάλοιπα επισκοπικού θρόνου. Σε μεταγενέστερη φάση προστίθεται στη δυτική πλευρά του αρχικού κτιρίου καμαροσκεπής επέκταση παραλληλόγραμμου σχήματος, που φέρει στη δυτική και τη νότια πλευρά θύρες πάνω από τις οποίες υπάρχουν κωδωνοστάσια. Στην τελική φάση κατασκευής ανήκουν τρία παρεκκλήσια που προσαρμόστηκαν στο βόρειο τοίχο της επέκτασης του αρχικού κτιρίου. Τα παρεκκλήσια είναι εφαπτόμενα, μονόχωρά, τα δύο ακριανά επίσης τρίκογχα και στεγάζονται με τρούλλο. Το ανατολικό, που φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν ως οστεοφυλάκιο, φέρει κατάλοιπα τοιχογραφιών. Εσωτερικά ο ναός κοσμήθηκε με αλλεπάλληλα στρώματα τοιχογραφιών του 12ου, 13ου και 14ου αιώνα, που μετά την αποτοίχισή (αφαίρεση) τους αποκαλύφθηκαν στον τρούλο, στην κόγχη της κεντρικής αψίδας και στη βόρεια κόγχη του αρχικού ναού οι αρχικές τοιχογραφίες του μνημείου, που χρονολογούνται στον 7ο αιώνα. Αποτελούν, κατά πάσα πιθανότητα, το πληρέστερο σωζόμενο εικονογραφικό πρόγραμμα προεικονομαχικής περιόδου, ενώ οι αφιερωματικές επιγραφές φανερώνουν τη χορηγία πολλών δωρητών, καθώς και του επισκόπου Σισινίου. Στον τρούλο, η μοναδική διπλή παράσταση του Χριστού, ως νέου και ως ώριμου άνδρα με γενειάδα, έχει πιθανώς σχέση με την μονοφυσιτική έριδα και μάλλον ερμηνεύει το δόγμα της διπλής φύσης του Θεανθρώπου. Στην κόγχη της αψίδας του Ιερού παριστάνεται η Ανάληψη, στη βόρεια κόγχη η Παναγία Νικοποιός με τους αγίους Αναργύρους σε μετάλλια και από κάτω μία από τις αρχαιότερες παραστάσεις Δέησης. Η Παναγία αναφέρεται ως Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ, ενώ λόγω της παρουσίας του Σολόμωντα και της αυτοκρατορικά ενδεδυμένης μορφής, που ταυτίστηκε με την προσωποποίηση της Εκκλησίας, η παράσταση συνδέεται με το νόημα της Σοφίας του Θεού. Από τα μεταγενέστερα στρώματα, που σήμερα έχουν αφαιρεθεί, αυτά που κάλυπταν τον αρχικό Χριστό της Ανάληψης στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του Ιερού επαναλαμβάνουν το θέμα της Δέησης, και ένα υπογράφεται από κάποιον Γεώργιο. Γύρω στα 1300 ο ημικύλινδρος της αψίδας κοσμήθηκε εκ νέου με παράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου, ενώ παραστάσεις μεμονωμένων αγίων του 13ου και 14ου αιώνα κάλυψαν επιφάνειες του Ιερού και της βόρειας κόγχης.
Ο ναός της Παναγίας της Πρωτόθρονης : Ο επισκοπικός ναός της Παναγίας της Πρωτόθρονης βρίσκεται στο Χωριό Χαλκί της περιοχής Τραγαία, στην ενδοχώρα της Νάξου. Η εκκλησιά, αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, αρχικά πρέπει να ήταν παλαιοχριστιανική βασιλική, από την οποία σώζονται σήμερα το σύνθρονο και ο επισκοπικός θρόνος στην κόγχη της ημικυκλικής αψίδας του ιερού. Το κτίριο μετατράπηκε κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο στον τύπο του μεταβατικού σταυροειδούς τρουλαίου ναού, ενώ στη συνέχεια προστέθηκε τρουλαίος νάρθηκας ο οποίος πλαισιώνεται σήμερα προς βορρά από το παρεκκλήσι του Αγίου Ακίνδυνου και προς νότο από ορθογώνιο χώρο που καλύπτεται με καμάρα. Σύμφωνα με επιγραφή από επιστύλιο πιθανώς τέμπλου, έχουμε μια ανακαίνιση του ναού το έτος 1052 όπου μνημονεύονται ο επίσκοπος Λέων, ο Νικήτας Πρωτοσπαθάριος και Τουμάρχης Ναξίας και ο κόμης Στέφανος ο Καμηλάρης, ενώ μεταγενέστερες επισκευές και μετατροπές αναφέρονται σε επιγραφές του 16ου και 17ου αιώνα. Ο ναός διακοσμείται εσωτερικά από πέντε αλλεπάλληλα στρώματα (παλαιοχριστιανικών χρόνων, 9ου (ανεικονικές), 10ου, 11ου, 13ου αι.) που κάποιες αποτοιχίστηκαν και στη συνέχεια, αφού αφαιρέθηκε το παλαιότερο στρώμα, επανατοποθετήθηκαν με αποτέλεσμα να είναι σήμερα ορατές τοιχογραφίες διαφόρων περιόδων. Το πρώτο στρώμα τοιχογραφιών χρονολογείται στον 7ο αιώνα. Απόστολοι κοσμούν το κάτω μέρος της αψίδας του ιερού, ενώ ο άγιος Ισίδωρος σαν εικόνα κοσμεί την παρειά του παραθύρου της. Το δεύτερο στρώμα που κάλυψε στη συνέχεια τους αποστόλους της αψίδας είχε ανεικονικό διάκοσμο με σταυρούς σε τοξοστοιχίες και χρονολογείται στον 9ο αιώνα στα χρόνια της Εικονομαχίας. Στον τρούλο αποκαλύφθηκαν δύο επάλληλα στρώματα που χρονολογήθηκαν το 1052 και μετά το 1056 αντίστοιχα, καθώς συνδέθηκαν με την επιγραφή στο επιστύλιο και με γραπτή επιγραφή στο βδ παρεκκλήσιο που μνημονεύει την κοίμηση της δούλης του Θεού Άννας το 1056. Θεωρείται όμως επίσης πιθανό ότι το πρώτο, αποτοιχισμένο, στρώμα του τρούλου μαζί με άλλες τοιχογραφίες στην νότια κεραία χρονολογείται λίγο νωρίτερα στον 10ο-11ο αιώνα, ενώ το δεύτερο στρώμα που εντάσσει στο ανατολικό του μέρος και τους αγίους Γεώργιο, Νικόλαο, Δημήτριο και Θεόδωρο, το 1052. Στον οψιμότερο 11ο αιώνα, ή στον 12ο-13ο αιώνα σύμφωνα με μία άλλη άποψη, ανήκει ο Ευαγγελισμός στον νότιο τοίχο του Ιερού. Στα τέλη του 13ου αιώνα το κάτω μέρος της αψίδας του Ιερού ζωγραφίστηκε εκ νέου με συλλειτουργούντες ιεράρχες, από τους οποίους σώζεται αποτοιχισμένη μόνο μία μορφή, ενώ σε μεταγενέστερη εποχή τοιχογραφήθηκε η παράσταση της Δέησης στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας.
Εικονομαχία: με τον όρο Εικονομαχία προσδιορίζεται το κίνημα που στράφηκε κατά της λατρείας εικόνων που απεικόνιζαν τον Θεό ή τους Αγίους. Η περίοδος της εικονομαχίας ξεκίνησε το 726 ή το 730 από τον Λέοντα τον Γ΄, διακόπηκε το 787 από την αυτοκράτειρα Ειρήνη, αποκαταστάθηκε το 815 από τον Λέοντα Ε΄, και έληξε το 843 από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Κατά τις δύο περιόδους της Εικονομαχίας, τα εικονογραφικά προγράμματα των ναών αντικαταστάθηκαν από γεωμετρικά σχήματα, φυτικά θέματα, το σημείο του σταυρού κ.α., ενώ διώχθηκαν όσοι επέμεναν στην προσκύνηση των εικόνων.
Η μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου: Ξεχωριστό δείγμα μεσαιωνικής μοναστικής αρχιτεκτονικής και τόπος υψηλού θρησκευτικού ενδιαφέροντος αποτελεί η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, μια από τις σημαντικότερες στο Αιγαίο.Η παράδοση αναφέρει ως εξόριστο στην άγονη Πάτμο περί το 95 μ.Χ., επί των διωγμών του αυτοκράτορα Δομιτιανού, τον αγαπημένο μαθητή του Ιησού, Ιωάννη, ο οποίος κατά την παραμονή του στο νησί συνέγραψε δύο από τα σημαντικότερα γραπτά κειμήλια της χριστιανικής πίστης, το Ευαγγέλιό του και την Αποκάλυψη. Η ίδρυση της μονής, άρρηκτα συνδεδεμένη με την παράδοση αυτή, έγινε το 1088 από τον όσιο Χριστόδουλο το Λατρηνό, ο οποίος ζήτησε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό και πέτυχε να του παραχωρηθεί με χρυσόβουλλο –μεταξύ άλλων- το νησί, προκειμένου να ιδρύσει ένα μοναστήρι προς τιμήν του Ευαγγελιστή. Η μονή οικοδομήθηκε στην κορυφή του βουνού, πάνω στα κατάλοιπα αρχαίου ναού και παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και γύρω της αναπτύχθηκε ο οικισμός της Χώρας, με τον οποίο σήμερα συνανήκουν σε ένα αδιάσπαστο πυκνό και δαιδαλώδες αρχιτεκτονικό σύνολο.Το συγκρότημα περιβάλλεται από μεσαιωνικό τείχος, ακανόνιστου πολύπλευρου σχήματος και ύψους 15μ. Στον πολυεπίπεδο εσωτερικό χώρο, αναπτύσσονται πτέρυγες κελιών, βοηθητικά κτήρια, στοές και παρεκκλήσια των 16ου-17ου αι., τα οποία πλαισιώνουν και εξαίρουν το καθολικό. Ο σταυροειδής τετρακιόνιος εγγεγραμμένος με τρούλο ναός του όψιμου 11ου αι., με προσαρτημένα παρεκκλήσια της Παναγίας και του Χριστοδούλου, διασώζει τη δεύτερη φάση της τοιχογραφικής διακόσμησης των αρχών του 17ου, με αξιόλογες σπάνιες ευαγγελικές σκηνές, πιθανώς έργο καλλιτέχνη της κρητικής σχολής, ενώ το παρεκκλήσιο της Παναγίας φέρει σημαντικό τοιχογραφικό σύνολο της μνημειακής τάσης του τέλους του 12ου αι. Στην περιώνυμη βιβλιοθήκη και το σκευοφυλάκιο της μονής συγκεντρώνονται θησαυροί και κειμήλια ανεκτίμητης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας, όπως σπάνιες συλλογές βυζαντινών και μεταβυζαντινών χειρογράφων, αυτοκρατορικά έγγραφα, βιβλία, εικόνες και έργα μικροτεχνίας. Η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, ένα μνημείο-παλίμψηστο αρχιτεκτονικής και θησαυροφυλάκιο του βυζαντινού πολιτισμού, το σπήλαιο της Αποκάλυψης και ο οικισμός της Χώρας ενεγράφησαν το 1999 στο Διεθνή Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, ως εξέχον σύνολο προσκυνηματικού κέντρου της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, εξαίρετου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος.
Γενικές πληροφορίες: Η Κωνσταντινούπολη, η βασιλεύουσα πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καταλάμβανε την τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά. Η πόλη κτίστηκε στη θέση μιας αποικίας των Μεγαρέων, που είχε πάρει το όνομα του ιδρυτή της, του Βύζαντα. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αναγνώρισε τη στρατηγική θέση της περιοχής που δέσποζε στο Βόσπορο και ήλεγχε τον εμπορικό δρόμο μεταξύ Αιγαίου πελάγους και Εύξεινου Πόντου. Η πόλη προστατευόταν από τις τρεις πλευρές της από τη θάλασσα, ενώ τα ισχυρά ρεύματα του Βοσπόρου καθιστούσαν την προσέγγιση ιδιαίτερα δύσκολη. Ο Κωνσταντίνος τέλεσε όλες τις απαραίτητες ειδωλολατρικές ιερουργίες για τη θεμελίωση και την οριοθέτηση της νέας πρωτεύουσας από το 324 έως το 326. Τα επίσημα εγκαίνια τελέστηκαν με λαμπρότητα στις 11 Μαΐου του 330, ταυτόχρονα με τον εορτασμό της 25ης επετείου της βασιλείας του και έκτοτε τα εγκαίνια της πόλης γιορτάζονταν πάντα με επισημότητα. Ύστερη ΑρχαιότηταΟ Κωνσταντίνος επεδίωξε να δημιουργήσει μια νέα πρωτεύουσα ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Ελάχιστα είναι τα κτίσματα της κωνσταντίνειας περιόδου που έχουν διασωθεί, αλλά οι μαρτυρίες των πηγών τονίζουν ότι ήταν μια πόλη αυτοκρατορική που είχε όλα τα εχέγγυα για την ευημερίας της, ήταν προστατευμένη με τείχη, κοσμημένη με μεγαλόπρεπα μνημεία και έργα τέχνης από όλες τις πόλεις και τις επαρχίες της αυτοκρατορίας και διέθετε μεγάλα δημόσια κτίρια, σύγκλητο, ιππόδρομο θέατρα, θέρμες και λουτρά, ναούς. Η αυτοκρατορική εξουσία στεγαζόταν στο Ιερό Παλάτιο, που διατηρήθηκε ως έδρα των βυζαντινών ηγεμόνων μέχρι και τον 12ο αιώνα. Με κύριο άξονα το μεγάλο αυτό συγκρότημα, το οποίο συμπληρωνόταν σε κάθε εποχή με νέα κτίσματα, η Κωνσταντινούπολη ήταν η κεφαλή του κράτους και συγκέντρωνε την αφρόκρεμα του πολιτικού, εκκλησιαστικού και πνευματικού βίου της αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη δεν ιδρύθηκε ως χριστιανική πρωτεύουσα. Τα ολιγάριθμα χριστιανικά οικοδομήματα που ανεγέρθηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου ήταν λιγότερα από τα ιερά της ελληνορωμαϊκής λατρείας. Οι τρεις αρχαίοι ναοί της Αρτέμιδος-Σελήνης, του Απόλλωνα και της Αφροδίτης, στην ακρόπολη του Βυζαντίου, εξακολούθησαν να δέχονται πιστούς, ενώ συγχρόνως ιδρύθηκαν και άλλοι, γεγονός που σήμαινε ότι η παλαιά θρησκεία είχε ακόμη οπαδούς. Άλλωστε, το διάταγμα των Μεδιολάνων δεν επέβαλε τον Χριστιανισμό, απλώς τον νομιμοποίησε. Ωστόσο, η νέα θρησκεία, που αναμφισβήτητα ευνοήθηκε με αυτοκρατορικές χορηγίες, διαδόθηκε πολύ γρήγορα, και η Εκκλησία έγινε ισχυρός θεσμός του κράτους. Το χερσαίο τείχος της εποχής του Κωνσταντίνου, από προστατευτικό όριο γρήγορα έγινε εμπόδιο στην ανάπτυξη της πόλης, που γρήγορα συγκέντρωνε νέους κατοίκους που κατέφταναν από όλη την αυτοκρατορία με τις οικογένειές τους. Οι πηγές αναφέρουν ότι μέσα σε μισόν αιώνα περίπου δεν υπήρχε σημείο στην πόλη που να μην είχε καταληφθεί από κτίσματα, πλούσια σπίτια ή παραπήγματα. Η κατάσταση ήταν ανυπόφορη, και για έναν άλλον λόγο: δεν είχαν προβλεφθεί εξαρχής αρκετές δεξαμενές νερού, υπόγειες ή επίγειες, για την εξασφάλιση των κατοίκων και της φρουράς της πόλης σε καιρό πολιορκίας. Ο Θεοδόσιος ο Β’, δύο μόλις χρόνια μετά την κυρίευση της Ρώμης από τους Βησιγότθους του Αλάριχου το 410, πραγματοποίησε την επέκταση του δυτικού ορίου της πόλης κτίζοντας νέα τείχη, που διπλασίασαν σχεδόν την έκτασή της (412-413) και κινστέρνες μεταξύ του κωνσταντίνειου και του νέου τείχους. Το χερσαίο τείχος περιλάμβανε τάφρο, προτείχισμα, και κύρια γραμμή τειχών με μεσοπύργια και ψηλούς ορθογώνιους και οκτάπλευρους πύργους, ενώ το θαλάσσιο δεν διέθετε προτείχισμα και τάφρο. Τα θεοδοσιανά τείχη αποτέλεσαν την γραμμή άμυνας της Κωνσταντινούπολης μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο πολεοδομικός ιστός της Κωνσταντινούπολης περιελάμβανε πολλά στοιχεία που θύμιζαν τη Ρώμη και το άμεσο ρωμαϊκό παρελθόν. Ο κύριος δρόμος της πόλης ήταν η γνωστή Μέση, οδική αρτηρία της πόλης που συνέδεε τη Χρυσή πύλη των τειχών με το συγκρότημα των ανακτόρων. Ήταν ένας πλατύς δρόμος πλαισιωμένος με στοές, όπου στεγάζονταν καταστήματα ενδυμάτων και επίπλων, εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας, κ.α. Ο Κωνσταντίνος ίδρυσε πάνω στη Μέση τον Φόρο (forum) που πήρε το όνομά του, μια κυκλική ή ελλειψοειδή πλατεία με κίονα στη μέση από πορφυρίτη λίθο και άγαλμα του ίδιου στην κορυφή με τα χαρακτηριστικά του Απόλλωνα ή του Ήλιου. Στην πλατεία αυτή βρισκόταν το κτίριο της Συγκλήτου, ο παλαιός ναός της θεάς Ρέας και ο ναός της Τύχης της Κωνσταντινούπολης. Ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος ίδρυσαν δυτικότερα πάνω στη Μέση δύο ακόμη Φόρους, που πήραν τα ονόματά τους. Ο Φόρος του Θεοδοσίου, μάλιστα, λέγεται ότι μιμούνταν τον Φόρο του Τραϊανού στη Ρώμη. Στον 6ον αιώνα, επί Ιουστινιανού, η Κωνσταντινούπολη γνώρισε στιγμές αναταραχής και αγωνίας και ταυτόχρονα κοσμήθηκε με λαμπρά μνημεία. Κατά την καταστολή της στάσης του Νίκα, το 532, τα αυτοκρατορικά στρατεύματα σφαγίασαν περίπου τριάντα χιλιάδες άτομα στον Ιππόδρομο, ενώ προκλήθηκαν μεγάλες καταστροφές στην πόλη από πυρκαγιά που κατέκαυσε τον παλαιό ναό της Αγίας Σοφίας. Αυτό το καταστροφικό γεγονός έδωσε τη δυνατότητα στον Ιουστινιανό να εκπονήσει ένα πρόγραμμα εξωραϊσμού της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με το οποίο οικοδομήθηκαν λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια, και τη λεγόμενη Βασιλική Κινστέρνα, μια υπόγεια δεξαμενή με κτιστούς θόλους που στηρίζονταν πάνω σε κίονες που έφεραν ποικίλα κιονόκρανα, από παλαιότερα κτίρια της πόλης σε δεύτερη χρήση. Το σημαντικότερο ίσως μνημείο που κατασκευάστηκε τον 6ο αιώνα ήταν ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι δύσκολοι αιώνεςΗ Κωνσταντινούπολη εισήλθε σε κρίσιμη περίοδο κατά τον 7ο αιώνα, που επιδεινώθηκε από πολιορκίες, σεισμούς, επιδημίες και εσωτερικές συγκρούσεις. Το 626, επί βασιλείας του αυτοκράτορα Ηράκλειου, οι Άβαροι την πολιόρκησαν, αλλά δεν κατάφεραν να την καταλάβουν, ενώ δύο επιθέσεις των Αράβων το 674 και το 717-718 είχαν την ίδια τύχη. Στην ήδη αποδυναμωμένη πόλη ενέσκηψε ο μεγάλος σεισμός του 740 και η επιδημία πανώλης του 747, που αποδεκάτισαν τους εναπομείναντες κατοίκους. Έχει υπολογιστεί ότι κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας ο πληθυσμός ανερχόταν σε λίγες δεκάδες χιλιάδες, ενώ από τα τέσσερα λιμάνια της λειτουργούσε μόνο το ένα. Κατά τη διάρκεια του 8ου και μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα παρατηρήθηκε πολύ μικρή οικοδομική δραστηριότητα, η οποία επικεντρώθηκε σε οχυρωματικά έργα που στόχευαν στην προστασία της πόλης από εξωτερικούς εχθρούς. Οι Μέσοι και Ύστεροι Βυζαντινοί χρόνοιΗ πορεία ανάκαμψης της αυτοκρατορίας ξεκίνησε από τα μέσα του 9ου αιώνα, οπότε και παρατηρήθηκε αύξηση του πληθυσμού. Μέχρι τον 11ο αιώνα οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης είχαν αυξηθεί τόσο, ώστε να θεωρείται η πολυπληθέστερη πόλη του χριστιανικού κόσμου της εποχής. Αν και η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Ελληνόφωνη, εντούτοις υπήρχαν Αρμένιοι και Ρώσοι, ενώ αρκετά μεγάλη ήταν η Εβραϊκή κοινότητα. Χαρακτηριστικό της ανάπτυξης της πόλης αποτελούσε και η παρουσία Ιταλών εμπόρων από τη Βενετία, τη Γένοβα και την Πίζα, αλλά και η ύπαρξη μικρής Αραβικής κοινότητας με εμπορικές κυρίως δραστηριότητες. Στον πληθυσμό της πόλης θα πρέπει να προσμετρηθούν και οι μισθοφόροι του στρατού από τη δυτική Ευρώπη, αλλά και από τη Σκανδιναβία, οι οποίοι μάλιστα αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα. Ο πλούτος της Κωνσταντινούπολης αποτυπωνόταν στα κτίριά της, δημόσια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά. Κατά την περίοδο αυτή ιδρύθηκαν πολλά μοναστήρια από την αυτοκρατορική οικογένεια και την ανώτερη τάξη, τα οποία συχνά διατηρούσαν υπό την επίβλεψή τους ευαγή ιδρύματα, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία ή και απλά σχολεία. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος ενδιαφέρθηκε προσωπικά για την ανέγερση κτισμάτων στο Ιερό Παλάτιο και ενός νέου παλατιού στον Βρύα, στην ασιατική ακτή της πρωτεύουσας, ενώ ο Βασίλειος ο Α’ χρηματοδότησε την ανέγερση ή την ανακαίνιση εικοσιπέντε ναών στην Κωνσταντινούπολη, ενώ χορήγησε οκτώ ναούς μέσα στα όρια του Ιερού Παλατίου. Η περίοδος του 9ου και του 10ου αιώνα έχει χαρακτηριστεί ως περίοδος αναγέννησης, εξαιτίας της ακμής ενός σημαντικού κύκλου λογίων και της κρατικής μέριμνας για την ανώτερη εκπαίδευση στην πρωτεύουσα. Κεντρικό σημείο υπήρξε το ενδιαφέρον για τη μελέτη του έργου συγγραφέων της Αρχαιότητας που θεωρούνταν θεμελιώδες για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της ανώτερης τάξης της Κωνσταντινούπολης. Η περίοδος ακμής συνεχίστηκε μέχρι και τα μέσα του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν να υπάρχουν οικονομικά προβλήματα ιδίως εξαιτίας της κατασπατάλησης του πλούτου από τους διαδόχους του Βασιλείου Β’. Η ήττα στο Μαντζικέρτ στην ανατολική Μικρά Ασία από τις δυνάμεις των Σελτζούκων Τούρκων και η οριστική απώλεια της Βάριδος (του σημερινού Μπάρι) στην Ιταλία από τους Νορμανδούς του Ροβέρτου Γισκάρδου το 1071 προκάλεσαν μεγάλες απώλειες και τεράστια απογοήτευση. Κατά την Α’ σταυροφορία οι «στρατιώτες του Θεού» από τη δυτική Ευρώπη έφτασαν μπροστά στα τείχη της Πόλης χωρίς εχθρικές διαθέσεις· η Κωνσταντινούπολη ήταν ένας ενδιάμεσος σταθμός στην πορεία τους προς τους Αγίους Τόπους. Αν και δημιουργήθηκαν μικρές αναταραχές και επεισόδια οι σταυροφόροι διαπεράστηκαν στην απέναντι πλευρά του Βοσπόρου και συνέχισαν την πορεία τους. Τα γεγονότα όμως ήταν πολύ διαφορετικά κατά την Δ’ σταυροφορία. Στο τέλος του 12ου αιώνα, μετά το θάνατο του Μανουήλ Κομνηνού η Κωνσταντινούπολη διήνυσε μία περίοδο αστάθειας: έξι αυτοκράτορες αναρρήθηκαν στον θρόνο και εκθρονίστηκαν στο διάστημα από το 1180 ως το 1204. Οι Φράγκοι έφθασαν μπροστά στα τείχη της πόλης τον Ιούνιο του 1203 και την κατέλαβαν οριστικά τον Απρίλιο του 1204, ενώ ο αυτοκράτορας Αλέξιος Ε’ είχε ήδη τραπεί σε φυγή, εγκαταλείποντάς την στις άγριες διαθέσεις των σταυροφόρων. Η λεηλασία που ακολούθησε ήταν πραγματικά φρικτή: ναοί, ανάκτορα και μνημεία πυρπολήθηκαν και απογυμνώθηκαν από τα πολύτιμα αφιερώματά τους, καταστήματα δηώθηκαν, θησαυροφυλάκια διηρπάγησαν, λείψανα και πολύτιμα σκεύη κλάπηκαν και φυγαδεύτηκαν, βιβλιοθήκες κάηκαν ή διαμελίστηκαν, ιερείς και αρχιερείς εκδιώχθηκαν, κάτοικοι σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν για να πουληθούν ως δούλοι. Επί μέρες η Πόλη ζούσε έναν πραγματικό εφιάλτη. Μετά την κατασίγαση του ολέθρου, η διοίκηση της Κωνσταντινούπολης μοιράστηκε ανάμεσα στον Βαλδουίνο της Φλάνδρας και τους Βενετούς. Ο Βαλδουίνος, που στέφθηκε αυτοκράτορας, πήρε το μεγαλύτερο τμήμα της Πόλης που περιελάμβανε τα ανάκτορα των Βλαχερνών και του Βουκολέοντος, και οι Βενετοί την Αγία Σοφία και μια μεγάλη εμπορική συνοικία, ενώ ταυτόχρονα εξασφάλισαν τον αποκλεισμό των Γενοβέζων και των Πιζάνων από το εμπόριο της αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη ανακαταλήφθηκε το 1261από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, που εκμεταλλεύτηκε τις περιστάσεις και την έλλειψη φύλαξης των τειχών. Ο Μιχαήλ προσπάθησε να ανοικοδομήσει τα περισσότερα μνημεία που είχαν καταστραφεί και τα τείχη, και ταυτόχρονα επιχείρησε την αναδιοργάνωση της διοίκησης της πόλης, αλλά και της αυτοκρατορίας. Παρά τις προσπάθειές του, όμως, δεν μπόρεσε να ξαναδώσει στην Κωνσταντινούπολη την αίγλη, τη λάμψη και τη δύναμη του παρελθόντος. Στερημένη ουσιαστικά από στρατό και στόλο η αυτοκρατορία δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την οθωμανική απειλή. Η προέλαση του Οθωμανικού στρατού στα εδάφη της αυτοκρατορίας ήταν ταχύτατη και οδήγησε σε απώλεια πολλών περιοχών της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων κατά το 14ο αιώνα. Ήδη από το 1372 η διασπασμένη αυτοκρατορία ήταν υποτελής του σουλτάνου, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν αναγκασμένοι να εκστρατεύουν μαζί του και η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν ουσιαστικά σε κατάσταση πολιορκίας. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος, αφού εγκατέστησε την οικογένειά του στο Μυστρά, ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι το 1399 ως το Παρίσι και το Λονδίνο, με σκοπό την εξασφάλιση συμμαχιών εναντίον των Οθωμανών. Η ήττα των Οθωμανών το 1402 από τους Μογγόλους του Ταμερλάνου στη μάχη της Άγκυρας έδωσε μια ανάσα στους Βυζαντινούς και την ευκαιρία στην Κωνσταντινούπολη να αναδιοργανωθούν μετά την πολυετή πολιορκία. Επικράτησε μια περίοδος σχετικής ηρεμίας που διήρκεσε μέχρι την επανάληψη της πολιορκίας της Πόλης το 1422 από τον Μουράτ τον Β’. Το εγχείρημά του όμως οδηγήθηκε σε αποτυχία, αφού ο αποκλεισμός από τη θάλασσα κατέστη αδύνατος εξαιτίας της αλυσίδας που έφραζε τον Κεράτιο, αλλά και εξαιτίας της αντοχής των τειχών της. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης έγινε τελικά από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’, ο οποίος για το σκοπό αυτό οικοδόμησε στις ευρωπαϊκές ακτές των στενών του Βοσπόρου ένα φρούριο, ώστε να αποκόψει την πρωτεύουσα από τα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου και τη δυνατότητα να προμηθεύεται σιτηρά από τις περιοχές αυτές. Παράλληλα, για να εξασφαλίσει ότι η Κωνσταντινούπολη δε θα είχε βοήθεια από τις περιοχές της ελληνικής επικράτειας που ήταν ακόμα ελεύθερες, επιτέθηκε στο Δεσποτάτο του Μορέως στην Πελοπόννησο. Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης κράτησε περίπου δύο μήνες, αφού πρώτα μεταφέρθηκαν στην περιοχή κανόνια από την Αδριανούπολη και τακτικός στρατός που υπολογίζεται γύρω στις 150.000. Ο στρατός παρατάχθηκε κατά μήκος των χερσαίων τειχών και η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης άρχισε επίσημα στις 7 Απριλίου του 1453. Αρχικά η άμυνα της Πόλης διεξαγόταν με επιτυχία, παρά το συνεχή βομβαρδισμό των τειχών. Ο σουλτάνος κατάλαβε ότι, όσο ο Κεράτιος έμενε στα χέρια των Βυζαντινών, η Κωνσταντινούπολη δε θα ήταν δυνατόν να κατακτηθεί. Για τον λόγο αυτό κατασκεύασε σε πολύ μικρό διάστημα δίολκο, μέσω της οποίας έσυρε πλοία από τον Βόσπορο στον Κεράτιο. Η πολιορκία συνεχίστηκε με επιθέσεις που αποκρούονταν μέχρι την 21η Μαΐου, οπότε ο Μωάμεθ έστειλε πρεσβεία στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ’ και ζήτησε την παράδοση της Πόλης, με την υπόσχεση ότι θα επέτρεπε σε αυτόν αλλά και σε όλους όσους επιθυμούσαν να φύγουν, να εγκαταλείψουν την πόλη με τα υπάρχοντά τους, και διαβεβαίωσε ότι ο πληθυσμός που θα παρέμενε θα είχε ευνοϊκή μεταχείριση. Οι προτάσεις αυτές απορρίφθηκαν από τον αυτοκράτορα και ο Μωάμεθ προχώρησε στην τελική επίθεση, η οποία κορυφώθηκε στις 29 Μαΐουτου 1453. Σύμφωνα με τις πηγές του Φραντζή και του Δούκα, αλλά και τους μεταγενέστερους θρύλους, οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη από τη λεγόμενη Κερκόπορτα, που βρισκόταν κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών. Άλλη μια αιματηρή μάχη εκτυλίχθηκε κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού και πιθανόν εκεί σκοτώθηκε ο αυτοκράτορας. Στη συνέχεια επεκράτησε πανικός, καθώς οι Βυζαντινοί υποχωρούσαν προς το κέντρο της πόλης ακολουθούμενοι από τους Τούρκους που τους αποδεκάτιζαν. Οι ανελέητες φρικιαστικές σφαγές και οι λεηλασίες που ακολούθησαν κράτησαν επί τρεις ημέρες μέχρι ο Μωάμεθ να διατάξει επίσημα την παύση των επιχειρήσεων. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Το νησί: Η Κρήτη, η Μεγαλόνησος του ελληνικού αρχιπελάγους, με την πρωταγωνιστική και ρηξικέλευθη ιδιοσυγκρασία και τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του πολιτισμού της στιγμάτισε και συχνά καθόρισε τη ροή της ιστορίας του ελλαδικού χώρου. Με συγκροτημένο πολιτισμό ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους τέθηκε στο προσκήνιο της αυγής του πολιτισμού στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Η μακραίωνη περίοδος ακμής του νησιού, στους χρόνους από το 2800 μέχρι το 1100 π.Χ., ταυτίστηκε με το μινωικό πολιτισμό. Η ανέγερση των παλαιών και νέων ανακτόρων της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων και της Ζάκρου, η ανάπτυξη πλήθους σημαντικών θέσεων όπως η Αγία Τριάδα, η Γόρτυνα, η Ζώμινθος, ο Μύρτος, η Φούρνου Κορυφή, κ.α., η ανάπτυξη μιας εκλεπτυσμένης, πλούσιας και ζωηρής τέχνης, η εμπορική θαλασσοκρατία των Μινωιτών με την εξάπλωση των προϊόντων, της κεραμικής, των τεχνουργημάτων και των καλλιτεχνικών τάσεων σε ολόκληρη την περιφέρεια της μεσογειακής λεκάνης είναι οι αδιάψευστοι μάρτυρες του βεληνεκούς και της ακτινοβολίας του μινωικού πολιτισμού. Η κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος και η πτώση του μινωικού πολιτισμού ακολουθήθηκαν από τη διείσδυση των Μυκηναίων και το πέρασμα στην εποχή του σιδήρου, η οποία κάθε άλλο παρά την προηγούμενη αίγλη του νησιού θυμίζει. Στους ιστορικούς χρόνους, η Κρήτη δεν έχει χάσει μεν τη θέση της ως εμπορικό κέντρο, έχει όμως περάσει στο περιθώριο των εξελίξεων του ελληνικού κόσμου που συναρτώνται πια με τα μεγάλα κέντρα των Αθηνών, της Σπάρτης και της Μακεδονίας, αργότερα. Την εποχή αυτή σημαντικά αστικά κέντρα του νησιού εντοπίζονται στην Κνωσό, τη Λατώ, την Πραισό, την Κυδωνία και τη Γόρτυνα. Το 69 π.Χ. το νησί πέρασε βίαια στην κατοχή των Ρωμαίων. Έδρα της διοίκησής τους όρισαν τη Γόρτυνα, η οποία αναδείχθηκε σε σημαντικό κέντρο της εποχής. Στον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα η Κρήτη δέχτηκε το κήρυγμα του χριστιανισμού από τον Απόστολο Παύλο. Την οργάνωση των εκκλησιών στο νησί ανέλαβε το 63 ο μαθητής του Παύλου, Τίτος. Με τη διάδοση του χριστιανισμού, ανάμεσα στον 4ο και τον 8ο αι., οικοδομήθηκε μεγάλος αριθμός βασιλικών, γεγονός χαρακτηριστικό στην παλαιοχριστιανική εποχή. Μεταξύ αυτών, οι βασιλικές της Σούγιας, της Χερσονήσου, της Πανόρμου, της Ελεύθερνας, της Συβρίτου, του Φραγκοκάστελλου και της Γόρτυνας. Οι πηγές μαρτυρούν πως η Κρήτη αποτελούσε τότε μέρος της διοικητικής περιφέρειας της Μέσσιας (Dioecesis Moesiarum ή Illyricum Orientale), εξαρτώμενη άμεσα από την Εκκλησία της Ρώμης και πως η Επισκοπική Επαρχία της Κρήτης την εποχή αυτή αριθμούσε περίπου είκοσι επισκοπικές έδρες, με τη Γόρτυνα ως μητροπολιτική έδρα. Στην περίοδο της Εικονομαχίας, περί το 754, επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε’, η εκκλησία της Κρήτης αποσπάστηκε από τη Ρώμη και προσαρτήθηκε στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Η εμφύλια σύρραξη που ξέσπασε στην Κρήτη το 823 μεταξύ του Θωμά του Σλάβου και του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β’ καθώς και μια σειρά εξεγέρσεων που έλαβαν χώρα στο δυτικό τμήμα της μεσογειακής λεκάνης –και συγκεκριμένα των Ανδαλουσιανών Αράβων ενάντια στο χαλίφη της Κόρδοβας- έμελλαν να αφήσουν τη Μεγαλόνησο ευάλωτη στους Άραβες. Οι εξεγερθέντες έχοντας εξοριστεί από την ιβηρική χερσόνησο και μην έχοντας πρόσβαση στα βόρεια παράλια της Αφρικής, προσέβλεψαν στην Κρήτη. Το 826 ξεκίνησε μια σειρά επιθέσεων, η οποία κατέληξε με εισβολή σαράντα πολεμικών αραβικών πλοίων στον κόλπο της Σούδας, πολυήμερη λεηλασία και κατάληψη τελικά του νησιού. Η Γόρτυνα ισοπεδώθηκε και οι Άραβες ίδρυσαν τη νέα τους πρωτεύουσα στη θέση της αρχαίας Ηράκλειας ανεγείροντας ένα ισχυρό φρούριο με βαθιές τάφρους, το οποίο ονόμασαν αλ-Χαντάκ, τον μεταγενέστερο Χάνδακα. Με αφετηρία τον Χάνδακα οι Άραβες οργάνωσαν ένα εκτεταμένο πλέγμα επιθέσεων στα νησιά του Αιγαίου, τα οποία βυθίστηκαν στην καταστροφή και την ερήμωση. Οι προσπάθειες του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β’ για την ανάκτηση του νησιού μέχρι το 829, καθώς και η βραχυπρόθεσμα επιτυχής απόπειρα του αντιβασιλέως Μιχαήλ Γ’ το 843 δεν κατόρθωσαν να απαλλάξουν το νησί από την αραβική παρουσία. Τη σκυτάλη στην προσπάθεια εκτοπισμού των Αράβων ανέλαβε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος, στα χρόνια της βασιλείας του οποίου αναδείχτηκε λόγω των στρατιωτικών του ικανοτήτων ο Νικηφόρος Φωκάς. Με τη διαδοχή του Πορφυρογέννητου από τον αυτοκράτορα Ρωμανό Β’, ο Νικηφόρος ανέλαβε το 960 εκστρατεία προκειμένου να απελευθερώσει την Κρήτη, η οποία μετά από πολύμηνες επιχειρήσεις κατέληξε τον επόμενο χρόνο στην παράδοση του Χάνδακα. Το νησί επέστρεψε ως θέμα στη βυζαντινή κυριαρχία και αναδιοργανώθηκε διοικητικά και εκκλησιαστικά από τον Φωκά. Υπό το φόβο μιας νέας αραβικής απειλής, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε προσωρινά στην ενδοχώρα της περιοχής του Χάνδακα και οικοδομήθηκε ισχυρό τείχος. Στο θρησκευτικό τομέα, ο Φωκάς συνδέθηκε με πνευματικούς ανθρώπους, όπως ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε και ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος, και αναδιοργάνωσε νέες επισκοπικές έδρες μακριά από τις ακτές, ενώ μετέφερε άλλες σε νέες τοποθεσίες. Στα τέλη του 10ου αι. οικοδομήθηκε στη Γόρτυνα ο ναός του Αγίου Τίτου ως μητροπολιτικός ναός πάνω στα ερείπια τρίκλιτης θολοσκεπούς βασιλικής της παλαιοχριστιανικής περιόδου. Ο ναός ανήκει στον σταυροειδή τρίκογχο αρχιτεκτονικό τύπο και στεγάζεται με τρούλλο. Η περίοδος της δεύτερης βυζαντινής κυριαρχίας στην Κρήτη διήρκεσε μέχρι την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. Με την πτώση της πρωτεύουσας, παρεμβλήθηκε μια σύντομη –μέχρι το 1217- κατοχή του νησιού από τον Γενουάτη κόμη της Μάλτας, Ερρίκο Πεσκατόρε, ο οποίος μερίμνησε με ζέση για την ενίσχυση των φρουρίων του Χάνδακα, του Ρεθύμνου και της Σητείας, καθώς και για την τείχιση άλλων σημαντικών θέσεων του νησιού. Από το 1217 η Κρήτη εδραιώνεται ως μία από τις σημαντικότερες κτήσεις της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας. Ο Χάνδακας, με τη νέα βενετική του ονομασία Candia, εξακολουθεί να είναι η πρωτεύουσα και το διοικητικό κέντρο του νησιού, το οποίο διαιρέθηκε σε έξι τμήματα διοικούμενα από αντίστοιχους Βενετούς διοικητές. Η εγκατάσταση Ενετών αποίκων αύξησε τον πληθυσμό και ανατροφοδότησε την πόλη, η οποία αναμορφώθηκε δραστικά με την ενίσχυση της οχύρωσης και του λιμανιού και την πλούσια ανοικοδόμηση. Οι θαλάσσιοι εμπορικοί δρόμοι διευρύνθηκαν και το εμπόριο άνθισε. Η εκκλησιαστική οργάνωση διατήρησε τη βυζαντινή της μορφή, τοποθετήθηκαν όμως επικεφαλής των επισκοπικών εδρών ένας Έλληνας κι ένας Λατίνος επίσκοπος. Επανειλημμένες εξεγέρσεις των Κρητών κατά της ενετικής κυριαρχίας σημειώθηκαν σε όλη τη διάρκεια του 13ου αι., με αυτή των Σκορδίληδων και των Μελισσηνών στο α’ τέταρτο του αιώνα να ξεχωρίζει, καθώς έτυχε της υποστήριξης των βυζαντινών στρατευμάτων της αυτοκρατορίας της Νίκαιας του Ιωάννη Βατάτζη. Η επανάκτηση της πρωτεύουσας από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο το 1261 πυροδότησε λίγα χρόνια αργότερα επίσης νέο κύμα αναταραχών στο νησί. Ο κύκλος αυτών των επαναστάσεων έκλεισε με την απόπειρα των Ενετών φεουδαρχών μεταξύ του 1363 και 1364 να αποσχιστούν από τη Βενετία προβαίνοντας στη Διακήρυξη της Δημοκρατίας του Αγίου Τίτου. Με την άλωση της πρωτεύουσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς το 1453 η Κρήτη αναδεικνύεται σε καταφύγιο Κωνσταντινουπολιτών. Παρόλο που η εισροή νέου πληθυσμού αποτέλεσε αναμφίβολα σημαντική μεταβολή, η ομαλή συνύπαρξη που επιτεύχθηκε με τον ντόπιο πληθυσμό και τους Βενετούς, εξαιτίας της προβολής των Οθωμανών ως του κοινού κινδύνου, λειτούργησε γόνιμα και εποικοδομητικά για την Κρήτη, με αποτέλεσμα την κρητική αναγέννηση του 16ο και 17ου αι. Μεταξύ των ετών 1645 και 1669 λαμβάνει χώρα στο νησί ο Πέμπτος Ενετοτουρκικός πόλεμος. Οι Οθωμανοί που αποβιβάστηκαν και κατέλαβαν την Κρήτη το 1645, τρία χρόνια αργότερα άρχισαν να πολιορκούν το Χάνδακα. Το 1645 κατέλαβαν τα Χανιά και το 1646 το Ρέθυμνο. Από το Μάιο του 1648 και για 21 ολόκληρα χρόνια θα διαρκέσει η μνημειώδης πολιορκία της πόλης του Χάνδακα, η οποία σφυροκοπήθηκε από καθημερινούς βομβαρδισμούς και επιθέσεις, αλλά κατόρθωσε να αντέξει εφοδιαζόμενη από τη θάλασσα. Η τελευταία φάση της πολύχρονης πολιορκίας αρχίζει το 1666 με την έλευση των πολυάριθμων ενισχύσεων του πασά Φαζήλ Αχμέτ Κιοπρουλού (Köprülü Fazıl Ahmed Paşa). Η δεινή θέση στην οποία περιήλθαν οι πολιορκούμενοι ανάγκασε τον Βενετό στρατηγό Φραγκίσκο Μοροζίνι (Francesco Morosini) να προβεί σε συνθηκολόγηση με τους Οθωμανούς και να τους παραδώσει το νησί.


Βιβλιογραφία (3)

1. Βαβατσιούλας Ο., Το Κάστρο της Νάξου – Οικοδομική Ιστορία (13ος-20ος αι.), Αθήνα, 2009

2. Μαστορόπουλος, Γ, Η Νάξος: Το Άλλο Κάλλος. Περιηγήσεις σε βυζαντινά μνημεία, Ελληνικές Ομοιογραφικές Εκδόσεις

3. Σαββίδης Γ.Κ., ‘Η Νάξος κατά τα βυζαντινά χρόνια (4ος αι.-1207 μ.Χ.)’ σε Νάξος: Αρμενίζοντας στο χρόνο, Αθήνα, 2005


Σχόλια (0)