Το νησί


Η παρουσία για δύο και πλέον αιώνες των Ιωαννιτών ιπποτών στη Ρόδο υπήρξε τόσο καθοριστική στην ιστορική της πορεία και στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της, ώστε να συνδεθεί στην ελληνική συνείδηση με το "νησί των Ιπποτών".

Ωστόσο, η Ρόδος έχει να επιδείξει πλούσιο παρελθόν, σπουδαία τέχνη, μνημεία και ανθηρό πολιτισμό πολύ πριν τον ακμαίο ιπποτικό της μεσαίωνα. Βεβαιωμένη είναι η κατοίκηση από τους προϊστορικούς χρόνους. Το νησί εποικίστηκε από τους Μυκηναίους και στη συνέχεια από Δωριείς της Αργολίδας, οι οποίοι κατά τον ύστερο 10ο αι. εξαπλώθηκαν στην ευρύτερη περιοχή του ΝΔ Αιγαίου. Στο γεγονός αυτό οφείλεται η γέννηση ενός σημαντικού ομόσπονδου οργανισμού, της Δωρικής Εξάπολης, στον οποίο συνήλθαν οι δωρικές πόλεις της περιοχής με τη συμμετοχή των τριών ροδιακών πόλεων, της Ιαλυσού, της Λίνδου και της Καμείρου. Την ομοσπονδία συμπλήρωναν η Κνίδος, η Αλικαρνασσός και η Κως και κοινό θρησκευτικό κέντρο είχε οριστεί το ιερό του Τριοπίου Απόλλωνα στην Κνίδο. Η αρχαϊκή εποχή υπήρξε για τη Ρόδο περίοδος προόδου και ευημερίας. Η ανάπτυξη της ναυτιλίας επέκτεινε τον ιστό των εμπορικών σχέσεων του νησιού, με αποτέλεσμα η οικονομία να ανθίσει. Στην Κάμειρο τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν τις επαφές της πόλης με τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και την ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ αντίστοιχα τα ροδιακά αγγεία που έχουν βρεθεί σε πολυάριθμες θέσεις στην περιφέρεια της μεσογειακής λεκάνης επιβεβαιώνουν το εύρος των εμπορικών προορισμών. Η κοπή νομισμάτων, αλλά και η ίδρυση αποικιών, με ενδεικτική την ίδρυση της Γέλας στη Σικελία στο α’ μισό του 7ου αι. π.Χ. από Λινδίους, ενισχύουν την εικόνα ακμής.

Τομή στην ιστορία του νησιού σημειώνεται το 408-407 π.Χ. όταν η Κάμειρος, η Ιαλυσός και η Λίνδος προβαίνουν στο συνοικισμό της πόλης της Ρόδου με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου κοινού πολιτικού και οικιστικού κέντρου. Η ομώνυμη του νησιού πόλη, περίφημη για τον ιπποδάμειο πολεοδομικό της σχεδιασμό, έλαμψε στην ελληνιστική περίοδο με τον πλούτο, τη δύναμη και τον πολιτισμό της και ανέλαβε την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των ροδιακών πόλεων. Η Ρόδος με τα πέντε λιμάνια της διαδραμάτισε καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας κομβικό εμπορικό σταθμό. Η ισχύς και ο πολιτισμός της βρήκαν το σύμβολό τους στο κολοσσικό άγαλμα του θεού Ήλιου, έργο του γλύπτη Χάρη και ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, που ήταν δέσποζε στη θαλάσσια είσοδο της πόλης.

Η Ρόδος χάνει την αίγλη της και περιέρχεται σε ύφεση κατά την ύστερη αρχαιότητα, τραυματισμένη από γεγονότα, όπως τη λεηλασία από τον Κάσσιο το 42 π.Χ., τον ισχυρό καταστροφικό σεισμό του 155 και την επιδρομή των Γότθων το 269. Το 297 ενσωματώνεται στην Επαρχία των Νήσων (Provincia insularum) και με τη μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντινούπολη το νησί φαίνεται να ανακτά κάποια από την παλαιότερη δύναμή του λόγω της κομβικής θέσης του στο θαλάσσιο δρόμο που συνέδεε την πρωτεύουσα με τις ανατολικές και νότιες επαρχίες. Ωστόσο, οι νέοι σεισμοί που σημειώθηκαν το 344 και το 515 υπονόμευσαν την ομαλή ανάκαμψη του νησιού. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε στη Ρόδο –όπως και σε ολόκληρο το Αιγαίο- ήδη από νωρίς και  το 325, στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, συμμετείχε και ο επίσκοπος του νησιού.

Η γενική ευημερία της παλαιοχριστιανικής περιόδου για τα νησιά μαρτυρείται και στη Ρόδο από την ανέγερση μεγάλων οικιών και πλήθους βασιλικών. Ενδεικτική των μνημείων της εποχής είναι η μεγάλη τρίκλιτη βασιλική που έχει αποκαλυφθεί ανατολικά της αρχαίας ακρόπολης στην πόλη της Ρόδου, με μήκος μεγαλύτερο των 60μ., τρίκλιτο εγκάρσιο κλίτος και πλούσια διακόσμηση με τοιχογραφίες, εντοίχια ψηφιδωτά και ψηφιδωτά δάπεδα. Η ανασκαφική έρευνα έχει φέρει στο φως δύο ακόμη παλαιοχριστιανικές βασιλικές στην περιοχή της μεσαιωνικής πόλης, ενώ έχει επίσης επιβεβαιώσει την ύπαρξη αξιόλογου πρωτοβυζαντινού κάστρου με προτείχισμα και τάφρο κατά τόπους, καθώς και τειχισμένη ακρόπολη στη θέση του μεταγενέστερου παλατιού του Μεγάλου Μαγίστρου. Όλες οι αρχαιολογικές ενδείξεις συνηγορούν ότι ο οικισμός των πρώτων χριστιανικών αιώνων ήταν εκτεταμένος και απλωνόταν έξω από τον τειχισμένο τομέα.

Το νησί της Ρόδου ακολουθεί από τον 7ο αι. την κοινή μοίρα των νησιών του Αιγαίου σε μια εποχή ανάσχεσης, φόβου και παρακμής, λόγω της εμφάνισης του αραβικού κινδύνου. Οι Άραβες προβαίνουν σε επιθέσεις και λεηλασίεςστα νησιά, περιλαμβανομένης και της Ρόδου, δεν καταφέρνουν όμως να διακόψουν την εμπορική δραστηριότητα του νησιού. Μολυβδόβουλλα "κομμερκιαρίων", δηλ. τελωνειακών υπαλλήλων της Ρόδου, που χρονολογούνται στο τέλος του 7ου και στον 8ο αι., αποτελούν ένδειξη ότι το νησί παίζει σημαντικό ρόλο στην οποιαδήποτε εμπορική κίνηση της Ανατολικής Μεσογείου. Στους μέσους βυζαντινούς χρόνους, η Ρόδος έρχεται σε επαφή με τη Δύση.

Οι Βενετοί το 1082 λαμβάνουν από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό άδεια να εγκαταστήσουν στη Ρόδο σταθμό, γεγονός που εδραιώνει το σύνδεσμο της πόλης με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό και την αναδεικνύει για άλλη μια φορά σε σημαίνουσα εμπορική θέση. Η οικονομική ευρωστία αποτυπώνεται στην έντονη νομισματική κίνηση του 11ου και του 12ου αι., καθώς και στην καλλιτεχνική δραστηριότητα. Στον 11ο αι. χρονολογείται η εκκλησία της Παναγίας του Κάστρου, η οποία υπήρξε ο καθεδρικός ναός των ορθοδόξων χριστιανών στα βυζαντινά χρόνια και αργότερα -όταν οι Ιωαννίτες κατέλαβαν τη Ρόδο- μετατράπηκε σε καθεδρικό των καθολικών, ο Άγιος Φανούριος και οι τοιχογραφίες του καθολικού του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Θάρρι.

Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, η Ρόδος κηρύσσεται ανεξάρτητη από τον διοικητή της Λέοντα Γαβαλά. Η ροή των Δυτικών στο νησί αυξάνεται και προλειαίνει το έδαφος για την έλευση των Ιωαννιτών ιπποτών. Οι ιππότες του τάγματος του Αγίου Ιωάννη, μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ και την κατάληψη της Άκκρα το 1291 και έχοντας απωλέσει το έρεισμά τους στα παλαιστινιακά εδάφη, κατέλαβαν τη Ρόδο το 1309. Το γεγονός αυτό σηματοδότησε μια εποχή μεγάλης ακτινοβολίας για το νησί και υπήρξε η αφορμή να διαμορφώσει η πόλη της Ρόδου την χαρακτηριστική μεσαιωνική της φυσιογνωμία, την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα. Η Ρόδος αναδεικνύεται την εποχή αυτή ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Ευρώπης. Ο πληθυσμός αυξάνεται και αποκτά χαρακτήρα πολυπολιτισμικό, εξαιτίας των Ελλήνων, Φράγκων, Εβραίων εμπόρων, ταξιδιωτών και στρατιωτών. Η οικονομική ευρωστία συμβαδίζει με την ανάπτυξη όχι μόνο της ναυτιλίας, αλλά και της βιοτεχνίας. Ο αντίκτυπος όλων αυτών των μεταβολών διαγράφεται στην κοινωνία με τη διαμόρφωση μιας νέας ταξικής διαστρωμάτωσης, στους δύο πόλους της οποίας βρίσκονται οι πλούσιοι ευγενείς και ο φτωχός λαός. Στους αιώνες της ιπποτικής παρουσίας στο νησί οι τέχνες ανθούν.

Η νέα χωροταξία και η εκτεταμένη οικοδομική δραστηριότητα των ιπποτών μετέβαλλαν δραστικά το τοπίο της πόλης. Η βυζαντινή διάκριση της πόλης σε τρεις τομείς, διατηρήθηκε ως εξής: α. το Διοικητήριο ή το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, το οποίο είχε κτιστεί στο υψηλότερο βορειοδυτικό σημείο της πόλης, β. το Κάστρο ή Κολλάκιο (Chollachio), στο βόρειο μέρος της πόλης όπου βρίσκονταν τα σημαντικότερα κτίρια της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, όπως τα Καταλύματα των Γλωσσών στην οδό Ιπποτών, η Παναγία του Κάστρου, ο Άγιος Ιωάννης, το Νοσοκομείο, η Αρχιεπισκοπή, η συνοικία των Ιπποτών, η Οπλοθήκη και ο Ναύσταθμος και γ. στη Χώρα (Burgus), η οποία βρισκόταν στο νότιο μέρος της πόλης. Η λιθόστρωτη οδός των Ιπποτών, μήκους 200μ. και πλάτους 6μ., ένας από τους καλύτερα διατηρημένους μεσαιωνικούς δρόμους, οδηγούσε από το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου στο λιμάνι. Το κέντρο της οικονομικής δραστηριότητας βρισκόταν στην αγορά, την Magna et Communis Platea ή Macellus Rhodi, έναν φαρδύ και μακρύ δρόμο, πλάτους 40-50μ., που διέσχιζε την πόλη από τα δυτικά στα ανατολικά.

Η κατάληψη της Ρόδου από τους Οθωμανούς το 1522 έθεσε τέλος στους "χρυσούς αιώνες" του νησιού. Η πόλη της Ρόδου άλλαξε όψη για άλλη μια φορά, με τη δημιουργία των ελληνικών εκτός των τειχών συνοικιών, την τροποποίηση των υπαρχόντων δημοσίων κτηρίων και την ανέγερση πολλών νέων, κυρίως τεμενών και λουτρών. Το 1912 η Ρόδος, όπως και ολόκληρη η Δωδεκάνησος, πέρασε στην ιταλική κυριαρχία. Οι Ιταλοί εφάρμοσαν ένα εκτεταμένο αναστηλωτικό πρόγραμμα των ιπποτικών μνημείων της πόλης και σε πολλές περιπτώσεις κατεδάφισαν τις οθωμανικές προσθήκες. Προέβησαν επίσης σε έργα υποδομής και εκσυγχρονισμού της πόλης. Το νησί ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος το 1948. Η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου ως εξέχον δείγμα αρχιτεκτονικού συνόλου, στο οποίο μοναδικά διατηρούνται και συνυπάρχουν μνημεία ενδεικτικά του συγχρωτισμού και της συνύπαρξης πολλών πολιτισμών στο βάθος του χρόνου, ενεγράφη το 1988 στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.


Γλωσσάρι (6)

Παλαιοχριστιανική Περίοδος: η Παλαιοχριστιανική περίοδος τυπικά ξεκινά από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μ. Κωνσταντίνο στα 330 μ.Χ. και τη μεταφορά σε αυτή της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, και λήγει με το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Α (565).
βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.
κλίτη: οι διάδρομοι που διαμορφώνονται στο εσωτερικό των ναών μεταξύ των κιονοστοιχιών στις βασιλικές. Ο αριθμός τους ποικίλλει από τρία ως εννέα με ευρύτερο και ψηλότερο το κεντρικό.
τοιχογραφία: ζωγραφική παράσταση στην επιφάνεια τοίχου ή οροφής οικοδομήματος.
ψηφιδωτό: σχέδιο ή παράσταση που σχηματίζεται με τη συναρμολόγηση και συγκόλληση ποικιλόχρωμων ψηφίδων. Ψηφιδωτή διακόσμηση μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις επιφάνειες ενός κτιρίου, δάπεδο τοίχους ή οροφή.
καθολικό: ο κυρίως ναός του μοναστηριού. Κατά κανόνα ήταν ο μεγαλοπρεπέστερος και βρισκόταν σε κεντρικό σημείο της αυλής.


Πληροφοριακά Κείμενα (6)

Το νησί: Το κάλλος του τοπίου, ο πλούτος των φυσικών πόρων και η χαρακτηριστική ανήσυχη και επικοινωνιακή νησιωτική ιδιοσυγκρασία της συνέθεσαν στους αιώνες την εικόνα ενός αιγαιακού τόπου με μακρά ιστορία και όγκο πολιτιστικής κληρονομιάς, δυσανάλογο του μεγέθους της Κω. Στη σύγχρονη φυσιογνωμία του νησιού σημαντικό μερίδιο κατέχουν ως ιστορικοί μάρτυρες οι αρχαιότητες της κλασικής εποχής, η πληθώρα μνημείων της παλαιοχριστιανικής περιόδου, καθώς και η αρχιτεκτονική και η πολεοδομική διαρρύθμιση της περιόδου της ιταλικής κατοχής. Η Κως είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος και εντοπίζεται μεταξύ της Καρπάθου και της Nισύρου. Η πρώτη ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα έχει επιβεβαιωθεί από τα αρχαιολογικά ευρήματα στη νεολιθική εγκατάσταση στο σπήλαιο της Άσπρης Πέτρας και στον οχυρωμένο οικισμό της πρώιμης χαλκοκρατίας στο λόφο των Σεραγιών στην πρωτεύουσα του νησιού. Κατάλοιπα ταφών με πλούσια κεραμικά κτερίσματα μαρτυρούν την μυκηναϊκή παρουσία στο νησί, γεγονός που ενισχύεται και από την αναφορά του ονόματος του νησιού στην Ιλιάδα, στον κατάλογο των πόλεων που έλαβαν μέρος στην Τρωική εκστρατεία. Οι ιστορικοί χρόνοι βρίσκουν την Κω να συμμετέχει μαζί με την Κνίδο, την Αλικαρνασσό και τις τρεις ροδιακές πόλεις στη Δωρική Εξάπολη, ένα είδος ομοσπονδίας των πόλεων που αποικίστηκαν από Δωριείς της Πελοποννήσου, ενώ αργότερα το νησί πέρασε στην κυριαρχία των Περσών, λαμβάνοντας μάλιστα μέρος και στην εκστρατεία κατά των ελληνικών πόλεων. Μετά την ήττα των Περσών, το 478 π.Χ., η Κως περιήλθε στην Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία. Την περίοδο αυτή, φαίνεται πως πρωτεύουσα του νησιού είναι η Αστυπάλαια, στη θέση της σύγχρονης Κεφάλου. Στην Αστυπάλαια της Κω έχουν ανασκαφεί ναοί του 5ου αι. π.Χ. προς τιμήν της Δήμητρας, του Ασκληπιού και της Ομονοίας, θέατρο και τείχος. Το 366 π.Χ., και ενώ το νησί βρισκόταν υπό τον έλεγχο του περίφημου δυνάστη της Καρίας, Μαύσωλου, πραγματοποιήθηκε ο συνοικισμός των παλαιότερων οικισμών του νησιού και η ίδρυση της νέας πρωτεύουσας, Κω-Μεροπίδος, στη θέση της σύγχρονης πρωτεύουσας. Στους ελληνιστικούς χρόνους και παρά τις έριδες για την πολιτική της θέση μεταξύ των βασιλείων των διαδόχων της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου, το νησί της Κω με τα μεγάλα του ιερά –μεταξύ των οποίων και το πανελλήνιο ιερό του Ασκληπιού- αποτελεί σημαίνον θρησκευτικό κέντρο. Την εποχή αυτή ακμάζει και ο αρχαίος οικισμός της Αλάσαρνας, στη θέση της σύγχρονης Καρδάμαινας. Η καταβολή υψηλής φορολογίας στη Ρώμη, αλλά και τα πλούσια δημόσια έργα και οι μετασκευές και προσθήκες στα αρχαία ιερά χαρακτηρίζουν την περίοδο της ρωμαιοκρατίας στην Κω, από τον 2ο αι. π.Χ. και εξής. Γεγονότα που ξεχωρίζουν στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες είναι η επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου στο νησί (57) και η διδασκαλία του χριστιανισμού, καθώς και ο ισχυρός σεισμός του 142. Επί Διοκλητιανού (284-305) η Κως ενσωματώθηκε στο βασίλειο της Καρίας (regio Cariae) και στην Επαρχία των Νήσων (Provincia Insularum). Καθώς ο χριστιανισμός εξαπλώνεται στο Αιγαίο, η Κως ήδη από νωρίς αποκτά επισκοπή, όπως επιβεβαιώνεται από την πληροφορία ότι στις οικουμενικές συνόδους της Νίκαιας (325) και της Χαλκηδόνος (451) έλαβαν μέρος οι επίσκοποι Μελίφρων και Ιουλιανός, αντίστοιχα. Η έναρξη της παλαιοχριστιανικής εποχής στην Κω φαίνεται πως οριοθετείται από έναν ακόμη ισχυρό σεισμό, αυτόν του 469, ο οποίος προκάλεσε σοβαρές φθορές σε ολόκληρο το νησί και είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη πολλών αρχαίων ιερών. Η οικοδόμηση παλαιοχριστιανικών βασιλικών τον 5ο και 6ο αι. στο νησί είναι εντυπωσιακή και καταδεικνύει όχι μόνο την επικράτηση του χριστιανισμού, αλλά και τον πλούτο και την ευμάρεια της εποχής. Μέχρι σήμερα έχουν ανασκαφεί 18 βασιλικές και οικισμοί σε τρεις περιοχές της υπαίθρου (Μαστιχάρι, Καρδάμαινα, Κέφαλος) και έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον άλλες 16, ενώ στην πόλη της Κω οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως ιδιωτικά κτήρια με πλούσια ψηφιδωτά δάπεδα. Βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, όπως κεραμικοί κλίβανοι και εργαστήρια υαλουργίας, αλλά και η παραγωγή μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών και ψηφιδωτών, παρέχουν ενδείξεις για τις εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων και αποδεικνύουν τη ζωντάνια της πόλης και της υπαίθρου. Η μέχρι πρότινος ισχύουσα άποψη ότι η ακμάζουσα παλαιοχριστιανική εποχή της Κω έλαβε τέλος με το σεισμό του 554 φαίνεται πως σταδιακά εγκαταλείπεται, βάσει και των νεώτερων ανασκαφικών δεδομένων, σύμφωνα με τα οποία η ζωή στην Κω συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 7ου αι. και τις αραβικές επιδρομές του 654/655. Το διάστημα μεταξύ των αρχών του 5ου και τις αρχές του 7ου αι. το νησί χειμάστηκε από επιδρομές Βανδάλων, Ισαύρων, Ονογούρων, Βουλγάρων και πιθανώς Αβαροσλάβων. Ο 7ος αι. σημαδεύτηκε από την επίθεση και δήωση του νησιού από τους Πέρσες του Χοσρόη Β’ και τους Άραβες του Μωαβία. Μέχρι τα μέσα του 11ου αι., την εποχή των λεγόμενων "σκοτεινών αιώνων" των συστηματικών αραβικών επιθέσεων στα νησιά του Αιγαίου, της συρρίκνωσης των οικισμών και του γενικότερου κλίματος φόβου και επισφάλειας, ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για το νησί.Μεταξύ αυτών, καταγράφεται η διοικητική ένταξη της Κω στο θέμα των Κιβυρραιωτών. Μετά την ήττα των βυζαντινών στο Μαντζικέρτ (1071) και τις επιδρομές σελτζουκικών και τουρκμανικών φύλων στη Μ. Ασία, η Κως έγινε τόπος υποδοχής προσφύγων, μεταξύ των οποίων και ο μοναχός Χριστόδουλος Λατρηνός, ο μετέπειτα ιδρυτής της Μονής Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Στο μοναχό δωρήθηκαν με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού δύο περιοχές, «το τε Καστέλον εγχωρίως λεγόμενον ...και το του Πιλέ επονομαζόμενον», όπου Χριστόδουλος ίδρυσε τη Μονή της Θεοτόκου, γνωστή και ως Μονή της Παναγίας των Καστριανών, και οικοδόμησε πάνω στο λόφο το κάστρο του Παλαιού Πυλίου. Το 12ο αι. οι Βενετοί διεκδικούν την Κω. Τα χρόνια μεταξύ 1124 και 1126 το νησί υπέστη ενετικές επιδρομές μετά την άρνηση του Ιωάννη Β’ Κομνηνού να αναγνωρίσει στους Βενετούς προνόμια στα νησιά, ενώ το 1198 με χρυσόβουλλο του Αλεξίου Γ’ Αγγέλου επικυρώθηκαν τελικά τα ποθητά ενετικά οικονομικά προνόμια σε περιοχές της αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και η Κως. Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Φράγκους το 1204, η Κως περιέρχεται στην εξουσία του Λατίνου αυτοκράτορα, σύμφωνα με την Partitio Romaniae, χωρίς όμως να υπάρχει γραπτή μνεία για την ίδρυση λατινικής επισκοπής. Σύντομη κατάληψη του νησιού από τον Ιωάννη Βατάτζη σημειώθηκε το 1224, ενώ το 1284 -μετά από μια περίοδο ταλαντεύσεων μεταξύ Βυζαντινών και Ενετών- η Κως καταλαμβάνεται οριστικά από τους Ενετούς. Οι Ιωαννίτες ιππότες φθάνουν στην Κω στα χρόνια 1306-1309. Νέες παλινδρομήσεις μεταξύ Βυζαντινών, Ενετών και Ιωαννιτών αυτή τη φορά καταλήγουν στην οριστική επικράτηση των τελευταίων από το 1337 και εξής. Οι ιππότες κατά τον 14ο αι. προβαίνουν σε αμυντικά έργα στο νησί, τα οποία περιλαμβάνουν επισκευές των υφισταμένων τειχών στην Αντιμάχεια και την πόλη της Κω. Στο κάστρο της Κω μάλιστα, γνωστό και ως κάστρο της Νεραντζιάς, οικοδομήθηκε ισχυρό περιμετρικό τείχος με μεγάλους προμαχώνες. Στο α’ μισό του 15ου αι. το νησί επλήγη από επιθέσεις των Αιγυπτίων (1440 και 1444). Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από το σουλτάνο Μωάμεθ Β’, τη σκυτάλη των επανειλημμένων επιθέσεων λαμβάνουν οι Οθωμανοί για το υπόλοιπο του αιώνα, με μεγαλύτερη αυτή του 1457, όταν πολιορκήθηκε το κάστρο της Αντιμάχειας, με αποτέλεσμα να καταστραφεί και να ερημωθεί η κωακή ύπαιθρος. Το 1493 ισχυρός σεισμός ολοκληρώνει την αλγεινή εικόνα εγκατάλειψης. Τρεις δεκαετίες μετά, το 1523, η Κως παραδόθηκε στους Οθωμανούς του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς έπειτα από συνθηκολόγηση των Ιωαννιτών ιπποτών στη Ρόδο το 1522. Υποτελής κεφαλικού φόρου πια, η Κως έχασε τα εύφορα εδάφη της, τα οποία με τη μορφή τιμαρίων ή βακουφίων εκχωρήθηκαν στους Οθωμανούς.
Γενικές πληροφορίες: Η Κωνσταντινούπολη, η βασιλεύουσα πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καταλάμβανε την τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά. Η πόλη κτίστηκε στη θέση μιας αποικίας των Μεγαρέων, που είχε πάρει το όνομα του ιδρυτή της, του Βύζαντα. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αναγνώρισε τη στρατηγική θέση της περιοχής που δέσποζε στο Βόσπορο και ήλεγχε τον εμπορικό δρόμο μεταξύ Αιγαίου πελάγους και Εύξεινου Πόντου. Η πόλη προστατευόταν από τις τρεις πλευρές της από τη θάλασσα, ενώ τα ισχυρά ρεύματα του Βοσπόρου καθιστούσαν την προσέγγιση ιδιαίτερα δύσκολη. Ο Κωνσταντίνος τέλεσε όλες τις απαραίτητες ειδωλολατρικές ιερουργίες για τη θεμελίωση και την οριοθέτηση της νέας πρωτεύουσας από το 324 έως το 326. Τα επίσημα εγκαίνια τελέστηκαν με λαμπρότητα στις 11 Μαΐου του 330, ταυτόχρονα με τον εορτασμό της 25ης επετείου της βασιλείας του και έκτοτε τα εγκαίνια της πόλης γιορτάζονταν πάντα με επισημότητα. Ύστερη ΑρχαιότηταΟ Κωνσταντίνος επεδίωξε να δημιουργήσει μια νέα πρωτεύουσα ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Ελάχιστα είναι τα κτίσματα της κωνσταντίνειας περιόδου που έχουν διασωθεί, αλλά οι μαρτυρίες των πηγών τονίζουν ότι ήταν μια πόλη αυτοκρατορική που είχε όλα τα εχέγγυα για την ευημερίας της, ήταν προστατευμένη με τείχη, κοσμημένη με μεγαλόπρεπα μνημεία και έργα τέχνης από όλες τις πόλεις και τις επαρχίες της αυτοκρατορίας και διέθετε μεγάλα δημόσια κτίρια, σύγκλητο, ιππόδρομο θέατρα, θέρμες και λουτρά, ναούς. Η αυτοκρατορική εξουσία στεγαζόταν στο Ιερό Παλάτιο, που διατηρήθηκε ως έδρα των βυζαντινών ηγεμόνων μέχρι και τον 12ο αιώνα. Με κύριο άξονα το μεγάλο αυτό συγκρότημα, το οποίο συμπληρωνόταν σε κάθε εποχή με νέα κτίσματα, η Κωνσταντινούπολη ήταν η κεφαλή του κράτους και συγκέντρωνε την αφρόκρεμα του πολιτικού, εκκλησιαστικού και πνευματικού βίου της αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη δεν ιδρύθηκε ως χριστιανική πρωτεύουσα. Τα ολιγάριθμα χριστιανικά οικοδομήματα που ανεγέρθηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου ήταν λιγότερα από τα ιερά της ελληνορωμαϊκής λατρείας. Οι τρεις αρχαίοι ναοί της Αρτέμιδος-Σελήνης, του Απόλλωνα και της Αφροδίτης, στην ακρόπολη του Βυζαντίου, εξακολούθησαν να δέχονται πιστούς, ενώ συγχρόνως ιδρύθηκαν και άλλοι, γεγονός που σήμαινε ότι η παλαιά θρησκεία είχε ακόμη οπαδούς. Άλλωστε, το διάταγμα των Μεδιολάνων δεν επέβαλε τον Χριστιανισμό, απλώς τον νομιμοποίησε. Ωστόσο, η νέα θρησκεία, που αναμφισβήτητα ευνοήθηκε με αυτοκρατορικές χορηγίες, διαδόθηκε πολύ γρήγορα, και η Εκκλησία έγινε ισχυρός θεσμός του κράτους. Το χερσαίο τείχος της εποχής του Κωνσταντίνου, από προστατευτικό όριο γρήγορα έγινε εμπόδιο στην ανάπτυξη της πόλης, που γρήγορα συγκέντρωνε νέους κατοίκους που κατέφταναν από όλη την αυτοκρατορία με τις οικογένειές τους. Οι πηγές αναφέρουν ότι μέσα σε μισόν αιώνα περίπου δεν υπήρχε σημείο στην πόλη που να μην είχε καταληφθεί από κτίσματα, πλούσια σπίτια ή παραπήγματα. Η κατάσταση ήταν ανυπόφορη, και για έναν άλλον λόγο: δεν είχαν προβλεφθεί εξαρχής αρκετές δεξαμενές νερού, υπόγειες ή επίγειες, για την εξασφάλιση των κατοίκων και της φρουράς της πόλης σε καιρό πολιορκίας. Ο Θεοδόσιος ο Β’, δύο μόλις χρόνια μετά την κυρίευση της Ρώμης από τους Βησιγότθους του Αλάριχου το 410, πραγματοποίησε την επέκταση του δυτικού ορίου της πόλης κτίζοντας νέα τείχη, που διπλασίασαν σχεδόν την έκτασή της (412-413) και κινστέρνες μεταξύ του κωνσταντίνειου και του νέου τείχους. Το χερσαίο τείχος περιλάμβανε τάφρο, προτείχισμα, και κύρια γραμμή τειχών με μεσοπύργια και ψηλούς ορθογώνιους και οκτάπλευρους πύργους, ενώ το θαλάσσιο δεν διέθετε προτείχισμα και τάφρο. Τα θεοδοσιανά τείχη αποτέλεσαν την γραμμή άμυνας της Κωνσταντινούπολης μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο πολεοδομικός ιστός της Κωνσταντινούπολης περιελάμβανε πολλά στοιχεία που θύμιζαν τη Ρώμη και το άμεσο ρωμαϊκό παρελθόν. Ο κύριος δρόμος της πόλης ήταν η γνωστή Μέση, οδική αρτηρία της πόλης που συνέδεε τη Χρυσή πύλη των τειχών με το συγκρότημα των ανακτόρων. Ήταν ένας πλατύς δρόμος πλαισιωμένος με στοές, όπου στεγάζονταν καταστήματα ενδυμάτων και επίπλων, εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας, κ.α. Ο Κωνσταντίνος ίδρυσε πάνω στη Μέση τον Φόρο (forum) που πήρε το όνομά του, μια κυκλική ή ελλειψοειδή πλατεία με κίονα στη μέση από πορφυρίτη λίθο και άγαλμα του ίδιου στην κορυφή με τα χαρακτηριστικά του Απόλλωνα ή του Ήλιου. Στην πλατεία αυτή βρισκόταν το κτίριο της Συγκλήτου, ο παλαιός ναός της θεάς Ρέας και ο ναός της Τύχης της Κωνσταντινούπολης. Ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος ίδρυσαν δυτικότερα πάνω στη Μέση δύο ακόμη Φόρους, που πήραν τα ονόματά τους. Ο Φόρος του Θεοδοσίου, μάλιστα, λέγεται ότι μιμούνταν τον Φόρο του Τραϊανού στη Ρώμη. Στον 6ον αιώνα, επί Ιουστινιανού, η Κωνσταντινούπολη γνώρισε στιγμές αναταραχής και αγωνίας και ταυτόχρονα κοσμήθηκε με λαμπρά μνημεία. Κατά την καταστολή της στάσης του Νίκα, το 532, τα αυτοκρατορικά στρατεύματα σφαγίασαν περίπου τριάντα χιλιάδες άτομα στον Ιππόδρομο, ενώ προκλήθηκαν μεγάλες καταστροφές στην πόλη από πυρκαγιά που κατέκαυσε τον παλαιό ναό της Αγίας Σοφίας. Αυτό το καταστροφικό γεγονός έδωσε τη δυνατότητα στον Ιουστινιανό να εκπονήσει ένα πρόγραμμα εξωραϊσμού της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με το οποίο οικοδομήθηκαν λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια, και τη λεγόμενη Βασιλική Κινστέρνα, μια υπόγεια δεξαμενή με κτιστούς θόλους που στηρίζονταν πάνω σε κίονες που έφεραν ποικίλα κιονόκρανα, από παλαιότερα κτίρια της πόλης σε δεύτερη χρήση. Το σημαντικότερο ίσως μνημείο που κατασκευάστηκε τον 6ο αιώνα ήταν ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι δύσκολοι αιώνεςΗ Κωνσταντινούπολη εισήλθε σε κρίσιμη περίοδο κατά τον 7ο αιώνα, που επιδεινώθηκε από πολιορκίες, σεισμούς, επιδημίες και εσωτερικές συγκρούσεις. Το 626, επί βασιλείας του αυτοκράτορα Ηράκλειου, οι Άβαροι την πολιόρκησαν, αλλά δεν κατάφεραν να την καταλάβουν, ενώ δύο επιθέσεις των Αράβων το 674 και το 717-718 είχαν την ίδια τύχη. Στην ήδη αποδυναμωμένη πόλη ενέσκηψε ο μεγάλος σεισμός του 740 και η επιδημία πανώλης του 747, που αποδεκάτισαν τους εναπομείναντες κατοίκους. Έχει υπολογιστεί ότι κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας ο πληθυσμός ανερχόταν σε λίγες δεκάδες χιλιάδες, ενώ από τα τέσσερα λιμάνια της λειτουργούσε μόνο το ένα. Κατά τη διάρκεια του 8ου και μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα παρατηρήθηκε πολύ μικρή οικοδομική δραστηριότητα, η οποία επικεντρώθηκε σε οχυρωματικά έργα που στόχευαν στην προστασία της πόλης από εξωτερικούς εχθρούς. Οι Μέσοι και Ύστεροι Βυζαντινοί χρόνοιΗ πορεία ανάκαμψης της αυτοκρατορίας ξεκίνησε από τα μέσα του 9ου αιώνα, οπότε και παρατηρήθηκε αύξηση του πληθυσμού. Μέχρι τον 11ο αιώνα οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης είχαν αυξηθεί τόσο, ώστε να θεωρείται η πολυπληθέστερη πόλη του χριστιανικού κόσμου της εποχής. Αν και η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Ελληνόφωνη, εντούτοις υπήρχαν Αρμένιοι και Ρώσοι, ενώ αρκετά μεγάλη ήταν η Εβραϊκή κοινότητα. Χαρακτηριστικό της ανάπτυξης της πόλης αποτελούσε και η παρουσία Ιταλών εμπόρων από τη Βενετία, τη Γένοβα και την Πίζα, αλλά και η ύπαρξη μικρής Αραβικής κοινότητας με εμπορικές κυρίως δραστηριότητες. Στον πληθυσμό της πόλης θα πρέπει να προσμετρηθούν και οι μισθοφόροι του στρατού από τη δυτική Ευρώπη, αλλά και από τη Σκανδιναβία, οι οποίοι μάλιστα αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα. Ο πλούτος της Κωνσταντινούπολης αποτυπωνόταν στα κτίριά της, δημόσια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά. Κατά την περίοδο αυτή ιδρύθηκαν πολλά μοναστήρια από την αυτοκρατορική οικογένεια και την ανώτερη τάξη, τα οποία συχνά διατηρούσαν υπό την επίβλεψή τους ευαγή ιδρύματα, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία ή και απλά σχολεία. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος ενδιαφέρθηκε προσωπικά για την ανέγερση κτισμάτων στο Ιερό Παλάτιο και ενός νέου παλατιού στον Βρύα, στην ασιατική ακτή της πρωτεύουσας, ενώ ο Βασίλειος ο Α’ χρηματοδότησε την ανέγερση ή την ανακαίνιση εικοσιπέντε ναών στην Κωνσταντινούπολη, ενώ χορήγησε οκτώ ναούς μέσα στα όρια του Ιερού Παλατίου. Η περίοδος του 9ου και του 10ου αιώνα έχει χαρακτηριστεί ως περίοδος αναγέννησης, εξαιτίας της ακμής ενός σημαντικού κύκλου λογίων και της κρατικής μέριμνας για την ανώτερη εκπαίδευση στην πρωτεύουσα. Κεντρικό σημείο υπήρξε το ενδιαφέρον για τη μελέτη του έργου συγγραφέων της Αρχαιότητας που θεωρούνταν θεμελιώδες για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της ανώτερης τάξης της Κωνσταντινούπολης. Η περίοδος ακμής συνεχίστηκε μέχρι και τα μέσα του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν να υπάρχουν οικονομικά προβλήματα ιδίως εξαιτίας της κατασπατάλησης του πλούτου από τους διαδόχους του Βασιλείου Β’. Η ήττα στο Μαντζικέρτ στην ανατολική Μικρά Ασία από τις δυνάμεις των Σελτζούκων Τούρκων και η οριστική απώλεια της Βάριδος (του σημερινού Μπάρι) στην Ιταλία από τους Νορμανδούς του Ροβέρτου Γισκάρδου το 1071 προκάλεσαν μεγάλες απώλειες και τεράστια απογοήτευση. Κατά την Α’ σταυροφορία οι «στρατιώτες του Θεού» από τη δυτική Ευρώπη έφτασαν μπροστά στα τείχη της Πόλης χωρίς εχθρικές διαθέσεις· η Κωνσταντινούπολη ήταν ένας ενδιάμεσος σταθμός στην πορεία τους προς τους Αγίους Τόπους. Αν και δημιουργήθηκαν μικρές αναταραχές και επεισόδια οι σταυροφόροι διαπεράστηκαν στην απέναντι πλευρά του Βοσπόρου και συνέχισαν την πορεία τους. Τα γεγονότα όμως ήταν πολύ διαφορετικά κατά την Δ’ σταυροφορία. Στο τέλος του 12ου αιώνα, μετά το θάνατο του Μανουήλ Κομνηνού η Κωνσταντινούπολη διήνυσε μία περίοδο αστάθειας: έξι αυτοκράτορες αναρρήθηκαν στον θρόνο και εκθρονίστηκαν στο διάστημα από το 1180 ως το 1204. Οι Φράγκοι έφθασαν μπροστά στα τείχη της πόλης τον Ιούνιο του 1203 και την κατέλαβαν οριστικά τον Απρίλιο του 1204, ενώ ο αυτοκράτορας Αλέξιος Ε’ είχε ήδη τραπεί σε φυγή, εγκαταλείποντάς την στις άγριες διαθέσεις των σταυροφόρων. Η λεηλασία που ακολούθησε ήταν πραγματικά φρικτή: ναοί, ανάκτορα και μνημεία πυρπολήθηκαν και απογυμνώθηκαν από τα πολύτιμα αφιερώματά τους, καταστήματα δηώθηκαν, θησαυροφυλάκια διηρπάγησαν, λείψανα και πολύτιμα σκεύη κλάπηκαν και φυγαδεύτηκαν, βιβλιοθήκες κάηκαν ή διαμελίστηκαν, ιερείς και αρχιερείς εκδιώχθηκαν, κάτοικοι σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν για να πουληθούν ως δούλοι. Επί μέρες η Πόλη ζούσε έναν πραγματικό εφιάλτη. Μετά την κατασίγαση του ολέθρου, η διοίκηση της Κωνσταντινούπολης μοιράστηκε ανάμεσα στον Βαλδουίνο της Φλάνδρας και τους Βενετούς. Ο Βαλδουίνος, που στέφθηκε αυτοκράτορας, πήρε το μεγαλύτερο τμήμα της Πόλης που περιελάμβανε τα ανάκτορα των Βλαχερνών και του Βουκολέοντος, και οι Βενετοί την Αγία Σοφία και μια μεγάλη εμπορική συνοικία, ενώ ταυτόχρονα εξασφάλισαν τον αποκλεισμό των Γενοβέζων και των Πιζάνων από το εμπόριο της αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη ανακαταλήφθηκε το 1261από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, που εκμεταλλεύτηκε τις περιστάσεις και την έλλειψη φύλαξης των τειχών. Ο Μιχαήλ προσπάθησε να ανοικοδομήσει τα περισσότερα μνημεία που είχαν καταστραφεί και τα τείχη, και ταυτόχρονα επιχείρησε την αναδιοργάνωση της διοίκησης της πόλης, αλλά και της αυτοκρατορίας. Παρά τις προσπάθειές του, όμως, δεν μπόρεσε να ξαναδώσει στην Κωνσταντινούπολη την αίγλη, τη λάμψη και τη δύναμη του παρελθόντος. Στερημένη ουσιαστικά από στρατό και στόλο η αυτοκρατορία δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την οθωμανική απειλή. Η προέλαση του Οθωμανικού στρατού στα εδάφη της αυτοκρατορίας ήταν ταχύτατη και οδήγησε σε απώλεια πολλών περιοχών της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων κατά το 14ο αιώνα. Ήδη από το 1372 η διασπασμένη αυτοκρατορία ήταν υποτελής του σουλτάνου, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν αναγκασμένοι να εκστρατεύουν μαζί του και η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν ουσιαστικά σε κατάσταση πολιορκίας. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος, αφού εγκατέστησε την οικογένειά του στο Μυστρά, ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι το 1399 ως το Παρίσι και το Λονδίνο, με σκοπό την εξασφάλιση συμμαχιών εναντίον των Οθωμανών. Η ήττα των Οθωμανών το 1402 από τους Μογγόλους του Ταμερλάνου στη μάχη της Άγκυρας έδωσε μια ανάσα στους Βυζαντινούς και την ευκαιρία στην Κωνσταντινούπολη να αναδιοργανωθούν μετά την πολυετή πολιορκία. Επικράτησε μια περίοδος σχετικής ηρεμίας που διήρκεσε μέχρι την επανάληψη της πολιορκίας της Πόλης το 1422 από τον Μουράτ τον Β’. Το εγχείρημά του όμως οδηγήθηκε σε αποτυχία, αφού ο αποκλεισμός από τη θάλασσα κατέστη αδύνατος εξαιτίας της αλυσίδας που έφραζε τον Κεράτιο, αλλά και εξαιτίας της αντοχής των τειχών της. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης έγινε τελικά από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’, ο οποίος για το σκοπό αυτό οικοδόμησε στις ευρωπαϊκές ακτές των στενών του Βοσπόρου ένα φρούριο, ώστε να αποκόψει την πρωτεύουσα από τα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου και τη δυνατότητα να προμηθεύεται σιτηρά από τις περιοχές αυτές. Παράλληλα, για να εξασφαλίσει ότι η Κωνσταντινούπολη δε θα είχε βοήθεια από τις περιοχές της ελληνικής επικράτειας που ήταν ακόμα ελεύθερες, επιτέθηκε στο Δεσποτάτο του Μορέως στην Πελοπόννησο. Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης κράτησε περίπου δύο μήνες, αφού πρώτα μεταφέρθηκαν στην περιοχή κανόνια από την Αδριανούπολη και τακτικός στρατός που υπολογίζεται γύρω στις 150.000. Ο στρατός παρατάχθηκε κατά μήκος των χερσαίων τειχών και η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης άρχισε επίσημα στις 7 Απριλίου του 1453. Αρχικά η άμυνα της Πόλης διεξαγόταν με επιτυχία, παρά το συνεχή βομβαρδισμό των τειχών. Ο σουλτάνος κατάλαβε ότι, όσο ο Κεράτιος έμενε στα χέρια των Βυζαντινών, η Κωνσταντινούπολη δε θα ήταν δυνατόν να κατακτηθεί. Για τον λόγο αυτό κατασκεύασε σε πολύ μικρό διάστημα δίολκο, μέσω της οποίας έσυρε πλοία από τον Βόσπορο στον Κεράτιο. Η πολιορκία συνεχίστηκε με επιθέσεις που αποκρούονταν μέχρι την 21η Μαΐου, οπότε ο Μωάμεθ έστειλε πρεσβεία στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ’ και ζήτησε την παράδοση της Πόλης, με την υπόσχεση ότι θα επέτρεπε σε αυτόν αλλά και σε όλους όσους επιθυμούσαν να φύγουν, να εγκαταλείψουν την πόλη με τα υπάρχοντά τους, και διαβεβαίωσε ότι ο πληθυσμός που θα παρέμενε θα είχε ευνοϊκή μεταχείριση. Οι προτάσεις αυτές απορρίφθηκαν από τον αυτοκράτορα και ο Μωάμεθ προχώρησε στην τελική επίθεση, η οποία κορυφώθηκε στις 29 Μαΐουτου 1453. Σύμφωνα με τις πηγές του Φραντζή και του Δούκα, αλλά και τους μεταγενέστερους θρύλους, οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη από τη λεγόμενη Κερκόπορτα, που βρισκόταν κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών. Άλλη μια αιματηρή μάχη εκτυλίχθηκε κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού και πιθανόν εκεί σκοτώθηκε ο αυτοκράτορας. Στη συνέχεια επεκράτησε πανικός, καθώς οι Βυζαντινοί υποχωρούσαν προς το κέντρο της πόλης ακολουθούμενοι από τους Τούρκους που τους αποδεκάτιζαν. Οι ανελέητες φρικιαστικές σφαγές και οι λεηλασίες που ακολούθησαν κράτησαν επί τρεις ημέρες μέχρι ο Μωάμεθ να διατάξει επίσημα την παύση των επιχειρήσεων. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Αλέξιος Α' Κομνηνός: Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 1081 ως το 1118, ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών. Γιος του Ιωάννη Κομνηνού και της Άννας Δαλασσηνής, ξεκίνησε ως στρατηγός στον αυτοκρατορικό στρατό. Χρησιμοποιώντας τη θέση του αυτή επαναστάτησε και, έχοντας την υποστήριξη της στρατιωτικής αριστοκρατίας, κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την 1η Απριλίου του 1081, οπότε και χρίστηκε αυτοκράτορας. Η αυτοκρατορία όπως την παρέλαβε ο Αλέξιος βρισκόταν σε πολύ κρίσιμη καμπή, καθώς έπρεπε να αντιμετωπιστούν εξεγέρσεις της αριστοκρατίας· οι Σελτζούκοι είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, ενώ η πρωτεύουσα και οι παραδουνάβιες επαρχίες δέχονταν επιθέσεις. Οι επιδρομές αυτές συνεχίστηκαν με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση για αρκετά χρόνια. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες, ο Αλέξιος στράφηκε στη Δύση, όπου σύνηψε συμμαχίες με τους Βενετούς και τους Γερμανούς. Όσον αφορά στην εσωτερική του πολιτική, προσπάθησε να εξυγιάνει και να αναζωογονήσει την οικονομία και το εμπόριο, αλλά και να συγκρατήσει την υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος, ενώ θεσμοθέτησε νέους διοικητικούς τίτλους για να αντικατασταθούν οι παλιοί. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου, έλαβε χώρα και η πρώτη Σταυροφορία. Ο Αλέξιος προσπάθησε να αντιμετωπίσει με τη διπλωματία τους σταυροφόρους που κατέφθαναν κατά ομάδες στα εδάφη του και τους παραχώρησε πλοία για να περάσουν στη Μικρά Ασία. Έπειτα από πολλές διαπραγματεύσεις, οι αρχηγοί των σταυροφόρων δεσμεύτηκαν: από τις καταλήψεις τους να παραδώσουν σε βυζαντινή διοίκηση όσα εδάφη ανήκαν προηγουμένως ανήκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ωστόσο, o Αλέξιος δεν κατάφερε να αποτρέψει την κατάληψη της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους. Πέθανε το 1118.
Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Ιερουσαλήμ: Η Ιερουσαλήμ (Ιεροσόλυμα) είναι η πρωτεύουσα και η μεγαλύτερη πόλη του Ισραήλ. Είναι από τις αρχαιότερες πόλεις της παγκόσμιας ιστορίας. Ιδρύθηκε περίπου το 2000 π.Χ., ενώ από το 1400 π.Χ. έγινε υποτελής στον Φαραώ της Αιγύπτου. Το 1000 π.Χ. έγινε πρωτεύουσα των Ιουδαίων. Στην Ιερουσαλήμ ο Σολομώντας έχτισε τον περίφημο ναό του. Η πόλη πέρασε διαδοχικά στα χέρια των Βαβυλωνίων, των Περσών, των Ελλήνων, των Σελευκιδών, των Πτολεμαίων και των Ρωμαίων, οι οποίοι την μετονόμασαν σε Αιλία Καπιτωλίνα. Στα βυζαντινά χρόνια αποτελούσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Μέγας Κωνσταντίνος της προσέδωσε ιδιαίτερη σημασία και αίγλη, της απέδωσε το παλιό της όνομα, ενώ κατασκεύασε πολλούς χριστιανικούς ναούς, ανάμεσά τους και τον ναό της Ανάστασης στο λόφο του Γολγοθά. Επίσης, εξεδίωξε τους Εβραίους και προσηλύτισε τους εθνικούς, και η Ιερουσαλήμ ήδη από τον 4ο αιώνα έγινε χριστιανική πόλη και θεωρούνταν ιερή. Το 637 μ.Χ. την κατέλαβαν οι Άραβες οι οποίοι την μετονόμασαν σε Κουντούς Σερίφ (Ιερή Πόλη). Το 1099 κατελήφθη από τους σταυροφόρους, οι οποίοι την έκαναν έδρα βασιλείου, και έκτοτε δεν επανήλθε σε βυζαντινή κυριαρχία.
Το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου: Εμβληματικό έργο της γοτθικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα και σημείο κατατεθέν για τη μεσαιωνική πόλη της Ρόδου είναι αναμφίβολα το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου (Castello ή Palazzo). Το κτήριο με τις επιβλητικές του διαστάσεις δεσπόζει στο υψηλότερο σημείο της ΒΔ πλευράς του κάστρου, όπου καταλήγει η οδός των Ιπποτών, και καταλαμβάνει τη θέση αρχαίου ναού του θεού Ήλιου της αρχαίας ακρόπολης. Στην κατασκευή του οχυρωματικού τείχους των βυζαντινών χρόνων, την οποία επέβαλαν οι επανειλημμένες από τα μέσα του 7ου αι. αραβοπερσικές επιθέσεις, ανήκει η πρώτη θεμελίωση του παλατιού. Το Castello ανεγέρθηκε από τους Ιωαννίτες ιππότες τον 14ο αι., με σκοπό να στεγάσει το στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο της πόλης. Στην περίοδο της οθωμανικής κατοχής, από το 1522 και εξής, το παλάτι μετατράπηκε σε φυλακή και παραδόθηκε στη φθορά. Η ανατίναξη δε παρακείμενης πυριτιδαποθήκης το 1865 υπήρξε σχεδόν ολοκληρωτικά καταστροφική για το μνημείο, του οποίου η σημερινή μορφή οφείλεται στο εκτεταμένο πρόγραμμα αναστήλωσής του από τους Ιταλούς στη δεκαετία του 1930. Πρόκειται για πυργοειδές οικοδόμημα, κάτοψης ορθογώνιου σχήματος (~80x75μ.), το οποίο περιλαμβάνει μεγάλη εσωτερική πλακόστρωτη αυλή (~50x40μ.) με περιμετρικές στοές. Χαρακτηριστική είναι η κεντρική πύλη του παλατιού, στα νότια, εκατέρωθεν της οποίας υψώνονται δύο υψηλοί και ισχυροί πύργοι κυκλικής διατομής. Στο ισόγειο διέθετε βοηθητικούς χώρους, ενώ τις τέσσερις πτέρυγες του ορόφου αποτελούσαν 80 και πλέον δωμάτια και αίθουσες, διακοσμημένες με μωσαϊκά δάπεδα και τοιχογραφίες. Μεταξύ αυτών υπερείχε η κεντρική αίθουσα του Συμβουλίου, η τραπεζαρία, καθώς και το παρεκκλήσιο που ήταν αφιερωμένο στην Αγία Αικατερίνη. Από το 1993 σε επτά αίθουσες της ΝΔ πτέρυγας του παλατιού του Μεγάλου Μαγίστρου οργανώθηκε και λειτουργεί το Μεσαιωνικό Μουσείο της Ρόδου με την έκθεση "Η Ρόδος από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια μέχρι την κατάληψή της από τους Τούρκους (1522)". Η έκθεση διαρθρώνεται στις επτά αίθουσες ακολουθώντας τις εξής θεματικές ενότητες: 1. Εισαγωγή. Από την "αρχαία" ιδεολογία στη χριστιανική, 2. Οικονομία, 3. Κοινωνικός βίος, 4. Άμυνα και Διοίκηση, 5. Πνευματικός βίος, 6 και 7. Λατρεία και τέχνη.


Βιβλιογραφία (8)

1. Η Ρόδος από τον 4ο αιώνα μέχρι την κατάληψή της από τους Τούρκους (1522): Παλάτι Μεγάλου Μαγίστρου, Αθήνα, 2004

2. Κόλλια Η., Η Ρόδος από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια έως την κατάληψή της από τους Οθωμανούς (1522), 1993

3. Κόλλια Η., Η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου και το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, Αθήνα, 1994

4. Κόλλια Η., Η παλαιοχριστιανική και βυζαντινή Ρόδος. Η αντίσταση μιας ελληνιστικής πόλης, Αθήνα, 2000

5. Ρόδος 2.400 χρόνια. Η πόλη της Ρόδου από την ίδρυσή της μέχρι την κατάληψη από τους Τούρκους (1523): Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο, Αθήνα, 2000

6. Λαμπράκη Α., Ρόδος: Σύντομη ιστορική ανασκόπηση, 1993

7. Μανούσου-Ντέλλα, Κ., Μεσαιωνική πόλη Ρόδου: Έργα Αποκατάστασης (1985-2000), Ρόδος, 2001

8. Στεφανίδου Α., ‘Μεσαιωνική πόλη Ρόδου’ σε Ενετοί και Ιωαννίτες Ιππότες. Δίκτυα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, Αθήνα, 2001


Σχόλια (0)