Κωνσταντινούπολη - Ρώμη: «Μέγας Κωνσταντίνος»

Θεσσαλονίκη - Μυστράς: «Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος»

Κωνσταντινούπολη - Κρήτη: «Νικηφόρος Φωκάς»

diadromi map

Aναζήτηση Διαδρομών

anan

Το νησί
Convert HTML to PDF

Η παρουσία για δύο και πλέον αιώνες των Ιωαννιτών ιπποτών στη Ρόδο υπήρξε τόσο καθοριστική στην ιστορική της πορεία και στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της, ώστε να συνδεθεί στην ελληνική συνείδηση με το "νησί των Ιπποτών".

Ωστόσο, η Ρόδος έχει να επιδείξει πλούσιο παρελθόν, σπουδαία τέχνη, μνημεία και ανθηρό πολιτισμό πολύ πριν τον ακμαίο ιπποτικό της μεσαίωνα. Βεβαιωμένη είναι η κατοίκηση από τους προϊστορικούς χρόνους. Το νησί εποικίστηκε από τους Μυκηναίους και στη συνέχεια από Δωριείς της Αργολίδας, οι οποίοι κατά τον ύστερο 10ο αι. εξαπλώθηκαν στην ευρύτερη περιοχή του ΝΔ Αιγαίου. Στο γεγονός αυτό οφείλεται η γέννηση ενός σημαντικού ομόσπονδου οργανισμού, της Δωρικής Εξάπολης, στον οποίο συνήλθαν οι δωρικές πόλεις της περιοχής με τη συμμετοχή των τριών ροδιακών πόλεων, της Ιαλυσού, της Λίνδου και της Καμείρου. Την ομοσπονδία συμπλήρωναν η Κνίδος, η Αλικαρνασσός και η Κως και κοινό θρησκευτικό κέντρο είχε οριστεί το ιερό του Τριοπίου Απόλλωνα στην Κνίδο. Η αρχαϊκή εποχή υπήρξε για τη Ρόδο περίοδος προόδου και ευημερίας. Η ανάπτυξη της ναυτιλίας επέκτεινε τον ιστό των εμπορικών σχέσεων του νησιού, με αποτέλεσμα η οικονομία να ανθίσει. Στην Κάμειρο τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν τις επαφές της πόλης με τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και την ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ αντίστοιχα τα ροδιακά αγγεία που έχουν βρεθεί σε πολυάριθμες θέσεις στην περιφέρεια της μεσογειακής λεκάνης επιβεβαιώνουν το εύρος των εμπορικών προορισμών. Η κοπή νομισμάτων, αλλά και η ίδρυση αποικιών, με ενδεικτική την ίδρυση της Γέλας στη Σικελία στο α’ μισό του 7ου αι. π.Χ. από Λινδίους, ενισχύουν την εικόνα ακμής.

Τομή στην ιστορία του νησιού σημειώνεται το 408-407 π.Χ. όταν η Κάμειρος, η Ιαλυσός και η Λίνδος προβαίνουν στο συνοικισμό της πόλης της Ρόδου με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου κοινού πολιτικού και οικιστικού κέντρου. Η ομώνυμη του νησιού πόλη, περίφημη για τον ιπποδάμειο πολεοδομικό της σχεδιασμό, έλαμψε στην ελληνιστική περίοδο με τον πλούτο, τη δύναμη και τον πολιτισμό της και ανέλαβε την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των ροδιακών πόλεων. Η Ρόδος με τα πέντε λιμάνια της διαδραμάτισε καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας κομβικό εμπορικό σταθμό. Η ισχύς και ο πολιτισμός της βρήκαν το σύμβολό τους στο κολοσσικό άγαλμα του θεού Ήλιου, έργο του γλύπτη Χάρη και ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, που ήταν δέσποζε στη θαλάσσια είσοδο της πόλης.

Η Ρόδος χάνει την αίγλη της και περιέρχεται σε ύφεση κατά την ύστερη αρχαιότητα, τραυματισμένη από γεγονότα, όπως τη λεηλασία από τον Κάσσιο το 42 π.Χ., τον ισχυρό καταστροφικό σεισμό του 155 και την επιδρομή των Γότθων το 269. Το 297 ενσωματώνεται στην Επαρχία των Νήσων (Provincia insularum) και με τη μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντινούπολη το νησί φαίνεται να ανακτά κάποια από την παλαιότερη δύναμή του λόγω της κομβικής θέσης του στο θαλάσσιο δρόμο που συνέδεε την πρωτεύουσα με τις ανατολικές και νότιες επαρχίες. Ωστόσο, οι νέοι σεισμοί που σημειώθηκαν το 344 και το 515 υπονόμευσαν την ομαλή ανάκαμψη του νησιού. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε στη Ρόδο –όπως και σε ολόκληρο το Αιγαίο- ήδη από νωρίς και  το 325, στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, συμμετείχε και ο επίσκοπος του νησιού.

Η γενική ευημερία της παλαιοχριστιανικής περιόδου για τα νησιά μαρτυρείται και στη Ρόδο από την ανέγερση μεγάλων οικιών και πλήθους βασιλικών . Ενδεικτική των μνημείων της εποχής είναι η μεγάλη τρίκλιτη βασιλική που έχει αποκαλυφθεί ανατολικά της αρχαίας ακρόπολης στην πόλη της Ρόδου, με μήκος μεγαλύτερο των 60μ., τρίκλιτο εγκάρσιο κλίτος και πλούσια διακόσμηση με τοιχογραφίες , εντοίχια ψηφιδωτά και ψηφιδωτά δάπεδα. Η ανασκαφική έρευνα έχει φέρει στο φως δύο ακόμη παλαιοχριστιανικές βασιλικές στην περιοχή της μεσαιωνικής πόλης, ενώ έχει επίσης επιβεβαιώσει την ύπαρξη αξιόλογου πρωτοβυζαντινού κάστρου με προτείχισμα και τάφρο κατά τόπους, καθώς και τειχισμένη ακρόπολη στη θέση του μεταγενέστερου παλατιού του Μεγάλου Μαγίστρου. Όλες οι αρχαιολογικές ενδείξεις συνηγορούν ότι ο οικισμός των πρώτων χριστιανικών αιώνων ήταν εκτεταμένος και απλωνόταν έξω από τον τειχισμένο τομέα.

Το νησί της Ρόδου ακολουθεί από τον 7ο αι. την κοινή μοίρα των νησιών του Αιγαίου σε μια εποχή ανάσχεσης, φόβου και παρακμής, λόγω της εμφάνισης του αραβικού κινδύνου. Οι Άραβες προβαίνουν σε επιθέσεις και λεηλασίεςστα νησιά, περιλαμβανομένης και της Ρόδου, δεν καταφέρνουν όμως να διακόψουν την εμπορική δραστηριότητα του νησιού. Μολυβδόβουλλα "κομμερκιαρίων", δηλ. τελωνειακών υπαλλήλων της Ρόδου, που χρονολογούνται στο τέλος του 7ου και στον 8ο αι., αποτελούν ένδειξη ότι το νησί παίζει σημαντικό ρόλο στην οποιαδήποτε εμπορική κίνηση της Ανατολικής Μεσογείου. Στους μέσους βυζαντινούς χρόνους, η Ρόδος έρχεται σε επαφή με τη Δύση.

Οι Βενετοί το 1082 λαμβάνουν από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό άδεια να εγκαταστήσουν στη Ρόδο σταθμό, γεγονός που εδραιώνει το σύνδεσμο της πόλης με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό και την αναδεικνύει για άλλη μια φορά σε σημαίνουσα εμπορική θέση. Η οικονομική ευρωστία αποτυπώνεται στην έντονη νομισματική κίνηση του 11ου και του 12ου αι., καθώς και στην καλλιτεχνική δραστηριότητα. Στον 11ο αι. χρονολογείται η εκκλησία της Παναγίας του Κάστρου, η οποία υπήρξε ο καθεδρικός ναός των ορθοδόξων χριστιανών στα βυζαντινά χρόνια και αργότερα -όταν οι Ιωαννίτες κατέλαβαν τη Ρόδο- μετατράπηκε σε καθεδρικό των καθολικών, ο Άγιος Φανούριος και οι τοιχογραφίες του καθολικού του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Θάρρι.

Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, η Ρόδος κηρύσσεται ανεξάρτητη από τον διοικητή της Λέοντα Γαβαλά. Η ροή των Δυτικών στο νησί αυξάνεται και προλειαίνει το έδαφος για την έλευση των Ιωαννιτών ιπποτών. Οι ιππότες του τάγματος του Αγίου Ιωάννη, μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ και την κατάληψη της Άκκρα το 1291 και έχοντας απωλέσει το έρεισμά τους στα παλαιστινιακά εδάφη, κατέλαβαν τη Ρόδο το 1309. Το γεγονός αυτό σηματοδότησε μια εποχή μεγάλης ακτινοβολίας για το νησί και υπήρξε η αφορμή να διαμορφώσει η πόλη της Ρόδου την χαρακτηριστική μεσαιωνική της φυσιογνωμία, την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα. Η Ρόδος αναδεικνύεται την εποχή αυτή ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Ευρώπης. Ο πληθυσμός αυξάνεται και αποκτά χαρακτήρα πολυπολιτισμικό, εξαιτίας των Ελλήνων, Φράγκων, Εβραίων εμπόρων, ταξιδιωτών και στρατιωτών. Η οικονομική ευρωστία συμβαδίζει με την ανάπτυξη όχι μόνο της ναυτιλίας, αλλά και της βιοτεχνίας. Ο αντίκτυπος όλων αυτών των μεταβολών διαγράφεται στην κοινωνία με τη διαμόρφωση μιας νέας ταξικής διαστρωμάτωσης, στους δύο πόλους της οποίας βρίσκονται οι πλούσιοι ευγενείς και ο φτωχός λαός. Στους αιώνες της ιπποτικής παρουσίας στο νησί οι τέχνες ανθούν.

Η νέα χωροταξία και η εκτεταμένη οικοδομική δραστηριότητα των ιπποτών μετέβαλλαν δραστικά το τοπίο της πόλης. Η βυζαντινή διάκριση της πόλης σε τρεις τομείς, διατηρήθηκε ως εξής: α. το Διοικητήριο ή το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, το οποίο είχε κτιστεί στο υψηλότερο βορειοδυτικό σημείο της πόλης, β. το Κάστρο ή Κολλάκιο (Chollachio), στο βόρειο μέρος της πόλης όπου βρίσκονταν τα σημαντικότερα κτίρια της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, όπως τα Καταλύματα των Γλωσσών στην οδό Ιπποτών, η Παναγία του Κάστρου, ο Άγιος Ιωάννης, το Νοσοκομείο, η Αρχιεπισκοπή, η συνοικία των Ιπποτών, η Οπλοθήκη και ο Ναύσταθμος και γ. στη Χώρα (Burgus), η οποία βρισκόταν στο νότιο μέρος της πόλης. Η λιθόστρωτη οδός των Ιπποτών, μήκους 200μ. και πλάτους 6μ., ένας από τους καλύτερα διατηρημένους μεσαιωνικούς δρόμους, οδηγούσε από το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου στο λιμάνι. Το κέντρο της οικονομικής δραστηριότητας βρισκόταν στην αγορά, την Magna et Communis Platea ή Macellus Rhodi, έναν φαρδύ και μακρύ δρόμο, πλάτους 40-50μ., που διέσχιζε την πόλη από τα δυτικά στα ανατολικά.

Η κατάληψη της Ρόδου από τους Οθωμανούς το 1522 έθεσε τέλος στους "χρυσούς αιώνες" του νησιού. Η πόλη της Ρόδου άλλαξε όψη για άλλη μια φορά, με τη δημιουργία των ελληνικών εκτός των τειχών συνοικιών, την τροποποίηση των υπαρχόντων δημοσίων κτηρίων και την ανέγερση πολλών νέων, κυρίως τεμενών και λουτρών. Το 1912 η Ρόδος, όπως και ολόκληρη η Δωδεκάνησος, πέρασε στην ιταλική κυριαρχία. Οι Ιταλοί εφάρμοσαν ένα εκτεταμένο αναστηλωτικό πρόγραμμα των ιπποτικών μνημείων της πόλης και σε πολλές περιπτώσεις κατεδάφισαν τις οθωμανικές προσθήκες. Προέβησαν επίσης σε έργα υποδομής και εκσυγχρονισμού της πόλης. Το νησί ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος το 1948. Η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου ως εξέχον δείγμα αρχιτεκτονικού συνόλου, στο οποίο μοναδικά διατηρούνται και συνυπάρχουν μνημεία ενδεικτικά του συγχρωτισμού και της συνύπαρξης πολλών πολιτισμών στο βάθος του χρόνου, ενεγράφη το 1988 στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.


Βιβλιογραφία (8)


Σχόλια (0)

Νέο Σχόλιο