Το κάστρο Παλαιού Πυλίου


Για το κάστρο και το μεσαιωνικό οικισμό του Παλαιού Πυλίου, στη σύγχρονη περιοχή Αμανιού στο κεντρικό τμήμα της Κω, τις πρώτες πληροφορίες παρέχουν τα πατμιακά αρχεία. Συγκεκριμένα, το χρυσόβουλλο του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, το Μάρτιο του 1085, επικυρώνει τη δωρεά δύο θέσεων του νησιού στο Χριστόδουλο Λατρηνό, μετέπειτα ιδρυτή της Μονής Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, «το τε Καστέλον εγχωρίως λεγόμενον ...και το του Πιλέ επονομαζόμενον», καθώς και την απαλλαγή των θέσεων αυτών από τους φόρους. Εκεί ο Χριστόδουλος ίδρυσε τη μονή της Θεοτόκου, τη λεγόμενη και Παναγία των Καστριανών. Το 1088 η περιοχή του Πυλίου περιέρχεται στο βυζαντινό κράτος ως τμήμα της περιουσίας του Χριστόδουλου, με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Πάτμου στο μοναχό. Το κάστρο του Παλαιού Πυλίου, σημαντικό καταφύγιο του πληθυσμού κατά τη διάρκεια των οθωμανικών επιδρομών την ιπποτική περίοδο, το 1493 επλήγη σοβαρά από ισχυρό σεισμό. Ένα από τα τελευταία γεγονότα που σχετίζονται με το κάστρο καταγράφεται το 1526, στη διάρκεια επανάστασης των κατοίκων κατά της οθωμανικής διοίκησης, όταν οι χριστιανοί κάτοικοι της περιοχής σφαγίασαν τους μουσουλμάνους και έπειτα κλείστηκαν στο κάστρο. Μετά από μακρά σιγή των πηγών, οι πληροφορίες αναφέρουν εγκατάλειψη του χώρου λόγω επιδημίας στις αρχές του 19ου αι.

Ίχνη κυκλώπειας τείχισης στη ΒΔ πλευρά και κεραμική της εποχής του χαλκού συνηγορούν στην προϊστορική κατοίκηση της θέσης. Η μεσαιωνική οχύρωση του 11ου αι. ενίσχυσε και επέκτεινε τη φυσικά οχυρή θέση με τρεις περιβόλους. Ο πρώτος (άνω περίβολος) περικλείει την κορυφή του λόφου και ο δεύτερος οριοθετεί μεγαλύτερη έκταση στην Α., Δ. και Ν. πλευρά του πρώτου. Ίχνη τειχών και μιας πύλης στην περιοχή βόρεια του περιβόλου υποδεικνύουν ότι και ο χώρος αυτός ήταν τειχισμένος. Έχουν εντοπιστεί τρεις πύλες, οι οποίες παρείχαν πρόσβαση στο κάστρο από το εξωτερικό και διευκόλυναν την επικοινωνία μεταξύ των περιβόλων. Επτά πύργοι, τέσσερις στον πρώτο και τρεις στο δεύτερο περίβολο, ενίσχυαν την οχύρωση, παρά την πλημμελή και πρόχειρη κατασκευή τους, η οποία υπαγορευόταν από τις εκάστοτε έκτακτες συνθήκες. Τα αποσπασματικά αρχιτεκτονικά λείψανα που διατηρούνται εντός του κάστρου ανήκουν κυρίως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Μεταξύ αυτών εντοπίζονται δύο κτήρια και μια υπόγεια κινστέρνα εντός του πρώτου περιβόλου, αναλημματικοί τοίχοι και αταύτιστα κτήρια εντός του δεύτερου, ενώ στον τέταρτο περίβολο -μεταξύ των διάσπαρτων τοίχων- διακρίνεται ένα μικρό κτήριο τετράπλευρης κάτοψης που σώζει κόγχη, ενδεχομένως  παρεκκλήσιο.


Γλωσσάρι (0)


Πληροφοριακά Κείμενα (3)

Αλέξιος Α' Κομνηνός: Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 1081 ως το 1118, ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών. Γιος του Ιωάννη Κομνηνού και της Άννας Δαλασσηνής, ξεκίνησε ως στρατηγός στον αυτοκρατορικό στρατό. Χρησιμοποιώντας τη θέση του αυτή επαναστάτησε και, έχοντας την υποστήριξη της στρατιωτικής αριστοκρατίας, κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την 1η Απριλίου του 1081, οπότε και χρίστηκε αυτοκράτορας. Η αυτοκρατορία όπως την παρέλαβε ο Αλέξιος βρισκόταν σε πολύ κρίσιμη καμπή, καθώς έπρεπε να αντιμετωπιστούν εξεγέρσεις της αριστοκρατίας· οι Σελτζούκοι είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, ενώ η πρωτεύουσα και οι παραδουνάβιες επαρχίες δέχονταν επιθέσεις. Οι επιδρομές αυτές συνεχίστηκαν με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση για αρκετά χρόνια. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες, ο Αλέξιος στράφηκε στη Δύση, όπου σύνηψε συμμαχίες με τους Βενετούς και τους Γερμανούς. Όσον αφορά στην εσωτερική του πολιτική, προσπάθησε να εξυγιάνει και να αναζωογονήσει την οικονομία και το εμπόριο, αλλά και να συγκρατήσει την υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος, ενώ θεσμοθέτησε νέους διοικητικούς τίτλους για να αντικατασταθούν οι παλιοί. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου, έλαβε χώρα και η πρώτη Σταυροφορία. Ο Αλέξιος προσπάθησε να αντιμετωπίσει με τη διπλωματία τους σταυροφόρους που κατέφθαναν κατά ομάδες στα εδάφη του και τους παραχώρησε πλοία για να περάσουν στη Μικρά Ασία. Έπειτα από πολλές διαπραγματεύσεις, οι αρχηγοί των σταυροφόρων δεσμεύτηκαν: από τις καταλήψεις τους να παραδώσουν σε βυζαντινή διοίκηση όσα εδάφη ανήκαν προηγουμένως ανήκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ωστόσο, o Αλέξιος δεν κατάφερε να αποτρέψει την κατάληψη της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους. Πέθανε το 1118.
Η μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου: Ξεχωριστό δείγμα μεσαιωνικής μοναστικής αρχιτεκτονικής και τόπος υψηλού θρησκευτικού ενδιαφέροντος αποτελεί η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, μια από τις σημαντικότερες στο Αιγαίο.Η παράδοση αναφέρει ως εξόριστο στην άγονη Πάτμο περί το 95 μ.Χ., επί των διωγμών του αυτοκράτορα Δομιτιανού, τον αγαπημένο μαθητή του Ιησού, Ιωάννη, ο οποίος κατά την παραμονή του στο νησί συνέγραψε δύο από τα σημαντικότερα γραπτά κειμήλια της χριστιανικής πίστης, το Ευαγγέλιό του και την Αποκάλυψη. Η ίδρυση της μονής, άρρηκτα συνδεδεμένη με την παράδοση αυτή, έγινε το 1088 από τον όσιο Χριστόδουλο το Λατρηνό, ο οποίος ζήτησε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό και πέτυχε να του παραχωρηθεί με χρυσόβουλλο –μεταξύ άλλων- το νησί, προκειμένου να ιδρύσει ένα μοναστήρι προς τιμήν του Ευαγγελιστή. Η μονή οικοδομήθηκε στην κορυφή του βουνού, πάνω στα κατάλοιπα αρχαίου ναού και παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και γύρω της αναπτύχθηκε ο οικισμός της Χώρας, με τον οποίο σήμερα συνανήκουν σε ένα αδιάσπαστο πυκνό και δαιδαλώδες αρχιτεκτονικό σύνολο.Το συγκρότημα περιβάλλεται από μεσαιωνικό τείχος, ακανόνιστου πολύπλευρου σχήματος και ύψους 15μ. Στον πολυεπίπεδο εσωτερικό χώρο, αναπτύσσονται πτέρυγες κελιών, βοηθητικά κτήρια, στοές και παρεκκλήσια των 16ου-17ου αι., τα οποία πλαισιώνουν και εξαίρουν το καθολικό. Ο σταυροειδής τετρακιόνιος εγγεγραμμένος με τρούλο ναός του όψιμου 11ου αι., με προσαρτημένα παρεκκλήσια της Παναγίας και του Χριστοδούλου, διασώζει τη δεύτερη φάση της τοιχογραφικής διακόσμησης των αρχών του 17ου, με αξιόλογες σπάνιες ευαγγελικές σκηνές, πιθανώς έργο καλλιτέχνη της κρητικής σχολής, ενώ το παρεκκλήσιο της Παναγίας φέρει σημαντικό τοιχογραφικό σύνολο της μνημειακής τάσης του τέλους του 12ου αι. Στην περιώνυμη βιβλιοθήκη και το σκευοφυλάκιο της μονής συγκεντρώνονται θησαυροί και κειμήλια ανεκτίμητης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας, όπως σπάνιες συλλογές βυζαντινών και μεταβυζαντινών χειρογράφων, αυτοκρατορικά έγγραφα, βιβλία, εικόνες και έργα μικροτεχνίας. Η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, ένα μνημείο-παλίμψηστο αρχιτεκτονικής και θησαυροφυλάκιο του βυζαντινού πολιτισμού, το σπήλαιο της Αποκάλυψης και ο οικισμός της Χώρας ενεγράφησαν το 1999 στο Διεθνή Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, ως εξέχον σύνολο προσκυνηματικού κέντρου της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, εξαίρετου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος.
Το νησί: Η Πάτμος, στο βόρειο τμήμα του Δωδεκανησιακού συμπλέγματος, είναι ένα μικρό νησί με έδαφος βραχώδες και άγονο. Η ηφαιστιογενής σύσταση της γης και οι λιγοστές βροχές που στερούν το νησί από βλάστηση και καλλιέργειες, έστρεψαν τους κατοίκους προς τη θάλασσα και συνέθεσαν παράλληλα ένα τοπίο αφαιρετικό και απόκοσμο, κατάλληλο για να φιλοξενήσει την αποκαλυπτική συγγραφή του Ιωάννη του Θεολόγου. Την εικόνα της αρχαιότητας για την Πάτμο αποδίδουν επιφανειακά, διάσπαρτα και αποσπασματικά ευρήματα. Τα αρχαιολογικά στοιχεία περιορίζονται στην διαπιστωμένη απουσία μινωικών και μυκηναϊκών ενδείξεων και στα λιγοστά γεωμετρικά και αρχαϊκά κατάλοιπα, τα οποία περιγράφουν αμυδρά την προχριστιανική εποχή του νησιού. Η θέση Καστέλλι, στο κεντρικό τμήμα της δυτικής ακτής του νησιού, αποτελεί μέχρι σήμερα τον σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο του νησιού. Η κατοίκηση στην περιοχή επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα της κεραμικής και λίθινα εργαλεία στην εποχή του Χαλκού, ωστόσο οι ενδείξεις οργάνωσης και τείχισης του χώρου χρονολογούνται στα ύστερα κλασικά χρόνια. Ο οικισμός στο Καστέλλι φαίνεται πως διατηρήθηκε μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο. Η λατρεία της Πατμίας Αρτέμιδος τεκμηριώνεται με ασφάλεια στο νησί από τα λείψανα ναού προς τιμήν της στη θέση που αργότερα υψώθηκε η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Το νησί ανήκε, όπως και η Λέρος, στη σφαίρα εξουσίας της κραταιάς Μιλήτου. Το ότι η Πάτμος αποτέλεσε τόπο εξορίας κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους υπήρξε ένα γεγονός που αναμφίβολα καθόρισε την ιστορία και εξέλιξη του νησιού. Μέχρι την ιστορική αυτή καμπή με την ίδρυση της μονής στους μέσους βυζαντινούς χρόνους, η παλαιοχριστιανική εποχή στην Πάτμο –σε αντίθεση με τα αρχαιολογικά στοιχεία στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου- διαφαίνεται αδρά σε λιγοστά αρχιτεκτονικά ευρήματα, τα οποία μάλιστα διασώθηκαν επειδή εντοιχίστηκαν στην κατασκευή της μονής και των σπιτιών του οικισμού. Μακρά περίοδος ερήμωσης του νησιού καταγράφεται στους λεγόμενους σκοτεινούς αιώνες, 7ο έως 9ο αι., λόγω των καταιγιστικών επιδρομών και λεηλασιών των Αράβων πειρατών. Η παράδοση αναφέρει ως εξόριστο στην άγονη Πάτμο περί το 95 μ.Χ., επί των διωγμών του αυτοκράτορα Δομιτιανού, τον αγαπημένο μαθητή του Ιησού, Ιωάννη, ο οποίος κατά την παραμονή του στο νησί συνέγραψε δύο από τα σημαντικότερα γραπτά κειμήλια της χριστιανικής πίστης, το Ευαγγέλιό του και την Αποκάλυψη. Η ίδρυση της μονής, άρρηκτα συνδεδεμένη με την παράδοση αυτή, έγινε το 1088 από τον όσιο Χριστόδουλο το Λατρηνό, ο οποίος ζήτησε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό και πέτυχε να του παραχωρηθεί με χρυσόβουλλο –μεταξύ άλλων- το νησί, προκειμένου να ιδρύσει ένα μοναστήρι προς τιμήν του Ευαγγελιστή. Η μονή οικοδομήθηκε στην κορυφή του βουνού, πάνω στα κατάλοιπα του αρχαίου ναού της Αρτέμιδος και παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και γύρω της αναπτύχθηκε ο οικισμός της Χώρας, με τον οποίο σήμερα συνανήκουν σε ένα αδιάσπαστο πυκνό και δαιδαλώδες αρχιτεκτονικό σύνολο. Η απειλή των πειρατικών καταστροφών και των δηώσεων δεν αποσοβήθηκε ποτέ για το νησί. Τούρκοι, Σαρακηνοί και Νορμανδοί επέδραμαν συστηματικά το 12ο αι. τραυματίζοντας την Πάτμο.Η ζωή ωστόσο αντιστέκεται με τον οικισμό να επεκτείνεται και να ενισχύεται, αλλά και τη Μονή να ολοκληρώνεται κτιριακά και να διακοσμείται με τα σπουδαία τοιχογραφικά σύνολα του τέλους του 12ου και των αρχών του 13ου αι. στην Τράπεζα και το παρεκκλήσιο της Παναγίας. Το 1309 το νησί καταλαμβάνουν οι Ιωαννίτες ιππότες. Τον επόμενο αιώνα η Πάτμος θα αποτελέσει πεδίο των πολέμων μεταξύ Βενετών και Οθωμανών, κατορθώνοντας στο τέλος να διατηρήσει τα προνόμιά της μέσω της μονής. Το 1522 τα νησιά θα περιέλθουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, γεγονός που εξασφάλισε στην Πάτμο κάποια σταθερότητα και γαλήνη. Σταδιακά, κατά τον 16ο και 17ο αι., ο εμπλουτισμός του πληθυσμού με πρόσφυγες από την Πόλη και την Κρήτη, σε συνδυασμό με την εντατικότερη ενασχόληση των ντόπιων με το εμπόριο και τη ναυτιλία, είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο μιας νέας αριστοκρατικής τάξης στο νησί, η οποία συνδέθηκε με μια φάση ανάπτυξης και ευημερίας της Πάτμου. Σοβαρό πλήγμα στην ανάκαμψη έδωσε το 1659 η λεηλασία του νησιού από τον Βενετό Μοροζίνι, ως αντίποινα στην πράξη της μονής να διαπραγματευτεί με τους Τούρκους.Η διπλωματική αστοχία της μονής και τα συνακόλουθα καταστροφικά αποτελέσματα κλόνισαν τη φερεγγυότητά της και της στέρησαν από τότε το συγκεντρωτικό ρόλο που διαδραμάτιζε για την Πάτμο. Ο οικισμός από το 1669 άρχισε με την έλευση Κρητών προσφύγων από την πτώση του Χάνδακα να αυξάνεται και να επεκτείνεται, ενώ η αποδέσμευση από τον έλεγχο της μονής έδωσε ώθηση και ανάδειξε την τάξη των ναυτικών. Το 1713 ιδρύεται η Πατμιάδα Σχολή. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν ώστε να γνωρίσει η Πάτμος μια πρωτοφανή για το νησί περίοδο οικονομικής ευρωστίας και πνευματικής ανόδου.


Βιβλιογραφία (6)

1. Κοντογιάννης Ν., Μεσαιωνικά Κάστρα και Οχυρώσεις της Κω, Αθήνα, 2002

2. Μπρούσκαρη Έ, Συμβολή στην ιστορία και την αρχαιολογία της Κω κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο: η βασιλική του πρεσβυτέρου Φωτεινού στην Καρδάμαινα , Αθήνα, 2011

3. Ορλάνδος Α., Δύο παλαιοχριστιανικαί βασιλικαί της Κω, 1966

4. Χατζηβασιλείου Β, Ιστορία της νήσου Κω, Αθήνα, 1990

5. Kokkorou-Alevras G., Kalopissi-Verti S., Panayotidi-Kesisoglou M., Kardamaina, Ancient Halasarna on the island of Kos: A guide, Athens, 2006

6. Στεφανίδου Α., ‘Κάστρο Παλαιού Πυλίου’ σε Ενετοί και Ιωαννίτες Ιππότες. Δίκτυα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, Αθήνα, 2001


Σχόλια (0)