Το κάστρο του Παντελίου


Το Κάστρο Παντελίου, σημαντικό μεσαιωνικό μνημείο της Λέρου, βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νησιού, επί του λόφου Πίτυος (Απιτύκι), μεταξύ των οικισμών Πλατάνου και Αγίας Μαρίνας.

Οι δύο εσωτερικοί περίβολοι της πρώτης οικοδομικής φάσης του κάστρου χρονολογούνται στους μέσους βυζαντινούς χρόνους. Επιβεβαιωμένο χρονικό όριο πριν το οποίο τοποθετείται η ανέγερσή τους είναι το έτος 1087, όταν εκδόθηκε αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο του Αλεξίου Α’ Κομνηνού, με το οποίο το ήμισυ του κάστρου παραχωρήθηκε στον Χριστόδουλο Λατρηνό, ιδρυτή της μονής Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, για λογαριασμό της μονής Παναγίας των Καστριανών στην Κω. Οι Ιωαννίτες Ιππότες από τα τέλη του 15ου μέχρι και τις αρχές του 16ου αιώνα προχώρησαν σε επισκευές των υφισταμένων βυζαντινών τειχών και στην ανέγερση του εξωτερικού περιβόλου του κάστρου, ο οποίος συμμορφώνεται απόλυτα με τις επιταγές της καθιέρωσης χρήσης των πυροβόλων όπλων. Οικόσημα ιπποτών και μαγίστρων διάσπαρτα στο κάστρο μαρτυρούν τη μέριμνα των Ιωαννιτών για την ενίσχυσή του.

Εντός των τειχών σώζονται πέντε εκκλησίες, μεταξύ των οποίων αυτή της Παναγίας του Κάστρου. Ο ναός, ο οποίος οικοδομήθηκε στο τέλος του 17ου αιώνα μετά την θαυματουργή –σύμφωνα με την παράδοση- εμφάνιση της εικόνας της Παναγίας στην πυριτιδαποθήκη του κάστρου, σήμερα στεγάζει το Εκκλησιαστικό Μουσείο της Λέρου.


Γλωσσάρι (1)

χρυσόβουλλο: επίσημο δημόσιο έγγραφο – διάταγμα των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου που έφερε χρυσή σφραγίδα στη μεταξωτή ταινία που το συνόδευε, με την οποία βεβαιωνόταν η αυθεντικότητα του διατάγματος.


Πληροφοριακά Κείμενα (4)

Αλέξιος Α' Κομνηνός: Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 1081 ως το 1118, ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών. Γιος του Ιωάννη Κομνηνού και της Άννας Δαλασσηνής, ξεκίνησε ως στρατηγός στον αυτοκρατορικό στρατό. Χρησιμοποιώντας τη θέση του αυτή επαναστάτησε και, έχοντας την υποστήριξη της στρατιωτικής αριστοκρατίας, κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την 1η Απριλίου του 1081, οπότε και χρίστηκε αυτοκράτορας. Η αυτοκρατορία όπως την παρέλαβε ο Αλέξιος βρισκόταν σε πολύ κρίσιμη καμπή, καθώς έπρεπε να αντιμετωπιστούν εξεγέρσεις της αριστοκρατίας· οι Σελτζούκοι είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, ενώ η πρωτεύουσα και οι παραδουνάβιες επαρχίες δέχονταν επιθέσεις. Οι επιδρομές αυτές συνεχίστηκαν με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση για αρκετά χρόνια. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες, ο Αλέξιος στράφηκε στη Δύση, όπου σύνηψε συμμαχίες με τους Βενετούς και τους Γερμανούς. Όσον αφορά στην εσωτερική του πολιτική, προσπάθησε να εξυγιάνει και να αναζωογονήσει την οικονομία και το εμπόριο, αλλά και να συγκρατήσει την υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος, ενώ θεσμοθέτησε νέους διοικητικούς τίτλους για να αντικατασταθούν οι παλιοί. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου, έλαβε χώρα και η πρώτη Σταυροφορία. Ο Αλέξιος προσπάθησε να αντιμετωπίσει με τη διπλωματία τους σταυροφόρους που κατέφθαναν κατά ομάδες στα εδάφη του και τους παραχώρησε πλοία για να περάσουν στη Μικρά Ασία. Έπειτα από πολλές διαπραγματεύσεις, οι αρχηγοί των σταυροφόρων δεσμεύτηκαν: από τις καταλήψεις τους να παραδώσουν σε βυζαντινή διοίκηση όσα εδάφη ανήκαν προηγουμένως ανήκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ωστόσο, o Αλέξιος δεν κατάφερε να αποτρέψει την κατάληψη της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους. Πέθανε το 1118.
Η μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου: Ξεχωριστό δείγμα μεσαιωνικής μοναστικής αρχιτεκτονικής και τόπος υψηλού θρησκευτικού ενδιαφέροντος αποτελεί η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, μια από τις σημαντικότερες στο Αιγαίο.Η παράδοση αναφέρει ως εξόριστο στην άγονη Πάτμο περί το 95 μ.Χ., επί των διωγμών του αυτοκράτορα Δομιτιανού, τον αγαπημένο μαθητή του Ιησού, Ιωάννη, ο οποίος κατά την παραμονή του στο νησί συνέγραψε δύο από τα σημαντικότερα γραπτά κειμήλια της χριστιανικής πίστης, το Ευαγγέλιό του και την Αποκάλυψη. Η ίδρυση της μονής, άρρηκτα συνδεδεμένη με την παράδοση αυτή, έγινε το 1088 από τον όσιο Χριστόδουλο το Λατρηνό, ο οποίος ζήτησε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό και πέτυχε να του παραχωρηθεί με χρυσόβουλλο –μεταξύ άλλων- το νησί, προκειμένου να ιδρύσει ένα μοναστήρι προς τιμήν του Ευαγγελιστή. Η μονή οικοδομήθηκε στην κορυφή του βουνού, πάνω στα κατάλοιπα αρχαίου ναού και παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και γύρω της αναπτύχθηκε ο οικισμός της Χώρας, με τον οποίο σήμερα συνανήκουν σε ένα αδιάσπαστο πυκνό και δαιδαλώδες αρχιτεκτονικό σύνολο.Το συγκρότημα περιβάλλεται από μεσαιωνικό τείχος, ακανόνιστου πολύπλευρου σχήματος και ύψους 15μ. Στον πολυεπίπεδο εσωτερικό χώρο, αναπτύσσονται πτέρυγες κελιών, βοηθητικά κτήρια, στοές και παρεκκλήσια των 16ου-17ου αι., τα οποία πλαισιώνουν και εξαίρουν το καθολικό. Ο σταυροειδής τετρακιόνιος εγγεγραμμένος με τρούλο ναός του όψιμου 11ου αι., με προσαρτημένα παρεκκλήσια της Παναγίας και του Χριστοδούλου, διασώζει τη δεύτερη φάση της τοιχογραφικής διακόσμησης των αρχών του 17ου, με αξιόλογες σπάνιες ευαγγελικές σκηνές, πιθανώς έργο καλλιτέχνη της κρητικής σχολής, ενώ το παρεκκλήσιο της Παναγίας φέρει σημαντικό τοιχογραφικό σύνολο της μνημειακής τάσης του τέλους του 12ου αι. Στην περιώνυμη βιβλιοθήκη και το σκευοφυλάκιο της μονής συγκεντρώνονται θησαυροί και κειμήλια ανεκτίμητης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας, όπως σπάνιες συλλογές βυζαντινών και μεταβυζαντινών χειρογράφων, αυτοκρατορικά έγγραφα, βιβλία, εικόνες και έργα μικροτεχνίας. Η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, ένα μνημείο-παλίμψηστο αρχιτεκτονικής και θησαυροφυλάκιο του βυζαντινού πολιτισμού, το σπήλαιο της Αποκάλυψης και ο οικισμός της Χώρας ενεγράφησαν το 1999 στο Διεθνή Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, ως εξέχον σύνολο προσκυνηματικού κέντρου της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, εξαίρετου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος.
Το νησί: Η Πάτμος, στο βόρειο τμήμα του Δωδεκανησιακού συμπλέγματος, είναι ένα μικρό νησί με έδαφος βραχώδες και άγονο. Η ηφαιστιογενής σύσταση της γης και οι λιγοστές βροχές που στερούν το νησί από βλάστηση και καλλιέργειες, έστρεψαν τους κατοίκους προς τη θάλασσα και συνέθεσαν παράλληλα ένα τοπίο αφαιρετικό και απόκοσμο, κατάλληλο για να φιλοξενήσει την αποκαλυπτική συγγραφή του Ιωάννη του Θεολόγου. Την εικόνα της αρχαιότητας για την Πάτμο αποδίδουν επιφανειακά, διάσπαρτα και αποσπασματικά ευρήματα. Τα αρχαιολογικά στοιχεία περιορίζονται στην διαπιστωμένη απουσία μινωικών και μυκηναϊκών ενδείξεων και στα λιγοστά γεωμετρικά και αρχαϊκά κατάλοιπα, τα οποία περιγράφουν αμυδρά την προχριστιανική εποχή του νησιού. Η θέση Καστέλλι, στο κεντρικό τμήμα της δυτικής ακτής του νησιού, αποτελεί μέχρι σήμερα τον σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο του νησιού. Η κατοίκηση στην περιοχή επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα της κεραμικής και λίθινα εργαλεία στην εποχή του Χαλκού, ωστόσο οι ενδείξεις οργάνωσης και τείχισης του χώρου χρονολογούνται στα ύστερα κλασικά χρόνια. Ο οικισμός στο Καστέλλι φαίνεται πως διατηρήθηκε μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο. Η λατρεία της Πατμίας Αρτέμιδος τεκμηριώνεται με ασφάλεια στο νησί από τα λείψανα ναού προς τιμήν της στη θέση που αργότερα υψώθηκε η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Το νησί ανήκε, όπως και η Λέρος, στη σφαίρα εξουσίας της κραταιάς Μιλήτου. Το ότι η Πάτμος αποτέλεσε τόπο εξορίας κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους υπήρξε ένα γεγονός που αναμφίβολα καθόρισε την ιστορία και εξέλιξη του νησιού. Μέχρι την ιστορική αυτή καμπή με την ίδρυση της μονής στους μέσους βυζαντινούς χρόνους, η παλαιοχριστιανική εποχή στην Πάτμο –σε αντίθεση με τα αρχαιολογικά στοιχεία στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου- διαφαίνεται αδρά σε λιγοστά αρχιτεκτονικά ευρήματα, τα οποία μάλιστα διασώθηκαν επειδή εντοιχίστηκαν στην κατασκευή της μονής και των σπιτιών του οικισμού. Μακρά περίοδος ερήμωσης του νησιού καταγράφεται στους λεγόμενους σκοτεινούς αιώνες, 7ο έως 9ο αι., λόγω των καταιγιστικών επιδρομών και λεηλασιών των Αράβων πειρατών. Η παράδοση αναφέρει ως εξόριστο στην άγονη Πάτμο περί το 95 μ.Χ., επί των διωγμών του αυτοκράτορα Δομιτιανού, τον αγαπημένο μαθητή του Ιησού, Ιωάννη, ο οποίος κατά την παραμονή του στο νησί συνέγραψε δύο από τα σημαντικότερα γραπτά κειμήλια της χριστιανικής πίστης, το Ευαγγέλιό του και την Αποκάλυψη. Η ίδρυση της μονής, άρρηκτα συνδεδεμένη με την παράδοση αυτή, έγινε το 1088 από τον όσιο Χριστόδουλο το Λατρηνό, ο οποίος ζήτησε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό και πέτυχε να του παραχωρηθεί με χρυσόβουλλο –μεταξύ άλλων- το νησί, προκειμένου να ιδρύσει ένα μοναστήρι προς τιμήν του Ευαγγελιστή. Η μονή οικοδομήθηκε στην κορυφή του βουνού, πάνω στα κατάλοιπα του αρχαίου ναού της Αρτέμιδος και παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και γύρω της αναπτύχθηκε ο οικισμός της Χώρας, με τον οποίο σήμερα συνανήκουν σε ένα αδιάσπαστο πυκνό και δαιδαλώδες αρχιτεκτονικό σύνολο. Η απειλή των πειρατικών καταστροφών και των δηώσεων δεν αποσοβήθηκε ποτέ για το νησί. Τούρκοι, Σαρακηνοί και Νορμανδοί επέδραμαν συστηματικά το 12ο αι. τραυματίζοντας την Πάτμο.Η ζωή ωστόσο αντιστέκεται με τον οικισμό να επεκτείνεται και να ενισχύεται, αλλά και τη Μονή να ολοκληρώνεται κτιριακά και να διακοσμείται με τα σπουδαία τοιχογραφικά σύνολα του τέλους του 12ου και των αρχών του 13ου αι. στην Τράπεζα και το παρεκκλήσιο της Παναγίας. Το 1309 το νησί καταλαμβάνουν οι Ιωαννίτες ιππότες. Τον επόμενο αιώνα η Πάτμος θα αποτελέσει πεδίο των πολέμων μεταξύ Βενετών και Οθωμανών, κατορθώνοντας στο τέλος να διατηρήσει τα προνόμιά της μέσω της μονής. Το 1522 τα νησιά θα περιέλθουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, γεγονός που εξασφάλισε στην Πάτμο κάποια σταθερότητα και γαλήνη. Σταδιακά, κατά τον 16ο και 17ο αι., ο εμπλουτισμός του πληθυσμού με πρόσφυγες από την Πόλη και την Κρήτη, σε συνδυασμό με την εντατικότερη ενασχόληση των ντόπιων με το εμπόριο και τη ναυτιλία, είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο μιας νέας αριστοκρατικής τάξης στο νησί, η οποία συνδέθηκε με μια φάση ανάπτυξης και ευημερίας της Πάτμου. Σοβαρό πλήγμα στην ανάκαμψη έδωσε το 1659 η λεηλασία του νησιού από τον Βενετό Μοροζίνι, ως αντίποινα στην πράξη της μονής να διαπραγματευτεί με τους Τούρκους.Η διπλωματική αστοχία της μονής και τα συνακόλουθα καταστροφικά αποτελέσματα κλόνισαν τη φερεγγυότητά της και της στέρησαν από τότε το συγκεντρωτικό ρόλο που διαδραμάτιζε για την Πάτμο. Ο οικισμός από το 1669 άρχισε με την έλευση Κρητών προσφύγων από την πτώση του Χάνδακα να αυξάνεται και να επεκτείνεται, ενώ η αποδέσμευση από τον έλεγχο της μονής έδωσε ώθηση και ανάδειξε την τάξη των ναυτικών. Το 1713 ιδρύεται η Πατμιάδα Σχολή. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν ώστε να γνωρίσει η Πάτμος μια πρωτοφανή για το νησί περίοδο οικονομικής ευρωστίας και πνευματικής ανόδου.
Το νησί: Το κάλλος του τοπίου, ο πλούτος των φυσικών πόρων και η χαρακτηριστική ανήσυχη και επικοινωνιακή νησιωτική ιδιοσυγκρασία της συνέθεσαν στους αιώνες την εικόνα ενός αιγαιακού τόπου με μακρά ιστορία και όγκο πολιτιστικής κληρονομιάς, δυσανάλογο του μεγέθους της Κω. Στη σύγχρονη φυσιογνωμία του νησιού σημαντικό μερίδιο κατέχουν ως ιστορικοί μάρτυρες οι αρχαιότητες της κλασικής εποχής, η πληθώρα μνημείων της παλαιοχριστιανικής περιόδου, καθώς και η αρχιτεκτονική και η πολεοδομική διαρρύθμιση της περιόδου της ιταλικής κατοχής. Η Κως είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος και εντοπίζεται μεταξύ της Καρπάθου και της Nισύρου. Η πρώτη ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα έχει επιβεβαιωθεί από τα αρχαιολογικά ευρήματα στη νεολιθική εγκατάσταση στο σπήλαιο της Άσπρης Πέτρας και στον οχυρωμένο οικισμό της πρώιμης χαλκοκρατίας στο λόφο των Σεραγιών στην πρωτεύουσα του νησιού. Κατάλοιπα ταφών με πλούσια κεραμικά κτερίσματα μαρτυρούν την μυκηναϊκή παρουσία στο νησί, γεγονός που ενισχύεται και από την αναφορά του ονόματος του νησιού στην Ιλιάδα, στον κατάλογο των πόλεων που έλαβαν μέρος στην Τρωική εκστρατεία. Οι ιστορικοί χρόνοι βρίσκουν την Κω να συμμετέχει μαζί με την Κνίδο, την Αλικαρνασσό και τις τρεις ροδιακές πόλεις στη Δωρική Εξάπολη, ένα είδος ομοσπονδίας των πόλεων που αποικίστηκαν από Δωριείς της Πελοποννήσου, ενώ αργότερα το νησί πέρασε στην κυριαρχία των Περσών, λαμβάνοντας μάλιστα μέρος και στην εκστρατεία κατά των ελληνικών πόλεων. Μετά την ήττα των Περσών, το 478 π.Χ., η Κως περιήλθε στην Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία. Την περίοδο αυτή, φαίνεται πως πρωτεύουσα του νησιού είναι η Αστυπάλαια, στη θέση της σύγχρονης Κεφάλου. Στην Αστυπάλαια της Κω έχουν ανασκαφεί ναοί του 5ου αι. π.Χ. προς τιμήν της Δήμητρας, του Ασκληπιού και της Ομονοίας, θέατρο και τείχος. Το 366 π.Χ., και ενώ το νησί βρισκόταν υπό τον έλεγχο του περίφημου δυνάστη της Καρίας, Μαύσωλου, πραγματοποιήθηκε ο συνοικισμός των παλαιότερων οικισμών του νησιού και η ίδρυση της νέας πρωτεύουσας, Κω-Μεροπίδος, στη θέση της σύγχρονης πρωτεύουσας. Στους ελληνιστικούς χρόνους και παρά τις έριδες για την πολιτική της θέση μεταξύ των βασιλείων των διαδόχων της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου, το νησί της Κω με τα μεγάλα του ιερά –μεταξύ των οποίων και το πανελλήνιο ιερό του Ασκληπιού- αποτελεί σημαίνον θρησκευτικό κέντρο. Την εποχή αυτή ακμάζει και ο αρχαίος οικισμός της Αλάσαρνας, στη θέση της σύγχρονης Καρδάμαινας. Η καταβολή υψηλής φορολογίας στη Ρώμη, αλλά και τα πλούσια δημόσια έργα και οι μετασκευές και προσθήκες στα αρχαία ιερά χαρακτηρίζουν την περίοδο της ρωμαιοκρατίας στην Κω, από τον 2ο αι. π.Χ. και εξής. Γεγονότα που ξεχωρίζουν στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες είναι η επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου στο νησί (57) και η διδασκαλία του χριστιανισμού, καθώς και ο ισχυρός σεισμός του 142. Επί Διοκλητιανού (284-305) η Κως ενσωματώθηκε στο βασίλειο της Καρίας (regio Cariae) και στην Επαρχία των Νήσων (Provincia Insularum). Καθώς ο χριστιανισμός εξαπλώνεται στο Αιγαίο, η Κως ήδη από νωρίς αποκτά επισκοπή, όπως επιβεβαιώνεται από την πληροφορία ότι στις οικουμενικές συνόδους της Νίκαιας (325) και της Χαλκηδόνος (451) έλαβαν μέρος οι επίσκοποι Μελίφρων και Ιουλιανός, αντίστοιχα. Η έναρξη της παλαιοχριστιανικής εποχής στην Κω φαίνεται πως οριοθετείται από έναν ακόμη ισχυρό σεισμό, αυτόν του 469, ο οποίος προκάλεσε σοβαρές φθορές σε ολόκληρο το νησί και είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη πολλών αρχαίων ιερών. Η οικοδόμηση παλαιοχριστιανικών βασιλικών τον 5ο και 6ο αι. στο νησί είναι εντυπωσιακή και καταδεικνύει όχι μόνο την επικράτηση του χριστιανισμού, αλλά και τον πλούτο και την ευμάρεια της εποχής. Μέχρι σήμερα έχουν ανασκαφεί 18 βασιλικές και οικισμοί σε τρεις περιοχές της υπαίθρου (Μαστιχάρι, Καρδάμαινα, Κέφαλος) και έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον άλλες 16, ενώ στην πόλη της Κω οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως ιδιωτικά κτήρια με πλούσια ψηφιδωτά δάπεδα. Βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, όπως κεραμικοί κλίβανοι και εργαστήρια υαλουργίας, αλλά και η παραγωγή μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών και ψηφιδωτών, παρέχουν ενδείξεις για τις εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων και αποδεικνύουν τη ζωντάνια της πόλης και της υπαίθρου. Η μέχρι πρότινος ισχύουσα άποψη ότι η ακμάζουσα παλαιοχριστιανική εποχή της Κω έλαβε τέλος με το σεισμό του 554 φαίνεται πως σταδιακά εγκαταλείπεται, βάσει και των νεώτερων ανασκαφικών δεδομένων, σύμφωνα με τα οποία η ζωή στην Κω συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 7ου αι. και τις αραβικές επιδρομές του 654/655. Το διάστημα μεταξύ των αρχών του 5ου και τις αρχές του 7ου αι. το νησί χειμάστηκε από επιδρομές Βανδάλων, Ισαύρων, Ονογούρων, Βουλγάρων και πιθανώς Αβαροσλάβων. Ο 7ος αι. σημαδεύτηκε από την επίθεση και δήωση του νησιού από τους Πέρσες του Χοσρόη Β’ και τους Άραβες του Μωαβία. Μέχρι τα μέσα του 11ου αι., την εποχή των λεγόμενων "σκοτεινών αιώνων" των συστηματικών αραβικών επιθέσεων στα νησιά του Αιγαίου, της συρρίκνωσης των οικισμών και του γενικότερου κλίματος φόβου και επισφάλειας, ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για το νησί.Μεταξύ αυτών, καταγράφεται η διοικητική ένταξη της Κω στο θέμα των Κιβυρραιωτών. Μετά την ήττα των βυζαντινών στο Μαντζικέρτ (1071) και τις επιδρομές σελτζουκικών και τουρκμανικών φύλων στη Μ. Ασία, η Κως έγινε τόπος υποδοχής προσφύγων, μεταξύ των οποίων και ο μοναχός Χριστόδουλος Λατρηνός, ο μετέπειτα ιδρυτής της Μονής Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Στο μοναχό δωρήθηκαν με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού δύο περιοχές, «το τε Καστέλον εγχωρίως λεγόμενον ...και το του Πιλέ επονομαζόμενον», όπου Χριστόδουλος ίδρυσε τη Μονή της Θεοτόκου, γνωστή και ως Μονή της Παναγίας των Καστριανών, και οικοδόμησε πάνω στο λόφο το κάστρο του Παλαιού Πυλίου. Το 12ο αι. οι Βενετοί διεκδικούν την Κω. Τα χρόνια μεταξύ 1124 και 1126 το νησί υπέστη ενετικές επιδρομές μετά την άρνηση του Ιωάννη Β’ Κομνηνού να αναγνωρίσει στους Βενετούς προνόμια στα νησιά, ενώ το 1198 με χρυσόβουλλο του Αλεξίου Γ’ Αγγέλου επικυρώθηκαν τελικά τα ποθητά ενετικά οικονομικά προνόμια σε περιοχές της αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και η Κως. Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Φράγκους το 1204, η Κως περιέρχεται στην εξουσία του Λατίνου αυτοκράτορα, σύμφωνα με την Partitio Romaniae, χωρίς όμως να υπάρχει γραπτή μνεία για την ίδρυση λατινικής επισκοπής. Σύντομη κατάληψη του νησιού από τον Ιωάννη Βατάτζη σημειώθηκε το 1224, ενώ το 1284 -μετά από μια περίοδο ταλαντεύσεων μεταξύ Βυζαντινών και Ενετών- η Κως καταλαμβάνεται οριστικά από τους Ενετούς. Οι Ιωαννίτες ιππότες φθάνουν στην Κω στα χρόνια 1306-1309. Νέες παλινδρομήσεις μεταξύ Βυζαντινών, Ενετών και Ιωαννιτών αυτή τη φορά καταλήγουν στην οριστική επικράτηση των τελευταίων από το 1337 και εξής. Οι ιππότες κατά τον 14ο αι. προβαίνουν σε αμυντικά έργα στο νησί, τα οποία περιλαμβάνουν επισκευές των υφισταμένων τειχών στην Αντιμάχεια και την πόλη της Κω. Στο κάστρο της Κω μάλιστα, γνωστό και ως κάστρο της Νεραντζιάς, οικοδομήθηκε ισχυρό περιμετρικό τείχος με μεγάλους προμαχώνες. Στο α’ μισό του 15ου αι. το νησί επλήγη από επιθέσεις των Αιγυπτίων (1440 και 1444). Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από το σουλτάνο Μωάμεθ Β’, τη σκυτάλη των επανειλημμένων επιθέσεων λαμβάνουν οι Οθωμανοί για το υπόλοιπο του αιώνα, με μεγαλύτερη αυτή του 1457, όταν πολιορκήθηκε το κάστρο της Αντιμάχειας, με αποτέλεσμα να καταστραφεί και να ερημωθεί η κωακή ύπαιθρος. Το 1493 ισχυρός σεισμός ολοκληρώνει την αλγεινή εικόνα εγκατάλειψης. Τρεις δεκαετίες μετά, το 1523, η Κως παραδόθηκε στους Οθωμανούς του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς έπειτα από συνθηκολόγηση των Ιωαννιτών ιπποτών στη Ρόδο το 1522. Υποτελής κεφαλικού φόρου πια, η Κως έχασε τα εύφορα εδάφη της, τα οποία με τη μορφή τιμαρίων ή βακουφίων εκχωρήθηκαν στους Οθωμανούς.


Βιβλιογραφία (4)

1. Βασιλειάδου Μ., Λέρος – Μεταξύ Ανατολής και Δύσης, Αθήνα, 31.07.2005

2. Δρελιώση-Ηρακλείδου Α, Μιχαηλίδου Μ., Λέρος: Από την Προϊστορία έως το Μεσαίωνα, Αθήνα, 2006

3. Στεφανίδου Α., ‘Κάστρο Παντελίου’ σε Ενετοί και Ιωαννίτες Ιππότες. Δίκτυα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, Αθήνα, 2001

4. Ενημερωτικό φυλλάδιο Αρχαιολογικού Μουσείου Λέρου, ΤΑΠΑ, Λέρος


Σχόλια (0)