Το νησί


Η Πάτμος, στο βόρειο τμήμα του Δωδεκανησιακού συμπλέγματος, είναι ένα μικρό νησί με έδαφος βραχώδες και άγονο. Η ηφαιστιογενής σύσταση της γης και οι λιγοστές βροχές που στερούν το νησί από βλάστηση και καλλιέργειες, έστρεψαν τους κατοίκους προς τη θάλασσα και συνέθεσαν παράλληλα ένα τοπίο αφαιρετικό και απόκοσμο, κατάλληλο για να φιλοξενήσει την αποκαλυπτική συγγραφή του Ιωάννη του Θεολόγου.

Την εικόνα της αρχαιότητας για την Πάτμο αποδίδουν επιφανειακά, διάσπαρτα και αποσπασματικά ευρήματα. Τα αρχαιολογικά στοιχεία περιορίζονται στην διαπιστωμένη απουσία μινωικών και μυκηναϊκών ενδείξεων και στα λιγοστά γεωμετρικά και αρχαϊκά κατάλοιπα, τα οποία περιγράφουν αμυδρά την προχριστιανική εποχή του νησιού. Η θέση Καστέλλι, στο κεντρικό τμήμα της δυτικής ακτής του νησιού, αποτελεί μέχρι σήμερα τον σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο του νησιού. Η κατοίκηση στην περιοχή επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα της κεραμικής και λίθινα εργαλεία στην εποχή του Χαλκού, ωστόσο οι ενδείξεις οργάνωσης και τείχισης του χώρου χρονολογούνται στα ύστερα κλασικά χρόνια. Ο οικισμός στο Καστέλλι φαίνεται πως διατηρήθηκε μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο.  Η λατρεία της Πατμίας Αρτέμιδος τεκμηριώνεται με ασφάλεια στο νησί από τα λείψανα ναού προς τιμήν της στη θέση που αργότερα υψώθηκε η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Το νησί ανήκε, όπως και η Λέρος, στη σφαίρα εξουσίας της κραταιάς Μιλήτου.
 
Το ότι η Πάτμος αποτέλεσε τόπο εξορίας κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους υπήρξε ένα γεγονός που αναμφίβολα καθόρισε την ιστορία και εξέλιξη του νησιού. Μέχρι την ιστορική αυτή καμπή με την ίδρυση της μονής στους μέσους βυζαντινούς χρόνους, η παλαιοχριστιανική εποχή στην Πάτμο –σε αντίθεση με τα αρχαιολογικά στοιχεία στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου- διαφαίνεται αδρά σε λιγοστά αρχιτεκτονικά ευρήματα, τα οποία μάλιστα διασώθηκαν επειδή εντοιχίστηκαν στην κατασκευή της μονής και των σπιτιών του οικισμού. Μακρά περίοδος ερήμωσης του νησιού καταγράφεται στους λεγόμενους σκοτεινούς αιώνες, 7ο έως 9ο αι., λόγω των καταιγιστικών επιδρομών και λεηλασιών των Αράβων πειρατών.
 
Η παράδοση αναφέρει ως εξόριστο στην άγονη Πάτμο περί το 95 μ.Χ., επί των διωγμών του αυτοκράτορα Δομιτιανού, τον αγαπημένο μαθητή του Ιησού, Ιωάννη, ο οποίος κατά την παραμονή του στο νησί συνέγραψε δύο από τα σημαντικότερα γραπτά κειμήλια της χριστιανικής πίστης, το Ευαγγέλιό του και την Αποκάλυψη. Η ίδρυση της μονής, άρρηκτα συνδεδεμένη με την παράδοση αυτή, έγινε το 1088 από τον όσιο Χριστόδουλο το Λατρηνό, ο οποίος ζήτησε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό και πέτυχε να του παραχωρηθεί με χρυσόβουλλο –μεταξύ άλλων- το νησί, προκειμένου να ιδρύσει ένα μοναστήρι προς τιμήν του Ευαγγελιστή. Η μονή οικοδομήθηκε στην κορυφή του βουνού, πάνω στα κατάλοιπα του αρχαίου ναού της Αρτέμιδος και παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και γύρω της αναπτύχθηκε ο οικισμός της Χώρας, με τον οποίο σήμερα συνανήκουν σε ένα αδιάσπαστο πυκνό και δαιδαλώδες αρχιτεκτονικό σύνολο.

Η απειλή των πειρατικών καταστροφών και των δηώσεων δεν αποσοβήθηκε ποτέ για το νησί. Τούρκοι, Σαρακηνοί και Νορμανδοί επέδραμαν συστηματικά το 12ο αι. τραυματίζοντας την Πάτμο.
Η ζωή ωστόσο αντιστέκεται με τον οικισμό να επεκτείνεται και να ενισχύεται, αλλά και τη Μονή να ολοκληρώνεται κτιριακά και να διακοσμείται με τα σπουδαία τοιχογραφικά σύνολα του τέλους του 12ου και των αρχών του 13ου αι. στην Τράπεζα και το παρεκκλήσιο της Παναγίας. Το 1309 το νησί καταλαμβάνουν οι Ιωαννίτες ιππότες. Τον επόμενο αιώνα η Πάτμος θα αποτελέσει πεδίο των πολέμων μεταξύ Βενετών και Οθωμανών, κατορθώνοντας στο τέλος να διατηρήσει τα προνόμιά της μέσω της μονής. Το 1522 τα νησιά θα περιέλθουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, γεγονός που εξασφάλισε στην Πάτμο κάποια σταθερότητα και γαλήνη. Σταδιακά, κατά τον 16ο και 17ο αι., ο εμπλουτισμός του πληθυσμού με πρόσφυγες από την Πόλη και την Κρήτη, σε συνδυασμό με την εντατικότερη ενασχόληση των ντόπιων με το εμπόριο και τη ναυτιλία, είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο μιας νέας αριστοκρατικής τάξης στο νησί, η οποία συνδέθηκε με μια φάση ανάπτυξης και ευημερίας της Πάτμου. Σοβαρό πλήγμα στην ανάκαμψη έδωσε το 1659 η λεηλασία του νησιού από τον Βενετό Μοροζίνι, ως αντίποινα στην πράξη της μονής να διαπραγματευτεί με τους Τούρκους.

Η διπλωματική αστοχία της μονής και τα συνακόλουθα καταστροφικά αποτελέσματα κλόνισαν τη φερεγγυότητά της και της στέρησαν από τότε το συγκεντρωτικό ρόλο που διαδραμάτιζε για την Πάτμο. Ο οικισμός από το 1669 άρχισε με την έλευση Κρητών προσφύγων από την πτώση του Χάνδακα να αυξάνεται και να επεκτείνεται, ενώ η αποδέσμευση από τον έλεγχο της μονής έδωσε ώθηση και ανάδειξε την τάξη των ναυτικών. Το 1713 ιδρύεται η Πατμιάδα Σχολή. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν ώστε να γνωρίσει η Πάτμος μια πρωτοφανή για το νησί περίοδο οικονομικής ευρωστίας και πνευματικής ανόδου.


Γλωσσάρι (5)

Παλαιοχριστιανική Περίοδος: η Παλαιοχριστιανική περίοδος τυπικά ξεκινά από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μ. Κωνσταντίνο στα 330 μ.Χ. και τη μεταφορά σε αυτή της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, και λήγει με το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Α (565).
χρυσόβουλλο: επίσημο δημόσιο έγγραφο – διάταγμα των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου που έφερε χρυσή σφραγίδα στη μεταξωτή ταινία που το συνόδευε, με την οποία βεβαιωνόταν η αυθεντικότητα του διατάγματος.
βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.
τοιχογραφία: ζωγραφική παράσταση στην επιφάνεια τοίχου ή οροφής οικοδομήματος.
παρεκκλήσι: πρόκειται για μικρών διαστάσεων ναΐσκο, ο οποίος είτε είναι αυτόνομος είτε ανήκει σε κάποιο ίδρυμα ή εξαρτάται από μεγαλύτερο ναό. Στο Βυζάντιο τα παρεκκλήσια είχαν συχνά ταφική χρήση.


Πληροφοριακά Κείμενα (4)

Η μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου: Ξεχωριστό δείγμα μεσαιωνικής μοναστικής αρχιτεκτονικής και τόπος υψηλού θρησκευτικού ενδιαφέροντος αποτελεί η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, μια από τις σημαντικότερες στο Αιγαίο.Η παράδοση αναφέρει ως εξόριστο στην άγονη Πάτμο περί το 95 μ.Χ., επί των διωγμών του αυτοκράτορα Δομιτιανού, τον αγαπημένο μαθητή του Ιησού, Ιωάννη, ο οποίος κατά την παραμονή του στο νησί συνέγραψε δύο από τα σημαντικότερα γραπτά κειμήλια της χριστιανικής πίστης, το Ευαγγέλιό του και την Αποκάλυψη. Η ίδρυση της μονής, άρρηκτα συνδεδεμένη με την παράδοση αυτή, έγινε το 1088 από τον όσιο Χριστόδουλο το Λατρηνό, ο οποίος ζήτησε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό και πέτυχε να του παραχωρηθεί με χρυσόβουλλο –μεταξύ άλλων- το νησί, προκειμένου να ιδρύσει ένα μοναστήρι προς τιμήν του Ευαγγελιστή. Η μονή οικοδομήθηκε στην κορυφή του βουνού, πάνω στα κατάλοιπα αρχαίου ναού και παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και γύρω της αναπτύχθηκε ο οικισμός της Χώρας, με τον οποίο σήμερα συνανήκουν σε ένα αδιάσπαστο πυκνό και δαιδαλώδες αρχιτεκτονικό σύνολο.Το συγκρότημα περιβάλλεται από μεσαιωνικό τείχος, ακανόνιστου πολύπλευρου σχήματος και ύψους 15μ. Στον πολυεπίπεδο εσωτερικό χώρο, αναπτύσσονται πτέρυγες κελιών, βοηθητικά κτήρια, στοές και παρεκκλήσια των 16ου-17ου αι., τα οποία πλαισιώνουν και εξαίρουν το καθολικό. Ο σταυροειδής τετρακιόνιος εγγεγραμμένος με τρούλο ναός του όψιμου 11ου αι., με προσαρτημένα παρεκκλήσια της Παναγίας και του Χριστοδούλου, διασώζει τη δεύτερη φάση της τοιχογραφικής διακόσμησης των αρχών του 17ου, με αξιόλογες σπάνιες ευαγγελικές σκηνές, πιθανώς έργο καλλιτέχνη της κρητικής σχολής, ενώ το παρεκκλήσιο της Παναγίας φέρει σημαντικό τοιχογραφικό σύνολο της μνημειακής τάσης του τέλους του 12ου αι. Στην περιώνυμη βιβλιοθήκη και το σκευοφυλάκιο της μονής συγκεντρώνονται θησαυροί και κειμήλια ανεκτίμητης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας, όπως σπάνιες συλλογές βυζαντινών και μεταβυζαντινών χειρογράφων, αυτοκρατορικά έγγραφα, βιβλία, εικόνες και έργα μικροτεχνίας. Η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, ένα μνημείο-παλίμψηστο αρχιτεκτονικής και θησαυροφυλάκιο του βυζαντινού πολιτισμού, το σπήλαιο της Αποκάλυψης και ο οικισμός της Χώρας ενεγράφησαν το 1999 στο Διεθνή Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, ως εξέχον σύνολο προσκυνηματικού κέντρου της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, εξαίρετου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος.
Αλέξιος Α' Κομνηνός: Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 1081 ως το 1118, ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών. Γιος του Ιωάννη Κομνηνού και της Άννας Δαλασσηνής, ξεκίνησε ως στρατηγός στον αυτοκρατορικό στρατό. Χρησιμοποιώντας τη θέση του αυτή επαναστάτησε και, έχοντας την υποστήριξη της στρατιωτικής αριστοκρατίας, κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την 1η Απριλίου του 1081, οπότε και χρίστηκε αυτοκράτορας. Η αυτοκρατορία όπως την παρέλαβε ο Αλέξιος βρισκόταν σε πολύ κρίσιμη καμπή, καθώς έπρεπε να αντιμετωπιστούν εξεγέρσεις της αριστοκρατίας· οι Σελτζούκοι είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, ενώ η πρωτεύουσα και οι παραδουνάβιες επαρχίες δέχονταν επιθέσεις. Οι επιδρομές αυτές συνεχίστηκαν με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση για αρκετά χρόνια. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες, ο Αλέξιος στράφηκε στη Δύση, όπου σύνηψε συμμαχίες με τους Βενετούς και τους Γερμανούς. Όσον αφορά στην εσωτερική του πολιτική, προσπάθησε να εξυγιάνει και να αναζωογονήσει την οικονομία και το εμπόριο, αλλά και να συγκρατήσει την υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος, ενώ θεσμοθέτησε νέους διοικητικούς τίτλους για να αντικατασταθούν οι παλιοί. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου, έλαβε χώρα και η πρώτη Σταυροφορία. Ο Αλέξιος προσπάθησε να αντιμετωπίσει με τη διπλωματία τους σταυροφόρους που κατέφθαναν κατά ομάδες στα εδάφη του και τους παραχώρησε πλοία για να περάσουν στη Μικρά Ασία. Έπειτα από πολλές διαπραγματεύσεις, οι αρχηγοί των σταυροφόρων δεσμεύτηκαν: από τις καταλήψεις τους να παραδώσουν σε βυζαντινή διοίκηση όσα εδάφη ανήκαν προηγουμένως ανήκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ωστόσο, o Αλέξιος δεν κατάφερε να αποτρέψει την κατάληψη της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους. Πέθανε το 1118.
Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Το νησί: Η Κρήτη, η Μεγαλόνησος του ελληνικού αρχιπελάγους, με την πρωταγωνιστική και ρηξικέλευθη ιδιοσυγκρασία και τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του πολιτισμού της στιγμάτισε και συχνά καθόρισε τη ροή της ιστορίας του ελλαδικού χώρου. Με συγκροτημένο πολιτισμό ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους τέθηκε στο προσκήνιο της αυγής του πολιτισμού στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Η μακραίωνη περίοδος ακμής του νησιού, στους χρόνους από το 2800 μέχρι το 1100 π.Χ., ταυτίστηκε με το μινωικό πολιτισμό. Η ανέγερση των παλαιών και νέων ανακτόρων της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων και της Ζάκρου, η ανάπτυξη πλήθους σημαντικών θέσεων όπως η Αγία Τριάδα, η Γόρτυνα, η Ζώμινθος, ο Μύρτος, η Φούρνου Κορυφή, κ.α., η ανάπτυξη μιας εκλεπτυσμένης, πλούσιας και ζωηρής τέχνης, η εμπορική θαλασσοκρατία των Μινωιτών με την εξάπλωση των προϊόντων, της κεραμικής, των τεχνουργημάτων και των καλλιτεχνικών τάσεων σε ολόκληρη την περιφέρεια της μεσογειακής λεκάνης είναι οι αδιάψευστοι μάρτυρες του βεληνεκούς και της ακτινοβολίας του μινωικού πολιτισμού. Η κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος και η πτώση του μινωικού πολιτισμού ακολουθήθηκαν από τη διείσδυση των Μυκηναίων και το πέρασμα στην εποχή του σιδήρου, η οποία κάθε άλλο παρά την προηγούμενη αίγλη του νησιού θυμίζει. Στους ιστορικούς χρόνους, η Κρήτη δεν έχει χάσει μεν τη θέση της ως εμπορικό κέντρο, έχει όμως περάσει στο περιθώριο των εξελίξεων του ελληνικού κόσμου που συναρτώνται πια με τα μεγάλα κέντρα των Αθηνών, της Σπάρτης και της Μακεδονίας, αργότερα. Την εποχή αυτή σημαντικά αστικά κέντρα του νησιού εντοπίζονται στην Κνωσό, τη Λατώ, την Πραισό, την Κυδωνία και τη Γόρτυνα. Το 69 π.Χ. το νησί πέρασε βίαια στην κατοχή των Ρωμαίων. Έδρα της διοίκησής τους όρισαν τη Γόρτυνα, η οποία αναδείχθηκε σε σημαντικό κέντρο της εποχής. Στον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα η Κρήτη δέχτηκε το κήρυγμα του χριστιανισμού από τον Απόστολο Παύλο. Την οργάνωση των εκκλησιών στο νησί ανέλαβε το 63 ο μαθητής του Παύλου, Τίτος. Με τη διάδοση του χριστιανισμού, ανάμεσα στον 4ο και τον 8ο αι., οικοδομήθηκε μεγάλος αριθμός βασιλικών, γεγονός χαρακτηριστικό στην παλαιοχριστιανική εποχή. Μεταξύ αυτών, οι βασιλικές της Σούγιας, της Χερσονήσου, της Πανόρμου, της Ελεύθερνας, της Συβρίτου, του Φραγκοκάστελλου και της Γόρτυνας. Οι πηγές μαρτυρούν πως η Κρήτη αποτελούσε τότε μέρος της διοικητικής περιφέρειας της Μέσσιας (Dioecesis Moesiarum ή Illyricum Orientale), εξαρτώμενη άμεσα από την Εκκλησία της Ρώμης και πως η Επισκοπική Επαρχία της Κρήτης την εποχή αυτή αριθμούσε περίπου είκοσι επισκοπικές έδρες, με τη Γόρτυνα ως μητροπολιτική έδρα. Στην περίοδο της Εικονομαχίας, περί το 754, επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε’, η εκκλησία της Κρήτης αποσπάστηκε από τη Ρώμη και προσαρτήθηκε στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Η εμφύλια σύρραξη που ξέσπασε στην Κρήτη το 823 μεταξύ του Θωμά του Σλάβου και του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β’ καθώς και μια σειρά εξεγέρσεων που έλαβαν χώρα στο δυτικό τμήμα της μεσογειακής λεκάνης –και συγκεκριμένα των Ανδαλουσιανών Αράβων ενάντια στο χαλίφη της Κόρδοβας- έμελλαν να αφήσουν τη Μεγαλόνησο ευάλωτη στους Άραβες. Οι εξεγερθέντες έχοντας εξοριστεί από την ιβηρική χερσόνησο και μην έχοντας πρόσβαση στα βόρεια παράλια της Αφρικής, προσέβλεψαν στην Κρήτη. Το 826 ξεκίνησε μια σειρά επιθέσεων, η οποία κατέληξε με εισβολή σαράντα πολεμικών αραβικών πλοίων στον κόλπο της Σούδας, πολυήμερη λεηλασία και κατάληψη τελικά του νησιού. Η Γόρτυνα ισοπεδώθηκε και οι Άραβες ίδρυσαν τη νέα τους πρωτεύουσα στη θέση της αρχαίας Ηράκλειας ανεγείροντας ένα ισχυρό φρούριο με βαθιές τάφρους, το οποίο ονόμασαν αλ-Χαντάκ, τον μεταγενέστερο Χάνδακα. Με αφετηρία τον Χάνδακα οι Άραβες οργάνωσαν ένα εκτεταμένο πλέγμα επιθέσεων στα νησιά του Αιγαίου, τα οποία βυθίστηκαν στην καταστροφή και την ερήμωση. Οι προσπάθειες του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β’ για την ανάκτηση του νησιού μέχρι το 829, καθώς και η βραχυπρόθεσμα επιτυχής απόπειρα του αντιβασιλέως Μιχαήλ Γ’ το 843 δεν κατόρθωσαν να απαλλάξουν το νησί από την αραβική παρουσία. Τη σκυτάλη στην προσπάθεια εκτοπισμού των Αράβων ανέλαβε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος, στα χρόνια της βασιλείας του οποίου αναδείχτηκε λόγω των στρατιωτικών του ικανοτήτων ο Νικηφόρος Φωκάς. Με τη διαδοχή του Πορφυρογέννητου από τον αυτοκράτορα Ρωμανό Β’, ο Νικηφόρος ανέλαβε το 960 εκστρατεία προκειμένου να απελευθερώσει την Κρήτη, η οποία μετά από πολύμηνες επιχειρήσεις κατέληξε τον επόμενο χρόνο στην παράδοση του Χάνδακα. Το νησί επέστρεψε ως θέμα στη βυζαντινή κυριαρχία και αναδιοργανώθηκε διοικητικά και εκκλησιαστικά από τον Φωκά. Υπό το φόβο μιας νέας αραβικής απειλής, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε προσωρινά στην ενδοχώρα της περιοχής του Χάνδακα και οικοδομήθηκε ισχυρό τείχος. Στο θρησκευτικό τομέα, ο Φωκάς συνδέθηκε με πνευματικούς ανθρώπους, όπως ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε και ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος, και αναδιοργάνωσε νέες επισκοπικές έδρες μακριά από τις ακτές, ενώ μετέφερε άλλες σε νέες τοποθεσίες. Στα τέλη του 10ου αι. οικοδομήθηκε στη Γόρτυνα ο ναός του Αγίου Τίτου ως μητροπολιτικός ναός πάνω στα ερείπια τρίκλιτης θολοσκεπούς βασιλικής της παλαιοχριστιανικής περιόδου. Ο ναός ανήκει στον σταυροειδή τρίκογχο αρχιτεκτονικό τύπο και στεγάζεται με τρούλλο. Η περίοδος της δεύτερης βυζαντινής κυριαρχίας στην Κρήτη διήρκεσε μέχρι την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. Με την πτώση της πρωτεύουσας, παρεμβλήθηκε μια σύντομη –μέχρι το 1217- κατοχή του νησιού από τον Γενουάτη κόμη της Μάλτας, Ερρίκο Πεσκατόρε, ο οποίος μερίμνησε με ζέση για την ενίσχυση των φρουρίων του Χάνδακα, του Ρεθύμνου και της Σητείας, καθώς και για την τείχιση άλλων σημαντικών θέσεων του νησιού. Από το 1217 η Κρήτη εδραιώνεται ως μία από τις σημαντικότερες κτήσεις της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας. Ο Χάνδακας, με τη νέα βενετική του ονομασία Candia, εξακολουθεί να είναι η πρωτεύουσα και το διοικητικό κέντρο του νησιού, το οποίο διαιρέθηκε σε έξι τμήματα διοικούμενα από αντίστοιχους Βενετούς διοικητές. Η εγκατάσταση Ενετών αποίκων αύξησε τον πληθυσμό και ανατροφοδότησε την πόλη, η οποία αναμορφώθηκε δραστικά με την ενίσχυση της οχύρωσης και του λιμανιού και την πλούσια ανοικοδόμηση. Οι θαλάσσιοι εμπορικοί δρόμοι διευρύνθηκαν και το εμπόριο άνθισε. Η εκκλησιαστική οργάνωση διατήρησε τη βυζαντινή της μορφή, τοποθετήθηκαν όμως επικεφαλής των επισκοπικών εδρών ένας Έλληνας κι ένας Λατίνος επίσκοπος. Επανειλημμένες εξεγέρσεις των Κρητών κατά της ενετικής κυριαρχίας σημειώθηκαν σε όλη τη διάρκεια του 13ου αι., με αυτή των Σκορδίληδων και των Μελισσηνών στο α’ τέταρτο του αιώνα να ξεχωρίζει, καθώς έτυχε της υποστήριξης των βυζαντινών στρατευμάτων της αυτοκρατορίας της Νίκαιας του Ιωάννη Βατάτζη. Η επανάκτηση της πρωτεύουσας από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο το 1261 πυροδότησε λίγα χρόνια αργότερα επίσης νέο κύμα αναταραχών στο νησί. Ο κύκλος αυτών των επαναστάσεων έκλεισε με την απόπειρα των Ενετών φεουδαρχών μεταξύ του 1363 και 1364 να αποσχιστούν από τη Βενετία προβαίνοντας στη Διακήρυξη της Δημοκρατίας του Αγίου Τίτου. Με την άλωση της πρωτεύουσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς το 1453 η Κρήτη αναδεικνύεται σε καταφύγιο Κωνσταντινουπολιτών. Παρόλο που η εισροή νέου πληθυσμού αποτέλεσε αναμφίβολα σημαντική μεταβολή, η ομαλή συνύπαρξη που επιτεύχθηκε με τον ντόπιο πληθυσμό και τους Βενετούς, εξαιτίας της προβολής των Οθωμανών ως του κοινού κινδύνου, λειτούργησε γόνιμα και εποικοδομητικά για την Κρήτη, με αποτέλεσμα την κρητική αναγέννηση του 16ο και 17ου αι. Μεταξύ των ετών 1645 και 1669 λαμβάνει χώρα στο νησί ο Πέμπτος Ενετοτουρκικός πόλεμος. Οι Οθωμανοί που αποβιβάστηκαν και κατέλαβαν την Κρήτη το 1645, τρία χρόνια αργότερα άρχισαν να πολιορκούν το Χάνδακα. Το 1645 κατέλαβαν τα Χανιά και το 1646 το Ρέθυμνο. Από το Μάιο του 1648 και για 21 ολόκληρα χρόνια θα διαρκέσει η μνημειώδης πολιορκία της πόλης του Χάνδακα, η οποία σφυροκοπήθηκε από καθημερινούς βομβαρδισμούς και επιθέσεις, αλλά κατόρθωσε να αντέξει εφοδιαζόμενη από τη θάλασσα. Η τελευταία φάση της πολύχρονης πολιορκίας αρχίζει το 1666 με την έλευση των πολυάριθμων ενισχύσεων του πασά Φαζήλ Αχμέτ Κιοπρουλού (Köprülü Fazıl Ahmed Paşa). Η δεινή θέση στην οποία περιήλθαν οι πολιορκούμενοι ανάγκασε τον Βενετό στρατηγό Φραγκίσκο Μοροζίνι (Francesco Morosini) να προβεί σε συνθηκολόγηση με τους Οθωμανούς και να τους παραδώσει το νησί.


Βιβλιογραφία (3)

1. Ενημερωτικό φυλλάδιο Αρχοντικού Νικολαΐδη στην Πάτμο, 2005

2. Χατζηδάκης Μ., Εικόνες της Πάτμου, Αθήνα, 1995

3. Αρχαιολογικά Μουσεία και Συλλογές στην Ελλάδα, Αθήνα, 2008


Σχόλια (0)